Σύστημα της κατά στάδια προσβολής των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας – Αναστολή πλειστηριασμού (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 2722/2012)
[...] Ι. Με το άρθρο 934 ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής, με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, των επιμέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την επόμενη πράξη, μόνο εφόσον και η επόμενη πράξη προσβληθεί με την ανακοπή και κηρυχθεί από το δικαστήριο η ακυρότητα της. Διαφορετικά, παρά την κήρυξη της ακυρότητας μιας προηγούμενης πράξης, που αποτελεί την προϋπόθεση της, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως αυτοτελώς με ανακοπή, έστω και σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ και η επόμενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραμένει απρόσβλητη. Τούτο συμβαίνει και με την τελευταία πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία στην εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (ΑΠ 1002/2007 ΕλλΔνη 49,1026, ΕφΑθ 770/2009 Νόμος). Συνεπώς αν η ανακοπή στρέφεται κατά μεταγενέστερης πράξης της εκτέλεσης για το λόγο ότι είναι άκυρη η προηγούμενη, η ανακοπή εμπροθέσμως ασκείται μέσα στην προθεσμία για τη μεταγενέστερη πράξη εκτέλεσης. Έτσι, αν προσβάλλεται με ανακοπή η έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, η οποία είναι η τελευταία πράξη εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ), αυτή εγκύρως ασκείται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1γ’ ΚΠολΔ, ακόμα και αν λόγος της ανακοπής είναι η ακυρότητα της προηγούμενης πράξης εκτέλεσης (ΕφΑθ 955/2011 ΕφΑΔ 2011,675). Με την υπ’ αρ. κατ. 1727/15.1.2010 υπό στοιχείο α’ ανακοπή της η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί ν’ ακυρωθούν, για τους αναφερόμενους στο άνω δικόγραφο λόγους, η υπ’ αρ. 2312/9.12.2009 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού της πρώτης των καθ’ ων ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ε.Τ.Ζ-Μ., η υπ’ αρ. 663/21.12.2009 περίληψη της άνω δήλωσης συνέχισης αναγκαστικού πλειστηριασμού του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ι.Κ., με την οποία ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 3.2.2010, καθώς και κάθε άλλη μεταγενέστερη και συναφής με τις άνω προσβαλλόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της δεύτερης των καθ’ ων, στην οποία η ανακόπτουσα είχε επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει εκτελεστού τίτλου και προς ικανοποίηση χρηματικής της απαίτησης της κατά της άνω οφειλέτριάς της. Εξάλλου, με την υπ’ αρ. κατ. 19517/7.5.2010 υπό στοιχ. β’ ανακοπή της, η ανακόπτουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί ν’ ακυρωθεί η υπ’ αρ. 2367/3.2.2010 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ε.Τ.-Μ., δυνάμει της οποίας την 3.2.2010 εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία της οφειλέτριάς της, δεύτερης των καθ’ ων, η οποία κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα, πρώτη των καθ’ ων, καθώς και η υπ’ αρ. 2391/23.2.2010 περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της ίδιας συμβολαιογράφου για το λόγο ότι η υπ’ αριθμό 2312/9.12.2009 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού της πρώτης των καθ’ ων ενώπιον της άνω συμβολαιογράφου και η υπ’ αριθμό 663/21.12.2009 περίληψη της άνω δήλωσης συνέχισης αναγκαστικού πλειστηριασμού του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Ι.Κ., με βάση τις οποίες οδηγήθηκε σε αναγκαστικό πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία της πρώτης των καθ’ ων, που έχουν εμπρόθεσμα προσβληθεί με την υπ’ αριθμό κατάθεσης 1727/15.1.2010 υπό στοιχ. α’ ανακοπή, είναι άκυρες και συμπαρασύρουν σε ακυρότητα την ήδη προσβαλλόμενη τελευταία πράξη εκτέλεσης και την περίληψή της.Οι άνω ανακοπές παραδεκτά εισήχθησαν για να δικαστούν στο Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 933 παρ. 1, 2 και 584 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 933 παρ. 1 και 2, 585 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, η μεν υπό στοιχ. α’ ανακοπή, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. β’, ΚΠολΔ, η δε β’ ανακοπή εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προηγούμενη υπό στοιχείο (Ι) μείζονα σκέψη, δηλαδή μέσα σε προθεσμία 90 ημερών από την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, που έγινε την 17.3.2010 (βλ. το υπ’ αρ. πρωτ. 2059/2011 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Νεάπολης και την υπ’ αρ. 6994/12.5.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Π. Β. περί επίδοσης του δικογράφου της ανακοπής και στην παριστάμενη πρώτη των καθ’ ων), παραδεκτά δε η τελευταία, εφόσον έχει εγγραφεί νόμιμα και εμπρόθεσμα την 10.5.2010 στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης, κατ’ άρθρο 1010 ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αρ. 84/5606/10.5.2010 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα). Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.
ΙΙ. Με τις διατάξεις του άρθρου 973 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, οι οποίες έχουν εφαρμογή και επί αναγκαστικών εκτελέσεων που αφορούν ακίνητα, ορίζεται ότι αν ο πλειστηριασμός την ορισθείσα ημέρα ματαιώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, ο οποίος οφείλεται είτε σε υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, είτε είναι ανεξάρτητος της θέλησής του, κάθε δανειστής, εφόσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό και κοινοποίησε σ’ εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, μπορεί να συνεχίσει τον πλειστηριασμό, κατά τα ειδικότερα στην παρ. 3 του άνω άρθρου οριζόμενα. Προϋπόθεση της υποκατάστασης άλλου δανειστή, της συνέχισης δηλαδή του πλειστηριασμού από άλλον πλην του επισπεύδοντος δανειστή, αποτελεί και το γεγονός, ότι η μη διενέργεια του πλειστηριασμού (η ματαίωσή του), δεν οφείλεται σε νόμιμο λόγο που ισχύει και προτείνεται και κατά του υποκαθιστάμενου, όπως είναι λ.χ. η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά τα άρθρα 938, 939 ΚΠολΔ) ή του πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ. Η κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών αδράνεια της εκτελεστικής διαδικασίας εμποδίζει και την υποκατάσταση, τυχόν δε γενομένη την καθιστά άκυρη, καθόσον η διαπλαστική φύση της περί αναστολής απόφασης ισχύει και έναντι του επιδιώκοντος να υποκατασταθεί δανειστή (ΜΠρΘεσ 24312/2007 Αρμ 2006,117, ΜΠρΑθ 13388/1997 αδημ., ΜΠρΚαβ 150/1997 Αρμ 1999,419, ΜΠρΑθ 10996/1975 ΝοΒ 24,742 και εκεί παραπομπές, Ι. Μπρίνιας, Αναγκ. Εκτέλεση, έκδ. 1983, παρ. 389 α και 392 α, σελ. 1006 επ. και 1013 επ. και εκεί παραπομπές, βλ. όμως Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμ. Ε’, άρθρο 973, σελ. 889, κατά τον οποίο η αναστολή εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 ή του πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 1000 δεν κωλύει την υποκατάσταση, και ΜΠρΘηβ 401/1994 Δ 26,171, που εξαρτά την υποκατάσταση από υπαίτια αδράνεια του επισπεύδοντος και αντίθετες παρατηρήσεις Κ. Μπέη). Η ανωτέρω απόφαση αναστολής, λόγω της διαπλαστικής της φύσης, αναπτύσσει μεν τις συνέπειές της από τη δημοσίευσή της, οπότε άρχεται και το διατασσόμενο ανασταλτικό αποτέλεσμα, τούτο όμως τελεί υπό την αίρεση εκπλήρωσης όλων των τιθέμενων όρων της αναστολής, κατ’ άρθρο 1000 εδ. γ’ ΚΠολΔ, το αργότερο έως το χρονικό σημείο που έχει ορισθεί για την έναρξη του πλειστηριασμού, διαφορετικά παύει χωρίς άλλη διαδικασία η ισχύς της απόφασης και χωρεί πάλι επίσπευση του πλειστηριασμού (ΑΠ 1470/2004 ΕλλΔνη 48,1058, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, στο άρθρο 1000 αρ. 23 και 27). Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται για τη συνέχιση της διαδικασίας του πλειστηριασμού γνωστοποίηση της λήξης της αναστολής στα όργανα της εκτέλεσης, όπως αντιθέτως απαιτείται κατά το άρθρο 939 παρ. 4 επί αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που δίδεται λόγω της άσκησης ανακοπής από το άρθρο 933, αφενός διότι δεν προβλέπεται έκδοση τέτοιας απόφασης για να γνωστοποιηθεί, αφετέρου και διότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού λαμβάνει οίκοθεν γνώση με την εντολή επίσπευσης (άρθρο 999 παρ. 5 και 973 παρ. 1 ΚΠολΔ) (βλ. ΑΠ 83/2004 Δ 2004,942). Με τον πρώτο λόγο της α’ ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η υπ’ αρ. 2312/9.12.2009 δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας της οφειλέτριάς της, δεύτερης των καθ’ ων, στην οποία προέβη η πρώτη των καθ’ ων ανακοπή Τράπεζα ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Τ.-Μ., είναι άκυρη, διότι πριν την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού, που θα διεξαγόταν με δική της επίσπευση (της ανακόπτουσας), εκδόθηκε η γνωστοποιηθείσα στην άνω συμβολαιογράφο υπ’ αρ. 38846/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), που ανέστειλε, κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ, τον πλειστηριασμό επί εξάμηνο υπό τον όρο καταβολής ποσού 3.396,75 ευρώ, αντιστοιχεί στο 1/4 του οφειλόμενου κεφαλαίου και πληρωμής των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 2.915 ευρώ, ο οποίος (όρος) εκπληρώθηκε πριν τον πλειστηριασμό. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ανακόπτουσα υπ’ αρ. 1773/20.9.2011 ένορκη βεβαίωση της Ε.Π., ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Π., που λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των καθ’ ων η ανακοπή, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ (βλ. τα επικυρωμένα αντίγραφα των υπ’ αρ. 98 και 99 Α’/15.9.2011 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Σ.Τ., αντίστοιχα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Με βάση την από 18.9.2009 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πιστό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 29229/2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε με βάση έγκυρη τραπεζική επιταγή, προς ικανοποίηση χρηματικής της απαίτησης κατά της δεύτερης των καθ’ ων, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Μ.-Κ. Μ.Π. ΑΕ- ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΛΕΚΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ» και δυνάμει της υπ’ αρ. 1536/21.10.2009 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Α.Κ., η ανακόπτουσα εταιρία κατέσχεσε αναγκαστικώς την λεπτομερώς αναφερόμενη στα δικόγραφα των ανακοπών της ακίνητη περιουσία της άνω οφειλέτριας της. Δυνάμει δε της υπ’ αρ. 1541/2009 περίληψης της άνω κατασχετήριας έκθεσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, η ανακόπτουσα επέσπευσε τον αναγκαστικό πλειστηριασμό της άνω ακίνητης περιουσίας με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 3.000.000,00 ευρώ για την 9.12.2009, πλην όμως κατά την ημερομηνία εκείνη ο πλειστηριασμός δεν διενεργήθηκε. Την ίδια ημέρα, η πρώτη των καθ’ ων, έχοντας χρηματική απαίτηση κατά της καθ’ ης η εκτέλεση, στηριζόμενη στα πιστά αντίγραφα των πρώτων εκτελεστών απογραφών των υπ’ αριθμό …/2009 και ../2009 διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, που νόμιμα επιδόθηκαν στην καθ’ ης η εκτέλεση με την κάτω από αυτά επιταγή προς πληρωμή, προέβη στην υπ’ αρ. 2312/9.12.2009 δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου και με την υπ’ αρ. …/21.12.2009 περίληψη της δήλωσης αυτής του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Ι.Κ., ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 3.2.2010. Την ημέρα εκείνη ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε και τα εκπλειστηριασθέντα ακίνητα κατακυρώθηκαν στη μοναδική υπερθεματίστρια πρώτη των καθ’ ων, με πλειστηρίασμα ποσού 3.300.000,00 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αρ. 2367/3.2.2010 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, η δε υπ’ αρ. …/23.2.2010 περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης Θεσσαλονίκης. Στην προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 2312/9.12.2009 δήλωση επίσπευσης πλειστηριασμού η συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι «της γνωστοποιήθηκε η υπ’ αρ. 38846/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), χωρίς να προκύπτει εάν πληρώθηκαν οι όροι του διατακτικού της», ενώ σύμφωνα με την υπ’ αρ. πρωτ. 2/14.1.2010 βεβαίωση της ιδίας, η γνωστοποίηση αυτή έγινε στις 9.12.2009 και ώρα 12 το μεσημέρι. Με την προαναφερόμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου ανεστάλη, κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ, ο ορισθείς κατά την άνω ημερομηνία πλειστηριασμός για χρονικό διάστημα έξι μηνών, υπό τον όρο καταβολής ποσού 3.396,75 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1/4 του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και πληρωμής των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 2.915 ευρώ.Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. 1773/20.9.2011 ένορκη βεβαίωση της υπαλλήλου της Ε.Π., σε συνδυασμό με τα φωτοτυπικά αντίγραφα της από 9.12.2009 απόδειξης της ανακόπτουσας, ποσού 6.622,40 ευρώ και της υπ’ αρ. 2359/9.12.2009 απόδειξης παροχής υπηρεσιών της δικαστικής επιμελήτριας Α.Κ., ποσού 2.915 ευρώ, το πρωί της 9.12.2009, ο εκπρόσωπος της καθ’ ης η εκτέλεση, Ν.Κ., κατέβαλε στο διευθυντή του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης και μέλος του ΔΣ της ανακόπτουσας εταιρίας, Σ.Φ., σε εκτέλεση των όρων της προαναφερόμενης απόφασης, όπως ρητώς αναγράφηκε στην σχετική απόδειξη, το ποσό των 6.622,40 ευρώ, το οποίο υπερκαλύπτει το 1/4 του οφειλόμενου από την καθ’ ης κεφαλαίου της απαίτησής της, για το οποίο επέσπευσε τον πλειστηριασμό, καθώς επίσης του προσκόμισε την απόδειξη πληρωμής από την καθ’ ης προς την άνω δικαστική επιμελήτρια των εξόδων εκτέλεσης, που όρισε η ίδια απόφαση. Συνεπώς, σύμφωνα όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο (ΙΙ) μείζονα σκέψη, αποδείχθηκε ότι το αργότερο έως το χρονικό σημείο που είχε ορισθεί για την έναρξη του πλειστηριασμού είχαν εκπληρωθεί οι τιθέμενοι με την υπ’ αρ. 38846/2009 απόφαση όροι της αναστολής του άρθρου 1000 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται για το διατασσόμενο ανασταλτικό αυτής αποτέλεσμα η προσκόμιση στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και των σχετικών εγγράφων που αποδεικνύουν την εκπλήρωση (καταβολή) αυτή, όπως αβάσιμα διατείνεται η πρώτη των καθ’ ων. Και τούτο, διότι, εάν πράγματι η καθ’ ης δεν είχε εκπληρώσει τους όρους αυτούς, η ανακόπτουσα -η οποία, σημειωτέον, είχε καταθέσει όλα τα έγγραφα που αφορούν την προδικασία του πλειστηριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 999 ΚΠολΔ, όπως βεβαιώνει η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος στην προσβαλλόμενη δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού, άλλως η τελευταία, έχοντας διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την μη τήρηση των διατυπώσεων του άνω άρθρου, όφειλε να μην προχωρήσει στη διενέργεια του πλειστηριασμού, απέχοντας από αυτόν (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, στο άρθρο 999, αρ. 43) -θα είχε δώσει νέα εντολή επίσπευσης του πλειστηριασμού στην επ’ αυτού υπάλληλο, που θα λάμβανε γνώση αυτής οίκοθεν, ενόψει και του ότι στάση της αρχικής επισπεύδουσας-ανακόπτουσας από την οποία να προκύπτει συμπαιγνία με την καθ’ ης η εκτέλεση ή ολιγωρία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού δεν προέκυψε, ούτε εξάλλου, η πρώτη των καθ’ ων ζήτησε από το αρμόδιο δικαστήριο την υποκατάστασή της στη θέση της αρχικώς επισπεύδουσας για το λόγο αυτό, κατ’ άρθρο 973 παρ. 4 ΚΠολΔ.Επομένως, τόσο η πιο πάνω δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού, γενομένη σε χρόνο που, κατά τα προλεχθέντα, λόγω της αδράνειας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η αναγγελθείσα δανείστρια δεν είχε δικαίωμα υποκατάστασης, καθώς και η στη συνέχεια εκδοθείσα περίληψη αυτής και η κατά τον τρόπο αυτόν επίσπευση του πλειστηριασμού από την πρώτη των καθ’ ων καθ’ υποκατάσταση της αρχικώς επισπεύδουσας, έγιναν κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 973 παρ. 1-3 ΚΠολΔ και είναι, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της α’ ανακοπής της άκυρες, ανεξαρτήτως βλάβης της τελευταίας, η οποία όμως και συντρέχει, διότι με την υποκατάστασή της έχασε την πρωτοβουλία της κίνησης της διαδικασίας της εκτέλεσης. Σύμφωνα δε με όσα αναλύθηκαν στην υπό στοιχείο (Ι) μείζονα σκέψη, η κήρυξη της ακυρότητας των ανωτέρω πράξεων συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προσβάλλονται με την υπό στοιχ. β’ ανακοπή, δηλαδή την έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης και την ακολούθως εκδοθείσα περίληψη αυτής.Εξάλλου, η τελευταία είχε έννομο συμφέρον για την άσκηση και της β’ ανακοπής, διότι λόγω της προσβολής εκ μέρους της της άκυρης δήλωσης υποκατάστασής της και των άκυρων πράξεων που ακολούθησαν αυτής, δεν θα μπορούσε να αναγγείλει τις υπόλοιπες αναφερόμενες στις προτάσεις της απαιτήσεις της κατά της καθ’ ης η εκτέλεση, δεύτερης των καθ’ ων, καθώς μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντιφατική δικονομική συμπεριφορά, αποστερώντας μάλιστα από την ένδικη ανακοπή το έννομο συμφέρον της άσκησής της (βλ. Γ. Διαμαντοπούλου, «Venire contra factum proprium. Μορφές, έννομες συνέπειες και δικονομική μεταχείριση της αντιφατικής δικονομικής συμπεριφοράς του διαδίκου», σε ΕλλΔνη 39,1756). Τέλος, ο ισχυρισμός της πρώτης των καθ’ ων ότι οι ένδικες ανακοπές ασκήθηκαν καταχρηστικά τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ προκύπτει ότι η απαγόρευση άσκησης του δικαιώματος με τους όρους που αναφέρονται σ’ αυτό είναι παραδεκτή μόνο όταν πρόκειται για δικαίωμα που απορρέει από διάταξη ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου, όπως είναι η επικαλούμενη άσκηση των ένδικων ανακοπών (βλ. ΑΠ 980/1997 ΕλλΔνη 40,295, ΑΠ 1309/1986 ΝοΒ 35,918, ΑΠ 13/1981 ΝοΒ 30,413, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ 2004,1401, ΕφΑθ 1934/1990 ΕλλΔνη 33,894). Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων, πρέπει οι κρινόμενες ανακοπές να γίνουν δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες με αυτές πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ ων οι ανακοπές, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας εκ μέρους της δεύτερης των καθ’ ων δεν ορίζεται, διότι στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση, όπως και η προκειμένη, δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ. 1 αρ. 2 ΚΠολΔ). [...]
πηγή: http://www.nb.org/blog
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα