Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ρυθμίζονται στα πλαίσια του νόμου 3869/2010 (Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 1913/2012)
Περίληψη: Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Προϋποθέσεις υπαγωγής στις διατάξεις του Ν.3869/2010. Αίτηση για ρύθμιση οφειλών. Οφειλές προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Κρίση ότι οι διατάξεις του ν.3869/2010, καίτοι είναι γενικότερες σε σχέση με αυτές του αρ. 62 του ν. 2214/1994 και του αρ. 25 του ν.3867/2010, κατήργησαν σιωπηρά κάθε άλλη διάταξη κι ως εκ τούτου δεν ισχύουν για τις οφειλές αυτές οι εξαιρέσεις που θεσπίζονται με τις τελευταίες αυτές διατάξεις. Περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη. Υπαγωγή του στις ρυθμίσεις των αρ. 8 και 9 του ν. 3869/2010, καθόσον πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις. Ρύθμιση των χρεών του με μηνιαίες καταβολές από τα εισοδήματά του επί τετραετία, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αίτημά μου για μηδενικές καταβολές. Καθορισμός των καταβολών αυτών. Ποια περιουσιακά στοιχεία εξαιρούνται από τη ρύθμιση.
[...] Από την έκθεση επιδόσεως 8489/1-4-2011 της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης..........................και την έκθεση επιδόσεως 4011Ε/5-4-2011 του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ..........................που προσκομίζει και επικαλείται ο αιτών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (εντός μηνός από την υποβολή της αίτησης) στους εκ των περιλαμβανόμενων στην υποβληθείσα από αυτόν κατάσταση πιστωτών του «.................. ....................... ........................» και «ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΤΕΑΔΥ)». Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικαστούν ερήμην, να προχωρήσει δε η συζήτηση της υπόθεσης σαν να είχαν εμφανιστεί (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την κρινόμενη αίτησή του ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους αναφερόμενους σ’ αυτήν (αίτηση) πιστωτές του, οφειλές του οι οποίες προέρχονται, άλλες από τα αναφερόμενα δάνεια που ο ίδιος έλαβε και άλλες από τα αναφερόμενα δάνεια, τα οποία έλαβε η αποβιώσασα σύζυγός του, της οποίας ο ίδιος και τα αναφερόμενα δύο τέκνα του τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, ζητεί τη ρύθμιση των χρεών του, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του, συγκυριότητας του ίδιου και των τέκνων του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η οικογενειακή και περιουσιακή του κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την κατά ένα μέρος απαλλαγή του από αυτά. Η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν.3869/2010) και για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού κατ’ άρθρ. 2 του άνω νόμου, ο οποίος απέτυχε (βλ. την από 23-3-2011 βεβαίωση της διαμεσολαβήτριας δικηγόρου....................), β) κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία (άρθ. 2 παρ. 1 του ίδιου παραπάνω νόμου) από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αιτούντος για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση με απαλλαγή από τις οφειλές του, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθ. 13 παρ. 2 του ίδιου παραπάνω νόμου (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των Γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των πιστωτών που μετέχουν στη δίκη και την επίδοση σ’ αυτούς της κρινόμενης αίτησης και β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου των εγγράφων του άρθ. 4 παρ. 2 και 4 ν.3869/2010 (βεβαίωσης αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων του, των πιστωτών του, και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα καθώς και της μη μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του κατά την τελευταία τριετία κλπ) και είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα κατά νόμο (άρθ.4 παρ.1 Ν.3869/2010) στοιχεία, ήτοι: 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντος-φυσικού προσώπου, 2) κατάσταση της περιουσίας του και των εισοδημάτων του, 3) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 3) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του και 4) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή του (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, δεύτερη έκδοση (2012), σελ. 90-93, αριθ. 2-6 και Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Αρμεν.64-Ανάτυπο, σελ. 1477), απορριπτόμενου του ισχυρισμού των άνω πιστωτών του αιτούντος περί αοριστίας της. Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8 και 11 του ν.3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 του ν.3996/2011, ως προς όλους των αναφερόμενων πιστωτών, πλην των όγδοης και ένατου, καθόσον, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθ. 1 παρ. 2 του Ν.3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 20 παρ. 15 του Ν.4019/2011 δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών οι οποίες είτε α)......., είτε β)…...είτε γ) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 15 και 16 Ν. 3586/2007, όπως ισχύουν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι τελευταίοι άνω πιστωτές του αιτούντος, εφόσον δε δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των πιστωτών του, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του από αυτούς (βλ. έγγραφες παρατηρήσεις τους, εκτός της πέμπτης «............... ......... .......», η οποία δεν απάντησε εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο μηνών από την κατάθεση της ένδικης αίτησης (άρθρ. 5 Ν. 3869/2010), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «.................. .................................» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χαρίλαου Πεϊτσίνη (Α.Μ: 9139) που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, δήλωσε ότι παρεμβαίνει κυρίως στη δίκη με αίτημα να υπαχθεί στη ρύθμιση του Ν.3869/2010 και η δική της αυτοτελής απαίτηση, απορρέουσα από την υπ’ αριθ........................ .......................... πιστωτική κάρτα, που ορθώς έχει ενσωματωθεί από τον αιτούντα στην κατάσταση των πιστωτών του, εσφαλμένα ωστόσο φέρεται ως απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας «...................................ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.». Η εν λόγω παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 54 παρ. 1 εδ. β΄του ΠτΚ, που πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ άρθρ. 15 του Ν.3869/2010 (βλ. Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, ο.π., σελ. 83-86, αριθ. 7-11, ΕιρΑθ 48/2011, ΕιρΑθ 68/2011), κατά παράκαμψη της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 752 παρ.1 ΚΠολΔ. (Π. Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του ν.3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων) και είναι νόμιμη (άρθ. 79 και 741 ΚΠολΔ), καθόσον είναι πρόδηλο το επικαλούμενο έννομο συμφέρον της κυρίως παρεμβαίνουσας λόγω του ότι η απαίτησή της έχει ενσωματωθεί στις απαιτήσεις της δεύτερης πιστώτριας του αιτούντος, η οποία και δεν αντιδικεί περί του αντιθέτου. Κατόπιν τούτου η κύρια παρέμβαση, συνεκδικαζόμενη με την αίτηση (άρθρ. 741 ΚΠολΔ σε συνδ. με τα άρθρ. 246 και 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Το εκ των πιστωτών του αιτούντος νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» πρόβαλε κατά τη συζήτηση αλλά και με τις προτάσεις του τον ισχυρισμό ότι οι διατάξεις του Ν.3869/2010 δεν εφαρμόζονται επί των απαιτήσεών του καθώς για τους οφειλέτες του ισχύουν οι διατάξεις των νόμων 2214/1994 και 3867/2010. Επί του παραπάνω ισχυρισμού η κρίση του Δικαστηρίου τούτου είναι η ακόλουθη: Κατά τη διάταξη του άρθρ. 2 ΑΚ ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν το καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Η παραπάνω διάταξη εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ’ αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 (επιβολή ποινών) και 78 παρ. 2 (επιβολή φόρου) του Συντάγματος. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην κατά τα παραπάνω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 40/1998). Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνον εφόσον η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (Ολ.ΑΠ 6/2007 ΕΕμπΔ 2007, 715). Σιωπηρή κατάργηση ενός νόμου από άλλον συντρέχει, όταν από την έννοια του περιεχομένου του προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο νεότερος νόμος αποσκοπεί στην κατάργηση του παλαιού γενικού ή ειδικού και μάλιστα με ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς αυτή του παλαιού. Έτσι, η αρχή της καταργήσεως του προγενέστερου νόμου με νεότερο δεν εφαρμόζεται, όταν ο νεότερος νόμος είναι γενικός και ο παλαιός ειδικός, εκτός αν από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου προκύπτει, ότι αυτός αποσκοπούσε στην κατάργηση του ειδικού νόμου (ΑΠ 263/1982 ΝοΒ 31, 197, ΑΠ 945/1973 ΝοΒ 22,495, ΕφΑθ 7152/2006 ΕλΔνη 2007,536, ΕφΑθ 13168/1988 ΕλΔνη 1990,826). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Ν. 2214/1994 «Αντικειμενικό σύστημα φορολογίας εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 75 Α΄), για την εξυπηρέτηση και ασφάλιση των τοκοχρεωλυτικών δανείων που χορηγούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από δημόσιους υπάλληλους, τους συνταξιούχους και τους λοιπούς δικαιούμενους, κατά την κείμενη νομοθεσία, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρήσει υπέρ του δανειστή α) μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των τακτικών μηνιαίων απολαβών τους (μισθός, επιδόματα, μηνιαία αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, ΔΙΒΕΕΤ, κλπ), β) μέχρι τα 6/10 της κανονισθησόμενης κύριας και επικουρικής συντάξεως του και όλων γενικά των μερισμάτων και άλλων παροχών, που τακτικά λαμβάνουν από τα ασφαλιστικά τους Ταμεία και γ) τα 3/4 από το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται σε αυτόν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα ή από την οριζόμενη από την εργατική νομοθεσία αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως (παρ. 1). Οι πιο πάνω εκχωρήσεις είναι ισχυρές καταργούμενης κάθε αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως (παρ. 2). Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 19 Ν. 2322/1995 (ΦΕΚ Α΄ 143), οι ρυθμίσεις του άρθρου 62 του ν.2214/1994 ισχύουν και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις στο άρθρο 62 Ν.2214/1994 επέφεραν οι νόμοι 3453/2006 (ΦΕΚ Α΄74/7.4.2006) και 3867/2010 (ΦΕΚ Α΄128/3-8-2010). Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 6 του Ν.3867/2010, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, μπορούν να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επί μέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε είδους δανειακών συμβάσεων, που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Όπως γίνεται δεκτό από τις περισσότερες των αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν μέχρι τώρα επί αιτήσεων του άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν.3869/2010, με τις παραπάνω ειδικές για το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων διατάξεις ορίζεται εκ του νόμου εκχώρηση, κατά τα ποσοστά, που αναφέρονται, επί των αποδοχών του δανειολήπτη για την εξόφληση του δανείου και η διαδικασία ρυθμίσεως των μη κανονικά εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει χορηγήσει το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Κατά τις εν λόγω αποφάσεις ο Ν.3869/2010 ρυθμίζει γενικά τις οφειλές υπερχρεωμένων προσώπων χωρίς καμία αναφορά ή τροποποίηση των παραπάνω ειδικών ρυθμίσεων των μη εξυπηρετούμενων οφειλών προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και συνεπώς για τις τελευταίες οφειλές εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 62 Ν. 2214/1994 και 25 παρ. 6 Ν.3867/2010 (ΕιρΑθ 15/2011, Ειρ Αθηνών 48/2011, ΕιρΠατρ 4/2011 ΤΝΠ Νόμος). Κατά την άποψη, όμως, αυτού του Δικαστηρίου (βλ. και ΕιρΘεσ 1168/2011 (αδημ.), ΕιρΚιλκ 70/2011 (αδημ.) οι διατάξεις του Ν.3869/2010, καίτοι είναι γενικότερες σε σχέση με αυτές του άρθρ. 62 Ν.2214/1994 και του άρθρ. 25 Ν.3867/2010, κατήργησαν σιωπηρά κάθε άλλη προηγούμενη διάταξη, που ρυθμίζει τον τρόπο αποπληρωμής των δανείων, τα οποία δεν εξυπηρετούνται κανονικά, καθόσον με τις διατάξεις του Ν.3869/2010 σκοπείται η ελάφρυνση των δανειοληπτών από την υπερχρέωση μέσω της λήψης παντός είδους δανείων και η αποκατάσταση της παραγωγικής τους δυνατότητας, η οποία υποσκάπτεται από το βάρος των χρεών τους (ο απεγκλωβισμός των δανειοληπτών από την περιθωριοποίηση λόγω της υπερχρέωσης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν.3869/2010), έτσι ώστε η αποδυνάμωση των (ενοχικών) δικαιωμάτων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (και όχι η κατάργησή τους, καθόσον με τις ρυθμίσεις του Ν.3869/2010 τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να ικανοποιηθούν συμμέτρως ή προνομιακώς στην περίπτωση, που έχουν εμπράγματη εξασφάλιση σε σχέση με τους υπόλοιπους πιστωτές του οφειλέτη) να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος ενώ η προνομιακή μεταχείριση των ανωτέρω πιστωτικών ιδρυμάτων (από τα οποία, μάλιστα, το δεύτερο έχει τη νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας) έναντι των υπολοίπων πιστωτών (ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών) με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις νόμου δεν είναι ανεκτή δικαιοπολιτικά, διότι ο νομοθέτης με το νόμο για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα θέλησε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του οι χρηματικές οφειλές από δάνεια προς όλους τους πιστωτές (ιδιώτες και μη), επιπρόσθετα δε, στην περίπτωση, που ήθελε να εξαιρέσει του νόμου αυτού τις οφειλές προς τα ανωτέρω δύο πιστωτικά ιδρύματα, το πρώτο από τα οποία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, θα το είχε πράξει ρητώς, όπως στην περίπτωση των οφειλών από τέλη προς ΝΠΔΔ (άρθρ.1 παρ. 2 στοιχ. β), οι οποίες, όπως και οι λοιπές οφειλές της ίδιας ως άνω διάταξης (εξαιρούμενες της ρύθμισης χρεών και απαλλαγής), προέρχονται από την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή από σχέσεις δημοσίου δικαίου, περιπτώσεις δηλαδή στις οποίες το φυσικό πρόσωπο έχει την ιδιότητα του διοικούμενου (οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους ΟΤΑ, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, ασφαλιστικές εισφορές) και όχι του ιδιώτη-αντισυμβαλλόμενου (πιστούχου) κατ’ άρθρ. 361 ΑΚ, ενώ η ίδια ως άνω διάταξη νόμου δεν διαλαμβάνει τίποτε για οφειλές από δάνεια, που χορήγησαν ν.π.δ.δ., όπως είναι εν προκειμένω το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. Ειρ Καλύμνου 1/2012). Με βάση, λοιπόν, το παραπάνω σκεπτικό, το Δικαστήριο αυτό αποφαίνεται ότι ο ισχυρισμός του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων περί εξαίρεσης των απαιτήσεών του έναντι του αιτούντος από την ρύθμιση του Ν.3869/2010, είναι αβάσιμος και κατά συνέπεια οι απαιτήσεις του έναντι αυτού πρέπει να συμπεριληφθούν στο διαθέσιμο εισόδημά του για την ικανοποίηση όλων των αναφερομένων στην αίτηση πιστωτών του με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου. Ο ισχυρισμός της δεύτερης και της τέταρτης των άνω πιστωτών, καθώς και της παρεμβαίνουσας ότι ο αιτών ενήργησε καταχρηστικά καταθέτοντας την ένδικη αίτησή του με απώτερο σκοπό τη διαγραφή του συνόλου σχεδόν του χρέους του έναντι όλων των πιστωτών του, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι κατ’ άρθρ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010 ο αιτών, ζητώντας τη ρύθμιση των οφειλών του, έχει δικαίωμα να προτείνει σχέδιο διευθέτησης και το Δικαστήριο, αν δεν επέλθει συμβιβασμός κατ’ άρθρ. 7 του ίδιου παραπάνω νόμου, προβαίνει σε ρύθμιση αυτών, κατ’ άρθρ. 8 του ίδιου νόμου, δηλαδή αφού λάβει υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Ο ισχυρισμός της έβδομης των άνω πιστωτών ότι η αιτούσα δεν έχει περιέλθει, για τους αναφερόμενους λόγους, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των οφειλών της και αληθής υποτιθέμενος δεν καθιστά την άσκηση του ένδικου δικαιώματός της καταχρηστική, όπως η άνω πιστώτριά του ισχυρίζεται, αλλά αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αίτησης.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο αιτών είναι ηλικίας 52 ετών και εργάζεται ως οδηγός ασθενοφόρου του Ε.Κ.Α.Β. αμειβόμενος με καθαρό μηνιαίο μισθό 1.347,98 ευρώ. Από 21-2-2010 που απεβίωσε η σύζυγός του ............ ...... διαμένει με τα δύο ενήλικα τέκνα του, που επίσης έχουν υποβάλει αίτηση για ρύθμιση των οφειλών τους, ήτοι την ................... .............................., ηλικίας 23 ετών που είναι άνεργη, συνεισφέροντας στις οικογενειακές ανάγκες με την προσφορά εργασιών στην οικία τους και η οποία λαμβάνει από τη Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μηνιαία σύνταξη, ύψους 650 ευρώ, λόγω του θανάτου της εν ζωή στρατιωτικού άνω μητέρας της, και τον γιό του ......... ...................., ηλικίας 22 ετών, ο οποίος είναι σπουδαστής ιδιωτικής επαγγελματικής σχολής και επίσης άνεργος, σε διαμέρισμα συνιδιοκτησίας τους. Οι δαπάνες του περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του ιδίου και του γιού του, καθόσον τα δίδακτρα της σχολής του τελευταίου έχει αναλάβει η άγαμη πρώτη ξαδέλφη του αιτούντος-μάρτυρας αποδείξεως. Άλλα εισοδήματα πέραν της άνω σύνταξής του δεν διαθέτει ο αιτών. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης ο αιτών είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, προσωπικά του και της αποβιώσασας συζύγου του, καθόσον δεν είχε αποποιηθεί, τόσον ο ίδιος, όσο και τα άνω τέκνα του, εντός του νομίμου τετραμήνου, από το θάνατό της την εξ αδιαθέτου επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομία της, τα οποία τόσο αυτά προς τους ανέγγυους όσο και αυτά και προς τους ενέγγυους πιστωτές, κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. Αθ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδ. 2011, σελ. 99), με εξαίρεση τα παρακάτω εμπραγμάτως ασφαλισμένα στεγαστικά δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθ. 6 παρ. 3 ν.3869/10). Ειδικότερα είχαν χορηγηθεί: 1) Από το «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», στον ίδιο τον αιτούντα, τα με αριθ. λογαριασμού 21/50726/01 και 21/507226/02 δύο επισκευαστικά/βελτιωτικά δάνεια, από τα οποία οφείλει, μαζί με τους τόκους, το συνολικό ποσό των 15.687,85 ευρώ. Στην αποβιώσασα σύζυγό του, το με αριθ. 21/90988/00 επισκευαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλεται, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, το ποσό των 10.623,28 ευρώ και από το οποίο αναλογεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του αιτούντος το ποσό των 2.655,82 (10.623,28 Χ2:8) ευρώ. Επομένως η συνολική οφειλή του στην άνω τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 18.343,67 (15.687,85+2.655,82) ευρώ. 2) Από το «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ», στον ίδιο τον αιτούντα: α) το με αριθ. .......................... στεγαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους, 1.455,68 ευρώ, β) το με αριθ. .......... προσωπικό δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους, 921,69 ευρώ, γ) το με αριθ. ............ στεγαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους, 34.500,96 ευρώ, δ) το με αριθ. ............ στεγαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους, 22.072,95 ευρώ και ε) το με αριθ. ............ .........προσωπικό δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους, 13.512,55 ευρώ. Στην αποβιώσασα σύζυγό του, το με αριθ. ........... στεγαστικό δάνειο, από το οποίο οφείλεται, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, το ποσό των 36.118,61 ευρώ και από το οποίο αναλογεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του αιτούντος το ποσό των 9.029,65 (36.118,61Χ2:8) ευρώ. Η απαίτηση της άνω τράπεζας από το δάνειο αυτό είναι εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης σε διαμέρισμα συνιδιοκτησίας του αιτούντος, αρχικού συνιδιοκτήτη κατά μερίδιο 50% εξ αδιαιρέτου και μετά το θάνατο της συζύγου του 62,50% εξ αδιαιρέτου, και των τέκνων του, κατά μερίδιο 18,75% εξ αδιαιρέτου του καθενός (βλ. ΑΠ 31/2009 και ΕφΘεσ 4/2010 ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με τις οποίες εξομοιώνεται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη τη διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ’ άρθρο 1007 παρ. 1). Επομένως η συνολική οφειλή του στην άνω τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 81.493,48 (14.55,68 +921,69 +34.500,96 +22.072,95 +13.512,55 + 9.029,65) ευρώ. 3) Από την τράπεζα «.................. ............ ............», στον ίδιο τον αιτούντα, το με αριθ. ....... ...... δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους 2.290,79 ευρώ. 4) Από την τράπεζα «................ ....... .......», στην αποβιώσασα σύζυγο του αιτούντος, το με αριθ. ................. δάνειο, από το οποίο οφείλεται, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, 5.010,40 ευρώ και από το οποίο αναλογεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του αιτούντος το ποσό των 1.252,6 (5.010,40 Χ2:8) ευρώ. 5) Από την τράπεζα «................... .............................», στην αποβιώσασα σύζυγο του αιτούντος, το με αριθ. .................... ............. καταναλωτικό δάνειο, από το οποίο οφείλεται, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, το ποσό των 15.670,64 ευρώ και από το οποίο αναλογεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του αιτούντος το ποσό των 3.917,66 (15.670,64Χ2:8) ευρώ. 6) Από την τράπεζα «......................... ............................. .....», στον ίδιο τον αιτούντα: α) η με αριθ. .................................. πιστωτική κάρτα, από την οποία οφείλει, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα 6.480,89 ευρώ, β) το με αριθ. 19/2009 δάνειο, από το οποίο οφείλει, μαζί με τους τόκους, 15.370,62 ευρώ και γ) το με αριθ. ................ ................. προσωπικό δάνειο, από το οποίο οφείλει 1.649,95 ευρώ. Επομένως η συνολική οφειλή του στην άνω τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 23.501,46 (6.480,89 + 15.370,62 + 1.649,95) ευρώ. 7) Από την τράπεζα «.................... ................ ..................... .................», στην αποβιώσασα σύζυγο του αιτούντος: α) το με αριθ. ............... ....... καταναλωτικό δάνειο και β) η με αριθ. .................. ........................ πιστωτική κάρτα, από τα οποία οφείλεται, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, το συνολικό ποσό των 10.846,31 ευρώ (και όχι 11.843,65 ευρώ, όπως ο αιτών ισχυρίζεται) και από το οποίο αναλογεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του αιτούντος το ποσό των 2.711,61 (10.846,31Χ2:8) ευρώ. 8) Από την κυρίως παρεμβαίνουσα τράπεζα «............... ..........», στην αποβιώσασα σύζυγο του αιτούντος, η με αριθ. ................. ....... πιστωτική κάρτα, από την οποία οφείλεται, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, το ποσό των 1.100,53 ευρώ και από το οποίο αναλογεί στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του αιτούντος το ποσό των 275,13 (1.100,53Χ2:8) ευρώ. Έτσι η συνολική οφειλή του αιτούντος στις άνω τράπεζες ανέρχεται σε 133.786,40 (18.343,67 +81.493,48 +2.290,79+1.252,6 +3.917,66 +23501,46 +2.711,61 +275,13) ευρώ. Ο αιτών από το έτος 2010 που απεβίωσε η σύζυγός του και κυρίως μετά τις περικοπές που έγιναν στο μισθό του λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της χώρας, σε συνδυασμό με το ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων του αλλά και αυτών που ανέλαβε με το θάνατο της συζύγου του, τα καταναλωτικά μάλιστα των οποίων επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια, έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές του, η αδυναμία του δε αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, ούτε αποδείχθηκε ίδια υπαιτιότητα αυτού, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών των άνω πιστωτών του. Άλλη πηγή εισοδήματος πέραν του παραπάνω μισθού του δεν διαθέτει ο αιτών, μοναδικό του δε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο αποτελεί η συγκυριότητά του, κατά μερίδιο 50% εξ αδιαιρέτου και κατόπιν εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής της συζύγου του 62,50% εξ αδιαιρέτου (50%+12,50%), επί ενός διαμερίσματος, καθαρού εμβαδού 65,40 τ.μ., του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας που κείται επί των οδών ....... ............ και ........., στην περιοχή ................ ........... ......................., αποτελούμενου από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, τουαλέτα και χωλ, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μίας θέσης στάθμευσης στην πυλωτή της οικοδομής και στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 12,70 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, συνολικού εμβαδού 487 τ.μ. Η εμπορική αξία του εκτιμάται σε 80.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη της παλαιότητάς του (κατασκευής έτους 2001), της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του ορόφου και του εμβαδού του, του ποσοστού συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο επί του οποίου αναγέρθηκε και των πτωτικών τάσεων στην αγορά ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Το άνω διαμέρισμα αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος και των συνιδιοκτητών του, θυγατέρας και γιού του, και η αξία του δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά πενήντα της εκατό, για την εξαίρεσή του από την εκποίηση. Συντρέχουν επομένως στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα αυτή των άρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2. Πέραν του παραπάνω ακινήτου στην κυριότητα του αιτούντα ανήκει και το με αριθ. κυκλοφορίας ......... ........ ιδιωτικής χρήσης επιβατηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ..........., τύπου ..........., ........ κ.ε, έτους κυκλοφορίας 1998, αυτό δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να εξαιρεθεί της εκποίησης, γιατί έχει πολύ μικρή αξία (500-600) ευρώ, λόγω της παλαιότητάς του, και επειδή χρησιμεύει για την μετακίνηση του αιτούντος, η δε προσφορά του προς εκποίηση δεν θα προκαλέσει αγοραστικό ενδιαφέρον. Έτσι η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στους πιο πάνω πιστωτές από τα εισοδήματά του επί τετραετία, που θα αρχίζουν αμέσως με την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης, από τις οποίες οι πιστωτές του θα ικανοποιηθούν συμμέτρως και εφόσον δεν υπάρχει αίτημα του αιτούντος για μηδενικές καταβολές. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, όπως προαναφέρθηκε, μοναδικό εισόδημα του αιτούντος αποτελεί ο μισθός του, ο οποίος σήμερα ανέρχεται μηνιαία σε 1.347,98 ευρώ, οι δε οικογενειακές του δαπάνες περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται προς ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του ιδίου και του γιού του, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι διαμένει και με την θυγατέρα του, η οποία λαμβάνει μηνιαία σύνταξη, ύψους 650 ευρώ και η οποία επίσης ζήτησε και πέτυχε ρύθμιση των οφειλών της που κληρονόμησε από την μητέρα της. Συνεπώς στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής και ενόψει του υποχρεωτικού ορισμού καταβολών για τη διάσωση της κατοικίας του ποσού μέχρι το 85% της εμπορικής της αξίας, οι καταβολές πρέπει να οριστούν στο ποσό των 600 ευρώ το μήνα (ο ίδιος προσφέρει με το σχέδιο ρύθμισης 347,52 ευρώ), το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές του δυνατότητες. Το συνολικό ποσό των οφειλών του ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε, σε 133.786,40 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 18.343,67 ευρώ προς το «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ», 81.493,48 ευρώ προς το «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ», 2.290,79 ευρώ προς την «......... ...... ............ ........ .........», 1.252,6 ευρώ προς την «...................... ..................... ........», 3.917,66 ευρώ προς την «............. .............», 23.501,46 ευρώ προς την «.................. .................», 2.711,61 ευρώ προς τη «........................ .............................» και 275,13 ευρώ προς την παρεμβαίνουσα «.......... .... ..................... .............». Σε κάθε ένα από τους άνω πιστωτές αναλογεί από το ποσό των 600 ευρώ, στην πρώτη αυτό των 82,27 ευρώ (600 Χ 18.343,67:13.3786,40), στη δεύτερη αυτό των 365,48 ευρώ (600 Χ 81.493,48: 133786,40), στην τρίτη αυτό των 10,27 ευρώ (600 Χ 2.290,79: 13.3786,40), στην τέταρτη αυτό των 5,62 ευρώ (600Χ 1252,6:13.3786,40), στην πέμπτη αυτό των 17,57 ευρώ (600Χ3917,66:13.3786,40), στην έκτη αυτό των 105,40 ευρώ (600Χ23.501,46:13.3786,40), στην έβδομη αυτό των 12,16 ευρώ (600Χ2.711,61: 13.3786,40) και στην όγδοη αυτό των 1,23 ευρώ 13ο/1913/2012 (600Χ275,13: 13.3786,40). Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της 4ετίας κάθε πιστωτής θα έχει λάβει τα εξής ποσά: 1) ο πρώτος «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ»3.948,81 ευρώ (82,27 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησής του 14.394,86 ευρώ (18.343,67-3948,81), 2) η δεύτερη « ....................... ΕΛΛΑΔΟΣ» 17.542,98 ευρώ (365,48 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησής της 63.950,50 ευρώ (81.493,48-17542,98), 3) η τρίτη «............... ............ ..... 493,13 ευρώ (10,27 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησή της 1.797,66 ευρώ (2.290,79-493,13), 4) η τέταρτη «................ ...................», 269,65 ευρώ (5,62 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησή της 982,95 ευρώ (1.252,6- 269,65), 5) η πέμπτη «............. ........» 843,35 ευρώ (17,57 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησή της 3.074,31 ευρώ (3.917,66-843,35), 6) η έκτη «............. .................» 5.059.12 ευρώ (105,40 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησή της 18.442,34 ευρώ (23.501,46-5.059,12), 7) η έβδομη «................. ................... ....................» 583,72 ευρώ (12,16 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησή της 2.127,89 ευρώ (2.711,61 -583,72) και 8) η όγδοη (παρεμβαίνουσα) «............................. ............................» 59,23 ευρώ (1,23 Χ 48 μήνες) με υπόλοιπο απαίτησή της 215,90 ευρώ (275,13-59,23), ήτοι τα υπόλοιπα των απαιτήσεων των πιστωτών, μετά τις καταβολές επί 4ετία, ανέρχονται σε 104.986,41 (14.394,86 + 63.950,50 + 1.797,66 +982,95 + 3074,31 + 18442,34 + 2127,89 + 215,90) ευρώ. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθ. 9 παρ. 2 ν.3869/2010, εφόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών του αιτούντος και προβάλλεται σχετικό αίτημα από αυτόν, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κατοικίας του από την εκποίηση. Έτσι θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση του εξ αδιαιρέτου μεριδίου του επί της κύριας κατοικίας του, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει το 62,5% του 85% της εμπορικής της αξίας, δηλαδή το ποσό των 42.500 ευρώ (80.000 Χ 85% Χ 62,5%2), καθότι είναι συγκύριος αυτού σε ποσοστό 62,5%. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της ................. της ................................ αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο χρόνος δε εξόφλησης του πρέπει να οριστεί σε 8 χρόνια, λαμβανομένης υπόψη της παραπάνω διάρκειας των στεγαστικών δανείων, του συνόλου των χρεών του αιτούντος, της οικονομικής του δυνατότητας και της ηλικίας του. Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα ικανοποιηθεί προνομιακά η απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας «...................................ΕΛΛΑΔΟΣ» από τα στεγαστικά δάνεια, καθόσον η απαίτησή της απ’ αυτά, όπως προαναφέρθηκε, είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης. Όπως προαναφέρθηκε, το υπόλοιπο των απαιτήσεων της πιστώτριας «.............................ΕΛΛΑΔΟΣ», που είναι ασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια στην κύρια κατοικία του, μετά τις καταβολές επί 4ετία, ανέρχεται σε 63.950,50 ευρώ Η προνομιακή ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής θα γίνει μέχρι το ποσό των 42.500 ευρώ, ήτοι του 62,5% του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του αιτούντος, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών του με την τήρηση και αυτής της ρύθμισης, με μηνιαίες καταβολές επί 8 χρόνια (96 μηνιαίες δόσεις Χ 442,71 ευρώ εκάστη), που θα αρχίσουν μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος δηλαδή αυτή της 4ετίας από τη δημοσίευση της απόφασης. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επομένως, αφού με τις καταβολές που θα οριστούν για τη διάσωση του ποσοστού συγκυριότητας του αιτούντος επί της κύριας κατοικίας του, θα ικανοποιηθεί προνομιακά και μόνον κατά ένα μέρος (42.500 ευρώ) η απαίτηση της πιστώτριας «.............................ΕΛΛΑΔΟΣ», οι υπόλοιπες απαιτήσεις των πιστωτών, κατά το μέρος που δεν καλύφθηκαν από τις 4ετείς καταβολές, δεν μπορεί να ικανοποιηθούν και απαλλάσσεται ο αιτών. Κατά συνέπεια των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ως προς την όγδοη και το ένατο των πιστωτών που κατέστησαν διάδικοι ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνει δεκτή ως προς τους λοιπούς ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν τα χρέη του αιτούντος με σκοπό την απαλλαγή του με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης του ποσοστού συγκυριότητάς του επί της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν.3869/2010. Επίσης δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπόμενων πιστωτών, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το νόμο (βλ. άρθρο 14 ν.3869/2010).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πέμπτης και του ένατου των πιστωτών και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση και την ασκηθείσα προφορικά στο ακροατήριο κύρια παρέμβαση. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς την όγδοη και το ένατο των διαδίκων-πιστωτών. ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση ως προς τους λοιπούς διαδίκους. ΔΕΧΕΤΑΙ την κύρια παρέμβαση. ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές του επί μία τετραετία, οι οποίες θα αρχίζουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της απόφασης, ως εξής: 1) στο «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» 82,27 ευρώ, 2) στο «.......................................ΕΛΛΑΔΟΣ» 365,48 ευρώ, 3) στην «...................... ........................ ...................» 10,27 ευρώ, 4) στην «................... .......................» 5,62 ευρώ, 5) στην «............... .............. ......» 17,57 ευρώ, 6) στην «.......................... ............................» 105,40 ευρώ, 7) στη «................. .......................................» 12,16 ευρώ, 8) στην «.................... .................... ...........» 1,23 ευρώ. ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, δηλαδή μεριδίου του 62,50% εξ αδιαιρέτου, επί ενός διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας που κείται επί των οδών ................ .............και ....................., στην περιοχή ................ ............. ......................, και περιγράφεται ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αιτούντα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας του στο «...........................ΕΛΛΑΔΟΣ», το ποσό των 442,71 ευρώ το μήνα και επί 96 μήνες. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της ................................ της .................... αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα