Συναινετικό διαζύγιο - Η ύπαρξη συμφωνίας για τη γονική μέριμνα, την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων και την επικοινωνία με αυτά συνιστά προϋπόθεση της εκδόσεως συναινετικού διαζυγίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας, αριθμός απόφασης 24/2009)
Περίληψη: Δικαίωμα επικοινωνίας, η ύπαρξη συμφωνίας για την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων και την επικοινωνία με αυτά συνιστά προϋπόθεση της εκδόσεως συναινετικού διαζυγίου, η συμφωνία, που επικυρώνεται από το δικαστήριο που εκδίδει το διαζύγιο, έχει μεν μόνον προσωρινό χαρακτήρα, αλλά η ισχύς της εξακολουθεί μέχρι την έκδοση αποφάσεως κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, περί ρυθμίσεως είτε μόνον της επιμέλειας είτε της άσκησης της γονικής μέριμνας, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και η επιμέλεια του προσώπου των τέκνων, αν οι γονείς, μετά το διαζύγιο, επιθυμούν διαφορετική ρύθμιση της επιμέλειας του τέκνου ή της επικοινωνίας με αυτό, οφείλουν να επιδιώξουν τη δικαστική ρύθμιση του ζητήματος, ανάκληση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεως για τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία των γονέων με το τέκνο, σε περίπτωση μεταβολής, των συνθηκών, εξομοίωση του δικαστικού συμβιβασμού με δικαστική απόφαση, για διαφορές σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μόνο της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και της επικοινωνίας επιτρέπεται, κατ΄ εξαίρεση και αντίθετα με ό,τι ισχύει για τις λοιπές διαφορές για θέματα οικογενειακής ή προσωπικής καταστάσεως ή γαμικών σχέσεων, η συμβιβαστική επίλυση, αλλά ο τυχόν συμβιβασμός δεν δεσμεύει το δικαστήριο, δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο, ούτε καταργείται με αυτόν καθ΄ εαυτόν η δίκη που άνοιξε με την άσκηση αγωγής, αλλά η δίκη περατώνεται με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, αν δεν επακολουθήσει η έκδοση αποφάσεως, ο συμβιβασμός για τις ανωτέρω διαφορές δεν επιφέρει τα αποτελέσματα δικαστικού συμβιβασμού, η καταρτιζόμενη στο πλαίσιο συναινετικού διαζυγίου σύμβαση περί της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων και της επικοινωνίας με αυτά στερείται εκτελεστότητας, δεν επιλύει οριστικά τη διαφορά, δεν εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση και δεν υπόκειται σε μεταρρύθμιση. Κανονισμός 2201/2003, σε περίπτωση νόμιμης μετοικεσίας του παιδιού από ένα κράτος μέλος σε άλλο και αποκτήσεως νέας συνήθους διαμονής σε αυτό, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του διατηρούν, κατ΄ εξαίρεση και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, την αρμοδιότητά τους για την τροποποίηση αποφάσεως σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας, η οποία είχε εκδοθεί στο εν λόγω κράτος πριν από τη μετοικεσία, εφόσον ο δυνάμει της αποφάσεως δικαιούχος του δικαιώματος εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος αυτό, προϋποθέσεις διατηρήσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται βάσει του χρόνου προσφυγής στο δικαστήριο, οπότε, αν ασκηθεί προσφυγή σε αρμόδιο δικαστήριο, η διεθνής δικαιοδοσία του τελευταίου διατηρείται ακόμη και σε περίπτωση μεταβολής του τόπου συνήθους διαμονής του παιδιού κατά το διάστημα της εκκρεμοδικίας, έννοια "συνήθους διαμονής" του παιδιού κατά τον κανονισμό 2201/2003.
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως ισχύει μετά το νόμο 1329/1983, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία (βλ. ΑΠ 719/1996 ΕΕΝ 65.60, Εφθεσ 2322/1997 Δνη 40.359). Το δικαίωμα αυτό, που πηγάζει ευθέως από την προαναφερόμενη διάταξη, λειτουργεί μέσα στη φύση των οικογενειακών δικαιωμάτων. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1441 παρ. 3 του ΑΚ, αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο πρέπει να προσκομίζεται έγγραφη συμφωνία των συζύγων, που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων, η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 1518 παρ. 1 του ΑΚ περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του ανηλίκου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του (ομοίως και κατά τη διάταξη του άρθρου 5 εδ. α` του ν. 2102/1992, με τον οποίο κυρώθηκε στην Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης του 1980) και την επικοινωνία με αυτά. Η συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο και ισχύει ώσπου να εκδοθεί απόφαση για το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 1513. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι η συμφωνία των γονέως ανήλικου τέκνου, που ρυθμίζει την επιμέλεια του και την επικοινωνία με αυτό, η οποία επικυρώνεται από το δικαστήριο που εκδίδει το συναινετικό διαζύγιο, αποτελώντας προϋπόθεση για την έκδοση του, έχει μόνον προσωρινό χαρακτήρα, πλην όμως η ισχύς της εξακολουθεί ωσότου εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, που να ρυθμίζει είτε μόνον την επιμέλεια είτε την άσκηση γενικά της γονικής μέριμνας, περιεχόμενο της οποίας είναι και η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου των διαζευγμένων γονέων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1513 του ΑΚ. Οι διαζευγμένοι γονείς του ανήλικου τέκνου και μετά το συναινετικό διαζύγιο είναι ενδεχόμενο να εφαρμόζουν τη συμφωνημένη ρύθμιση της επιμέλειας του τέκνου τους και της επικοινωνίας τους με αυτό, που επικυρώθηκε από το δικαστήριο που εξέδωσε το συναινετικό διαζύγιο, οπότε δεν είναι ανάγκη να καταφύγουν στο δικαστήριο, για να εκδοθεί σχετική με το θέμα αυτό απόφαση, κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Αν όμως οι γονείς του ανήλικου τέκνου επιθυμούν διαφορετική ρύθμιση της επιμέλειας του τέκνου ή της επικοινωνίας με αυτό, μετά το διαζύγιο, οφείλουν να καταφύγουν στο δικαστήριο, προκειμένου να ρυθμιστεί το σχετικό θέμα δικαστικά, με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 681 Β` του ΚΠολΔ, όπως τα δικαιώματα αυτά προσδιορίζονται από τα άρθρα 1510 παρ. 3 και 1518 έως 1520 ΑΚ (βλ. ΕφΔωδ 47/2002 Νόμος, Εφθεσ 330/2000 Αρμ 55.1494, ΕφΑΘ 548/1999 Δνη 40.1116, ΕφΑΘ 7393/1993 Δνη 35.439). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, αν, από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία των γονέων με το ανήλικο τέκνο, μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το Δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αιτήσεως ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών ή και του Εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφαση του στις νέες συνθήκες, με την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (βλ. ΑΠ 1377/96 Δνη 38.1953, Εφθεσ 1560/2003 Αρμ 2003.1273, Εφθεσ 2322/1997 Δνη 40.358, Γεωργιάδη -Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1520, αριθμ. 47), αρμόδιο δε Δικαστήριο και στις δύο περιπτώσεις είναι εκείνο που εξέδωσε τη σχετική απόφαση και που κρίνει κατά την ίδια διαδικασία (βλ. Εφθεσ 2322/1997 Δνη 40.358, ΕφΑΘ 1903/1999 Δνη 42.751). Με δικαστική απόφαση εξομοιώνεται και ο δικαστικός συμβιβασμός τη δύναμη της οποίας έχει, αφού με αυτόν περατώνεται η δίκη και λύεται οριστικώς η διαφορά σύμφωνα με το περιεχόμενο του (βλ. ΑΠ 1468/1991 Δνη 33.835, ΑΠ 1220/1980 ΝοΒ 29.548, ΕφΑΘ 12521/1995 Δνη 39.153, αντίθετη ΕφΑΘ 5561/2000 Δνη 42.234). Με αυτήν όμως την διφυούς, δικονομικού και ουσιαστικού χαρακτήρα, σύμβαση του δικαστικού συμβιβασμού, ρυθμίζονται έννομες σχέσεις περιουσιακού δικαίου, επιδεκτικές διαθέσεως (βλ. ΑΠ 1268/1990 ΕΕΝ 58.534). Συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού συμβιβασμού οι διαφορές οι αναφερόμενες σε θέματα προσωπικής ή οικογενειακής καταστάσεως ή γαμικών σχέσεων, διότι οι σχέσεις αυτές, ως εκ του ηθικού περιεχομένου τους, ανάγονται στη δημόσια τάξη και αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 344/1996 Δνη 38.84, ΕφΑΘ 1461/1997 Δνη 38.868). Για ορισμένες όμως, περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο, διαφορές οικογενειακού δικαίου και συγκεκριμένα για διαφορές που αναφέρονται στην άσκηση της γονικής μέριμνας ή μόνον της επιμέλειας για ανήλικο τέκνο και στην επικοινωνία με αυτό, παρότι και αυτές δεν συνιστούν ιδιωτικές διαφορές δεκτικές διαθέσεως, επιβάλλεται πλέον, μετά την τροποποίηση του άρθρου 681 Γ` παρ. 2 εδ. 3 ΚΠολΔ, με το άρθρο 38 ν. 2447/1996, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 ν. 2521/1997, η, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως των αγωγών που έχουν ως αντικείμενο τις διαφορές αυτές, απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης αυτών. Η απόπειρα δηλαδή αυτή για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών αυτών συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της συζητήσεως της αγωγής (βλ. ΕφΑΘ 9215/1999 Δνη 40.1109-1110). Ο συμβιβασμός όμως αυτός στις ενλόγω διαφορές, και όταν επιτυγχάνεται, δεν δεσμεύει οπωσδήποτε το Δικαστήριο, παρά μόνον όταν αποβλέπει στο συμφέρον του ανηλίκου (άρθρο 681 Γ` παρ. 2, εδάφιο τελευταίο). Αυτό σημαίνει ότι η διάγνωση της έννομης σχέσης και η επίλυση της διαφοράς εξακολουθούν να γίνονται από το δικαστήριο, ανεξαρτήτως επιτεύξεως ή μη συμβιβασμού, εφόσον το τελευταίο ερευνά υποχρεωτικά, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται από τους διαδίκους, αν ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε εξυπηρετεί ή όχι το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου και εκδίδει ανάλογα απόφαση σύμφωνη ή αντίθετη προς το περιεχόμενο του συμβιβασμού (βλ. ΕφΑΘ 9215/99, Δνη 40.1110, ΕφΑΘ 9215/98 ΑρχΝ Ν` 830, πρβλ ΕφΑΘ 3743/1996 Δνη 39.386 και ιδίως σελ. 391). Συνεπώς ο παραπάνω δικαστικός συμβιβασμός δεν συνιστά εκτελεστό τίτλο, ούτε καταργείται με αυτόν καθ` εαυτόν η δίκη που άνοιξε με την άσκηση των άνω αγωγών, αλλά η δίκη περατώνεται με την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Επομένως, δικαστικός συμβιβασμός που γίνεται για τις ενλόγω διαφορές χωρίς να επακολουθήσει δικαστική απόφαση δεν επιφέρει τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού. Κατ` αναλογία πρέπει να γίνει δεκτό ότι και η προαναφερόμενη σύμβαση, με την οποία οι γονείς ρυθμίζουν τα θέματα της επιμέλειας για τα ανήλικα τέκνα και της επικοινωνίας με αυτά, κατά τη διαδικασία εκδόσεως του συναινετικού διαζυγίου, που αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση του και έχει μόνον προσωρινό χαρακτήρα, πλην όμως η ισχύς της εξακολουθεί εωσότου εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία (βλ. Εφθεσ 330/2000 Αρμ 55.1494) στερείται εκτελεστότητας και, ως μη επιλύουσα οριστικά τη διαφορά, δεν εξομοιώνεται με δικαστική απόφαση και κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε μεταρρύθμιση, αφού σε τέτοια υπόκεινται οι δικαστικές αποφάσεις (πρβλ. ΕφΔωδ 191/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).
Εξάλλου, όταν ένα παιδί, οι γονείς του οποίου βρίσκονται σε διάσταση (είτε πριν είτε και μετά την έκδοση του διαζυγίου τους), μετοικεί από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο, είναι συχνά απαραίτητο να αναθεωρηθεί το δικαίωμα επικοινωνίας ή άλλες ρυθμίσεις που αφορούν την επικοινωνία, για να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες. Κατά την καινοτόμο διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με τον οποίο καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000. Όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος σε άλλο και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητα τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας, δυνάμει της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού. Το άρθρο αυτό ενθαρρύνει τους δικαιούχους γονικής μέριμνας να συμφωνούν σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές των δικαιωμάτων επικοινωνίας πριν από τη μετοικεσία και, εάν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, να προσφεύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς. Δεν εμποδίζει ουδόλως ένα πρόσωπο να μετακινείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά παρέχει εγγύηση ότι το πρόσωπο που δεν μπορεί πλέον να ασκήσει τα δικαιώματα του επικοινωνίας όπως πριν δεν οφείλει να προσφύγει στα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να ζητήσει την κατάλληλη προσαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας ενώπιον του δικαστηρίου που του χορήγησε το δικαίωμα αυτό εντός προθεσμίας τριών μηνών μετά τη μετοικεσία. Τα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους δεν έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο δικαιούχος επικοινωνίας επιθυμεί να τροποποιήσει μία προηγούμενη απόφαση σχετικά με το δικαίωμα αυτό. Εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση για το δικαίωμα επικοινωνίας από τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται και ισχύουν οι άλλοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Ολα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή νόμο ισχύοντα στο κράτος μέλος προέλευσης (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου), ο δικαιούχος γονικής μέριμνας έχει τη δυνατότητα να μετοικήσει με το παιδί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου δικαιούχου γονικής μέριμνας. Εάν η μετοικεσία είναι παράνομη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 9 αλλά το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού. Η αναφερόμενη στη διάταξη περίοδος των τριών μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία το παιδί μετοίκησε φυσικά από το κράτος μέλος προέλευσης. Εάν ένα δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης επιληφθεί μετά την εκπνοή της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία της μετοικεσίας, δεν έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 9. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνον εάν το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο νέο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζεται όπως και γενικότερα στο όλο πλαίσιο του Κανονισμού από το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο. Μετά την άσκηση "προσφυγής" (αγωγής ή αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων) σε αρμόδιο δικαστήριο, αυτό διατηρεί καταρχήν τη διεθνή του δικαιοδοσία ακόμα και αν το παιδί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος (αρχή της "perpetuatio fori"). Ως εκ τούτου η μεταβολή της συνήθους διαμονής του παιδιού ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, δεν συνεπάγεται μεταβολή όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Εάν το παιδί δεν έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή εντός αυτής της περιόδου, τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης διατηρούν, καταρχήν, τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού. Η βασική αρχή του κανονισμού είναι ότι το πλέον κατάλληλο δικαστήριο για ζητήματα γονικής μέριμνας είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τέκνου. Η έννοια της "συνήθους διαμονής", σύμφωνα με τους στόχους και τους σκοπούς του κανονισμού, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε έννοια συνήθους διαμονής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αλλά σε μια "αυτόνομη" έννοια του κοινοτικού δικαίου. Σε περίπτωση που ένα παιδί μετακινείται από ένα κράτος μέλος σε κάποιο άλλο, η απόκτηση συνήθους διαμονής στο νέο κράτος μέλος συμπίπτει κατ` αρχήν με την "απώλεια" της συνήθους διαμονής στο προηγούμενο κράτος μέλος. Απαιτείται η ύπαρξη κάποιας διάρκειας, χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι ένα παιδί αποκτά ενδεχομένως συνήθη διαμονή σε κάποιο κράτος μέλος αυτή την ίδια την ημέρα της άφιξης του, ανάλογα με τα πραγματικά στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση του ο αιτών εκθέτει ότι με την καθής η αίτηση, πρώην σύζυγο του, έχουν αποκτήσει, από νόμιμο γάμο ένα τέκνο, την ανήλικη Α.-Κ.-Έ. Π., που γεννήθηκε την 21.6.1999. Ότι μετά τη λύση του γάμου τους, με την 280/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, εκδόθηκε η με αριθμό 60/2006 απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία ανατέθηκε αποκλειστικά στην καθής η άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης κόρης τους, ενώ σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη κόρη του συνέχισε να λειτουργεί η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο από 22.12.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο επικυρώθηκε από το Δικαστήριο που εξέδωσε το συναινετικό διαζύγιο των διαδίκων. Ότι περί τα τέλη Αυγούστου του 2008 η καθής, ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του τέκνου τους μετοίκησε μαζί με το τέκνο τους στο Κόνγουι της Ουαλίας του Ηνωμένου Βασιλείου, αναιρώντας με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα του για επικοινωνία με το τέκνο του. Ισχυριζόμενος δε ότι αφενός η μετοίκηση του τέκνου του στον τόπο επιλογής της ασκούσας τη γονική μέριμνα μητέρας του (καθής) αποτελεί παράνομη, διεθνή απαγωγή του τέκνου (κατά τις διατάξεις της συμβάσεως της Χάγης του 1980) αφετέρου δε συνιστά μεταβολή των πραγματικών περιστατικών, που επιτρέπει την εκ νέου κρίση του δικαιώματος του για επικοινωνία με το τέκνο του και επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση (κατά τη διάταξη του άρθρου 20 του Κανονισμού 2201/2003), ζητεί να ανατεθεί σε αυτόν (τον αιτούντα) η επιμέλεια του τέκνου του με την καθής, επικουρικά δε να οριστεί με απόφαση του Δικαστηρίου ως τόπος κατοικίας του τέκνου του η πόλη της Καβάλας και τέλος, όλως επικουρικά, να ρυθμιστεί εκ νέου το δικαίωμα του για επικοινωνία με το τέκνο του σύμφωνα με τον τρόπο που εκθέτει στην αίτηση του. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αίτηση δεν είναι νόμιμη ως προς το κύριο αίτημα της, καθόσον, περί τροποποίησης της ήδη τελεσίδικης απόφασης με την οποία ανατέθηκε η γονική μέριμνα και επιμέλεια του τέκνου των διαδίκων αποκλειστικά στην καθής, καθόσον η άσκηση της επιμέλειας από αυτήν, η οποία όπως προαναφέρθηκε συμπεριλαμβάνει και την επιλογή του τόπου κατοικίας της ανήλικης, δεν συνιστά μεταβολή των πραγματικών περιστάσεων αλλά ούτε και ως προς το πρώτο από τα επικουρικά αιτήματα της (περί ορισμού τόπου κατοικίας της ανήλικης και παραλλήλως και της ασκούσας τη γονική μέριμνα και επιμέλεια της μητέρας της), καθόσον τυχόν αποδοχή του, πέραν της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 1518 παρ. 1 του ΑΚ, αντίκειται και στη βασική για το Ευρωπαϊκό δίκαιο αρχή της ελευθερίας κινήσεως προσώπων και αγαθών. Όσον αφορά στο δεύτερο από τα επικουρικά αιτήματα της (σχετικά με τη ρύθμιση της επικοινωνίας του αιτούντος με το τέκνο του) πρέπει να σημειωθεί ότι αν και καταρχήν, ενόψει του ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε εντός του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003 τριμήνου από τη μετοίκηση της ανήλικης και επομένως θα υφίστατο δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, εντούτοις δεν είναι δυνατή η εξαιρετική εφαρμογή της διατάξεως αυτής, που προϋποθέτει την ύπαρξη δικαστικής αποφάσεως, αφού, όπως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει, η επικοινωνία του με την ανήλικη κόρη του ουδέποτε ρυθμίστηκε με δικαστική απόφαση αλλά με ιδιωτική συμφωνία του ίδιου με την καθής η αίτηση. Ως εκ τούτου, αρμόδια δικαστήρια για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του με την ανήλικη κόρη του είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του προαναφερόμενου κανονισμού, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τέκνου, που στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει της εγγραφής της ανήλικης σε σχολείο και παρακολούθησης μαθημάτων εκεί, της συγκατοίκησης με την ασκούσα την επιμέλεια μητέρας της η οποία εργάζεται εκεί και της πλήρους ένταξης της στο περιβάλλον που η ασκούσα την επιμέλεια μητέρα νομίμως επέλεξε, είναι τα δικαστήρια της Ουαλίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατόπιν αυτών η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα