Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Ο υπερβολικός δανεισμός, ο οφειλόμενος σε κακό υπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του πιστούχου, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου (Ειρηνοδικείο Νίκαιας, αριθμός απόφασης 39/2012)

Περίληψη: Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Αίτηση ρύθμισης οφειλών κατ΄ αρ. 4 του ν. 3869/2010. Η υποχρέωση κατάθεσης των εγγράφων της παρ. 4 του αρ. 4 του νόμου δεν τίθεται με κύρωση το απαράδεκτο, ούτε και η έλλειψη αναφοράς των εισοδημάτων των λοιπών μελών της οικογενείας, πλην του συζύγου. Στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στην αίτηση για το ορισμένο αυτής. Τρόπος άσκησης κύριας παρέμβασης εκ μέρους πιστωτή. Ο ισχυρισμός του πιστωτή περί ανακριβούς δηλώσεως εκ μέρους του οφειλέτη περί των εισοδημάτων του δεν μπορεί να προβληθεί ως ένσταση καταλυτική της αίτησης ρύθμισης των χρεών. Ο υπερβολικός δανεισμός, ο οφειλόμενος σε κακό υπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του πιστούχου, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου. Το εφικτό ή μη της εφαρμογής του σχεδίου αποπληρωμής που προτείνει ο οφειλέτης, κρίνεται και γίνεται δεκτό ή όχι από τους πιστωτές αρχικά και από το δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων, ιδίως λόγω τυχόν μεταβολής των εισοδημάτων του οφειλέτη μέχρι τη συζήτηση.

[...] Καθώς προκύπτει από την 7365/22-7-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σ.Ν., που προσκομίζει και επικαλείται ο αϊτών, ακριβές αντίγραφο της αίτησης με την πράξη ορισμού της παραπάνω αναφερόμενης δικασίμου και κλήση προς συζήτηση σ’ αυτήν, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη καθ’ ης «ΤΡΑΠΕΖΑ Π…..Α.Ε.», Η οποία όμως δεν εμφανίστηκε να λάβει μέρος στη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση ερήμην της και σαν να είχε εμφανιστεί (ΚΠολΔ 754 παρ. 2). Στην αίτηση που κρίνεται, ιστορεί ο αιτών ότι δεν έχει πτωχευτική ικανότητα και έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς τις καθ’ ων πιστώτριες. Γι’ αυτό, μετά την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ζητά να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3869/2010 και σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειας επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού, να ρυθμιστούν οι οφειλές του σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που προτείνει, όπως το τροποποίησε με τις έγγραφες προτάσεις του. Η αίτηση αρμόδια καθ’ ύλη και τόπο φέρεται στο Δικαστήριο αυτό, να δικαστεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του νόμου 3869/2010, για το παραδεκτό της δε προσκομίστηκαν εμπρόθεσμα οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 4 του νόμου 3869/2010, α) από 10-6-2011 βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, που επιχειρήθηκε το τελευταίο πριν από την υποβολή της αίτησης εξάμηνο, του πληρεξούσιου δικηγόρου του, αρμόδιου προς τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α του ίδιου νόμου και β) υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος με ημερομηνία 24-6-2011, με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής του, για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων του, των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία. Εξάλλου, από την αυτεπάγγελτη έρευνα στα τηρούμενα αρχεία του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του νόμου 3869/2010, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη όμοια αίτηση του αιτούντος, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή-από τις οφειλές του. Η C.C.F. προβάλλει την ένσταση απαραδέκτου της διαδικασίας, με το αιτιολογικό ότι ο αιτών δεν κατέθεσε τα έγγραφα της παρ. 4 του άρθρου 4 του νόμου και δεν αναφέρει τα εισοδήματα και την περιουσία των μελών της οικογένειάς του, που ισχυρίζεται ότι προστατεύει. Η ένσταση πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι, κατά πρώτον η υποχρέωση κατάθεσης των εγγράφων της παρ. 4 του άρθρου 4 του νόμου δεν τίθεται με κύρωση το απαράδεκτο, όπως προκύπτει από τη διαφορά στη διατύπωση με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, στην οποία ορίζεται ανατρεπτική προθεσμία («ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει» κατ’ εκείνη και «ο οφειλέτης καταθέτει» κατά την παράγραφο 4). Και κατά δεύτερον, διότι υποχρέωση αναφοράς μόνο των εισοδημάτων του συζύγου υπάρχει στο νόμο και όχι άλλων μελών της οικογένειας του οφειλέτη. Επίσης, αρκεί η αναφορά στην αίτηση ότι οι οφειλές έχουν αναληφθεί περισσότερο από ένα έτος πριν την υποβολή της και δεν απαιτείται η παράθεση του ακριβούς χρόνου. Η ένσταση αοριστίας της αίτησης, που πρόβαλαν οι καθ’ ων για διάφορους λόγους πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι: Αναφέρονται η περιέλευση του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, οι βιοτικές ανάγκες δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης, ούτε επομένως και το ποσοστό που διατίθεται για ανάγκες μελών της οικογένειας του αιτούντος, και πάντως εξειδικεύονται παραδεκτά με τις εμπρόθεσμες έγγραφες προτάσεις του, δεν απαιτείται αναφορά στην προηγούμενη εργασία του, ούτε η κατάσταση της περιουσίας του κατά το χρόνο δανεισμού και η αιτία του, η μη αναφορά σε περισσότερα περιουσιακά (κινητά) στοιχεία σημαίνει απουσία τους και δεν απαιτείται η αρνητική διατύπωση, τέλος, η ασυμφωνία του προτεινόμενου προς διάθεση ποσού με τη σχέση εσόδων-εξόδων δεν οδηγεί σε αοριστία, αλλά σχετίζεται με τη σοβαρότητα και αλήθεια των αιτιάσεων του οφειλέτη ως προς τα θέματα αυτά, που αποτελούν ζήτημα κρίσεως κατόπιν απόδειξης και όχι στοιχείο της αίτησης. Η αίτηση λοιπόν είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8 του παραπάνω νόμου. Το αίτημα περί αναγνώρισης της απαλλαγής του αιτούντος από το υπόλοιπο των χρεών μετά την τήρηση από μέρους του των όρων της ρύθμισης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως πρόωρο, διότι η πιστοποίηση της απαλλαγής γίνεται μετά τη λήξη της ρύθμισης (αρθρ. 11 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του νόμου 3869/2010) και σε κάθε περίπτωση είναι περιττό, δεδομένου ότι η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη προβλέπεται απευθείας από το νόμο ως αποτέλεσμα της κανονικής εκτέλεσης των υποχρεώσεων, που του επέβαλε η απόφαση (αρθρ.11 παρ. 1 εδ. α του νόμου). Μετά από αυτά, πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα η αίτηση, αφού έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη συζητήσεως. Η Π. ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Α.Ε. άσκησε με προφορική δήλωση, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, κύρια παρέμβαση, υποστηρίζοντας ότι οι απαιτήσεις από τρεις από τις τέσσερις συμβάσεις πιστωτικών καρτών και από τη μοναδική καταναλωτικού δανείου, που ο αιτών συνήψε με την Τράπεζα Π………, της μεταβιβάστηκαν με πώληση και έγιναν όλες οι απαιτούμενες από το νόμο 3156/2003 ενέργειες δημοσιότητας και ότι επομένως οι οφειλές από αυτές είναι προς την ίδια και όχι προς την αρχική πιστώτρια, γεγονός που επιβεβαιώνει και η τελευταία στις από 1-9 και 10-10- 2011 παρατηρήσεις της επί του σχεδίου διευθέτησης και του τροποποιητικού του. Με αυτά τα περιστατικά, ζητά η παρεμβαίνουσα, να υπαχθούν στη ρύθμιση ως οφειλόμενες προς την ίδια οι απαιτήσεις από αυτές τις συμβάσεις. Η παρέμβαση παραδεκτά ασκήθηκε προφορικά, δεδομένου ότι στις υποθέσεις του είδους αυτού δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 752 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που απαιτεί η κύρια παρέμβαση ν’ ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο και στο ειρηνοδικείο, αλλά η διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1 εδ. β του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), που επιτρέπει την προφορική άσκηση των παρεμβάσεων στην πτωχευτική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3869/2010 και αφού ο ειδικός αυτός νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις που ρυθμίζουν οι δύο αυτοί νόμοι παρουσιάζουν αναλογίες. Περαιτέρω, η ένσταση αοριστίας της αίτησης που πρόβαλε με κοινούς με τις υπόλοιπες πιστώτριες λόγους, πρέπει ν’ απορριφθεί με τις ίδιες αιτιολογίες και επιπρόσθετα, τα εφόδια για ανεύρεση εργασίας και ο ασφαλιστικός φορέας της μητέρας του αιτούντος είναι ζητήματα απόδειξης. Η παρέμβαση είναι νόμιμη και πρέπει να συνεξεταστεί με την αίτηση. Από την ανωμοτί κατάθεση του αιτούντος, τα έγγραφα που οι διάδικες πλευρές προσκόμισαν νόμιμα και επικαλούνται και όσα περιέχονται στο φάκελο της υπόθεσης, αποδείχτηκαν πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι 33 ετών και από τις 14-11-2011 έχει εγγραφεί ως άνεργος στον ΟΑΕΔ (βλ. την 1………………..6 ταυτότητα ανέργου). Προηγουμένως εργαζόταν ως οδηγός ταξί, τα τελευταία χρόνια αποσπασματικά και από τις 9-2-2011 στον ιδιοκτήτη ταξί Σ.Κ., με κυμαινόμενες μηνιαίες αποδοχές, σε μέσο όρο περίπου 800 ευρώ (βλ. την από 10-2-2011 αναγγελία πρόσληψης και το από 18-2- 2011 σημείωμα αποδοχών του εργοδότη). Από το 2007 έως το 2009 δήλωνε μηδενικά εισοδήματα και το έτος 2010 δήλωσε εισο­δήματα από μισθωτές υπηρεσίες ύψους 7.020,59 ευρώ. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2006 αγόρασε πολυτελές αυτοκίνητο S.O., με αριθμό κυκλοφορίας Υ.. ….., αντί 28.590 ευρώ, από τα οποία κατέβαλε 13.590 ευρώ και τα υπόλοιπα με δάνειο από την τρίτη καθ’ ης (βλ. την άδεια κυκλοφορίας και τη σύμβαση πώλησης και δανειοδότησης, που προσκόμισε η τρίτη καθ’ ης). Ο ίδιος καταθέτει ότι χρησιμοποιούσε ως ταξί το αυτοκίνητο, που πάντως σύντομα πώλησε χωρίς να γίνει γνωστό το τίμημα που εισέπραξε. Υποφέρει χρόνια από σοβαρές ασθένειες, αποφρακτικές άπνοιες- υπόπνοιες, υπερνοσογόνο παχυσαρκία, υπέρταση, που του δημιουργούν περαιτέρω συνέπειες υπνικής άπνοιας, πόνους στη μέση και τις αρθρώσεις (βλ. τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις). Στις 4-3-2010 η πρωτοβάθμια επιτροπή του Πρώτου Νοσοκομείου του ΙΚΑ, γνωμάτευσε ότι πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση περιοριστικού δακτυλίου στομάχου (βλ. τη γνωμάτευση). Λόγω άλλων προβλημάτων, ψυχολογικής φύσεως, έτυχε απολυτηρίου από το στράτευμα χωρίς να υπηρετήσει, ως ακατάλληλος (βλ. το από 3-5-2001 απολυτήριο της Πολεμικής Αεροπορίας). Δεν είναι νυμφευμένος, ούτε έχει τέκνα. Ζει με τη μητέρα του και τον αδελφό του Ν., που έχει υποστεί το 2006 αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έχει υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην καρδιά και του έχει αφαιρεθεί ο δεξιός νεφρός, κρίθηκε ανίκανος για οποιαδήποτε εργασία και απαραίτητη η βοήθεια και συμπαράσταση τρίτου προσώπου, όπως και οι συχνές εξετάσεις για παρακολούθηση της κατάστασής του (βλ. τα σχετικά ιατρικά έγγραφα). Λαμβάνει σύνταξη από το ΙΚΑ, η οποία ανήλθε το 2011 στα 8.499,71 ευρώ (βλ. τη βεβαίωση αποδοχών του υποκαταστήματος Κ…… του ΙΚΑ). Σύνταξη λαμβάνει και η μητέρα του αιτούντος από τον Ο.Α.Ε.Ε., λόγω χηρείας, ύψους 400 περίπου ευρώ (βλ. το ενημερωτικό σημείωμα για τους τρεις πρώτους μήνες του 2011). Στις 29-6-2011 ο αιτών αγόρασε με τίμημα που δεν έγινε γνωστό, το ΙΧΕ αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας Ι..-…., εργοστασίου κατασκευής H……. τύπου A., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2005, το οποίο πώλησε πρόσφατα. Άλλη ατομική περιουσία δεν διαθέτει ο αιτών. Σε χρόνους που για τις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποδείχτηκαν, γίνεται όμως δεκτό ότι τούτο δεν έγινε το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης, δεδομένου ότι δεν πρόβαλε αντίθετο ισχυρισμό καμία πιστώτρια, ο αιτών έλαβε από αυτές: Από τη E…, με τις συμβάσεις ............... και ..................., καταναλωτικά δάνεια, η συνολική απαίτηση από τα οποία, στις 21-12-2010 ανερχόταν στα 4.999,42 και 29.382,54 ευρώ. Και πιστωτικές κάρτες, με τις συμβάσεις .............................., ................................., ............................... και ........................., οι συνολικές απαιτήσεις από τις οποίες την ίδια ημερομηνία έκδοσης της σχετικής βεβαίωσης της πιστώτριας, ανέρχονταν αντίστοιχα σε 4.686,92, 4.217,21, 2.009,14 και 4.992,99 ευρώ. Από την ΤΡΑΠΕΖΑ Π….. ο αιτών έλαβε με τη σύμβαση ..........................καταναλωτικό δάνειο, η απαίτηση από το οποίο ανερχόταν στις 22-12-2010, ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης οφειλών της πιστώτριας, σε 10.668,30 ευρώ. Και τέσσερις πιστωτικές κάρτες με τις συμβάσεις .........................., ................................, ........................ και ........................, οι οφειλές από τις οποίες ανέρχονταν την ίδια ημερομηνία στα 3.872,98, 3.953,75, 5.067,84 και 2.519,49 ευρώ αντίστοιχα. Όλες οι συμβάσεις έχουν καταγγελθεί. Όπως προκύπτει από τη δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του νόμου 3156/2003 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 262/7-7- 2010, που προσκόμισε και επικαλείται η παρεμβαίνουσα, σε συνδυασμό με τις έγγραφες παρατηρήσεις της Τράπεζας, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκε ο κατάλογος που αναφέρει αναλυτικά τις μεταβιβασθείσες συμβάσεις, οι απαιτήσεις από τις παραπάνω συμβάσεις, εκτός από την τελευταία, εκχωρήθηκαν από την πιστώτρια στην παρεμβαίνουσα, η οποία και αφού ο αιτών δεν πρόβαλε αντίρρηση, έγινε από τότε η μόνη δικαιούχος (βλ. άρθρο 10 παρ 10 του παραπάνω νόμου). Από την τρίτη καθ’ ης, ο αιτών έλαβε δάνειο και Ε….κάρτα για την αποπληρωμή του αυτοκινήτου που αναφέρθηκε παραπάνω, στις 29- 8-2006, το οποίο έπαψε να εξυπηρετεί από το Φε­βρουάριο 2007 (βλ. την κατάσταση κίνησης του λογαριασμού), παρουσίαζε δε οφειλές 22.489,10 ευρώ στις 7-1-2011 (βλ. την κατάσταση πληρωμών). Από τη C… έλαβε ο αιτών στις 29- 7-2005 την πιστωτική κάρτα Visa και στις 27-1- 2006 την πιστωτική κάρτα Mastercard, με αριθμούς εξυπηρέτησης λογαριασμών .........................0 και ........................., οι οφειλές από τις οποίες ανέρχονταν στις 8-2-2011 σε 3.265,10 και 2.779,19 ευρώ αντίστοιχα. Από την Ν… έλαβε την ανάλογη πιστωτική κάρτα στις 19-5-2008, με αριθμό λογαριασμού ....................., οι οφειλές από την οποία ανέρχονταν στις 8-2-2011 στα 4.248,40 ευρώ (βλ. την κατάσταση οφειλών, που χορήγησε στον αιτούντα η C..). Τέλος, από τη M…, έλαβε ο αιτών την πιστωτική κάρτα.............................., οι οφειλές από την οποία ανέρχονταν στις 10-2-2011 σε 9.107,20 ευρώ. Τη σύμβαση έχει καταγγείλει από τις 22-1- 2008 η τράπεζα και με αίτησή της έχει εκδοθεί η 43065/2008 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών (βλ. την καταγγελία, την έκθε­ση επίδοσής της και την έκθεση επίδοσης απογράφου της διαταγής πληρωμής. Επίσης, τη βεβαίωση οφειλών, που χορήγησε στον αιτούντα η τράπεζα). Τα έξοδα για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της μητέρας και του αδελφού του αιτούντος, με συνυπολογισμό των αυξημένων ιατρικών, καλύπτονται από τις συντάξεις τους. Τα ατομικά έξοδα του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων και των ιατρικών, με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε και τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη υπόψη (ΚΠολΔ 336 παρ. 4), ανέρχονται κατά μέσο όρο στα 700 ευρώ. Έτσι, απέμεναν κατά το χρόνο που εργαζόταν για την εξυπηρέτηση των δανείων που έλαβε από τις καθ’ ων, ελάχιστα χρήματα, οπωσδήποτε λιγότερα κατά πολύ από το άθροισμα των δόσεων, δεδομένου ότι με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους στο προταθέν σχέδιο διευθέτησης, οι καθ’ ων αντιπρότειναν μηνιαίες δόσεις που υπερβαίνουν συνολικά τα 1500 ευρώ. Περιήλθε επομένως ο αιτών σε μόνιμη αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του. Μετά δε την απόλυση του, καθίσταται προβληματική ακόμη και η επιβίωσή του, τίθεται μάλιστα σε κίνδυνο και η ίδια η ζωή του, με δεδομένη την εύθραυστη υγεία του. Λόγω της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, η οικονομική κατάστασή του δεν έχει προοπτική βελτίωσης στο άμεσα ορατό μέλλον. Η E. ισχυρίζεται ότι ο αιτών παραβιάζει το καθήκον ειλικρινούς δήλωσης, συμπεραίνοντας ότι αποκρύπτει εισοδήματα, επειδή δεν αναφέρει την εργασία του πριν προσληφθεί από τον Σ.Κ., όταν εξυπηρετούσε τις οφειλές του. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 εδ. α και β του άρθρου 10, «ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής από δόλο ή βαριά αμέλεια, την οποία μπορεί να επικαλεστεί με αίτησή του οποιοσδήποτε πιστωτής, εφόσον δεν έχει παρέλθει ένα έτος από τότε που την πληροφορήθηκε, συνεπάγεται, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί». Όπως σαφώς προκύπτει από το γράμμα της σχετικής διάταξης, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται μόνο με αίτηση από τον πιστωτή, στην περίπτωση δε που η πληροφόρησή του για παράβαση του παραπάνω καθήκοντος προηγείται της συζήτησης στο ακροατήριο, μπορεί η αίτηση αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση του οφειλέτη για ρύθμιση. Δεν μπορεί λοιπόν ο ισχυρισμός αυτός να προβληθεί ως ένσταση καταλυτική της αίτησης ρύθμισης των χρεών. Αφού στην υπόθεση που κρίνεται δεν προβλήθηκε με αίτηση, ο ισχυρισμός αυτός είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτος και επομένως απορριπτέος. Είναι δε παρεμπιπτόντως και αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθώς στην αίτηση αναφέρεται σαφώς ότι εργαζόταν και προηγουμένως ως οδηγός ταξί, καθώς και τα εισοδήματά του, του προηγούμενου έτους. Η ένσταση της δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμής, που κάποιες πιστώτριες πρόβαλαν, με το αιτιολογικό της απόκρυψης από αυτές της αληθινής οικονομικής του κατάστασης, κατά τους χρόνους του δανεισμού και της χρήσης των δανεισμάτων για την εξασφάλιση ανώτερου από τις δυνατότητές του επιπέδου ζωής, τέλος, επειδή το αυξημένο κόστος διαβίωσης υποκρύπτει άδη­λα έσοδα, πρέπει ν’ απορριφθεί. Κατ’ αρχήν ως μη νόμιμη, διότι στηρίζεται σε περιστατικά πρωθύστερα, αφού κατά το χρόνο του δανεισμού δεν περιέρχεται ο οφειλέτης σε αδυναμία πληρωμών, ακόμη και αν είναι βέβαιη η πρόβλεψή της από τον υπερβολικό δανεισμό. Όσον αφορά στα κρυφά έσοδα, αποτελούν έμμεσο συμπέρασμα και όχι απόδειξη δόλου, με την οποία επιβαρύνεται κατά το νόμο ο πιστωτής. Ως αόριστη κατά δεύτερο λόγο, διότι και τότε απαιτούνται συγκεκριμένες δόλιες ενέργειες, που απουσιάζουν από την ένσταση. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι ούτε βάσιμη, διότι οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να πληροφορούνται προηγουμένως μέσω των διατραπεζικών συστημάτων και της μηχανογραφικής μεταξύ τους επικοινωνίας, που έχουν καθιερώσει, αλλά και από στοιχεία που ζητούν από τον επίδοξο πιστούχο, τις δυνατότητές του προς αποπληρωμή των δανείων. Ο υπερβολικός δανεισμός, ο οφειλόμενος σε κακό υπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του πιστούχου, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου, είναι δε από τις κύριες αιτίες της θεσμοθέτησης του νόμου 3869/2010. Με το ίδιο αιτιολογικό πρέπει ν’ απορριφθεί και η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως της αίτησης προς ρύθμιση των οφειλών του αιτούντος (ΑΚ 281), που έχει ως έρεισμα τα ίδια περιστατικά. Κατά τη E.., η κατάχρηση έγκειται στο ότι η πρόταση του αιτούντος για ρύθμιση δεν προβλέπει περιορισμό του κόστους διαβίωσης. Η ένσταση πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι το ύψος των 3.000 ευρώ, με τα δεδομένα που θέτει ο αιτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτός πραγματικότητας και σε κάθε περίπτωση σταθμίζεται και λαμβάνεται ως βάση το ποσό που κρίνεται από το δικαστήριο. Τέλος, το εφικτό ή μη της εφαρμογής του σχεδίου αποπληρωμής που προτείνει ο οφειλέτης, κρίνεται και γίνεται δεκτό ή όχι από τους πιστωτές αρχικά και από το δικαστήριο μετά και πάντως δεν καθιστά καταχρηστική την προσφυγή στο νόμο, δεδομένου ότι σε περίπτωση μη κανονικής εξυπηρέτησης, ο οφειλέτης υφίσταται τις συνέπειες του νόμου. Από το γενικότερο πνεύμα των διατάξεων του νόμου 3869/2010, τον εξόχως κοινωνικό σκοπό που εξυπηρετεί η θέσπισή του και τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 εδ. β, 7 παρ. 1 και 8, σύμφωνα με τις οποίες ο οφειλέτης προτείνει σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του, οι πιστωτές μπορούν επ’ αυτού να προτείνουν τροποποιήσεις, που αφού τις λάβει υπόψη του ο οφειλέτης μπορεί να επιφέρει μεταβολές στο αρχικό δικό του σχέδιο και ο ειρηνοδίκης αναλαμβάνει να διαμορφώσει τον τρόπο που θα γίνονται οι καταβολές, που μπορεί να είναι και μηδενικές, προκύπτει ότι ο ειρηνοδίκης δεν δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων και αφού το αρχικό σχέδιο διευθέτησης του οφειλέτη μπορεί μέχρι τη δική του επέμβαση να έχει τροποποιηθεί, δικαιούται να ορίσει καταβολές κατώτερες των προτάσεων του οφειλέτη, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός έχει προτείνει εναλλακτικό σχέδιο για την πιθανότητα αποτυχίας του δικαστικού συμβιβασμού. Αυτό, θα καθίσταται ιδιαιτέρως απαραίτητο όταν μεταξύ της κατάθεσης της αίτησης και της συζήτησης στο ακροατήριο, έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες προς το χειρότερο για τον οφειλέτη, όπως όταν μειώνονται οι αποδοχές του, καθίσταται άνεργος και γενικά όταν τα διαθέσιμα για τους πιστωτές περιουσιακά του στοιχεία μειώνονται (βλ. και τις ενδεικτικές περιπτώσεις στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του νόμου). Στην προκείμενη περίπτωση, αναφέρθηκε ήδη ότι ο αιτών δεν εργάζεται πλέον. Συνεπώς, εάν καθοριστούν μηνιαίες καταβολές οποιουδήποτε ύψους, ακόμη και του προτεινόμενου με τις προτάσεις του από τον ίδιο των 50 ευρώ, μεγάλη είναι η πιθανότητα να μην μπορεί να ανταποκριθεί, να εκπέσει από τη ρύθμιση και να επανέλθουν οι απαιτήσεις στο πριν από την αίτηση ύψος (αρθρ. 11 παρ. 2, 3 του νόμου), ώστε η εφαρμογή του νόμου να καταντήσει γράμμα κενό για τον αιτούντα, ενώ θεσπίστηκε κατ’ εξοχήν για περιπτώσεις όπως η δική του. Εκτός αυτού, η ρύθμιση με το νέο προτεινόμενο ποσό δεν εξυπηρετεί ούτε τις πιστώτριες, με δεδομένο το ύψος και το πλήθος των δανείων, διότι θα διαγραφεί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των χρεών και θα οριστούν καταβολές ελάχιστου ύψους. Γι’ αυτό, κρίνεται απαραίτητο να προσδιοριστούν μηδενικές καταβολές για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών και νέα δικάσιμος για προσδιορισμό μηνιαίων καταβολών. Δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιδικαστούν (άρθρ. 8 παρ. 6 του νόμου 3869/2010). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει ερήμην της δεύτερης καθ’ ης Τράπεζας Πειραιώς και με παρούσες τις υπόλοιπες διαδίκους. Συνδικάζει την αίτηση και την παρέμβαση. Απορρίπτει όσα έκρινε πως πρέπει ν’ απορριφθούν. Προσδιορίζει μηδενικές καταβολές για τις οφειλές του αιτούντος προς τις καθ’ ων, για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, δηλαδή μέχρι 28-2-2013. Ορίζει νέα δικάσιμο για προσδιορισμό μηνιαίων καταβολών, την πρώτη από 1-3-2013, που θα οριστεί για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο αυτό. Η υπόθεση θα εισαχθεί με πρωτοβουλία οποιουδήποτε διαδίκου και χωρίς προηγούμενη κλήτευση των υπόλοιπων διαδίκων.

πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.