Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου του οφειλέτη χρησιμεύοντος ως κύρια κατοικία του (Ειρηνοδικείο Πειραιά, αριθμός απόφασης 80/2011)
Περίληψη: Υπερχρεωμένα νοικοκυριά - Ν. 3869/2010. Εξαίρεση από την εκποίηση ακινήτου του οφειλέτη χρησιμεύοντος ως κύρια κατοικία του (άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010). Μη υποχρέωση οφειλέτριας για αναφορά εισοδηματικής κατάστασης συζύγου σε περίπτωση διάστασης. Απορριπτέος κατ΄ ουσίαν αβάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός της πιστώτριας. Η προθεσμία για κατάθεση από τον οφειλέτη της κατ΄ άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, βεβαίωσης περί αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, καθώς και της προβλεπόμενης από την ίδια ως άνω διάταξη υπεύθυνης δήλωσης δεν είναι αποκλειστική και ως εκ τούτου η μη εμπρόθεσμη κατάθεσή τους δεν φαίνεται να έχει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος του οφειλέτη.
[...] Με την κρινομένη αίτηση η αιτούσα εκθέτει ότι τυγχάνει εκπαιδευτικός και ότι βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της προς τις αναφερόμενες σ` αυτήν πιστώτριες και ζητεί τη ρύθμιση των χρεών της, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η εκτιθέμενη εισοδηματική, περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, με σκοπό την απαλλαγή της απ` αυτά. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η κρινομένη αίτηση αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 3 του Ν 3869/2010 και 741 επ. ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθόσον το πώς περιήλθε η αιτούσα σε οικονομική αδυναμία, θα αποτελέσει αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού της δεύτερης εκ των ως άνω πιστωτριών, ενώ για το ορισμένο της κρινομένης αιτήσεως, πέραν των στοιχείων που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών από τον οφειλέτη - φυσικό πρόσωπο, πρέπει να περιέχονται σ` αυτήν και εκείνα που απαιτούνται κατ` άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010, ήτοι κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, και σχέδιο διευθέτησης οφειλών, στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο υπό κρίση δικόγραφο. Περαιτέρω, η κρινομένη αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του Ν 3869/2010. Πρέπει επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός και δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής προσκομίζονται νομίμως οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν 3869/2010: α) από 9.3.2011 βεβαίωση αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού και β) από 9.3.2011 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της, των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία. Εξάλλου, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν 3869/2010, στα τηρούμενα κατ`άρθρο 13 παρ. 1 του ως άνω νόμου αρχεία, προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη όμοια αίτηση της αιτούσης, ούτε έχει εκδοθεί απόφαση για ρύθμιση και απαλλαγή από τις οφειλές της (βλ. τις υπ` αριθμ. πρωτ. 903/18.8.2011 και 9932/19.8.2011 βεβαιώσεις των Γραμματέων του Τμήματος Εκούσιας Δικαιοδοσίας του Ειρηνοδικείου Πειραιά και του Ειρηνοδικείου Αθηνών αντιστοίχως). Η δεύτερη έκ των ως άνω πιστωτριών ισχυρίζεται ότι η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι: α) η αιτούσα δεν προσκόμισε εμπροθέσμως, κατ` άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3869/2010, στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου τη βεβαίωση περί αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού και β) δεν προσκόμισε την προβλεπόμενη από την ίδια ως άνω διάταξη υπεύθυνη δήλωση. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως κατ` ουσίαν αβάσιμοι, διότι: α) όσον αφορά τον πρώτο εξ αυτών, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η οριζόμενη στον ως άνω νόμο προθεσμία για κατάθεση από τον οφειλέτη των προαναφερομένων εγγράφων είναι αποκλειστική (βλ. έτσι διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 του ως άνω νόμου) και ως εκ τούτου η μη εμπρόθεσμη κατάθεση τους δεν φαίνεται να έχει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος του οφειλέτη. Εξάλλου στην περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο δικαστής οφείλει, όπως συνάγεται από την εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 744 ΚΠολΔ (ανακριτικό σύστημα), να καλέσει τον αμελήσαντα οφειλέτη να προσκομίσει αμελλητί τα ελλείποντα δικαιολογητικά (Αθαν. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπεχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, υπό το άρθρο 4, αρ. 45, σελ. 76). Σε κάθε δε περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκε από καμία εκ των ως άνω πιστωτριών ότι απέτυχε η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού, ενώ η ως άνω πιστώτρια πρότεινε τον εν λόγω ισχυρισμό, χωρίς την επίκληση επελεύσεως σ`αυτήν βλάβης και β) όσον αφορά το δεύτερο ως άνω ισχυρισμό, η αιτούσα προσκόμισε, όπως προεκτέθη, την ως άνω υπεύθυνη δήλωση, η οποία εισήχθη στο σχετικό φάκελο της τελευταίας.
Από την ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου ανωμοτί εξέταση της αιτούσης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και απ`όλη εν γένει τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα είναι ηλικίας 59 ετών, βρίσκεται σε διάσταση με το σύζυγο της ... από το έτος 1997 και έχει δύο άρρενα ενήλικα άγαμα τέκνα, τα οποία ζουν μαζί της. Η ανωτέρω είναι εκπαιδευτικός και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στο ..., με μηνιαίο εισόδημα ανερχόμενο στο καθαρό ποσό των 847,65 ευρώ. Επίσης, παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών μία φορά την εβδομάδα, για χρονικό διάστημα 8 μηνών, εισπράττοντας το ποσό των 50 ευρώ εκάστη εβδομάδα. Άλλη πηγή εισοδήματος δεν διαθέτει η αιτούσα. Η τελευταία διαθέτει τα κάτωθι περιουσιακά στοιχεία: α) είναι κυρία ενός διαμερίσματος επιφανείας... τ.μ., του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, μιας οικοδομής κειμένης στο ..., επί της οδού ..., αρ...., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 250/000 αδιαιρέτως και β) έχει δικαίωμα υψούν, κατά ποσοστό 1 /3 εξ αδιαιρέτου, στην ίδια ως άνω οικοδομή, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 83,333/000 αδιαιρέτως. Επίσης, η αιτούσα τυγχάνει ιδιοκτήτρια των κάτωθι αυτοκινήτων: α) ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής..., τύπου ..., μοντέλου 1998 και β) ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής... τύπου..., μοντέλου 1987. Η πρώτη εκ των ως άνω πιστωτριών ισχυρίζεται ότι η αιτούσα έπρεπε να προσκομίσει στο παρόν Δικαστήριο στοιχεία σχετικά και με τα εισοδήματα του συζύγου της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ`ουσίαν αβάσιμος, διότι τα εισοδήματα του συζύγου ενδιαφέρουν για να καθορισθεί η συνεισφορά του στις οικογενειακές ανάγκες και να εκτιμηθεί το περίσσευμα, το οποίο μπορεί να διαθέσει ο οφειλέτης για την αποπληρωμή των χρεών του. Η κατ` ΑΚ 1389 υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του για την αντιμετώπιση των κατ` άρθρο 1390 εδ. α` ΑΚ οικογενειακών αναγκών προϋποθέτει την ύπαρξη γάμου και συμβίωσης {Γεωργιάδης - Σταθόπουλος, Ερμηνεία ΑΚ, υπό τα άρθρα 1389-1390, αρ. 4 και 5, σελ. 202-203). Όμως στην προκειμένη περίπτωση, όπως προέκυψε από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, από το έτος 1997 έχει διακοπεί η συμβίωση μεταξύ των ως άνω συζύγων, καθόσον έκτοτε δεν υπάρχει βούληση των τελευταίων για κοινωνία βίου και ως εκ τούτου, μη υφισταμένης υποχρεώσεως συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες του εν διαστάσει συζύγου της αιτούσης, δεν απαιτείται αναφορά στην υπό κρίση αίτηση στην εισοδηματική κατάσταση του τελευταίου και προσκόμιση σχετικών στοιχείων. Η αιτούσα έχει περιέλθει χωρίς δική της υπαιτιότητα σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών της προς τις ως άνω πιστώτριες από τον Δεκέμβριο του 2010, διότι μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης της αυξήθηκαν οι οικονομικές της υποχρεώσεις, καθόσον ανέλαβε αποκλειστικά την επιμέλεια και διατροφή των δύο ως άνω τέκνων της, αναγκάσθηκε δε, προκειμένου να δυνηθεί να ανταπεξέλθει στις αυξημένες πλέον ανάγκες της οικογενείας της, κυρίως στην ανάγκη εκπαίδευσης των εν λόγω τέκνων, να καταφύγει σε τραπεζικό δανεισμό, με τα χρήματα δε αυτά κάλυπτε αρχικώς τις οικογενειακές της υποχρεώσεις και ακολούθως τις δημιουργηθείσες από το δανεισμό υποχρεώσεις καταβολής στις πιστώτριες των μηνιαίων δόσεων. Έτσι, υπό τις οικονομικές αυτές συνθήκες και ενόψει του ότι μειώθηκαν οι αποδοχές της λόγων των τρεχουσών οικονομικών περικοπών, η αιτούσα κατέληξε να μην δύναται πλέον να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις της αυτές με το μηνιαίο εισόδημα της και να δημιουργηθούν ληξιπρόθεσμες οφειλές της τελευταίας προς τις ως άνω πιστώτριες, οι οποίες επιβαρύνονταν με τόκους υπερημερίας. Η πρώτη εκ των ως άνω πιστωτριών ισχυρίζεται ότι η αιτούσα περιήλθε δολίως σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών της, διότι γνώριζε κατά τον χρόνο συνάψεως των σχετικών συμβάσεων δανείου ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της, καθόσον η συνολική οφειλή της από το δανεισμό της από πολλές τράπεζες ανερχόταν σε ποσό υπέρμετρα υψηλό για να αποπληρωθεί από το εισόδημα της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως κατ` ουσίαν αβάσιμος, διότι δεν θεωρείται ότι οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν ήδη κατά την ανάληψη του χρέους αδυνατεί να το εξοφλήσει κατά τον χρόνο της λήξεως, με βάση την εν γένει οικονομική του δυνατότητα. Ο δόλος πρέπει να αναφέρεται στο μετά την ανάληψη του χρέους διάστημα (Αθαν. Κρητικός, ό.π., υπό το άρθρο 1, αρ. 14, σελ. 44), από δε την εν γένει διαδικασία δεν αποδείχθηκε ότι η αιτούσα περιήλθε, μετά την ανάληψη των ως άνω χρεών της, δολίως, σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής αυτών. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της αιτούσης προς τις πιστώτριες αυτής τράπεζες ανέρχονται στα κάτωθι χρηματικά ποσά: 1) στην «Τράπεζα ................................... Ανώνυμη Εταιρία»: α) στο ποσό των 3.180,85 ευρώ (κεφάλαιο 2.992,42 ευρώ, τόκοι 178,58 ευρώ και έξοδα 9,85 ευρώ), προερχόμενη από πιστωτική κάρτα, β) στο ποσό των 6.754,55 ευρώ (κεφάλαιο 6.754,55 ευρώ), προερχόμενη από πιστωτική κάρτα και γ) στο ποσό των 13.311,93 ευρώ (κεφάλαιο 12.934,83 ευρώ και τόκοι 377,10 ευρώ), προερχόμενη από καταναλωτικό δάνειο, ήτοι στο συνολικό ποσό των (3.180,85€ + 6.754,55€ + 13.311,93€ =) 23.247,33 ευρώ και 2) στην «............... της Ελλάδος ΑΕ»: α) στο ποσό των 8.954,49 ευρώ (κεφάλαιο 7.563,12 ευρώ και τόκοι 1.391,97 ευρώ), προερχόμενη από καταναλωτικό δάνειο, β) στο ποσό των 18.321,33 ευρώ (κεφάλαιο 16.933,83 ευρώ και τόκοι 1.387,50 ευρώ), προερχόμενη από καταναλωτικό δάνειο, γ) στο ποσό των 94.446,22 ευρώ (κεφάλαιο 91.886,69 ευρώ και τόκοι 2.557,53 ευρώ), προερχόμενη από καταναλωτικό δάνειο, η δε απαίτηση της ως άνω τράπεζας από το δάνειο αυτό είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία της αιτούσης, ο δε ενυπόθηκος δανειστής εξομοιώνεται πλήρως με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη τη διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ` άρθρο 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 31/2009 και ΕφΘεσ 4/2010 Nomos και δ) στο ποσό των 7.679,10 ευρώ (κεφάλαιο 7.112,96 ευρώ και τόκοι 566,14 ευρώ), προερχόμενη από πιστωτική κάρτα, ήτοι στο συνολικό ποσό των (8.954,49€ + 18.321,33€ + 94.446,22€ + 7.679,10€ =) 129.401,14 ευρώ. Συνεπώς, το συνολικό ποσό των οφειλών της αιτούσης προς τις ως άνω πιστώτριες ανέρχεται στο ποσό των (23.247,33€ + 129.401,14€ =) 152.648,47 ευρώ. Ο ισχυρισμός του δευτέρου εκ των ως άνω πιστωτικών ιδρυμάτων ότι το ύψος των απαιτήσεων του έχει μεταβληθεί από τον χρόνο εκδόσεως των καταστάσεων περί οφειλών και συνεπώς πρέπει η ρύθμιση να περιλάβει τις απαιτήσεις του, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέχρι την 15.3.2011, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο, διότι σε κάθε περίπτωση η απαίτηση θα εντάσσεται στη ρύθμιση με τη μορφή και το ύψος που την εισφέρει στην αίτηση ο ίδιος ο οφειλέτης, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης του ύψους αυτής ή των δεδουλευμένων τόκων μέχρι την κοινοποίηση της αιτήσεως. Ο πιστωτής τελικά δεν ζημιώνεται, αφού εάν τελικά επιδικαστεί διαφορετικά σε αυτόν η απαίτηση με τελεσίδικη απόφαση, μπορεί να τροποποιηθεί σχετικά η ρύθμιση {Δημ. Μακρής, κατ` άρθρο ερμηνεία του Ν 3869/2010, υπό το άρθρο 8, σελ. 132-133). Οι ως άνω οφειλές της αιτούσης έχουν αναληφθεί σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως, καθόσον οι ανωτέρω πιστώτριες της τελευταίας δεν πρόβαλαν ισχυρισμό ότι η ανάληψη των οφειλών αυτών έγινε εντός του τελευταίου έτους, ενώ δεν περιλαμβάνονται στις εξαιρούμενες, κατ` άρθρο 1 παρ. 2 του Ν 3869/2010, της ρύθμισης. Μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να εκποιηθεί και να αποφέρει κάποιο αξιόλογο τίμημα, αποτελεί το προαναφερόμενο διαμέρισμα, η εμπορική αξία του οποίου εκτιμάται στο ποσό των 80.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη της παλαιότητας του (έχει κτισθεί το 1966), της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του ορόφου (1 ου), του εμβαδού του, του ποσοστού συνιδιοκτησίας (250/000) στο όλο οικόπεδο και των πτωτικών τάσεων που επικρατούν σήμερα στον τομέα αγοράς ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού της δεύτερης εκ των πιστωτριών ότι η εμπορική αξία του εν λόγω ακινήτου ανέρχεται, σύμφωνα με την από 21.8.2006 προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την τελευταία τεχνική έκθεση εκτίμησης ακινήτου, στο ποσό των 120.000 ευρώ, καθόσον για τη σύνταξη της εκθέσεως αυτής έχουν ληφθεί υπόψη συγκριτικά στοιχεία, όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ως άνω χρόνο συντάξεως της εν λόγω εκθέσεως, όταν επικρατούσαν άλλες συνθήκες στον τομέα αγοράς ακινήτων, καθόσον λόγω των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και της εξ αυτών δημιουργίας κρίσης στην αγορά ακινήτων, έχει μειωθεί η ζήτηση τους, με συνέπεια την πτώση των τιμών πώλησης αυτών. Το εν λόγω διαμέρισμα αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσης και των ως άνω τέκνων της και η αξία του δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο με δύο τέκνα, όπως η αιτούσα, που ανέρχεται, κατ` άρθρο 21 παρ. 2 του Ν 3842/2010, σε 300.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν 3869/2010) για την εξαίρεση του από την εκποίηση. Όσον αφορά το προαναφερόμενο δικαίωμα της αιτούσης υψούν στην ως άνω οικοδομή, αυτό δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να εκποιηθεί, καθόσον έχει ήδη εξαντληθεί ο συντελεστής δόμησης, ενώ όσον αφορά τα δύο προαναφερόμενα Ι.Χ.Ε αυτοκίνητα, ιδιοκτησίας της αιτούσης, ενόψει της εμπορικής τους αξίας, ήτοι 2.000 ευρώ και 500 ευρώ αντιστοίχως για τα ως άνω υπό στοιχεία α` και β` αναφερόμενα αυτοκίνητα, του τύπου και της παλαιότητας τους, αυτά δεν κρίνονται πρόσφορα προς εκποίηση, διότι δεν πρόκειται να προκαλέσουν αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά και ούτε να αποφέρουν κάποιο αξιόλογο τίμημα για την ικανοποίηση των πιστωτριών της αιτούσης, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων της διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κ.λπ.), γι` αυτό και κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατ`άρθρο 9 παρ. 1 του Ν 3869/2010 εκποίηση αυτών, καθώς και του ως άνω δικαιώματος υψούν. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσης οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν 3869/2010 και ειδικότερα σ` αυτή των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2, καθόσον τα περιουσιακά της στοιχεία δεν είναι επαρκή για την ικανοποίηση των πιστωτριών της και το παρόν Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα της για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών προς μερική εξόφληση των οφειλών της. Έτσι, η ρύθμιση των χρεών της αιτούσης θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, απευθείας στις πιο πάνω πιστώτριες από τα εισοδήματα της, επί τετραετία, που θα αρχίζει από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως μήνα, προς μερική εξόφληση των οφειλών της αιτούσης, από τις οποίες (καταβολές) οι πιστώτριες της θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (άρθρο 8 παρ. 2 του ως άνω νόμου). Οι μηνιαίες δαπάνες των βασικών προσωπικών αναγκών της αιτούσης (διατροφή, λογαριασμοί ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κ.λπ., ιατρικά κ.λπ. έξοδα), καθώς και των οικογενειακών της αναγκών (διατροφή προς τον ένα εκ των δύο ενήλικων άγαμων υιών της που ζει μαζί της, ο οποίος είναι άνεργος και βρίσκεται σε οικονομική εξάρτηση από την αιτούσα) ανέρχονται στο ποσό των 500 ευρώ. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, το προς διάθεση στις πιστώτριες της αιτούσης ποσό ανέρχεται στα 350 ευρώ μηνιαίως, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εισοδημάτων της τελευταίας, των βασικών προσωπικών αναγκών της και των οικογενειακών της αναγκών. Ειδικότερα, η αιτούσα θα καταβάλλει στις ως άνω πιστώτριες τα ακόλουθα ποσά: 1) στην πρώτη εξ αυτών «Τράπεζα .......................................Ανώνυμη Εταιρία» το ποσό των [(350€ / μήνα χ 23.247,33€ ποσό οφειλής): 152.648,47€ σύνολο οφειλής =] 53,30 ευρώ μηνιαίως και συνολικά επί τετραετία (48 μηνιαίες δόσεις) το ποσό των (53,30€ / μήνα χ 48 μήνες =) 2.558,40 ευρώ, με υπόλοιπο απαίτησης το ποσό των (23.247,33 - 2.558,40€ =) 20.688,93 ευρώ και 2) στη δεύτερη εξ αυτών «........................της Ελλάδος ΑΕ» το ποσό των [(350€/ μήνα χ 129.401,14€ ποσό οφειλής): 152.648,47€ σύνολο οφειλής =] 296,70 ευρώ μηνιαίως και συνολικά επί τετραετία (48 μηνιαίες δόσεις) το ποσό των (296,70€ / μήνα χ 48 μήνες =) 14.241,60 ευρώ, με υπόλοιπο απαίτησης το ποσό των (129.401,14€ -14.241,60€ =) 115.159,54 ευρώ. Από το ως άνω ποσό των 14.241,60 ευρώ, το ποσό των [(350€ / μήνα Χ 94.446,22€: 152.648,47€ =) 216,55€ / μήνα χ 48 μήνες =] 10.394,40 ευρώ αναλογεί στο προαναφερόμενο καταναλωτικό δάνειο, για το οποίο η σχετική απαίτηση της δεύτερης εκ των πιστωτριών είναι εξοπλισμένη, όπως προεκτέθη, με εμπράγματη ασφάλεια. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αιτούσα θα καταβάλλει στις πιστώτριες αυτής τράπεζες για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών το συνολικό ποσό των (2.558,40€ + 14.241,60€ =) 16.800 ευρώ, καλύπτοντας μερικώς, κατά το ποσό αυτό, τη συνολική οφειλή της εκ ποσού 152.648,47 ευρώ. Περαιτέρω, η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν 3869/2010, εφόσον με τις καταβολές επί τετραετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών της αιτούσης και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας της από την εκποίηση, μετά το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (Αθαν. Κρητικός, ό.π., αρ. 16, σελ. 148). Έτσι, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσης, για την οποία η τελευταία θα πρέπει να καταβάλλει το 85% της εμπορικής της αξίας, δηλαδή το ποσό των (80.000 € χ 85% =) 68.000 ευρώ. Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα αρχίσει μετά παρέλευση τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως και θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα, για τον οποίο θα υφίσταται μέτρηση κατά τον χρόνο της καταβολής, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού πρέπει να οριστεί σε 15 χρόνια, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας του ως άνω καταναλωτικού δανείου, του συνόλου των χρεών της αιτούσης, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Η μηνιαία δόση που θα καταβάλλει η αιτούσα στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής, ανέρχεται στο ποσό των (68.000€: 180 μήνες της δεκαπενταετίας =) 377,78 ευρώ. Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα ικανοποιηθεί προνομιακά η απαίτηση της πιστώτριας «.............................. ΑΕ» από το προαναφερόμενο καταναλωτικό δάνειο, καθόσον η απαίτηση της απ`αυτό, όπως προεκτέθη, είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ως άνω νόμου, εφόσον μεν τα υπόλοιπα των χρεών της αιτούσης μετά τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του ιδίου νόμου υπερβαίνουν το ποσό του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας της, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση επιβάλλοντας της πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών της αυτών, ίσο με το ποσό αυτό του 85%, απαλλασσόμενης του υπολοίπου των χρεών της με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον δε τα υπόλοιπα των χρεών της αιτούσης είναι μικρότερα του 85%, θα υποχρεωθεί η τελευταία σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, το υπόλοιπο της απαιτήσεως της πιστώτριας «.......................................................... ΑΕ» που είναι ασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια στο προαναφερόμενο διαμέρισμα, μετά τις καταβολές επί τετραετία, ανέρχεται στο ποσό των (94.446,22€ -10.394,40€ =) 84.051,82 ευρώ. Η προνομιακή ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής θα γίνει μέχρι το ποσό των 68.000 ευρώ του 85% της εμπορικής αξίας της ως άνω κατοικίας της αιτούσης, απαλλασσόμενης της τελευταίας του υπολοίπου των χρεών της με την τήρηση και αυτής της ρύθμισης, με μηνιαίες καταβολές ποσού 377,78 ευρώ, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός και επί 15 χρόνια, που θα αρχίσουν μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος, δηλαδή μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως και επί 180 μήνες (15 χρόνια χ 12 μήνες/χρόνο). Ως προς τις υπόλοιπες παραπάνω απαιτήσεις των πιστωτριών από τα λοιπά καταναλωτικά δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες κατά το μέρος που αυτές δεν καλύφθηκαν από τις τετραετείς καταβολές, μετά την εξάντληση του ποσού των 68.000 ευρώ του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας για την προνομιακή ικανοποίηση της ως άνω εμπραγμάτως ασφαλισμένης απαίτησης, δεν μπορούν αυτές να ικανοποιηθούν και απαλλάσσεται η αιτούσα. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ`ουσίαν και να ρυθμιστούν οι αναφερόμενες σ` αυτήν οφειλές της αιτούσης με σκοπό την απαλλαγή της, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Η απαλλαγή της αιτούσης από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι των πιστωτριών της θα επέλθει, σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν 3869/2010), μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που της επιβάλλονται με την παρούσα απόφαση. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 εδ. β` | του άρθρου 8 του ως άνω νόμου.
Για τους λόγους αυτούς: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται εν μέρει την αίτηση. Καθορίζει το, επί τετραετία, μηνιαίως καταβαλλόμενο ποσό από την αιτούσα προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσης αποφάσεως πιστώτριες της, το οποίο θα καταβάλλεται εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, αρχής γενομένης από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως μήνα, ως ακολούθως: 1) στην πρώτη εξ αυτών «Τράπεζα ............................. Ανώνυμη Εταιρία» θα καταβάλλεται το ποσό των πενήντα τριών και 30/100 (53,30) ευρώ και 2) στη δεύτερη εξ αυτών «............................................. ΑΕ» θα καταβάλλεται το ποσό των διακοσίων ενενήντα έξι και 70/100 (296,70) ευρώ. Εξαιρεί της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσης, δηλαδή το διαμέρισμα, επιφανείας... τ.μ., του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, μιας οικοδομής κειμένης στο ..., επί της οδού ..., αρ...., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 250/000 αδιαιρέτως. Επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλλει για τη διάσωση της παραπάνω κατοικίας της στην πιστώτρια «..................................................... ΑΕ» το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα επτά και 78/100 (377,78) ευρώ μηνιαίως και για χρονικό διάστημα δέκα πέντε (15) ετών. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει στις 14.9.2015, ήτοι τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως και θα γίνεται εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, χωρίς ανατοκισμό, με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα, για τον οποίο θα υφίσταται μέτρηση κατά τον χρόνο της καταβολής, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο "Δημήτριος Χ. Καραγιάννης", Θεσσαλονίκη - Αθήνα