Αποκτήματα γάμου - Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 737/2009)
Περίληψη: Αποκτήματα γάμου. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες. Στις ανωτέρω δωρεές δεν περιλαμβάνονται εκείνες που έγιναν από τον ένα σύζυγο στον άλλο, ακόμη και αν δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης τους για αχαριστία ή έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας. Οταν η δωρεά μεταξύ των συζύγων γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, τελεί σιωπηρά υπό τη διαλυτική αίρεση της μη λύσης του γάμου. Στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής είναι (α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή συμπλήρωση τριετούς διάστασης, (β) η αύξηση της περιουσίας του συζύγου και (γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο. Η αύξηση της περιουσίας προκύπτει από τη σύγκριση αρχικής και τελικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου. Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της τελικής περιουσίας είναι, στην περίπτωση της λύσης ή ακύρωσης του γάμου, ο χρόνος του αμετάκλητου της σχετικής απόφασης, ενώ, στην περίπτωση της τριετούς διάστασης, ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Η αποτίμηση της αρχικής περιουσίας γίνεται με αναγωγή στις τιμές του χρόνου υπολογισμού της τελικής περιουσίας. Έννοια και περιεχόμενο της συμβολής του δικαιούχου συζύγου. Αυτή συνίσταται, όχι μόνο σε παροχή κεφαλαίου, αλλά και υπηρεσιών που αποτιμώνται σε χρήμα είτε θετικά είτε αρνητικά (εξοικονόμηση δαπανών), εφόσον οι υπηρεσίες αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν ο δικαιούχος σύζυγος ισχυρίζεται ότι η συμβολή του ήταν μεγαλύτερη του τεκμαρτού υπολογισμού, πρέπει να αποδείξει τα στοιχεία που προσδιορίζουν τον πραγματικό υπολογισμό. Αμυνα του υποχρέου συζύγου. Αγωγή που στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό είναι αόριστη, αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία, αλλά είναι ορισμένη ως προς τον τεκμαρτό υπολογισμό, ο οποίος, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, περιλαμβάνεται στον πραγματικό υπολογισμό. Παραίτηση του δικαιούχου συζύγου από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα ή σύναψη αντίθετων συμφωνιών πριν αυτή γεννηθεί απαγορεύεται και είναι άκυρη- κατ` εξαίρεση είναι ισχυρή η αντίθετη συμφωνία, όταν γίνεται ενόψει συναινετικού διαζυγίου, οπότε τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της λύσης του γάμου, εκτός αν συντρέχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι γενικού όροι ακυρότητας της δήλωσης βούλησης.
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου, αφότου τελέστηκε ο γάμος έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες. Ως δωρεές κατά την έννοια της διατάξεως αυτής πρέπει να νοηθούν μόνον εκείνες που έγιναν από τρίτους. Στις ανωτέρω όμως δωρεές δεν περιλαμβάνονται εκείνες που έγιναν από τον ένα σύζυγο προς τον άλλο, εφόσον το δωρούμενο δεν προέρχεται από τη διάθεση αποκτημάτων, γιατί η θέληση του νομοθέτη δεν ήταν, σε περίπτωση λύσης του γάμου ή τριετούς διάστασης, να αποβεί αυτός αιτία πλουτισμού του ενός συζύγου σε βάρος της περιουσίας του άλλου, αφού και οι δύο σύζυγοι έχουν περιουσιακή αυτοτέλεια και συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους για τις ανάγκες της οικογένειας (άρθρα 1389,1397 ΑΚ). Συνεπώς, οι δωρεές του ενός των συζύγων προς τον άλλο επαυξάνουν την περιουσία του δωρεοδόχου με τη συμβολή του δωρητή, ο οποίος δικαιούται στις ως άνω περιπτώσεις να απαιτήσει την απόδοση τους, έστω και αν δεν συντρέχει λόγος ανακλήσεως τους για αχαριστία (άρθρο 505 ΑΚ), ακόμη και αν πρόκειται για δωρεές οι οποίες έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, κατ` άρθρο 512 ΑΚ, διότι η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, είναι σε σχέση με την τελευταία (512 ΑΚ) ειδικότερη και άρα υπερισχύει εκείνης. Επιπλέον δε και διότι, ακόμα και όταν η μεταξύ των συζύγων δωρεά γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, τελεί σιωπηρά υπό τη διαλυτική αίρεση της μη λύσεως του γάμου. Συνεπώς, είτε με συσταλτική ερμηνεία είτε με τελολογική συστολή του άρθρου 1400 παρ. 3 ΑΚ, ο συνυπολογισμός στην τελική περιουσία του υπόχρεου και όσων απέκτησε με δωρεά του δικαιούχου συζύγου, είναι από λόγους δικαιοσύνης και επιβεβλημένος και εφικτός (βλ. ΕφΛαρ 233/2004, Αρμ 2005.545, ΕφΚρ 251/2007 ΤΝΠ- βλ. και Αστ. Γεωργιάδης, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, Αρμ 49 (1995) 573-580, ιδίως σελ. 778, Γ. Κουμάντος, Οικογενειακό δίκαιο, τόμος 1,1988, σελ. 207, Ε. Κουνουγέρη -Μανωλεδάκη, ΕλλΔνη 29 (1988) 1320-1, η ίδια, Οικογενειακό Δίκαιο, Ιβ σελ. 96, Γ. Σταθέας, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, 1989, σελ. 111, Σπυριδάκης, Οικογενειακό Δίκαιο, 1983, σελ. 118, Ε. Αλεξανδροπούλου, Η περιουσιακή επαύξηση ως προϋπόθεση της αξιώσεως συμμετοχής στα αποκτήματα, ΕπιστΕπετΑρμ 10 (1989) 93 επ, ιδίως σελ. 96, Γ. Διαμαντόπουλος, Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου ως προϋπόθεση της αξιώσεως συμμετοχής στα αποκτήματα, ΕπιστΕπετΑρμ 10 (1989) 103 επ, ιδίως σελ 113, ΕφΠατρ 575/1999 ΔΕΕ 2000.202, που ωστόσο εξαιρεί τις δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο καθήκον κλπ, ΠολΠρθεσ 906/1991 Αρμ. 1991.124, contra Σταθόπουλος, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρα 1400 -1402 αριθμ. 23, Δεληγιάννης (-Κουτσουράδης), Οικογενειακό Δίκαιο II, 1987, σελ. 110, Αντωνόπουλος, ΝοΒ 1983.1515, Γ. Δασκαρόλης, Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, τόμος 1,1992, σελ. 281, μόνον όμως εφόσον η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο καθήκον). Από τις άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της διατάξεως του άρθρου 1400 ΑΚ αγωγής είναι: α`) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β`) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και γ`) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 438/2007 Νόμος, ΑΠ 430/2002 ΕλλΔνη 43.1625, ΑΠ 84/2001 ΕλλΔνη 42.908). Για το ορισμένο άρα της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο η ανωτέρω διαφορά, καθώς και το είδος και η αποτίμηση (αξία) της συμβολής του δικαιούχου και ο αιτιώδης σύνδεσμος με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου (ΑΠ 84/2001 ό.π.). Περαιτέρω, η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης του σε δύο χρονικά σημεία, δηλαδή τη στιγμή της τέλεσης του γάμου αφενός και τη στιγμή που γεννιέται η αξίωση αφετέρου. Για την ορθή αποτίμηση της τυχόν αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, πρέπει να υπολογιστεί η πραγματική αύξηση της περιουσίας, με αποτίμηση και της αρχικής περιουσίας στις τιμές του χρόνου υπολογισμού της τελικής περιουσίας (ήτοι του χρόνου γέννησης της ως άνω αξίωσης). Αν δεν υπάρχει αρχική περιουσία, που θα αφαιρεθεί, η αποτίμηση θα περιοριστεί στα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας θεωρείται, στην περίπτωση λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσης του, ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής απόφασης, στην περίπτωση δε της τριετούς διάστασης, ενόψει του ότι η άσκηση της αξίωσης με βάση τη συμπλήρωση τριετίας από τη συζυγική διάσταση έχει ως προϋπόθεση ότι ο γάμος δεν έχει ακόμα λυθεί ή ακυρωθεί, η περιουσιακή αύξηση του υπόχρεου συζύγου στην περίπτωση αυτή πρέπει να ανάγεται στο χρόνο άσκησης της αγωγής του άρθρου 1400 ΑΚ, καθόσον για τη γέννηση της αξίωσης αυτής δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία, αφού αρκεί να έχει διαρκέσει η διάσταση των συζύγων περισσότερο από τρία χρόνια (ΑΠ 84/2001 βλ. Δίκη 42.907, ΑΠ 1658/2001 ΕλλΔνη 43.1039). Στον ίδιο χρόνο πρέπει να γίνεται και η αναγωγή σε χρήμα των όποιων κρίνονται ότι αποκτήθηκαν περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου για τον προσδιορισμό της ενοχικής και κατ αρχήν χρηματικής αξίωσης συμμετοχής του ενάγοντος στα αποκτήματα (βλ. ΑΠ 411/2004, ΕλλΔνη 45.1355, ΑΠ 406/2003, ΕλλΔνη 44.1570, ΑΠ 430/2002 και ΑΠ 1584/2001 ΕλλΔνη 43.1625 και 712 αντίστοιχα, ΑΠ 1658/2001 ΕλλΔνη 43.1039). Η αύξηση αυτής της περιουσίας, που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου, απαιτείται να διατηρείται κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής (βλ. Παπαδόπουλου, Αγωγές οικογενειακού δικαίου, έκδ. 2001, σελ. 379-380). Αν το περιουσιακό αντικείμενο, στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος, έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, η σχετική αξίωση του δικαιούχου συζύγου μετατίθεται σ` αυτό (ΑΠ 655/1998 ΝοΒ 44.1411).
Ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της συμβολής του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, γίνεται δεκτό ότι αυτή συνίσταται όχι μόνο σε παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), αλλά και υπηρεσιών σε χρήμα αποτιμωμένων κατά θετικό ή αρνητικό (εξοικονόμηση δαπανών) τρόπο (ΕφΑΘ 1249/2003, ΕλλΔνη 45.1066, ΕφΑΘ 8505/2002, ΕλλΔνη 44.810), όταν οι παροχές αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (αρθρ. 1389 ΑΚ), με την έννοια ότι αφαιρείται από την εδώ κρίσιμη συμβολή η υποχρέωση αυτή (ΑΠ 252/2002, ΕλλΔνη 44.130, ΑΠ 1658/2001, ό.π., ΕφΑΘ 3431/2001, 995 ό.π., ΕφΑΘ 10943/1995 ΕλλΔνη 371110-111). Περαιτέρω, η απόδειξη της πραγματικής συμβολής του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου είναι ιδιαίτερα δυσχερής και προκειμένου να διευκολυνθεί η απόδειξη, με το άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. β` ΑΚ, καθιερώνεται το νόμιμο μαχητό τεκμήριο που αναφέρθηκε παραπάνω για το ποσοστό του οποίου ο ενάγων απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης. Εάν όμως ισχυρίζεται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει ότι η συμβολή του είναι μεγαλύτερη. Για την περίπτωση αυτή, πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει τα στοιχεία που προσδιορίζουν τον πραγματικό υπολογισμό της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου και ειδικότερα την αποτίμηση της αξίας των παροχών με τις οποίες ο ενάγων συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, δηλαδή πρέπει να αναφέρεται αναλυτικά ο τρόπος της συμβολής του δικαιούχου ενάγοντος (παροχές κεφαλαίων ή υπηρεσιών), το είδος και το ύψος αυτής, με αναφορά των χρηματικών παροχών που έγιναν από τον ενάγοντα και εξέρχονται από τα όρια της υποχρέωσης για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, ή και στην παροχή υπηρεσιών στον συζυγικό οίκο, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα, μετά όμως από την αποτίμηση της υποχρέωσης για συνεισφορά στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών (βλ. ΑΠ 438/2007, ΑΠ 252/2002 ό.π, ΑΠ 1740/2002, ΑΠ 1440/1996, ΕλλΔνη 1998.1554, ΕφΑΘ 1158/1998 ΠειρΝ 1999.50, ΕφΑΘ 3853/1992 ΕλλΔνη 34.1625). Ο εναγόμενος όμως μπορεί να αποδείξει ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ήταν μικρότερη του 1/3 ή δεν υπήρχε καμία συμβολή. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε (π.χ. λόγω ασθενείας κ.ά.), είτε δεν ήθελε να συμβάλει (π.χ. αδιαφορούσε για το επάγγελμα, για τα οικιακά κ.ά.) και ότι η επαύξηση της περιουσίας του οφείλεται μόνο σ` αυτόν (Δεληγιάννης, Οικ. Δίκαιο, τόμος 11, έκδ. 1987, σελ. 113). Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, λαμβανομένου υπόψη ότι το τεκμήριο της συμβολής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους και επομένως ο ενάγων, έστω και αν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση την οποία οφείλει να αποδείξει ο εναγόμενος (ΑΠ 438/2007, ΕφΑΘ 1/1995, ΕλλΔνη 37.1615, ΕφΑΘ 2571/1991 ΕλλΔνη 1992.166, ΕφΑΘ 6526/1991 ΕλλΔνη 1992.1641/164). Το παθητικό πάντως της περιουσίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, αλλά μπορεί ο εναγόμενος να αποδείξει κατ` ένσταση, το είδος και το ποσό αυτού (ΕφΑΘ 2614/2000, ΕλλΔνη 42.181). Τέλος, αγωγή που στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό, αν δεν περιέχει τα προαναφερθέντα στοιχεία ως προς τη συμβολή του ενάγοντος, είναι αόριστη, ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, κατ` αυτεπάγγελτο έρευνα του δικαστηρίου, είναι όμως ορισμένη, καθόσον αφορά τον τεκμαρτό υπολογισμό (1/3) της συμβολής του ενάγοντος, ο οποίος κατά νομική και λογική αναγκαιότητα περιλαμβάνεται στον επικαλούμενο μεγαλύτερο πραγματικό υπολογισμό (ΑΠ 438/2007 Νόμος, Εφθεσ 1219/2008, 2101/2008 αδημ.). Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος, ή θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3,174,178, 871,1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση, απαγορεύεται και είναι άκυρη. Κατ` εξαίρεση είναι ισχυρή η αντίθετη προς τον κανόνα του άρθρου 1400 ΑΚ συμφωνία πριν από τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν αυτή περιεχόμενο έχει ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ενόψει συναινετικού διαζυγίου (αρθρ. 1441 ΑΚ), οπότε τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου τούτου διαζυγίου λύσεως του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και διά παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ (ΑΠ 819/2004, ΕλλΔνη 2006.1355, ΑΠ 668/2001, ΝοΒ 50.700).
Στην προκείμενη περίπτωση, η επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου ανήλθε στο ποσό των 165.940 ευρώ (253.440-87.500), ως προς το οποίο τεκμαίρεται, κατ` άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. β` ΑΚ, ότι η συμβολή της ενάγουσας ανέρχεται στο 1/3, δηλαδή στο ποσό των 55.313,33 ευρώ (165.940 Χ1/3), κατά το οποίο και έχει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, νόμιμη αξίωση στα αποκτήματα του εναγομένου συζύγου της. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχθηκε ως και κατ` ουσία βάσιμιη τη νόμιμη ένσταση του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στα ως άνω περιουσιακά του στοιχεία, ανατρέποντας το μαχητό τεκμήριο της συμβολής της κατά το 1/3 στην απόκτηση των στοιχείων αυτών και απορρίπτοντας εν συνεχεία την αξίωση της περί συμμετοχής της στα ενλόγω αποκτήματα του εναγομένου, δεν έσφαλε και ο σχετικός τρίτος λόγος εφέσεως αυτής, με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 25.1.2002 οι διάδικοι κατήρτισαν και υπέγραψαν το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο ο εναγόμενος, αναφερόμενος στη δωρεά του 1/2 εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος της συζυγικής στέγης που έκανε προς την ενάγουσα, την αυτή ως άνω ημερομηνία, με το από 25.1.2002 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Σερρών, δηλώνει επακριβώς τα εξής «Με το παρόν συμφωνητικό, ο πρώτος συμβαλλόμενος δωρητής (εναγόμενος) δηλώνει ότι παραιτείται από κάθε δικαίωμα του να ανακαλέσει τη δωρεά αυτή, για κάθε λόγο και αιτία και αναγνωρίζει πως έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από ευπρέπεια, καθόσον η δωρεά αυτή γίνεται προς αναγνώριση της κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους οικονομικής ή καθ` οιονδήποτε άλλο τρόπο συμβολής της δωρεοδόχου συζύγου του στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων που έγιναν επ` ονόματι του δωρητή. Προς αποκατάσταση λοιπόν της τάξης και καθόσον ουδέν περιουσιακό στοιχείο φαίνεται αποκτηθεν επ` ονόματι`της, παρότι υπήρξε και δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του δωρητή - συζύγου, η ενλόγω δωρεά γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από ευπρέπεια και μάλιστα ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν διαταραχθεί τελευταία, με συνέπεια να είναι απρόβλεπτη η συνέχεια της έγγαμης συμβίωσης τους. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε ο δωρητής σύζυγος ανέλαβε, κατά το μήνα Νοέμβριο 2001, την υποχρέωση και δέσμευση να καλύψει αυτός εξ ιδίων και όλες τις δόσεις αποπληρωμής για την αγορά του IX αυτοκινήτου που αγοράστηκε επ` ονόματι της συζύγου του, εγγυηθείς για την κανονική αποπληρωμή του δανείου από την τράπεζα Ε. Συνεπώς ο δωρητής παραιτείται από το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς του διαμερίσματος και παράλληλα υπόσχεται την κανονική αποπληρωμή των δόσεων του δανείου για την αγορά του αυτοκινήτου και τούτο ανεξάρτητα από το μέλλον των συζυγικών τους σχέσεων. Για τους λόγους αυτούς συνετάγη το παρόν συμφωνητικό, το οποίο οι συμβαλλόμενοι το άκουσαν, το βεβαίωσαν και συμφώνησαν στο περιεχόμενο του». Ο εκκαλών - εναγόμενος, με τον σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως, προέβαλε ως και πρωτοδίκως την ανατρεπτική ένσταση παραίτησης της ενάγουσας από την επίδικη αξίωση της, αφού, όπως ισχυρίζεται, με το από 25.1.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψαν ο ίδιος και η ανωτέρω, ενόψει της συμφωνίας τους για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, αυτός αναγνώρισε την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του γάμου τους και συμφώνησαν, προς ικανοποίηση και μόνον της αξίωσης της αυτής, να της μεταβιβάσει λόγω δωρεάς, που έγινε με συμβόλαιο την ίδια ημέρα, το 1/2 εξ αδιαιρέτου της συζυγικής οικίας και να καταβάλει το τίμημα ποσού 14.321,35 ευρώ για την αγορά ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου που έγινε στο όνομα της, όπως και έπραξε, και ότι ως εκ τούτου η τελευταία παραιτήθηκε από την απαίτηση της για τα αποκτήματα, την οποία επομένως δεν μπορεί να προβάλει με την ένδικη αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος και αποτελεί ένσταση βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361,454 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του προαναφερόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού αλλά και του υπ` αριθμ. 9857/25.1.2002 δωρητηρίου συμβολαίου, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία στο δικαστήριο για το περιεχόμενο της δηλωθείσας βούλησης του εκκαλούντος και συνεπώς δεν υφίσταται ανάγκη προσφυγής αυτού στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεδομένου ότι η διατύπωση αυτής είναι ρητή, σαφής και πλήρης, χωρίς κενό ή αμφιβολία, λόγω αοριστίας ή ατελούς διατυπώσεως (βλ. ΟλΑΠ 590/1968, ΑΠ 616/2005 ΕλλΔνη 47.1023). Σύμφωνα με τη δηλωθείσα βούληση του ο εκκαλών προέβη στη μεταβίβαση του 1/2 της συζυγικής οικίας προς την ενάγουσα και στην καταβολή του τιμήματος του αυτοκινήτου της, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, ήτοι στη δωρεά των ως άνω περιουσιακών στοιχείων από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από ευπρέπεια, όπως επακριβώς αναφέρεται στο ενλόγω συμφωνητικό. Προσέτι στο περιεχόμενο του συμφωνητικού αυτού δεν περιλαμβάνεται δήλωση της ενάγουσας ότι η αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα του εναγομένου ικανοποιείται πλήρως με τις παροχές αυτές, ούτε ότι παραιτείται της αξίωσης της αυτής, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η συμφωνία αυτή αποτελούσε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των δύο συζύγων και περιείχε σιωπηρή παραίτηση της ενάγουσας από την ένδικη αξίωση της, ενόψει συναινετικού διαζυγίου, η ως άνω συμφωνία δεν έγινε ενόψει συναινετικής λύσης του γάμου τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών, καθώς στο συμφωνητικό αναφέρεται ρητά ότι η παραίτηση του δωρητή (εκκαλούντος) από το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς του διαμερίσματος προς την εκκαλούσα - ενάγουσα και η υπόσχεση αποπληρωμής του δανείου (για την αγορά του αυτοκινήτου της), γίνεται ανεξάρτητα από το μέλλον των συζυγικών σχέσεων αυτών, ενώ σε άλλο σημείο του συμφωνητικού αναφέρεται ότι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από ευπρέπεια και μάλιστα ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις είχαν διαταραχθεί τελευταία, με συνέπεια να είναι απρόβλεπτη η συνέχεια της έγγαμης συμβίωσης τους, αποσυνδέοντας με τον τρόπο αυτόν την ανωτέρω συμφωνία τους από ενδεχόμενο μελλοντικό συναινετικό διαζύγιο, το οποίο, ενώ το συμφωνητικό υπογράφηκε στις 25.1.2002, ακολούθησε μετά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, με κίνδυνο να καταστεί η συμφωνία αυτή άκυρη, ενόψει του ότι τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου τούτου διαζυγίου λύσεως του γάμου αυτών, σύμφωνα με την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός και δεύτερος λόγος εφέσεως του εναγομένου - εκκαλούντος, με τον οποίο υποστηρίζει αυτός ότι η επιδιωκόμενη με την αγωγή αξίωση της ενάγουσας - εκκαλούσας έχει αποσβεστεί, συνεπεία παραιτήσεως της απ` αυτήν, ενόψει λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο εφέσεως, κατ` εκτίμηση του δικογράφου αυτής, υποστηρίζει ο εκκαλών ότι η δωρεά των ανωτέρω περιουσιακών του στοιχείων προς την ενάγουσα έγινε σε εκπλήρωση της ένδικης αξίωσης της, η οποία ικανοποιείται πλήρως μ` αυτήν και συνεπώς, μετά τον καταλογισμό υπό του δικαστηρίου της αξίας των δωρηθεντων στην αξίωση αυτής, έπρεπε η αγωγή της να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Ως προς τον λόγο αυτό εφέσεως πρέπει να αναφερθεί ότι από το περιεχόμενο του επίμαχου συμφωνητικού και του δωρητηρίου συμβολαίου ρητή είναι η δήλωση και έκδηλη η βούληση του εκκαλούντος, ότι η ενλόγω δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρέπειας και ότι δι` αυτής επιδίωκε ο ανωτέρω να βελτιώσει τη συζυγική του σχέση, να σώσει το γάμο του, όπως μετά λόγου γνώσεως κατέθεσαν οι μάρτυρες απόδειξης και ανταπόδειξης, συγγενείς των διαδίκων (αδέλφια αυτών και ο θείος της ενάγουσας), και ακόμη να αποκαταστήσει την τάξη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο συμφωνητικό, αφού κανένα περιουσιακό στοιχείο δεν φαινόταν να έχει αποκτήσει στο όνομα της η ενάγουσα, παρότι, κατά παραδοχή του, υπήρξε και δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του, και όχι για να ρυθμιστούν οριστικά οι περιουσιακές τους διαφορές, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ανωτέρω, εφόσον τέτοιο νόημα από τη διατυπωθείσα βούληση αυτού δεν προέκυψε από τα ανωτέρω έγγραφα (συμφωνητικό, δωρητήριο συμβόλαιο), ούτε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση δεν θα προέβαινε βέβαια ο εναγόμενος σε δωρεές. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία που βρίσκονται στην κυριότητα της ενάγουσας προέρχονται από δωρεά και μάλιστα οφειλόμενη σε ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και λόγους ευπρέπειας και επομένως, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 1400 παρ. 3 ΑΚ, υπολογίζονται στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων και συνεπώς καταλογίζονται και στην αξίωση αυτών στα αποκτήματα, είναι νόμιμος, μόνον καθόσον αφορά στο δωρηθέν προς την ενάγουσα αυτοκίνητο.
Συγκεκριμένα αποδείχθηκε - το συνομολογεί και ο ίδιος - ότι το ποσοστό 1/2 του διαμερίσματος στις Σέρρες, που δώρησε ο εναγόμενος στην ενάγουσα, αξίας 684.214 δραχμών, σύμφωνα με το παραπάνω συμβόλαιο αγοράς του, αποκτήθηκε με τη συμβολή και των δύο και άρα αποτελεί απόκτημα, όσον αφορά δε στο τίμημα του αυτοκινήτου, που αγοράστηκε στο όνομα της ενάγουσας, ο ίδιος το κατέβαλε εξολοκλήρου, καταβάλλοντος προς εξόφληση αυτού, στην εταιρία «..», στις 19.11.2001, το ποσό των 1.380.000 δραχμών ή 4.049,89 ευρώ, και στην Τράπεζα, προς αποπληρωμή ισόποσου δανείου, που είχε λάβει η ενάγουσα για την αγορά αυτού και είχε εγγυηθεί ο ίδιος την αποπληρωμή του, το ποσό των 10.271,46 ευρώ, ήτοι, συνολικώς το ποσό των 14.321,35 ευρώ (βλ. προσκ. την από 19.11.2001 απόδειξη της εταιρίας αυτοκινήτων και τα από 1.3.2005 και 5.1.2007 έγγραφα της Τράπεζας).Έτσι, καθόσον ο ισχυρισμός του αναφέρεται στο ποσοστό 1/2 της οικογενειακής οικίας, δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες, οι δωρεές που έγιναν από τον ένα σύζυγο προς τον άλλο, εφόσον το δωρούμενο προέρχεται από τη διάθεση αποκτημάτων, όπως το δωρηθέν επίδικο ποσοστό, δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων, άρα δεν καταλογίζεται και στην αξίωση τους για συμμετοχή στα αποκτήματα του γάμου, καθόσον όμως ο ενλόγω ισχυρισμός αναφέρεται στη δωρεά του αυτοκινήτου, το τίμημα του οποίου, όπως αποδείχθηκε, κατέβαλε εξολοκλήρου ο ίδιος ο εναγόμενος, είναι νόμιμος, και πρέπει ως εκ τούτου να γίνει δεκτός και ως κατ` ουσίαν βάσιμος, διότι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες στην πρώτη σκέψη διατάξεις του άρθρου 1400 παρ. 3 ΑΚ, ως δωρεές κατά την έννοια της διατάξεως αυτής πρέπει να νοηθούν μόνον εκείνες που έγιναν από τρίτους, οι οποίες δεν υπολογίζονται στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων. Στις ανωτέρω όμως δωρεές δεν περιλαμβάνονται εκείνες που έγιναν από τον ένα σύζυγο προς τον άλλο. Συνεπώς, οι δωρεές αυτές επαυξάνουν την περιουσία του δωρεοδόχου με τη συμβολή του δωρητή, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση τους, έστω και αν δεν συντρέχει λόγος ανακλήσεως τους για αχαριστία (άρθρο 505 ΑΚ), ακόμη και αν πρόκειται για δωρεές οι οποίες έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, κατ` άρθρο 512 ΑΚ. Δικαιούται λοιπόν ο εκκαλών - εναγόμενος, στην προκείμενη περίπτωση, να απαιτήσει το τίμημα του αυτοκινήτου που κατέβαλε με δικά του εξολοκλήρου χρήματα, δηλαδή το ποσό των 14.321,35 ευρώ, το οποίο κατά συνέπεια πρέπει να καταλογιστεί στην ένδικη αξίωση της ενάγουσας και να αφαιρεθεί από το επιδικασθέν με την εκκαλούμενη απόφαση ποσό. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα έχει συμβάλει στην περιουσιακή επαύξηση του συζύγου της, που ανέρχεται στο ποσό των 165.940 ευρώ, κατά ποσοστό μικρότερο του 1/3, ήτοι κατά 1/4 (24,7%), που αναλογεί στο ποσό των 40.992 ευρώ (55.313 ευρώ, η συμμετοχή της στο 1/3 - 14.321 ευρώ το τίμημα του δωρηθέντος αυτοκινήτου), κατά το οποίο και έπρεπε η αγωγή της να γίνει εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη κατ` ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με βάση τα προαναφερόμενα, ο πέμπτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα ίδια ως προς τον καταλογισμό της αξίας του δωρηθέντος αυτοκινήτου στην αξίωση της ενάγουσας, είναι βάσιμος και πρέπει ως τέτοιος να γίνει δεκτός. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το αίτημα για αυτούσια (in natura) απόδοση του αποδεδειγμένου ποσοστού συμβολής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου είναι νόμιμο, όπως έγινε δεκτό και από την εκκαλούμενη απόφαση. Το δικαστήριο όμως, παρά τη διακριτική του ευχέρεια, δεν προβαίνει στην αυτούσια απόδοση του, όπως με τον πέμπτο λόγο εφέσεως, κατ` εκτίμηση του δικογράφου αυτής, υποστηρίζει η εκκαλούσα. Και τούτο διότι κρίνει πως στην προκείμενη περίπτωση ενδείκνυται η χρηματική απόδοση του ανωτέρω εκκαθαρισμένου ποσού των 40.992 ευρώ της απαίτησης της ενάγουσας από τη συμβολή της στα αποκτήματα του εναγομένου συζύγου της, αφενός διότι υπάρχει συγκυριότης αυτών στα ακίνητα - αποκτήματα και αφετέρου διότι με τον τρόπο αυτόν εκκαθαρίζονται αμέσως και αποτε-λεσματικώς οι οικονομικές σχέσεις των διαδίκων και αποφεύγονται περαιτέρω δικαστικοί αγώνες που θα αφορούν στη διανομή των ακινήτων. Πέραν δε τούτου η ενάγουσα δεν επικαλείται ούτε πολύ περισσότερο απέδειξε ότι συντρέχουν συγκεκριμένοι ειδικοί λόγοι για την αιτούμενη αυτούσια απόδοση, οι οποίοι (λόγοι) συνάδουν αποτελεσματικά στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και ο πέμπτος λόγος εφέσεως της εκκαλούσας, για αυτούσια απόδοση των επιδίκων ακινήτων, κρίνεται αβάσιμος και πρέπει ως τέτοιος να απορριφθεί, απορριφθεί δε και η έφεση αυτής στο σύνολο της, ως αβάσιμη.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα