Υπερχρεωμένα νοικοκυριά - Ο υπερχρεωμένος εγγυητής στη διαδικασία του Νόμου 3869/2010
Γεώργιος Ι. Δέλλιος, Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Ι. Η θέση του εγγυητή στο Ν 3869/2010 Στη νομική θεωρία επισημαίνεται, ορθώς, ότι στη διαδικασία του Ν 3869/2010, για τη «ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», υπάγεται το πρόσωπο του συγκεκριμένου κάθε φορά οφειλέτη και όχι οι ίδιες οι οφειλές του. Πράγματι το άρθρο 12 εδ. 1 του Ν 3869/2010 ορίζει ότι «τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι…εγγυητών του οφειλέτη…δεν θίγονται», άρα οι πιστωτές διατηρούν τις απαιτήσεις τους κατά του εγγυητή ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση των χρεών του οφειλέτη ή ακόμη και μετά την κατ’ άρθρο 11 οριστική απαλλαγή του από το ανεξόφλητο τμήμα τους. Και τούτο κατ’ απόκλιση από την αρχή του άρθρου 851 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο « ο εγγυητής ευθύνεται (μόνο) για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή».
Το ίδιο άρθρο 12 Ν 3869/2010 συνεχίζει, στο εδ. 2, ορίζοντας ότι «ο οφειλέτης απαλλάσσεται έναντι των εγγυητών…ή άλλων δικαιούχων σε αναγωγή», για τις καταβολές στις οποίες αυτοί προέβησαν προς τους πιστωτές του οφειλέτη μετά την τελεσίδικη δικαστική αναδιάρθρωση των χρεών του τελευταίου. Η ρύθμιση αυτή: α) Έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή που συνάγεται ερμηνευτικά από τις ΑΚ 847 και 858, ότι -με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η σχέση κάλυψης μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή είναι χαριστική- ο εγγυητής έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη. β) Έρχεται σε αντίθεση προς τη διάταξη της ΑΚ 722, που προβλέπει ρητά το αναγωγικό αυτό δικαίωμα όταν ως σχέση κάλυψης υπάρχει εντολή -έστω και σιωπηρή- του πρωτοφειλέτη προς τον εγγυητή, όπως γίνεται κατά κανόνα δεκτό στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί προμήθεια για την παροχή της εγγύησης, και γ) Έρχεται σε αντίθεση προς την τακτική του Πτωχευτικού Κώδικα (βλ. άρθρο 27 Ν 3588/2007 ) και ορισμένων αλλοδαπών νομοθετημάτων για την αστική αφερεγγυότητα, σύμφωνα με τα οποία ο εγγυητής διατηρεί τις εξ αναγωγής αξιώσεις του κατά του πρωτοφειλέτη.
Έτσι οι εγγυητές, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται εγκλωβισμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο εξαιρετικές ρυθμίσεις του άρθρου 12 Ν 3869/2010: Από τη μια να χάνουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από την αναδιάρθρωση των χρεών του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη τους, από την άλλη να χάνουν όμως και το δικαίωμά τους να στραφούν αναγωγικά κατά του τελευταίου, σε περίπτωση που ικανοποιήσουν τους πιστωτές του. Μοναδική διέξοδο για τους εγγυητές, σε περίπτωση δικής τους υπερχρέωσης, αποτελεί η δυνατότητα να ζητήσουν οι ίδιοι αυτοτελώς, ανεξάρτητα από τον πρωτοφειλέτη, την υπαγωγή τους στη διαδικασία του Ν 3869/2010. Τη δυνατότητα αυτή αναγνωρίζει ρητά στους εγγυητές η σχετική Αιτιολογική Έκθεση, υπό τον όρο ότι «πληρούν και οι ίδιοι τις προϋποθέσεις του νόμου», δηλαδή εφόσον είναι «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών» (άρθρο 1§1). Υποστηρίζεται μάλιστα, ευλόγως, ότι ο ειρηνοδίκης που καλείται να προσδιορίσει δικάσιμο για την αίτηση υπαγωγής του υπερχρεωμένου πρωτοφειλέτη στη διαδικασία του Ν 3869/2010 , σκόπιμο είναι να διατάσσει κατ’ άρθρο 748§3 ΚΠολΔ την κλήτευση και των τυχόν υπέρ αυτού εγγυηθέντων προσώπων, με κοινοποίηση προς αυτά αντιγράφου της αίτησης, φέροντος σημείωση της σχετικής δικασίμου. Και τούτο, προκειμένου να παρασχεθεί στους εγγυητές η δυνατότητα πληροφόρησης για τις ενέργειες του πρωτοφειλέτη τους καθώς και η δυνατότητα αποτίμησης, εκ μέρους των εγγυητών, της αναγκαιότητας ή μη για υποβολή δικής τους, αυτοτελούς, αίτησης υπαγωγής στην ίδια διαδικασία.
Στο σύντομο χρονικό διάστημα εφαρμογής του εν λόγω νόμου, η ερμηνεία των προϋποθέσεων υπαγωγής στο προστατευτικό πεδίο του Ν 3869/2010 (άρθρο 1§1), ειδικά για τους εγγυητές, ανέδειξε ορισμένα ζητήματα. Ειδικότερα:
ΙΙ. Ως προς την προϋπόθεση της έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας
Σύμφωνα με τον Πτωχευτικό Κώδικα πτωχευτική ικανότητα έχουν μόνον οι έμποροι (άρθρο 2§1 Ν 3588/2007). Ως εκ τούτου ορθώς γίνεται δεκτό ότι ο εγγυητής που δεν είναι ο ίδιος έμπορος μπορεί να υπαχθεί στο προστατευτικό πεδίο του Ν 3869/2010, ακόμη και αν έχει εγγυηθεί για εμπορικό χρέος του πρωτοφειλέτη. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, ακόμη και «οι αμιγώς αστικές δικαιοπραξίες, όπως η σύμβαση εγγύησης των ΑΚ 847 επ., καθίστανται αντικειμενικά εμπορικές, όταν συνοδεύονται από συστηματική επιδίωξη αποκομιδής οικονομικού οφέλους και ανάληψης κινδύνου ζημιών». Έτσι κρατεί γενικά η άποψη ότι ο εγγυητής αποκτά εμπορική ιδιότητα, άρα και πτωχευτική ικανότητα, όταν η εγγύηση παρέχεται από αυτόν «κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό το κέρδος», δηλαδή «κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη από αυτόν αμοιβής ή με την άντληση οποιουδήποτε άλλου άμεσου ή έμμεσου οικονομικού οφέλους από τη δικαιοπραξία για την οποία εγγυήθηκε».
Πηγή: XρηΔικ 1/2012,21
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα