Αγωγή Διαζυγίου - Με το θάνατο ενός από τους συζύγους η δίκη για το διαζύγιο καταργείται και οι κληρονόμοι μπορούν να εγείρουν αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου της αγωγής, προκειμένου να αποκλείσουν από την κληρονομία το σύζυγο που επιζεί (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 3835/2003)
Περίληψη: Κληρονομία. Το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου για κάποιο βάσιμο λόγο, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου. Με το θάνατο ενός από τους συζύγους η δίκη για το διαζύγιο καταργείται και οι κληρονόμοι μπορούν να εγείρουν αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου της αγωγής, προκειμένου να αποκλείσουν από την κληρονομία το σύζυγο που επιζεί. Αποκλήρωση του συζύγου του διαθέτη αν κατά το χρόνο του θανάτου του είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του. Ο λόγος αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και να αναφέρεται σε αυτή.
[...] Κατά το άρθρο 1822 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 1329/1993, το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί, αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Ως λόγος διαζυγίου στην πιο πάνω διάταξη νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 και 1440 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το ν. 1329/1983, διαπλαστικό δικαίωμα του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου να επιφέρει τη λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, ύστερα από άσκηση αγωγής, ο λόγος δε του διαζυγίου δεν είναι πλέον απαραίτητο να οφείλεταί σε υπαιτιότητα του συζύγου που επιζεί, διότι δεν την απαιτεί η ως άνω διάταξη, η οποία είναι εναρμονισμένη με τη διάταξη του άρθρου 1439 ΑΚ, η οποία αποσυνδέει την υπαιτιότητα από το λόγο διαζυγίου (ΑΠ 432/1994 ΕλΔ 36.173, ΑΠ 1231/1993 ΕλΔ 36.124, ΕΑ 864/2002 ΕλΔ 43.818, ΕΑ 1714/2000 ΕλΔ 42.793, ΕΑ 97/2000 ΕλΔ 41.1416, ΕΑ 9023/1991 ΕλΔ 35.476, Στ. Ματθία ΕλΔ 36.1635, Βαθρακοκοίλη: Αναλ.Ερμ.Νομ. ΑΚ, υπ` αρ. 1822, σελ. 2283). Εξάλλου, επειδή, με το θάνατο του ενός από τους συζύγους η περί διαζυγίου εκκρεμής δίκη καταργείται (άρ. 286 ΚΠολΔ) και αφού η περί διαζυγίου αγωγή δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους, οι κληρονόμοι του συζύγου που απεβίωσε, για να επιτύχουν τον αποκλεισμό από την κληρονομία του συζύγου που επιζεί, πρέπει να εγείρουν αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου της αγωγής (ΑΠ 1281/93, ό.π., ΕΑ 864/2002, ΕΑ 1714/2000, ό.π., Γ. Μπαλή: Κληρον. Δίκ. παρ. 123, αρ. 3, σελ. 181). Περαίτέρω, κατά το άρθρο 1842 ΑΚ, όπως αντίκαταστάθηκε με το άρθρο 26 του ν. 1329/1983, ο δίαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο διαθέτης για να έχει λόγο αποκληρώσεως του συζύγου του, πρέπει κατά το χρόνο του θανάτου του να είχε βάσιμο και ενεργό λόγο διαζυγίου που να ανάγεται σε υπαιτιότητά του, άσχετα αν είχε ασκήσει και σχετική αγωγή. Ενόψει δε των λόγων διαζυγίου που έχουν θεσπισθεί μετά την ισχύ του ν. 1329/1983, με το άρθρο 1439 ΑΚ, ως λόγος διαζυγίου, που δικαιολογεί ήδη την αποκλήρωση κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1842 ΑΚ, είναί μόνο ο ισχυρός κλονισμός του γάμου "από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου" κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ, όπως και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κλονισμός του γάμου τεκμαίρεται, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου (ΑΠ 1281/1993 ό.π., ΕΑ 97/2000 ΕλΔ 41.146). Η δίατύπωση όμως της επίμαχης διατάξεως εμφανίζει λογική αδυναμία, διότι το ισχύον δίκαιο δεν αναγνωριζεί υπαιτίους λόγους διαζυγίου, ούτε μεταλλάσσεται ο αντικειμενικός κλονισμός, που προβλέπεται ως λόγος διαζυγίου στο άρθρο 1439 παράγραφοι 1-2 ΑΚ, σε υπαίτιο από μόνο το γεγονός ότί το κατά την παρ. 1 κλονιστικό γεγονός "αφορά" το πρόσωπο του εναγομένου, το δε κατά την παρ. 2 τεκμήριο αναφέρεται σε αντικειμενικά κλονιστική συμπεριφορά του εναγομένου, αφού και στη δεύτερη αυτή περίπτωση αρκεί η συμπεριφορά καθεαυτή, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, τεκμηρώνει άρα "αντικειμενικό" κλονισμό του γάμου. Αλλά και η κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου τετραετής διάσταση δεν μεταπιπτεί σε υπαιτίο λόγο και αν τυχόν προκλήθηκε από τον εναγόμενο. Επομένως το άρθρο 1842 ΑΚ, αναφερόμενο σε "υπαιτιότητα" ως προς το λόγο, παραπέμπει σε έννοια άγνωστη στο δίκαιο του δαζυγίου. Επί πλέον ενέχει καί εσωτερική αντίφαση, αφού αφενός κάνει λόγο για "δικαίωμα (του διαθέτη) να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο", δηλαδή για κάποιον από τους αντικειμενικούς λόγους διίάζευξης που προβλέπονται στο άρθρο 1439 ΑΚ, αφετέρου δε απαιτεί ο λόγος να οφειλεταί σε "υπαιτιότητα", χωρίς να προσδιοριζεί αυτή. Ωστόσο ο ολοκληρωτίκός παραμερίσμός της υπαιτιότητας από το άρθρο 1842 ΑΚ, έτσι ώστε αυτό να ταυτισθεί ως προς τις προϋποθέσείς με το άρθρο 1822 ΑΚ, θα αποτελούσε ερμηνευτικό τόλμημα. Πράγματι η διάταξη είναι απερίφραστη. Γί` αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως "υπαιτιότητα" κατά την έννοία του άρθρου αυτού, κάθε στοίχείο της συμπερίφοράς του εναγομένου, που της προσδίδει χαρακτήρα ασυμβίβαστο με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το γάμο (Στέφ. Ματθία: ΕλΔ 36.1635). Τέλος, κατά το άρθρο 1843 ΑΚ, ο λόγος της αποκληρώσεως πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεταί σε αυτή, εκείνος δε που επικαλείται την αποκλήρω ση υποχρεούται να αποδείξει το λόγο αυτής (ΑΠ 1281/1993, ό.π. ΕΑ 97/2000, ό.π.).
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο "Δημήτριος Χ. Καραγιάννης", Θεσσαλονίκη - Αθήνα