Διαζύγιο - Θάνατος συζύγου πριν λυθεί ο γάμος και έχει υποβληθεί αγωγή διαζυγίου από τον άλλο σύζυγο (Εφετείο Πατρών, αριθμός απόφασης 880/2009)
Περίληψη: Διαζύγιο. Θάνατος συζύγου πριν λυθεί ο γάμος και έχει υποβληθεί αγωγή διαζυγίου από τον άλλο σύζυγο (1822 ΑΚ). Λόγοι διαζυγίου οι προβλεπόμενοι από τα άρθρα 1439-1440 ΑΚ. Ο λόγος διαζυγίου δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του επιζώντος συζύγου. Την αγωγή εγείρουν οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος αφού η αγωγή διαζυγίου που είχε ασκήσει ο αποβιώσας δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους και η σχετική εκκρεμής δίκη καταργείται. Συναινετικό διαζύγιο. Αν ο ένας σύζυγος αποβιώσει πριν τη δεύτερη συζήτηση, δεν αποστερεί από το σύζυγο που επιζεί τα δικαιώματα του. Αν ο θάνατος μετά τη δεύτερη συζήτηση, ο σύζυγος στερείται από τα δικαιώματα του. Πολιτικός γάμος. Προϋποθέσεις για να είναι έγκυρος. Περιστατικά.
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1822 του ΑΚ: "Το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί, αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του". Ως λόγος διαζυγίου στην ως άνω διάταξη θεωρείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1440ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το ν.1329/1983, διαπλαστικό δικαίωμα του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου να επιφέρει τη λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, μετά από άσκηση αγωγής. Ο λόγος του διαζυγίου δεν είναι ήδη απαραίτητο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του συζύγου που επιζεί, γιατί δεν την απαιτεί η πιο πάνω διάταξη που είναι εναρμονισμένη με την διάταξη του άρθρου 1439ΑΚ, η οποία αποσυνδέει την υπαιτιότητα από το λόγο του διαζυγίου. Εξάλλου επειδή με το θάνατο του ενός από τους συζύγους η περί διαζυγίου εκκρεμής δίκη καταργείται (άρθρο 286ΚΠολΔ)και αφού η περί διαζυγίου αγωγή δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους, οι κληρονόμοι του συζύγου που απεβίωσε, για να επιτύχουν τον αποκλεισμό από την κληρονομιά του του συζύγου που επιζεί, πρέπει να εγείρουν την αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου της αγωγής. Μολονότι όμως η διάταξη του άρθρου 1822ΑΚ αναφέρεται σε μόνη την άσκηση της αγωγής διαζυγίου ως προϋπόθεση της εφαρμογής της, ομόφωνα γίνεται δεκτό ότι αυτή εφαρμόζεται κατ` αναλογία και όταν οι δύο σύζυγοι με κοινή τους συμφωνία ζητούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο. Προκειμένου λοιπόν ν` αποκλειστεί ο σύζυγος που επιζεί από τα πιο πάνω δικαιώματα του, πρέπει να έχουν πληρωθεί όλες οι προϋποθέσεις για την απαγγελία διαζυγίου με αυτόν τον τρόπο. Έτσι δεν αρκεί μόνο να έχει υποβληθεί κοινή αίτηση από τους συζύγους, αλλά να πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που αναφέρει το άρθρο 1441 ΑΚ. Ιδίως πρέπει να έχει δηλωθεί η συναίνεση των συζύγων κατά τη δεύτερη συνεδρίαση του δικαστηρίου. Τυχόν θάνατος ενός εκ των συζύγων πριν δηλωθεί και για δεύτερη φορά η συναίνεση τους ενώπιον του δικαστηρίου, δεν αποστερεί το σύζυγο που επιζεί από τα προαναφερόμενα δικαιώματα του. Επομένως μόνο σε περίπτωση θανάτου μετά το χρόνο κατά τον οποίο δηλώθηκε τη δεύτερη φορά η συναίνεση των συζύγων ενώπιον του δικαστηρίου και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσειςτου άρθρου 1441ΑΚ, μπορεί να στερηθεί ο σύζυγος που επιζεί από τα δικαιώματα του αυτά (ΑΠ 766/2004 ΕλΔ 46, 454, ΑΠ 432/94 ΕλΔ 36,173, ΑΠ 1281/93 ΕλΔ 36, 124, ΕΑ 864/2002 ΕλΔ43, 818 ΕΑ1714/2000 ΕλΔ42, 793, Α.Γεωργιάδη Μ. Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ» άρθρο 1822, σ. 422 αρ.9, Κ.Παπαδόπουλου «Αγωγές Κληρονομικού δικαίου έκδ. 1994, τόμος Α`, σ. 340 επ.). Για την τέλεση του πολιτικού γάμου απαιτούνται :α)σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν στην τέλεση του, ως βασική και αναγκαία προϋπόθεση σύναψης του γάμου αυτού, β) δημόσια και πανηγυρική διατύπωση της προαναφερόμενης δήλωσης ενώπιον του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας του τόπου της τέλεσης, ως οργάνου που ορίστηκε για τη διαπίστωση τήρησης της άνω διατύπωσης με τη σύνταξη της σχετικής προς τούτο πράξης και γ)παρουσία δύο μαρτύρων κατά τη δήλωση αυτή των μελλονύμφων. Για τις συνέπειες παραβάσεων ή παραλείψεων που έγιναν κατά την τέλεση του γάμου, αναφέρεται στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 1372ΑΚ, α) ότι άκυρος είναι ο γάμος «μόνο» αν λείπουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ή συντρέχουν τα κωλύματα των διατάξεων που μνημονεύονται, β)ό,τι ειδικώτερα για τον πολιτικό γάμο, αρκεί για το έγκυρο αυτού η δήλωση του άρθρου 1367 προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή το νόμιμο αναπληρωτή τους, έστω και αν έχουν παραλειφθεί οι άλλοι όροι της τέλεσης του και γ) ότι ανυπόστατος είναι ο γάμος μόνο όταν δεν τηρήθηκε «καθόλου» ο ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο 1367, περίπτωση που, κατά λογικό συμπέρασμα, συντρέχει π.χ. όταν ελλείπει η τελετή του γάμου, οπότε λείπει και η κατά την άνω διάταξη απαιτούμενη δήλωση της συναίνεσης των μελλονύμφων ή όταν διατυπώθηκε αυτή ενώπιον προσώπου διαφορετικού και άσχετου εκείνων που ορίζονται στη διάταξη αυτή, ενώ αν έγινε η τελετή, αλλά χωρίς π.χ. την απαιτούμενη δήλωση της συναίνεσης των μελλονύμφων, λείπει η προϋπόθεση της συμφωνίας (άρθρο 1350 ΑΚ) και ο γάμος είναι άκυρος. Ειδικότερα σχετικά με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν στην τέλεση του πολιτικού γάμου, ως βασική και αναγκαία προϋπόθεση σύναψης του γάμου αυτού, από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι πρόκειται για μια δήλωση του άντρα και μια σύγχρονη δήλωση της γυναίκας που παντρεύονται. Η θέση σε ισχύ, η σύναψη του πολιτικού γάμου, βασίζεται τελικά στη σύμπτωση, δηλ. στη συμφωνία των δηλώσεων βούλησης των προσώπων που παντρεύονται. Στον πολιτικό γάμο η δήλωση κατά την τελετή είναι ρητή, σύμφωνα και με τη διαδικασία που ρυθμίζει λεπτομερειακά το π.δ. 391/1982 για τη γαμήλια τελετή. Πάντως και αν δεν προβλέπεται ρητή δήλωση, αυτή συνάγεται από μόνη την παρουσία των μελλονύμφων στην τελετή. Η παρουσία στη θρησκευτική τελετή εκφράζει έμμεσα αλλά πανηγυρικά, καλλίτερα από οτιδήποτε άλλο τη θέληση των μελλονύμφων να τελέσουν το γάμο. Τούτο ισχύει και για τον πολιτικό γάμο. Εξάλλου με βάση τις ρυθμίσεις του νόμου είναι φανερό ότι δεν επηρεάζει το κύρος του γάμου η τυχόν έλλειψη δημοσιότητας και πανηγύρικότητας ή τυχόν απουσία μαρτύρων, εφόσον αποδεικνύεται η δήλωση προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας. Μόνο στο μέτρο που η έλλειψη πανηγυρικότητας θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες για το αν οι μελλόνυμφοι ή ένας απ` αυτούς έκαναν τη σχετική δήλωση ή καταλάβαιναν το νόημα της γεννιέται θέμα ακυρότητας του γάμου από έλλειψη της συμφωνίας (ΑΠ 547/90 ΕΕΝ 1991,117, Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου ο.π. άρθρο 1350 αρ. 11 επ.,γνωμοδότηση Γ. Κουμάντου ΕλΔ 30, 1298). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1 τουπ.δ. 391/1982 «Τρόπος τέλεσης πολιτικού γάμου -Άδειες γάμου» : «1. Το καθένα από τα πρόσωπα που επιθυμούν να τελέσουν γάμο μεταξύ τους με όποιον από τους τύπους που ορίζονται από το άρθρο 1367 του Αστικού Κώδικα απευθύνει πριν από την τέλεση του γάμου στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας της κατοικίας του αίτηση, με την οποία ζητεί να του χορηγηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 1368 του Αστικού Κώδικα άδεια 2. Η αίτηση περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα ατομικά στοιχεία,που αναγράφονται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 1368 του Αστικού Κώδικα, τόσο αυτού ή αυτής που την υποβάλλει όσο και του άλλου προσώπου, με το οποίο πρόκειται να γίνει ο γάμος, 3. Μαζί με την αίτηση των προηγουμένων παραγράφων υποβάλλονται υποχρεωτικά : α) τ. γ) υπεύθυνη δή λωση του Ν. 1Θ5/1969 ότι δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο πρόσωπο του αιτούντος ή στις σχέσεις του με το άλλο πρόσωπο με το οποίο αυτός πρόκειται να τελέσει γάμο, κανένα από τα κωλύματα των άρθρων 1354, 1356, 1357, 1359, 1360, 1362, και 1365 του Αστικού Κώδικα, δ) για την περίπτωση που ο ένας των μελλονύμφων είναι αλλοδαπός αντί της υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 105/1969, βεβαίωση από την οικεία Προξενική ή άλλα αρμόδια Αρχή περί του ότι δεν υπάρχει κώλυμα για να τελέσει γάμο ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός...».
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους εκκαλούντες υπ`αριθμ. 5620/16-9-2003 και 6187/28-2-2005 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Ι.Κ και υπ` αριθμ. 18674/20-6-2003 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Ε.Ρ, που λήφθηκαν στα πλαίσια προηγηθεισών δικών μεταξύ των διαδίκων και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 55/95 ΕΕΝ 1996,101, ΑΠ 111/91 ΕλΔ 33, 816), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες είναι τέκνα και συγκληρονόμοι του Ι.Α, που απεβίωσε στις 7-11- 2002 στο Ρίον Αχαΐας, κατοίκου εν ζωή Αγίου Βασιλείου Ρίου, από το νόμιμο γάμο του με τη Χ, το γένος Σ.Β, ο οποίος γάμος λύθηκε με διαζύγιο το έτος 1998. Η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, η οποία είναι ρωσικής υπηκοότητας και κατοικούσε στην Αγία Πετρούπολη, γνωρίστηκε με τον Ι.Αστις αρχές του έτους 2001 μέσω του διαδικτύου, έκτοτε δε διατηρούσαν συχνή επικοινωνία με την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mail), που συντάσσονταν στην αγγλική γλώσσα, την οποία κατείχαν και οι δύο, με αποτέλεσμα ν` αναπτυχθεί μεταξύ τους συναισθηματικός δεσμός, που τους οδήγησε στην απόφαση να τελέσουν γάμο. Προς τούτο η εναγόμενη ήλθε στην Ελλάδα και στις 15-6-2001 υπέβαλαν αυτή και ο Ι.Α σχετικές αιτήσεις στο Δήμο Ρίου, επισυνάπτοντας σ` αυτές και τα απαιτούμενα από το π.δ. 391/1982 δικαιολογητικά. Μεταξύ των δικαιολογητικών που υπέβαλαν αυτοί μαζί με τις ανωτέρω αιτήσεις προκειμένου να τελεστεί ο γάμος τους, ήταν και δύο χωρίς ημερομηνία υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, μία για τον καθένα, στις οποίες δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο καθενός κανένα από τα κωλύματα των άρθρων 1350, 1351, 1352, 1354, 1356, 1357 και 1360 ΑΚ. Έτσι εκδόθηκαν από το Δήμαρχο Ρίου η υπ` αριθμ. 10/23-6-2001 άδεια γάμου επ` ονόματι της εναγόμενης και η υπ αριθμ. 11/23-6-2001 άδεια γάμου επ` ονόματι του Ι.Α. Βάσει των αδειών αυτών τελέστηκε στις 29-6-2001 ο πολιτικός γάμος του Ι.Α και της εναγόμενης, ενώπιον του Αντιδημάρχου Ρίου Β.Π, με την παρουσία των μαρτύρων Ρ.Γ και Ι.Λ. Κατά την τελετή του γάμου αυτού ο Ι.Α και η εναγόμενη δήλωσαν πανηγυρικά, αυτοπρόσωπα, ρητά και ανεπιφύλακτα, χωρίς αίρεση ή προθεσμία, σύμφωνα με το νόμο, ότι συμφωνούν να παντρευτούν. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι κατά την ημερομηνία τέλεσης του ανωτέρω πολιτικού γάμου, ούτε η εναγόμενη γνώριζε την ελληνική γλώσσα, ούτε ο πατέρας τους και ο άνω Αντιδήμαρχος γνώριζαν τη ρωσική γλώσσα και επομένως δεν υπήρχε η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 1367 ΑΚ πανηγυρική δήλωση του πατέρα τους και της εναγόμενης ότι συμφωνούν να παντρευτούν. Πλην όμως δεν αποδείχτηκε ότι υπήρχε αδυναμία της εναγόμενης και του Ι.Α να προβούν στις σχετικές δηλώσεις βούλησης για την τέλεση του γάμου τους, αλλά και του Αντιδημάρχου που συμμετείχε στη γαμήλια τελετή ν` αντιληφθεί το νόημα τους, λόγω άγνοιας της ελληνικής γλώσσας από την εναγόμενη και της ρωσικής γλώσσας από τον Ι.Α και τον Αντιδήμαρχο, αφού ούτε η μάρτυρας των εναγόντων κατέθεσε κάτι σχετικό, ούτε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο προκύπτει τούτο. Αντίθετα η εναγόμενη και ο Ι.Α συνεννοούνταν, όπως προαναφέρθηκε, στην αγγλική γλώσσα, την οποία κατείχαν και οι δύο και καθένας απ` αυτούς είχε αντιληφθεί σωστά τη δήλωση του άλλου, έστω και αν υποτεθεί, κάτι που δεν αποδείχτηκε, ότι ο άνω Αντιδήμαρχος δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη δήλωση της εναγόμενης. Το γεγονός ότι οι ανωτέρω αιτήσεις και υπεύθυνες δηλώσεις που υπέβαλαν η εναγόμενη και ο Ι.Α προς το Δήμο Ρίου, δεν φέρουν ημερομηνία σύνταξης, ούτε αριθμό πρωτοκόλλου, ώστε να μην προκύπτει αν υποβλήθηκαν πριν ή μετά την τέλεση του γάμου τους, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, δεν επηρεάζει το κύρος του τελεσθέντος γάμου, αφού στις υπ` αριθμ. 10/23-6-2001 και 11/23-6-2001 άδειες γάμου αναφέρεται ότι οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στις 15-6-2001, ενώ από τις ίδιες τις αιτήσεις προκύπτει ότι με αυτές υποβλήθηκαν από τους μελλόνυμφους συνημμένα και οι υπεύθυνες δηλώσεις που απαιτεί το π.δ. 391/1982. Εξάλλου δεν ήταν αναγκαία η υποβολή εκ μέρους της εναγόμενης, η οποία ήταν αλλοδαπή, της ανωτέρω υπεύθυνης δήλωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ. 391/1982, που προαναφέρθηκε, οπότε είναι αδιάφορο πότε συμπληρώθηκε και αν συμπληρώθηκε από την ίδια ή όχι, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Επομένως ο τελεσθείς μεταξύ του Ι.Α και της εναγόμενης πολιτικός γάμος δεν είναι ούτε ανυπόστατος, αφού έλαβε χώρα η τελετή του γάμου, ούτε άκυρος, αφού οι δηλώσεις τους περί τέλεσης αυτού έγιναν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1367 ΑΚ. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη είχε τελέσει προηγούμενο γάμο στη Ρωσία με το Ρώσο υπήκοο Ί.Ν του Β. Ο γάμος αυτός όμως είχε λυθεί στις 9-3-2000, σύμφωνα με την από 28-2-2000 απόφαση του Δικαστηρίου Οκτιάμπρσκι περιφέρειας Αντμιραλτέισκι της Αγίας Πετρούπολης και η λύση του καταχωρήθηκε στις 15-3-2000 στα σχετικά ληξιαρχικά μητρώα λύσης γάμου με αριθμό 317, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμ. 77866-2/2 ληξιαρχική πράξη λύσης γάμου, που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση και φέρει την επισημεί-ωση (apostille) της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961. Προκειμένου η εναγόμενη να τελέσει γάμο με τον ΙΑ, υπέβαλε προς το Δήμο Ρίου την ως άνω ληξιαρχική πράξη λύσης γάμου και επίσης, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου Ι παρ. 3 του π.δ. 391/1982 και την από 25-6-2001 βεβαίωση της αρμόδιας Πρεσβείας της Ρωσίας στην Ελλάδα, η οποία Πρεσβεία βεβαίωσε ότι η εναγόμενη δεν είναι παντρεμένη και ότι σύμφωνα με το νόμο της Ρωσίας δεν υπάρχει κανένα νομικό κώλυμα για το δεύτερο γάμο της. Από τα ανωτέρω έγγραφα αποδεικνύεται ότι δεν υφίστατο ο προηγούμενος γάμος της εναγόμενης κατά τη σύναψη του πολιτικού γάμου της με τον Ι.Α ο και επομένως δεν συνέτρεχε το εκ του άρθρου 1354 ΑΚ κώλυμα και δεν είναι άκυρος εξ αυτού του λόγου ο πολιτικός γάμος τους. Το γεγονός δε ότι η ανωτέρω βεβαίωση έχει ημερομηνία έκδοσης μεταγενέστερη της υπ` αριθμ. 10/2001 άδειας γάμου που εκδόθηκε επ` ονόματι της εναγόμενης, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού κατά το χρόνο τέλεσης του ανωτέρω πολιτικού γάμου είχε ήδη προσαχθεί στο Δήμου Ρίου. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, για το έγκυρο του πολιτικού γάμου, αρκεί η δήλωση του άρθρου 1367 ΑΚ προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή το νόμιμο αναπληρωτή τους, έστω και αν έχουν παραλειφθεί οι άλλοι όροι της τέλεσης του. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι η προαναφερόμενη βεβαίωση της Πρεσβείας της Ρωσίας στην Ελλάδα δεν πιστοποιεί το αμετάκλητο της λύσης του προηγουμένου γάμου που είχε τελέσει η εναγόμενη στη Ρωσία, εφόσον δεν προσκομίστηκε η δικαστική απόφαση που έλυσε το γάμο αυτό, η οποία έπρεπε να είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και επομένως δεν αποδεικνύεται ότι ο προηγούμενος γάμος της εναγόμενης λύθηκε αμετάκλητα και έτσι υπάρχει το εκ του άρθρου 1354 ΑΚ κώλυμα, που εμπόδιζε την τέλεση του πολιτικού γάμου της με τον πατέρα τους. Η προαναφερθείσα όμως διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του π.δ. 391/1982 απαιτεί στην περίπτωση του πολιτικού γάμου, σε περίπτωση που ένας εκ των μελλονύμφων είναι αλλοδαπός, μόνο την προσκόμιση βεβαίωσης από την οικεία Προξενική ή άλλη αρμόδια Αρχή περί του ότι δεν υπάρχει κώλυμα για να τελέσει γάμο ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός και όχι την προσκόμιση της απόφασης που λύει τυχόν προηγούμενο γάμο του και μάλιστα, να έχει αποκτήσει αυτή την ισχύ δεδικασμένου στην Ελλάδα. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κυρία βάση της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους της έφεσης τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα