Εκ περιτροπής εργασία που επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου - Υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης διότι η ενέργεια του εργοδότη ισοδυναμεί με καταγγελία της σύμβασης (Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών, αριθμός απόφασης 263/2012)
Περίληψη: Εκ περιτροπής εργασία που επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη. Κρίθηκε ότι αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Επιδικάζει αποζημίωση απόλυσης διότι θεωρεί την ενέργεια του εργοδότη ως καταγγελία της σύμβασης.
[...] Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 του ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και το άρθρο 2 του ν. 3846/2010, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.6. 260/ 2006 και του ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, η δε διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, για την επιβολή από τον εργοδότη της εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση απαιτείται αφενός να συντρέχει η ουσιαστική προϋπόθεση του περιορισμού της δραστηριότητας του και αφετέρου να γίνει ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους τον εργαζομένων, στην περίπτωση δε που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων η ενημέρωση και διαβούλευση να γίνει με το σύνολο των εργαζομένων. Ο νομοθέτης δεν προσδιορίζει εγγύτερα την ουσιαστική προϋπόθεση για την επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη. Επειδή όμως δίνεται στον εργοδότη κατ` εξαίρεση το δικαίωμα να επέμβει στο περιεχόμενο των συμφωνιών των συμβάσεων που έχει με το προσωπικό του και να τις αλλάξει με τρόπο επαχθή για τους εργαζομένους, οι προϋποθέσεις για την άσκηση του είναι αυστηρές και για να εφαρμοστεί πρέπει ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας να είναι πολύ σοβαρός με μόνιμα χαρακτηριστικά, όχι όταν απλώς μια επιχείρηση έχει ταμειακές δυσχέρειες ή όταν υπάρχει άσχημη συγκυρία στην αγορά. Αναμφίβολα δεν απαιτείται να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της επιχείρησής του για να μπορεί ο εργοδότης να προσφύγει μονομερώς στην εκ περιτροπής εργασία. Ομως, δεν αρκεί η επίκληση από την πλευρά του οποιωνδήποτε οικονομικών προβλημάτων ή οποιουδήποτε περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησής του. Εφόσον η εκ περιτροπής εργασία επιβάλλεται, ως ηπιότερη εναλλακτική λύση, προκειμένου να αποτραπούν απολύσεις, θα πρέπει ο περιορισμός των δραστηριοτήτων να έχει μια τέτοια έκταση που να απειλεί άμεσα τις θέσεις εργασίας (βλ. Ζερδελή Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις 2011, σ. 571, υποσ. 244Α, ΜονΠρωτΑθ 8606/2011 δημοσ. στη Νόμος). Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, εκθέτει ότι τον Ιούνιο του 1987 προσελήφθη από την εναγομένη ανώνυμη τεχνική εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως βοηθός λογιστή και παρείχε τις υπηρεσίες της στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, που βρίσκονται στη Θήβα, αντί των αναφερόμενων στην αγωγή συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών, οι οποίες το Φεβρουάριο του 2011 ανέρχονταν στο ποσό των 1,923,52 ευρώ. Οτι απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης μέχρι τον παρακάνω μήνα, όταν η τελευταία της επέβαλε μονομερώς εκ περιτροπής εργασία, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να εργάζεται μόνο μία ημέρα την εβδομάδα, σε αντίθεση με τους λοιπούς εργαζόμενους, οι οποίοι εργάζονται τρεις ημέρες την εβδομάδα και να λαμβάνει πλέον το ποσό των 170 ευρώ μηνιαίως. Οτι η άσκηση από την εναγομένη του δικαιώματός της μονομερούς επιβολής εκ περιτροπής εργασίας, έγινε κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος και προς αποφυγή καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως και αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, την οποία η ενάγουσα θεωρεί ας καταγγελία της σύμβασης εργασία της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, ζητεί να αναγνωριστεί ότι η ανωτέρω από 21-2-2011 απόφαση μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης αποτελεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την 1η-3-2011 και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει α) το ποσό των 44.882,10 ευρώ που αποτελεί χη νόμιμη αποζημίωση της λόγω της καταγγελίας, εντόκως από την επομένη της 1ης-3-2011 και β) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς της εκ μέρους της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή εισάγεται για να δικαστεί στο αρμόδιο καθ` ύλη και τόπο δικαστήριο (αρθρ. 14 παρ. 2, 16 αρ. 2 και 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (663 επ. ΚΠολΔ) και είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτόμενου ως αβασίμου του σχετικού περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμού της εναγομένης. Περαιτέρω έχει ασκηθεί εμπροθέσμως μέσα στην εξάμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το αρθρ. 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 648, 57, 59, 299, 914, 932 ΑΚ, 3 ν. 2112/1920, 2, 5 ν. 3198/1955, 70, 907, 908 παρ. 1 εδ. ε και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία της θεωρούμενης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, διότι η αποζημίωση που δικαιούται ο εργαζόμενος από τον εργοδότη λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως δεν εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 655 εδ. β` ΑΚ, στο μισθό υπό στενή έννοια. Επομένως από της ημερομηνίας απολύσεως του εργαζομένου δεν αρχίζει η τοκοφορία του ποσού της αποζημιώσεως (ΕφΔωδ 64/2004 δημοσ. στη Νόμος), ενώ η ενάγουσα δεν επικαλείται όχληση. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ` αριθμ. ΣΤ 93317132/2012 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α` της Δ.Ο.Υ. Θηβών και το υπ` αριθμ. 6950365/2012 γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε.).
Από την εκτίμηση της ανώμοτης εξέτασης της ενάγουσας και της ανώμοτης εξέτασης του μάρτυρα, που έχουν δοθεί στο ακροατήριο και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η υπ` αριθμ. 10.546/5-3-2012 ένορκη βεβαίωση του ............. ενώπιον της συμβ/φου Θηβών Αγγελικής Παπαϊωάννου, η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ` αριθμ. 5562Γ/29-2-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βαρβάρας Διαμαντή), καθώς και η υπ` αριθμ. 1492/22-9-2011 ένορκη βεβαίωση της ............... ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αμαρουσίου, η οποία χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, παραδεκτός δε λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αυτό για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 313/1992 ΕλλΔνη 35.617, ΕφΑθ 4577/1996 ΑΡΧΝ 1997.25), μη λαμβανομένης υπόψη της προσκομιζόμενης από την εναγομένη υπ` αριθμ. 2013/4-4-2012 ένορκης βεβαίωσης του ................ ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, η οποία ελήφθη μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, διότι δεν αφορά την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση (ΑΠ 234/2006 δημοσ. στη Νόμος), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης την 24η-6-1987, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως βοηθός λογιστή στις εγκαταστάσεις που διατηρεί στη Θήβα η εναγομένη τεχνική εταιρία, η οποία ασχολείται με την ανάληψη κυρίως δημόσιων έργων. Με την ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα εργάζεται 5 ημέρες την εβδομάδα, επί 40 ώρες εβδομαδιαίως με καθαρές μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες το Φεβρουάριο του έτους 2011 ανέρχονταν στο ποσό των 1.604,90 ευρώ (βλ. τη βεβαίωση αποδοχών της ενάγουσας του έτους 2010). Σε εκτέλεση της εργασιακής αυτής σύμβασης η ενάγουσα εργάσθηκε στην εναγομένη εταιρία με τους ανωτέρω όρους συνεχώς από την πρόσληψη της μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2011 όταν η τελευταία λόγω περιορισμού των δραστηριοτήτων της στην περιοχή της Βοιωτίας και της Εύβοιας κάλεσε σε διαβούλευση τους εργαζόμενους στο παραπάνω εργοτάξιο, προκειμένου να συζητηθεί το θέμα της εφαρμογής από αυτήν του συστήματος της εκ περιτροπής απασχόλησης. Κατά τη συνάντηση αυτήν στην οποία παρευρέθηκε εκτός από την ενάγουσα και ο έτερος εργαζόμενος στο ανωτέρω εργοτάξιο ............... (οδηγός), η εναγομένη πρότεινε στην ενάγουσα να απασχολείται μία ημέρα την εβδομάδα με πλήρες ωράριο και συγκεκριμένα κάθε Τρίτη από ώρα 7.30 έως 16.00 με μισή ώρα διάλλειμα, διότι το αντικείμενο της εργασίας της έχει ουσιαστικά εξανεμισθεί (βλ. το από 16-2-2011 πρακτικό διαβούλευσης). Οσον αφορά τον ................ και τον έτερο εργαζόμενο ................. (χειριστή), ο οποίος δεν ήταν παρών κατά τη διαβούλευση, για αυτούς έγινε πρόταση για εργασία τρεις ημέρες την εβδομάδα με πλήρες ωράριο, η οποία έγινε αποδεκτή από τον παρόντα .................., σε αντίθεση με την ενάγουσα η οποία δήλωσε ότι αρνείται. Στη συνέχεια η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της την 25η-2-2011 της κοινοποίησε την από 21η-2-2011 απόφαση μονομερούς επιβολής συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης με έναρξη εφαρμογής την 1η-3- 2011 και με χρονική διάρκεια εννέα μήνες, ήτοι έως την 30η-11-2011, σύμφωνα με την οποία η ενάγουσα θα απασχολείται όλες τις εβδομάδες κάθε Τρίτη, δηλαδή επί μία ημέρα την εβδομάδα, και κατά πλήρες ωράριο εργασίας, την οποία απόφαση κοινοποίησε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ακολούθως η ενάγουσα προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας για το θέμα της εκ περιτροπής εργασίας ζητώντας επιπλέον οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης (βλ. το υπ` αριθμ. 81/21-2-2011 δελτίο εργατικής διαφοράς), ενώ την 12-4-2011 προσέφυγε εκ νέου στην Επιθεώρηση εργασίας λόγω διακοπής της τηλεφωνικής γραμμής στο χώρο εργασίας της (βλ. την υπ` αριθμ. πρωτ. 603/12-4-2011 αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς), ενώ συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της επιφυλασσόμενη των δικαιωμάτων της. Η εναγομένη κάνοντας χρήση της δυνατότητας που δίνει το άρθρο 3 εδ. δ του ν. 3846/2010, (όπως αντικατ. με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 3899/2010), προχώρησε στην επιβολή συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης των εργαζομένων της στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της στη Θήβα. Το ανωτέρω εργοτάξιο αποτελείται από γραφεία, συνεργείο επισκευής οχημάτων και μηχανημάτων έργου, συγκρότημα παραγωγής ασφ/τος και οπλισμένου σκυροδέματος και εξυπηρετούσε τα έργα που αναλάμβανε η εναγομένη στο νομό Βοιωτίας και Ευβοίας. Η τελευταία λόγω περιορισμού των έργων στους ανωτέρω νομούς μετέφερε την έδρα της στο Μαρούσι Αττικής αρχικά και κατόπιν στη Νέα Ερυθραία. Υπό τις δεδομένες οικονομικές συνθήκες και την κρίση που πλήττει το χώρο των κατασκευών η εναγομένη τεχνική εταιρία έλαβε την ανωτέρω απόφαση επιβολής του συστήματος της εκ περιτροπής απασχόλησης αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας. Στην περίπτωση της ενάγουσας όμως, που όπως συνομολογείται από την εναγομένη, το αντικείμενο της εργασίας της έχει ουσιαστικά εξανεμισθεί, με δεδομένο ότι δεν εκτελεί καμία λογιστική εργασία, σε αντίθεση με τους έτερους δύο εργαζόμενους στη Θήβα, οι οποίοι ως οδηγός και χειριστής, απασχολούνται τρεις ημέρες την εβδομάδα κατά πλήρες ωράριο, η συνέχιση της απασχόλησης της με τους ανωτέρω όρους την έχει περιάγει σε κατάσταση απραξίας, που αποτελεί υποβίβαση και ηθική μείωση αυτής. Συγκεκριμένα μεταβαίνει σε έναν έρημο χώρο, όπου δεν έχει κανένα σαφώς προσδιορισμένο καθήκον και κανένα αντικείμενο λογιστικής εργασίας, αλλά ούτε και βοηθητικής εργασίας, εφόσον οι εξωτερικές δουλειές διεξάγονται από χους άλλους δύο εργαζόμενους, ενώ από την άποψη των χρηματικών απολαβών και με δεδομένο ότι βρίσκεται σε διάσταση με το σύζυγο της και έχει δύο ανήλικα τέκνα, το ποσό το οποίο λαμβάνει (περίπου 300 ευρώ), δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση για την επιβίωση της ίδιας και της οικογένειάς της. Επομένως υπό τις παραπάνω συνθήκες, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης να επιβάλει μονομερώς το σύστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, διότι υπαγορεύθηκε από την επιθυμία της εναγομένης να αποφύγει την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης στην ενάγουσα, η οποία λόγω των 24 ετών απασχόλησής της θα ήταν μεγάλη. Συνεπώς επήλθε βλαπτική μεταβολή των όρων της αορίστου συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, εφόσον η εργοδότρια αυτής μετέβαλε μονομερώς τους όρους της σύμβασης της κατά κατάχρηση του δικαιώματος της, την οποία ρητά απέκρουσε η ενάγουσα διαμαρτυρόμενη όχι μόνο προφορικά αλλά και εγγράφως (προσφυγή στην επιθεώρηση εργασίας, κατάθεση της υπό κρίση αγωγής), το γεγονός δε ότι συνέχισε να προσφέρει την εργασία της, δεν αποτελεί ρητή άλλως σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους της των νέων όρων εργασίας της με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η άσκηση του δικαιώματός της, όπως διατείνεται η εναγομένη με την σχετική ένστασή της, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι σε κάθε περίπτωση δεν είναι απαραίτητο ο μισθωτός να εγκαταλείψει την εργασία του και να αναλάβει τους κινδύνους ενός δικαστικού αγώνα, αλλά μπορεί να συνεχίσει την εργασία του με τους νέους όρους, αφού επιφυλαχθεί για τα δικαιώματα του και στη συνέχεια να διεξαγάγει το δικαστικό αγώνα για το παράνομο ή νόμιμο χαρακτήρα της μεταβολής (ΕφΑθ 6833/1990 ΕλλΔνη 31.1519). Εξάλλου οι ισχυρισμοί της εναγομένης περί άρνησης της ενάγουσας να προσφέρει την εργασία της στην Αθήνα ή στην Χαλκίδα και η εμμονή της να εργάζεται στη Θήβα, δεν αποδεικνύονται βάσιμοι, με δεδομένο ότι η εναγομένη αρνείται να διαθέσει τα έξοδα μετάβασης αυτής στους ανωτέρω τόπους εργασίας, τα οποία στην περίπτωση υλοποίησης της ανωτέρω πρότασης θα υπερέβαιναν το μηνιαίο μισθό της ποσού 300 ευρώ. Συνεπώς η εναγομένη εταιρία την 1η-3-2011 ουσιαστικά κατήγγειλε τη σύμβαση της ενάγουσας, χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης. Ειδικότερα η ενάγουσα ελάμβανε την ανωτέρω ημερομηνία το ποσό των 1.604,90 ευρώ, δικαιούται δε να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 35.575,28 ευρώ {1.604,90 ευρώ χ 19 μισθούς = + 5.082,18 (1/6 αναλογία επιδομάτων)}. Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας, της ηθικής μείωσης αυτής από την ενέργεια της αντιδίκου της, που προσέβαλε την προσωπικότητα της, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (η μεν ενάγουσα είναι υπάλληλος με μοναδικό μέσο βιοπορισμού την εργασία της, η δε εναγομένη ανώνυμη τεχνική εταιρία), η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 500 ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των στοιχείων του άρθρου 932 ΑΚ. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 36.075,28 (35.575,28 + 500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Οσον αφορά το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό για το ποσό των 15.000 ευρώ, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει σημαντική ζημιά στην ενάγουσα. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης (αρθρ. 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εβδομήντα πέντε ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (36.075,28) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Καταδικάζει την εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων πενήντα (1.450) ευρώ.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα