Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Αίτηση αναστολής εκτελέσεως λόγω κατάθεσης αίτησης του νόμου 3869/2010 στο Ειρηνοδικείο (Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, αριθμός απόφασης 2202/2010)
Περίληψη: Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Νομοθετικό καθεστώς του ν. 3869/2010. Εκταση εφαρμογής του νόμου αυτού. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Προϋπόθεση παραδεκτού αυτής είναι η αίτηση στο Ειρηνοδικείο για δικαστική ρύθμιση των οφειλών.
[...] Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση και ανεπανόρθωτη βλάβη, που συνίσταται στον κίνδυνο πλειστηριασμού του μοναδικού τους ακινήτου, που αποτελεί την πρώτη κατοικία τους, ζητούν να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της με αριθμό 2.235/9.10.2009 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Βόλου ..., και της με αριθ. 2.299/14.6.2010 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, για ικανοποίηση αξίωσης της καθ` ης ύψους 50.000 ευρώ, που προέρχεται από τη με αριθ. 566/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, επί της αίτησης που προτίθενται να υποβάλουν στο αρμόδιο Δικαστήριο για ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών τους, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010, χωρίς όρους ή με τον όρο καταβολής του 1/4 της ενήμερης μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης του στεγαστικού τους δανείου, άλλως για ένα εξάμηνο κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν 3869/2010. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 3869/2010 (ΦΕΚ Α` 130/3.8.2010) για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Κατά συνέπεια, καθίσταται πλέον σαφές ρητά και κατηγορηματικά, ότι ο νόμος αυτός αφορά μη εμπόρους φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα και της προέλευσης του χρέους. Εννοείται βέβαια ότι χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα, που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα, μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του ως άνω νόμου (βλ. σχ. Μακρή Λ, Κατ` άρθρο ερμηνεία του Ν 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2010, σελ. 18). Προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με όλους τους πιστωτές του και η αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο ... (άρθρο 2 παρ. 1). Αν η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού αποτύχει, ο φορέας ή ο δικηγόρος που βοήθησε την προσπάθεια συντάσσει βεβαίωση, στην οποία διαπιστώνεται η αποτυχία της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αν, όμως, επιτευχθεί με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών εξωδικαστικός συμβιβασμός, συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο αποτελεί τίτλο εκτελεστό από την επικύρωση του από το αρμόδιο Ειρηνοδίκη (άρθρο 2 παρ. 2). Με την ως άνω ρύθμιση ο νομοθέτης απαιτεί να βεβαιώνεται εγγράφως η αποτυχία της προσπάθειας συμβιβαστικής επίλυσης, με προσκόμιση στο δικαστήριο κατά την υποβολή (ή εντός ενός μηνός από την υποβολή, άρθρο 4 παρ. 2 εδ. α` του νόμου) της σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο σχετικής βεβαίωσης, που εκδίδεται από τους αναφερομένους στο άρθρο 2 παρ. 1 φορείς. Μάλιστα, θα πρέπει μαζί με την έγγραφη απόδειξη της αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού να υποβάλλεται και το έγγραφο σχέδιο που προσκομίστηκε στους πιστωτές και δεν εγκρίθηκε. Αρμόδιο δικαστήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου, για την εκδίκαση της αίτησης, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4, ορίζεται το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω νόμου, για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμοδίου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου), η οποία περιέχει α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, Β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Ωστόσο, η υποβολή της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση, ενώ η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδίκαιως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 6 παρ. 1). Η ειδικότητα του συγκεκριμένου αυτού ενδίκου βοηθήματος, που δεν συνδέεται με ελαττώματα του τίτλου, της διαδικασίας της εκτέλεσης και της απαίτησης, έχει ως συνέπεια ότι δεν επηρεάζεται από την υποβολή του, η πορεία τυχόν ασκηθείσης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και αίτησης αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ, καθώς η νομική του βάση είναι εντελώς διαφορετική. Εάν όμως έχει ήδη προηγηθεί η χορήγηση αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ, τότε προδήλως η αίτηση του άρθρου 6 του νόμου καθίσταται άνευ αντικειμένου και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Eπίσης, η αίτηση για την αναστολή του άρθρου 6 προδήλως στρέφεται κατά των πιστωτών στους οποίους έχει κοινοποιηθεί η αίτηση του άρθρου 4, η τελευταία δε αυτή κοινοποίηση είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης του άρθρου 6. Ετσι, δεν είναι νοητό να ασκηθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που να ζητεί την αναστολή με την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης μίας αίτησης που ακόμη δεν έχει κοινοποιηθεί (βλ. σχ. Μακρή Λ, ό.π., σελ. 96). Εξάλλου, κατά την παρ. 4 του άρθρου 6 του ίδιου ως άνω νόμου, ειδικά σε περίπτωση οφειλής από στεγαστικό δάνειο το δικαστήριο της παρ. 1 μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες, που επιτρέπει το εισόδημα του οφειλέτη, να χορηγήσει αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων για την οφειλή αυτή με ή χωρίς τον όρο της καταβολής εκ μέρους του οφειλέτη όλου ή μέρους του ποσού που αντιστοιχεί στην ενήμερη τοκοχρεολυτική δόση που θα όφειλε να καταβάλλει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της απόφασης και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, αν η σύμβαση δανείου δεν είχε καταγγελθεί ή δεν εμφάνιζε ληξιπρόθεσμες οφειλές. Η εν λόγω ρύθμιση αναφέρεται ειδικά στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων, τόσο των καταγγελμένων, όσο και των μη καταγγελμένων, που εμφανίζουν απλώς ληξιπρόθεσμες οφειλές, επιβάλλοντας στον οφειλέτη στην τελευταία περίπτωση την υποχρέωση να εξυπηρετεί το ενήμερο μέρος του δανείου, εν όλω ή εν μέρει, «αποκόβοντας» τα ληξιπρόθεσμα ποσά. Και τούτο διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στις ρυθμίσεις του νόμου υπάγονται μόνο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και όχι το σύνολο της πίστωσης που έχει λάβει ο οφειλέτης. Ετσι, μόνο οι ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του νόμου (και φυσικά παύει ο εκτοκισμός τους με την κοινοποίηση της αίτησης), το δε υπόλοιπο δάνειο (ως τις μη ληξιπρόθεσμες) δόσεις εξακολουθεί να εξυπηρετείται κανονικά και ασφαλώς θα συνεχίζει να εκτοκίζεται. Ουσιαστικά δηλαδή τα ληξιπρόθεσμα ποσά «αποκόβονται» από το σώμα του δανείου και έχουν πλέον χωριστή τύχη.
Επίσης, κατά τα οριζόμενα στη παρ. 1 του άρθρου 19 του προαναφερομένου Ν 3689/2010 για έξι μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 3.8.2010, απαγορεύεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου της παρ. 2 του άρθρου 9, ήτοι της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Επομένως, απαγορεύεται ο πλειστηριασμός της κύριας κατοικίας στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι τις 3.2.2011, επιπλέον δε και του μοναδικού ακινήτου του οφειλέτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, εφόσον κατοικεί ή διαμένει σε ξένο ακίνητο (τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9). Παράλληλα, ωστόσο, ισχύει και η διάταξη του άρθρου 40 του Ν 3858/2010, που ορίζει ότι αναστέλλονται από την 1η Ιουλίου 2010 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2010 οι πλειστηριασμοί, οι οποίοι επισπεύδονται για τη ικανοποίηση που δεν υπερβαίνουν το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, από πιστωτικά ιδρύματα, εταιρίες παροχής πιστώσεων και από τους εκδοχείς των απαιτήσεων αυτών. Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 19, αιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 υποβάλλονται μετά την πάροδο πέντε μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα τα Κυβερνήσεως. Δεδομένου λοιπόν ότι η δημοσίευση του νόμου έγινε, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε στις 3.8.2010, οι αιτήσεις του άρθρου 4 μπορούν να αρχίσουν να υποβάλλονται από τις 3.1.2011, έτσι ώστε να προετοιμαστούν τα κατά τόπους ειρηνοδικεία να δεχθούν το μεγάλο όγκο των υποθέσεων που θα εισαχθούν, οι αρμόδιοι για τη διαμεσολάβηση φορείς ώστε να συνδράμουν αποτελεσματικά τους οφειλέτες, καθώς και για να εκδοθούν οι σχετικές αποφάσεις με βάση τις εξουσιοδοτικές διατάξεις του νόμου για τη διευκόλυνση της διαδικασίας. Με βάση τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η υπό κρίση αίτηση, την οποία οι αιτούντες επιχειρούν να θεμελιώσουν στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 4 του Ν 3869/2010 και επικουρικά στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου, κρίνεται απορριπτέα πρωτίστως απαράδεκτη, καθόσον δεν νοείται, όπως ήδη προαναφέρθηκε αίτηση αναστολής με την πιθανολόγηση μιας αίτησης για ρύθμιση της οφειλής τους που ακόμη δεν έχει υποβληθεί στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας ή της συνήθους διαμονής τους και ούτε θα μπορούσε να εκκρεμεί τέτοια, αφού η υποβολή τα καθίσταται εφικτή, κατά τους ορισμούς του νόμου, μετά την 3.1.2011. Πέραν τούτου, οι αιτούντες δεν επικαλούνται στο δικόγραφο της αίτησής τους, στοιχείο αναγκαίο κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ για το ορισμένο της, ότι προέβησαν σε προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές τους (μεταξύ αυτών και η καθ` ης) και ότι αυτή απέτυχε, οπότε μετά την παρέλευση εξαμήνου από τη διαπίστωση της αποτυχίας της προτίθενται να προβούν σε υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 του Ν 3869/2010. Εξάλλου, αναρμοδίως εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι κατά τη σαφή διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 3 του Ν 3869/2010, η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη εκδικάζεται από το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτη έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του, ενώ δεν μπορεί να γίνει λόγος εν προκειμένω για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 46 ΚΠολΔ, ήτοι για παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο, αν και η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης επιτρέπεται κατ` άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για λόγους οικονομίας της δίκης και ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης (βλ. σχ. ΜΠρΛαμ 2594/2008 ΕφΑΔ 2010,454, ΜΠρθεσ 28363/2002 ΑρχΝ 2005,686, Βαθρακοίλης Β., ΚΠολΔ Ερμηνευτική - Νομολογιακή ανάλυση, υπό άρθρο 683, παρ. 13, σελ. 48, Τζίφρας Παρμ., Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σελ. 15, Κεραμεύς/Κονδύλης στο ΝοΒ 45,416 επ., Μακρίδου Κ. στον Αρμ 40,1087, Κεραμεύς/Kονδύλης/Nίκας (Kράνης), άρθρο 683 αριθ. 7, Ρήγας στην ΕλλΔνη 34,1545), ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση, όπου για την έναρξη της διαδικασίας του Ν 3869/2010 απαιτείται προηγούμενη κατάθεση αίτησης στον αρμόδιο γραμματέα του Ειρηνοδικείου, ο οποίος με δική του μέριμνα ανοίγει φάκελο στο όνομα του οφειλέτη, εντός του οποίου τοποθετούνται όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία της υπόθεσης (άρθρο 4 παρ. 5 του Ν 3869/2010) δεν έχει ακόμη υποβληθεί, όπως παραδέχονται οι αιτούντες και ως εκ τούτου δεν έχει ανοιχθεί ο σχετικός φάκελος για να παραπεμφθεί η εν λόγω υπόθεση. Επομένως, κατ` ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ` ης σε βάρος των αιτούντων (άρθρο 178 παρ. 3 Κωδ. Δικηγ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. [...]
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα