Διαζύγιο - Κληρονομία συζύγων - Αποκλείεται το κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του (Εφετείο Πατρών, αριθμός απόφασης 508/2008)
Περίληψη: Κληρονομία συζύγων. Αποκλείεται το κληρονομικό δικαίωμα του συζύγου (καθώς και στο εξαίρετο) αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του (1822 ΑΚ). Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής. Θάνατος του συζύγου. Κάθε κληρονόμος του αλλά και κάθε τρίτος (όπως κάποιος οφειλέτης της αντίστοιχης κληρονομίας) που επιδιώκει με έννομο συμφέρον να αποκλείσει τον επιζώντα σύζυγο, πρέπει να εγείρει αναγνωριστική αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου εναντίον του. Λόγος διαζυγίου. Νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1444 ΑΚ διαπλαστικό δικαίωμα του ενός των συζύγων κατά του άλλου να επιφέρει λύση του γάμου της με δικαστική απόφαση ύστερα από άσκηση αγωγής που δικάζεται κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ανεξάρτητα από τη βούληση του εναγομένου. Συνεπώς η υποβολή κοινής αποφάσεως για λύση του γάμου τους κατά το άρθρο 1441 ΑΚ (συναινετικό διαζύγιο) δεν πληροί το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 1822 ΑΚ. Ομως, αν ο θάνατος του συζύγου επέλθει μετά τη δεύτερη συζήτηση, μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής το άρθρο 1822 ΑΚ και να αποκλεισθεί βάσει αυτού το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος. Περιστατικά.
[...] Κατά το άρθρο 1822 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 1329/1983, το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται αν κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποθέτει α)την άσκηση αγωγής διαζυγίου από τον κληρονομούμενο σύζυγο και β) την βασιμότητα του λόγου διαζυγίου. Δεδομένου δε ότι με τον θάνατο του ενός από τους συζύγους η περί διαζυγίου εκκρεμής δίκη καταργείται (αρθρ. 604 ΚΠολΔ) και ότι η περί διαζυγίου αγωγή, ως προσωποπαγής, δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του συζύγου που απεβίωσε κάθε κληρονόμος του συζύγου που απεβίωσε, αλλά και κάθε τρίτος, όπως κάποιος οφειλέτης της αντίστοιχης κληρονομιάς, επιδιώκοντας με έννομο συμφέρον να αποκλείσει τον επιζώντα σύζυγο από την κληρονομιά, πρέπει, να εγείρει αναγνωριστική αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου κατά του επιζώντος συζύγου, χωρίς πάντως να αποκλείεται η έρευνα της βασιμότητας του λόγου διαζυγίου να γίνει και παρεμπιπτόντως σε δίκη μεταξύ εκείνου και του ιδίου του επιζώντος συζύγου (βλ. και ΑΠ. 1796/2005 ΕλΔ/νη 47, 809). Ως λόγος διαζυγίου στην διάταξη του άρθρου 1822 Α.Κ. νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1440 Α.Κ., όπως ισχύουν μετά το ν. 1329/1983, διαπλαστικό δικαίωμα του ενός των συζύγων κατά του άλλου να επιφέρει λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, ύστερα από άσκηση αγωγής, εκδικαζόμενης. Κατά την διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ανεξάρτητα από την βούληση του εναγομένου. Συνεπώς η εκ μέρους των συζύγων υποβολή κοινής αιτήσεως για λύση του γάμου τους κατά το άρθρο 1441 Α.Κ. δεν πληροί το πραγματικό της προπαρατεθείσας διατάξεως, αφενός μεν γιατί δεν πρόκειται περί αγωγής, εκδικαζόμενης. Κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, αλλά περί αιτήσεως, υπαγόμενης στην εκούσια δικαιοδοσία, αφετέρου δε γιατί η αίτηση αυτή δεν θεμελιώνεται σε δικαίωμα δικαστικής διαπλάσεως, δηλαδή σε «λόγο διαζυγίου», αλλά σε απλά πραγματικά περιστατικά. Περαιτέρω η αναλογική εφαρμογή του άνω άρθρου και στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου προϋποθέτει ότι έχει δημιουργηθεί στην εκούσια δικαιοδοσία, βάσει της υποβληθείσας κοινής αιτήσεως, δικονομική κατάσταση, εξομοιούμενη με έγερση αγωγής διαζυγίου, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (δηλαδή το διαζύγιο) θα επέλθει, εφόσον υπάρχει βάσιμος λόγος, ανεξάρτητα από την βούληση του εναγομένου. Τέτοια όμως δικονομική κατάσταση δημιουργείται επί κοινής αιτήσεως για έκδοση συναινετικού διαζυγίου μόνο μετά και την δεύτερη ενώπιον του δικαστηρίου δήλωση της συναινέσεως των συζύγων προς έκδοση διαζυγίου. Συνεπώς μόνον αν ο θάνατος του ενός εξ αυτών επέλθει μετά και την δεύτερη αυτή δήλωση μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής το άρθρο 1822 Α.Κ. και να αποκλεισθεί, βάσει αυτού το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος (βλ. ΑΠ 432/1994 ΝοΒ 43, 392).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ιστορούν στην ένδικη αγωγή τους ότι στις 17.9.2005 απεβίωσε στα Ροζενά Κορινθίας, χωρίς να αφήσει διαθήκη και χωρίς να έχει αποκτήσει κατιόντες, ο Ι.Π του Σ, κάτοικος εν ζωή Ακράτας Αχαίας, γιος των δύο πρώτων εξ αυτών, αμφιθαλής αδελφός του τρίτου ενάγοντος και εν διαστάσει σύζυγος της εναγομένης. Οτι από την τελευταία, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση από τον Φεβρουάριο του έτους 2003, είχε αποφασίσει να λάβει διαζύγιο ασκώντας κατ` αυτής σχετική αγωγή για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως τους κατ` άρθρο 1439 ΑΚ. Πριν όμως προβεί στην έγερση της ανωτέρω αγωγής συμφώνησε μαζί της και υπέβαλαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 9.3.2005 κοινή αίτηση τους για έκδοση συναινετικού διαζυγίου, της οποίας η πρώτη συζήτηση έγινε αυθημερόν την 9η Μαρτίου 2005. Προτού όμως λάβει χώρα η δεύτερη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως, η οποία είχε ορισθεί για την 21η Νοεμβρίου 2005, απεβίωσε (στις 17.9.2005) ο ανωτέρω σύζυγος, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η συζήτηση της αιτήσεως. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενοι αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1822 Α.Κ. και στην υπό κρίση περίπτωση, ζήτησαν όσα αναφέρονται αναλυτικά στην αρχή της αποφάσεως. Με το ανωτέρω όμως περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή είναι σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον το άρθρο 1822 Α.Κ., που αναφέρεται στον αποκλεισμό του κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω ούτε αμέσως, αφού η αγωγή διαζυγίου για τον επικαλούμενο ως υπάρχοντα λόγο διαζυγίου δεν εγέρθηκε ζώντος του συζύγου, ούτε αναλογικώς, αφού δεν έλαβε χώρα δεύτερη συζήτηση της κοινής αιτήσεως για έκδοση συναινετικού διαζυγίου, ώστε να δημιουργηθεί δικονομική κατάσταση εξομοιούμενη με έγερση αγωγής διαζυγίου και να μπορεί να έτσι το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης συζύγου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως μη νόμιμη με την ίδια αιτιολογία, ορθώς εφάρμοσε τον νόμο, γι αυτό και οι υποστηρίζοντες το αντίθετο λόγοι εφέσεως κρίνονται ως αβάσιμοι. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του δευτέρου βαθμού.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο "Δημήτριος Χ. Καραγιάννης", Θεσσαλονίκη - Αθήνα