Διατροφή τέκνων - Μεταρρύθμιση απόφασης διατροφής τέκνων λόγω ουσιώδους μεταβολής των συνθηκών διαβίωσης (Εφετείο Δωδεκανήσου, αριθμός απόφασης 300/2007)
Περίληψη: Μεταρρύθμση απόφασης διατροφής τέκνων. Στοιχεία της αγωγής. Χρόνος διατροφής. Ο ενάγων δεν υποχρεούται να καθορίσει το χρόνο για τον οποίο ζητείται η διατροφή. Δάνειο. Δεν αφαιρείται από το εισόδημα αλλά συνεκτιμάται ως βιοτική ανάγκη. Κατά τόπο αρμοδιότητα. Ενάγεται ο οφειλέτης διατροφής ανηλίκου τέκνου στο δικαστήριο όπου διαμένει το τέκνο. Περιστατικά μεταρρύθμισης συμβατικώς καθορισθείσας σε συναινετικό διαζύγιο διατροφής ανηλίκου τέκνου λόγω ουσιώδους μεταβολής των συνθηκών διαβίωσης. Νομιμοποίηση. Η έφεση εναντίον του κεφαλαίου της επιμελείας είναι απαράδεκτη αν δεν στρέφεται ατομικά κατά του γονέα. Ένορκη βεβαίωση. Δεν λαμβάνεται υπόψη ένορκη βεβαίωση που προσκομίστηκε μετά τη συζήτηση ενώ η γνωστοποίηση έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση στο Εφετείο.
[...] Η κρινόμενη έφεση κατά της 132/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνου (άρθρα 666 παρ.1, 67, 670, 671, παρ.1 και 3, 672 έως 676 και 681 Β παρ.1α και β του ΚΠολΔ έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 495 παρ.1, 513, παρ.1, 516, 518 παρ.2 του ΚΠολΔ.). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων που την θεμελιώνουν (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επίσης παραδεκτά κατ άρθρο 523 και 674 §1 ΚΠολΔ η εφεσίβλητη άσκησε με τις προτάσεις αντέφεση με την οποία ζητεί να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή της ως προς το αίτημα της διατροφής και να καθοριστεί το ποσοστό αναπροσαρμογής της επιδικασθείσας διατροφής σε 5% ετησίως. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί και αυτή κατ ουσία συνεκδικαζόμενη με την έφεση. Η ενάγουσα στην αρ. κατ. 329/2005 αγωγή της την οποία άσκησε για τον εαυτό της αλλά και ως εκπρόσωπος του ανήλικου τέκνου της Κ., ζήτησε τη μεταρρύθμιση της από 23-10-2003 συμφωνίας με την οποία οι διάδικοι ρύθμισαν την επιμέλεια του ανήλικου, το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου πατέρα με το ανήλικο και το μηνιαίο ποσόν της διατροφής για το ανήλικο, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους. Ο εναγόμενος με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του ζήτησε να του ανατεθεί η επιμέλεια του ανήλικου επικαλούμενος μεταβολή των συνθηκών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη με την οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος ως βάσιμες την αγωγή και ανταγωγή κατ` ουσίαν και επιδίκασε στην ενάγουσα με την ιδιότητα της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανήλιου το ποσόν των 450 € μηνιαίως και καθόρισε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο και υποχρέωσε τον εναγόμενο- αντενάγοντα να προβεί στην υπογραφή αίτησης χορήγησης διαβατηρίου του ανήλικου. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την ένδικη έφεση του την οποία στρέφει μόνο κατά του νομίμως εκπροσωπουμένου από την ενάγουσα ανηλίκου τέκνου τους και για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητά, την εξαφάνιση της, ώστε αφού γίνει δεκτή να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας και γίνει δεκτή η ανταγωγή του. Για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται από το νόμο, εκτός των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων, η νομιμοποίηση (ενεργητική και παθητική) των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (αρθ. 73 ΚΠολΔ) και δη σε κάθε στάση της δίκης. Τυχόν έλλειψη αυτής συνεπάγεται την απόρριψη της ως απαράδεκτης. Περαιτέρω στις δίκες επιμέλειας ανηλίκων ή επικοινωνίας με αυτούς ενάγοντες ή εναγόμενοι δεν είναι οι ανήλικοι (αφού δεν είναι αυτοί υποκείμενα του επίδικου δικαιώματος) αλλά (ατομικά) εκείνοι, οι οποίοι αξιώνουν ή έναντι των οποίων αξιώνεται το εν λόγω δικαίωμα επιμέλειας ή επικοινωνίας (δηλ. οι γονείς συνήθως των ανηλίκων). Οι ανήλικοι, για την επιμέλεια των οποίων ή την επικοινωνία με τους οποίους πρόκειται, ως έχοντες έννομο συμφέρον, δικαιούνται ν` ασκήσουν (δια του νομίμου εκπροσώπου τους) παρέμβαση απλώς κατά τις ανωτέρω δίκες. (ΕφΑθ 11697/1989, Δ/νη 1992/157). Στην κρινόμενη υπόθεση κατά το μέρος που με την έφεση διώκεται η εξαφάνιση της διάταξης της εκκαλουμένης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εναγομένου-αντενάγοντος για ανάθεση της επιμέλειας σε αυτόν του ανήλικου η έφεση είναι απαράδεκτη, γιατί αφορά την ενάγουσα κατά της οποίας δεν στρέφεται ατομικά η έφεση σύμφωνα με τα παραπάνω (ΕφΔωδ 124/2006 αδημ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 και 1497 Α.Κ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, προκύπτει ότι στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1 α ΚΠολΔ, να περιέχονται στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργασθεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα του, οι ανάγκες του που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επί μέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του χρηματικό ποσό (Α.Π. 823/2000 Πειρ.Νομολ. 2002/133 ΕφΘεσ 2941/2002 Αρμ 2003/956, ΑΡΜ 2004/72). Περαιτέρω από καμμία διάταξη του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα των άρθρων που ρυθμίζουν τα της διατροφής από το νόμο (άρθρα 1485-1504) δεν καθορίζεται χρονικός περιορισμός της από το δικαστήριο επιδικαζομένης διατροφής και συνεπώς ο ενάγων στην αγωγή του με την οποία ζητεί επιδίκαση διατροφής δεν υποχρεούται να ορίσει για ποιο χρονικό διάστημα ζητεί αυτή, αλλά έχει απλώς δικαίωμα να περιορίσει αυτή για το κατά την κρίση του διάστημα επιδιώκοντας προφανώς την μετά την παρέλευση τούτου άσκηση νέας αγωγής, προκειμένου βάσει νέων δεδομένων, να καθοριστεί το μέτρο της διατροφής (Εφ.ΑΘ. 10.141/1995 Ελ.Δ/νη 38.1614). Η ένδικη αγωγή διατροφής είναι ορισμένη, διότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της, φέρει όλα τα προεκτεθέντα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση της και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εναγομένου, ότι δηλαδή η αγωγή αυτή είναι αόριστη, διότι δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της και ο χρόνος για τον οποίο ζητείται διατροφή είναι αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεπώς που έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη δεν έσφαλε, και ο λόγος της εφέσεως του εναγομένου, με τον οποίο αυτός παραπονείται για την απόρριψη της ενστάσεως του, είναι αβάσιμος. Εξ άλλου κατά το άρθρο 33 ΚΠολΔ διαφορές που αφορούν μεταξύ άλλων, τα εκ της δικαιοπραξίας στη ζωή δικαιώματα, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της παροχής. Προσδιοριστικό στοιχείο της εκ του λόγου αυτού καθοριζομένης αρμοδιότητας, σε σχέση με την εκπλήρωση χρηματικής παροχής, αποτελεί και η διάταξη του άρθρου 321 Α.Κ, κατά την οποία ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, οφείλει εν αμφιβολία, να καταβάλλει αυτή στον τόπο της κατοικίας του δανειστή του κατά το χρόνο της καταβολής. Έτσι σε περίπτωση που το ανήλικο τέκνο των γονέων που είναι σε διάσταση ή διαζευγμένοι διαμένει με το γονέα που ασκεί την επιμέλεια του προσώπου του, αν αυτός έχει διαφορετική κατοικία από τον άλλο μπορεί να ενάγει τον άλλο γονέα για χρηματική διατροφή του τέκνου αυτού ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του, όπου ο οφειλέτης της διατροφής αυτής γονέας οφείλει να καταβάλλει την παροχή αυτή, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο από τις κατ ιδία περιστάσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 Α.Κ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ (ΕφΑθ. 1985/2001 Ελ.Δνη 42.1360).
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι ήταν καθ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση αφού ο τόπος κατοικίας του ανήλικου ήταν το δικαστήριο της κατοικίας της μητέρας του η οποία κατοικεί στην Ιαλυσό Ρόδου και στη συνέχεια απέρριψε τις ενστάσεις αυτές τις οποίες νομότυπα επαναφέρει με λόγο εφέσεως ο εναγόμενος, δεν έσφαλλε και ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 361, 1485, 1486, 1493, 1494, 1498 και 1499 εδ. α` του ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το ν. 1329/1983 συνάγονται τα ακόλουθα: Ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής. Δικαίωμα διατροφής έχει μόνον όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεως του. Κατ` εξαίρεση το ανήλικο τέκνο και αν ακόμη έχει περιουσία έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσία του ή το προϊόν της εργασία του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, η δε διατροφή περιλαμβάνει όλα τα προς το ζην αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνον από την υπερημερία. Αφότου κατά τα ανωτέρω συντρέξουν οι προϋποθέσεις γενέσεως της απαιτήσεως μπορεί κατ` αρχήν ο δικαιούχος να εγείρει αγωγή αναγνωρίσεως και επιδικάσεως της. Περαιτέρω η προμνημονευόμενη απαίτηση διατροφής υπέρ κατιόντος και σε βάρος ανιόντος ή αντίστροφα που προέρχεται εκ του νομού μπορεί να καταστεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως διατάξεων αναγκαστικού δικαίου αντικείμενο συμβάσεως μεταξύ δικαιούχου και υπόχρεου διατροφής εκπροσωπούμενου υπό του κατά περίπτωση νομίμου εκπροσώπου του. Ειδικότερα σε μια τέτοια σύμβαση δεν επιτρέπεται να περιέχεται όρος που αποτελεί παραίτηση του δικαιούχου της διατροφής από την για το μέλλον διατροφή ενόλω ή εν μέρει. Σε αντίθετη περίπτωση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα κατ` εφαρμογή των ΑΚ 180 και 181. Όπως η συμβατικώς μεταξύ των μερών ρυθμιζόμενη διατροφή εκ του νόμου δεν μεταβάλλει τη διατροφή σε συμβατική διατροφή (βλ. ΕφΑΘ 1021/1990 ΝοΒ 1990.829, ΕφΑΘ 10372/1986 ΝοΒ 1987.555, Ατσαλάκη ΕρμΑΚ εισ. άρθ. 1476-1492 αριθ. 46). Εξάλλου η σύμβαση περί ρυθμίσεως της εκ του νόμου διατροφής είναι έγκυρη έστω και, αν δεν τηρηθεί κανένας τύπος. Τέτοια συμφωνία περί ρυθμίσεως της εκ του νόμου οφειλόμενης διατροφής του ανηλίκου τέκνου δύναται να περιέχεται και στη μεταξύ των συζύγων-γονέων συμφωνία, η οποία καταρτίζεται στα πλαίσια συναινετικού διαζυγίου και με την οποία ρυθμίζονται ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας των τέκνων με τους γονείς τους. Όμως η επικύρωση από το δικαστήριο τέτοιας συμφωνίας δεν επεκτείνεται και στη ρύθμιση της διατροφής του τέκνου, αφού τέτοια συμφωνία δεν είναι κατά νόμο απαραίτητη για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου (βλ. και Κούσουλα: Η γονική μέριμνα, 1987, σ. 117 επ.). Περαιτέρω, αν μετά τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας μεταβληθούν ουσιωδώς οι όροι της διατροφής δια μειώσεως των εισοδημάτων του υπόχρεου ή δι` αυξήσεως των αναγκών του δικαιούχου, η περί διατροφής απαίτηση που ανάγεται στο μέλλον μεταβάλλεται και αυτή ώστε να τελεί σε αρμονία με την ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών διατροφής. Ακολουθεί έτσι εντεύθεν ότι όποιος έχει συμφέρον από μια τέτοια μεταβολή δύναται να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο με αγωγή την αναγνώριση και επιδίκαση ή μόνον την αναγνώριση της απαιτήσεως διατροφής λόγω της επελθούσας μεταβολής των συνθηκών. Ειδικότερα ο μεν δικαιούχος να αξιώσει αύξηση της συμβατικώς καθορισθείσης διατροφής ο δε υπόχρεος μείωση αυτής. Η δυνατότητα τέτοιας μεταρρυθμίσεως όπως πάγια δέχονται νομολογία και θεωρία (βλ. αντί άλλων ΕφΑΘ 1021/1990 όπ. παρ., ΕφΑΘ 10372/1986 όπ. παρ., ΕφΛαρ 492/1992 Δίκη 25.155, Ανδρουλιδάκη στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου εισ. παρ. στα άρθ. 1485 - 1504 αριθ. 60 επ.), στηρίζεται στην ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1494. Η μεταβολή των όρων της συμβατικώς καθορισθείσης διατροφής εκ του νόμου δύναται, να ζητηθεί, όχι μόνον με αγωγή, αλλά και κατ` ένσταση με τις προτάσεις πράγμα που συμβαίνει όταν ο υπόχρεος ενάγεται στην εκπλήρωση της συμβάσεως διατροφής και προβάλλει κατ` αυτής μείωση ουσιώδη των εισοδημάτων του, που δικαιολογούν το αίτημα για μείωση του ποσού της συμβατικής διατροφής [βλ. έτσι ΕφΑΘ 1021/1990 όπ. παρ., ΕφΛαρ 492/1992 όπ. παρ., Σταθόπουλο στον τιμ. τόμο Γ. Ράμμου σ. 877 επ. (888). Αλλως ΕφΑΘ 10372/1986, Ανδρουλιδάκη, όπ. παρ. αριθ. 63, που δέχονται μόνον αγωγή κατ` αναλογίαν των ισχυόντων στη μεταρρυθμιστική αγωγή του άρθ. 334 ΚΠολΔ]. Εξάλλου κατ` άρθ. 1390 ΑΚ εν συνδυασμώ προς το άρθ. 1489 εδ. α ΑΚ η διατροφή των τέκνων χαρακτηρίζεται ως κοινή υποχρέωση των συζύγων - γονέων του. Πρόκειται για επιμερισμό της υποχρεώσεως έναντι του τέκνου. Για τον καθορισμό του ποσού διατροφής των τέκνων θα γίνει αναγωγή στις οικονομικές δυνάμεις των δύο γονέων από τις οποίες θα προκύψει η αναλογική επιβάρυνση του καθενός. Οι δυνάμεις του κάθε συζύγου - γονέα λειτουργούν αφενός ως κριτήριο προσδιοριστικό του ύψους της συνεισφοράς που οφείλει και αφετέρου ως μέσο (τρόπος, μορφή) εκπληρώσεως της οφειλόμενης συνεισφοράς. Η υποχρέωση και το ύψος της συνεισφοράς του κάθε γονέα - συζύγου καθορίζεται κατά το λόγο των δικών του δυνάμεων προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο (βλ. σχετ. Στ. Ματθία, μελέτη στο ΝοΒ 31.1476 επ.).
Περαιτέρω ναι μεν κατά το άρθ. 1498 ΑΚ διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνον από υπερημερία. Oμως επί διατροφής οφειλόμενης από σύμβαση, που καθορίζει τη διάρκεια της, δεν απαιτείται όχληση για να καταστεί ο οφειλέτης υπερήμερος, γιατί στην ίδια τη σύμβαση ενυπάρχει και όχληση (βλ. Γ. Παπαδημητρίου: Οικογενειακό Δίκαιο, Β` έκδ. 1997 σ. 674, Β. Βαθρακοκοίλη: Το νέο οικογενειακό δίκαιο, 1990, άρθ. 1498 σ. 527). Στην κρινόμενη υπόθεση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, τις 4022/4-6- 2006, 4023/5-6-2006, 4024/5-6-2006 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας 1) Μ. Π. 2) Α. Β. και 3) Α. Σ. αντίστοιχα ενώπιον της συμ/φου Ρόδου Β. Α., οι οποίες δόθηκαν μετά από νόμιμη πριν δύο ημέρες κλήτευση του αντιδίκου (βλ. την 4049/2- 6-2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Λασιθίου Κ. Δ.), των 15.297/2-6-2006 και 15.298/2- 6-2006 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του εναγομένου 1) Ε. Τ. 2) Κ. Τ. ενώπιον της συμ/φου Σητείας Β. Κ., οι οποίες δόθηκαν μετά από νόμιμη, πριν δύο ημέρες κλήτευση της αντιδίκου (βλ. την 1234/30-5-2006 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Ρόδου Γ. Κ., την 16.227/10-10-2007 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του εναγομένου-εκκαλούντος Κ. Ζ. ενώπιον της συμ/φου Σητείας Β. Κ., η οποία δόθηκε μετά νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου (βλ. την 7403Β/5-10-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Ρόδου Π. Π.). Η 4876/12-10-2007 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του εκκαλούντος Μ. Ζ. ενώπιον της συμ/φου Σητείας Ι. Φ. δεν λαμβάνεται υπόψη αφού προσκομίστηκε μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο (12-10-2007), λαμβανομένου υπόψη ότι η εξέταση της γνωστοποιήθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της εφέσεως και επομένως η προσκομιδή της μετά τη συζήτηση είναι απαράδεκτη (Α.Π 1402/1999 ΕλΔνη 41.240), από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τη μετά τη συζήτηση στο δικαστήριο τούτο ιδιαίτερη επικοινωνία του ορισθέντος στα πρακτικά εισηγητή δικαστή με το τέκνο των διαδίκων στον ορισθέντα τόπο και χρόνο (για την οποία δεν συντάχθηκε έκθεση -άρθρα 681Γ και 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στη Σητεία Κρήτης στις 10-6-1995 από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο την Κ. που γεννήθηκε στις 11-7-1996. Ο γάμος τους λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο δυνάμει της 338/20004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη. Δυνάμει του από 23-10-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο οι διάδικοι προσκόμισαν κατά τη συζήτηση του συναινετικού διαζυγίου ρύθμισαν την επιμέλεια του ανηλίκου, η οποία ανατέθηκε στη μητέρα, το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο καθώς και το ποσόν της διατροφής που θα κατέβαλε ο πατέρας η οποία καθορίστηκε στο ποσόν των 150 € μηνιαίως καταβαλλόμενο το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, το οποίο θα αναπροσαρμοζόταν κατά τρόπο ανάλογο των αναγκών του ανήλικου. Από τη σύναψη του παραπάνω συμφωνητικού (23.10.2003) μέχρι την άσκηση της αγωγής 5-10-2005 έχει παρέλθει χρονικό διάστημα δύο ετών, στο οποίο χρονικό διάστημα επήλθε ουσιώδης μεταβολή στις συνθήκες διαβίωσης του ανήλικου. Συγκεκριμένα κατά τη σύναψη του συμφωνητικού η ανήλικη ήταν μαθήτρια της δευτέρας δημοτικού, ενώ κατά την άσκηση της αγωγής μαθήτρια της τετάρτης τάξης δημοτικού. Το ανήλικο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής διαμένει με τη μητέρα του σε ιδιόκτητη κατοικία της στην Ιαλυσό Ρόδου. Δεν διαθέτει περιουσία ή άλλα εισοδήματα και λόγω της ηλικίας του αδυνατεί να εργαστεί και να διατρέφεται μόνο του. Ο εναγόμενος πατέρας είναι γιατρός γυναικολόγος και από 8-6-2005 εργάζεται ως επιμελητής Β΄ στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλείου με μηνιαίες αποδοχές 2.400 €. Διαμένει σε οικία που του έχει παραχωρήσει ο πατέρας του στο Ηράκλειο Κρήτης και είναι κύριος αυτοκινήτου αξίας 33.000 €. Άλλα περιουσιακά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει και δεν βαρύνεται με άλλες υποχρεώσεις. Έχει προβεί σε ιδιωτική ασφάλιση της ανήλικης και καταβάλει τα ετήσια ασφάλιστρα. Η ενάγουσα μητέρα είναι γιατρός οφθαλμίατρος και εργάζεται ως επιμελήτρια Β΄ στο Νοσοκομείο Ρόδου με μηνιαίες αποδοχές 2.000 €. Διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία στην Ιαλυσό Ρόδου και καταβάλλει μηνιαίως από δάνειο ποσόν 592 €. Το δάνειο όμως αυτό δεν αφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου σε διατροφή, απλώς συνεκτιμάται η δαπάνη αυτή ως μία επιπλέον βιοτική ανάγκη (ΕφΔωδ 182/2005 αδημ). Έχει έλθει σε δεύτερο γάμο από το έτος 2005 και διαμένει μαζί με το σύζυγο και το ανήλικο τέκνο της στην παραπάνω οικία της. Το ανήλικο εκτός από τα μαθήματα στο σχολείο παρακολουθεί μαθήματα αγγλικών σε φροντιστήριο και καταβάλλει μηνιαία δίδακτρα το ποσόν των 48 €. Για την καλύτερη προετοιμασία της για το σχολείο κατέστη αναγκαία η πρόσληψη δασκάλας στο σπίτι που θα τη βοηθά στα μαθήματα της και καταβάλει μηνιαίως 300 €. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων (2.400 + 2000 = 4.400 €) η κατά μήνα διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους καθορίζεται στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, που είναι ανάλογο με τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, συντήρηση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία και την εκπαίδευση του. Από το ποσό αυτό ο μεν εναγόμενος, ο οποίος έχει μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις από την ενάγουσα, οφείλει να καλύπτει με τη συνεισφορά του το 55% των αναγκών της διατροφής του ανηλίκου τέκνου (2.400 X 100/44000 = 54,54%), η δε ενάγουσα το 45,46% αυτών, όπως η αναλογία αυτή της συνεισφοράς των γονέων εξάγεται από το λόγο των δυνάμεων του κάθε γονέα προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο. Επομένως ο εναγόμενος, ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του σε συσχετισμό με αυτές της ενάγουσας, είναι σε θέση να καταβάλει, ως μηνιαία διατροφή για την ανήλικη Κ. το ποσό των 385 €. Κατά το υπόλοιπο απαιτούμενο για τη διατροφή της ποσό των 315 € ευρώ συμμετέχει η ενάγουσα κατά την αναλογία των εισοδημάτων της ύστερα και από τον συνυπολογισμό των προσφερόμενων και σε χρήμα αποτιμητών προσωπικών φροντίδων της, για την επίβλεψη και την ανατροφή του. Με το να δεχθεί επομένως η εκκαλουμένη ότι η υποχρέωση του εκκαλούντος- εναγομένου ανέρχεται στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως και για δύο χρόνια από την επίδοση της αγωγής έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η αγωγή (αρ. 535 § 1 Κ.Πολ.Δ.), η οποία είναι νόμιμη ερειδομένη στις προδιαληφθείσες διατάξεις, να γίνει δε αυτή εν μέρει δεκτή και κατ` ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα με την ιδιότητα της ως εχούσης την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους και για διατροφή της, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα από την επίδοση της αγωγής το ως άνω ποσό των 385 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, αφού λόγω της ηλικίας του ανήλικου και των σπουδών για τα δύο αυτά έτη δεν μεταβάλλονται ουσιωδώς οι ανάγκες αυτού και κατά συνέπεια και τα έξοδα διαβίωσης του. Το αίτημα της εφεσίβλητης με το μοναδικό λόγο της αντεφέσεως της για αναπροσαρμογή του ποσού της διατροφής σε ποσοστό 5% για κάθε επόμενο έτος κρίνεται απορριπτέο αφού δεν αποδείχθηκε ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών διαβίωσης για τον επόμενο χρόνο. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν τον εναγόμενο. Θα επιβληθούν όμως μειωμένα λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (178,183 ΚΠολΔ). Από τα έξοδα αυτά αφαιρείται το ποσό εκείνο το οποίο ο εναγόμενος έχει προκαταβάλει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Συνεκδικάζει την έφεση και με τις προτάσεις ασκηθείσα αντέφεση. Δέχεται τυπικά την έφεση και αντέφεση. Απορρίπτει την αντέφεση. Δέχεται ουσιαστικά την έφεση. Εξαφανίζει την με αριθ.132/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ως προς τη διάταξη αυτής που αφορά το κεφάλαιο της διατροφής. Κρατεί την υπόθεση. Δικάζει την με αρ. κατ. 329/2005 αγωγή. Δέχεται κατά ένα μέρος αυτή. Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, ως έχουσα την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων Κ. και για διατροφή της, μέσα στις πέντε πρώτες ημέρες κάθε μήνα και για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το ποσό των τριακοσίων ογδόντα πέντε (385) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίως δόσεως. Καταδικάζει τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα