Υποχρέωση επαναπρόσληψης προσωπικού σε εποχιακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 305/2011)
Περίληψη: Υποχρέωση επαναπρόσληψης προσωπικού σε εποχιακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Αίτηση επαναφοράς στον Άρειο Πάγο. Οι συμβάσεις των υπαλλήλων τους είναι ορισμένου χρόνου, και λύονται μόλις παρέλθει η περίοδος λειτουργίας του ξενοδοχείου. Με σχετ. όμως δήλωση του υπαλλήλου προς τον εργοδότη που υποβάλλεται μέσω της οικείας επαγγελματικής οργάνωσής του, συντελείται η επαναπρόσληψή του κατά τη νέα περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο θα επαναλειτουργήσει και θα φθάσει σε ορισμένη πληρότητα. Αν ο εργοδότης δεν τον απασχολήσει, περιέρχεται σε υπερημερία και οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο αποδοχές υπερημερίας (ΑΚ 656). Το δικαίωμα αυτό της επαναπρόσληψης μπορεί να καταλύσει ο εργοδότης, καταγγέλλοντας τη σύμβαση εργασίας, είτε κατά την περίοδο εργασίας είτε κατά τη νεκρή περίοδο, με ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 14/00). Για τον καθορισμό όμως του ύψους της αποζημίωσης αυτής λαμβάνεται υπόψη μόνο το χρονικό διάστημα που απομένει μετά την αφαίρεση, από τον -μετά την αρχική πρόσληψη- συνολικό χρόνο υπηρεσίας του απολυομένου, του χρόνου των νεκρών περιόδων, κατά τη διάρκεια των οποίων η σχέση εργασίας διακοπτόταν και ο μισθωτός μπορούσε να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη. Η επαναφορά μπορεί να διαταχθεί μόνον, αν η εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση και όχι άλλη. Επομένως, δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό και κάθε άλλη περίπτωση που δημιουργεί παράνομη κατάσταση εξαιτίας της αναιρεθείσας απόφασης. Έτσι, δεν μπορεί να διαταχθεί επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όταν η εκτέλεση έγινε με βάση την πρωτόδικη απόφαση που κηρύχτηκε προσωρινά εκτελεστή και επικυρώθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση του εφετείου, η οποία τελικά και αναιρείται, ενόψει και του ότι με την αναίρεση της εφετειακής δεν εξαφανίζεται και η ως άνω πρωτόδικη απόφαση.
[...] Ι. Το σωματείο με την επωνυμία "Σύνδεσμος Ξενοδοχοϋπαλλήλων Ηρακλείου", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης, άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου, με το από 22-11-2010 ιδιαίτερο δικόγραφο, στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 22-11-2010 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του αναιρεσίβλητου, ορίσθηκε δε και για τη συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης η ίδια δικάσιμος ( 25-1-2011), που είχε ήδη ορισθεί και για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Η παρέμβαση αυτή παραδεκτώς, κατά τα άρθρα 669 και 675 ΚΠολΔ ασκήθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου, αφού το παρεμβαίνον, κατά τα προβαλλόμενα με την παρέμβαση, αποτελεί αναγνωρισμένο επαγγελματικό σωματείο εργαζομένων και μέλος του είναι ο αναιρεσίβλητος, υπέρ του οποίου έγινε η πρόσθετη αυτή παρέμβαση. Επομένως, πρέπει η εν λόγω πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, συνεκδικαζόμενη με την αίτηση αναιρέσεως.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1346/1983 σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπροσλαμβάνει συνολικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που είχε κατά μέσο όρο τις δύο προηγούμενες περιόδους εργασίας και κατά προτίμηση αυτούς που εργάζονταν κατά την τελευταία περίοδο, η δε επαναπρόσληψη γίνεται σταδιακά, όπως ειδικότερα ορίζεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που ισχύουν με βάση νόμους, διατάγματα, συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις ή κοινές υπουργικές αποφάσεις υπερισχύουν. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 14 της από 4.4.1990 Σ.Σ.Ε. των ξενοδοχοϋπαλλήλων όλης της Χώρας, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με την υπ' αριθμ. 13376/1990 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 290/26.4.1990 τ. Β'), το οποίο επαναλαμβάνει η από 30.7.1991, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 16318/1991 απόφαση του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας (ΦΕΚ 931/13.11.1991 τ. Β') και στο οποίο παραπέμπουν οι μεταγενέστερες ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων (από 8-7-1992, 16-7-1993 και 26-4-1994, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές, αντιστοίχως, με τις 15031/1992, 13825/1993 και 13066/1994 αποφάσεις του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β'555/8.9.1992, 795/6-10-1993 και 644/26-8-1994) ορίζεται ότι οι μη συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (εποχιακές), τέτοιες δε είναι εκείνες που λειτουργούν μέχρι εννέα μήνες το χρόνο, υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν το προσωπικό, το οποίο απασχόλησαν κατά την προηγούμενη περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι οι εργαζόμενοι, μέσω της οικείας συνδικαλιστικής τους οργανώσεως, θα ειδοποιήσουν εγγράφως τον εργοδότη τους μέχρι το τέλος Ιανουαρίου ότι επιθυμούν να εργασθούν κατά τη νέα περίοδο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 της πρώτης από τις παραπάνω Σ.Σ.Ε. (από 4-4-1990), το οποίο επαναλαμβάνει η από 30-7-1991 ΣΣΕ και στο οποίο παραπέμπουν οι μεταγενέστερες ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων, απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο με την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, η οποία υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας, συνυπολογιζομένου ως χρόνου εργασίας του συνολικού από την πρόσληψη του εργαζομένου στο ίδιο ξενοδοχείο. Τέλος, με την υπ' αριθμ. 22/2007 Δ.Α. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Ξενοδοχοϋπαλλήλων του Νομού Ηρακλείου", η οποία έχει κηρυχθεί υποχρεωτική με την υπ' αριθμ. 11855/2007 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικής Απασχόλησης και Κοινωνικής Πρόνοιας (ΦΕΚ β'1111/4-7-2007) και περιέχει ρυθμίσεις όμοιου περιεχομένου με τις ανωτέρω ΣΣΕ που αφορούν τους ξενοδοχοϋπαλλήλους όλης της χώρας, ορίζεται ειδικότερα στο άρθρου 11 ότι τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επιχειρήσεως όσο και κατά τη νεκρή περίοδο αυτής, απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο κατόπιν καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως, ότι η αποζημίωση υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας και ότι στην καταγγελία θα υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας ολόκληρος ο χρόνος που διανύθηκε από την πρόσληψη στο αυτό ξενοδοχείο. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εποχιακής λειτουργίας είναι ορισμένου χρόνου, υπό την έννοια ότι λύονται μόλις παρέλθει η περίοδος λειτουργίας του ξενοδοχείου. Παρέχεται όμως στον εργαζόμενο από το νόμο διαπλαστικό δικαίωμα προαιρέσεως, με την άσκηση του οποίου συντελείται η επαναπρόσληψή του κατά τη νέα περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο θα επαναλειτουργήσει και θα φθάσει σε ορισμένη πληρότητα. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με μονομερή έγγραφη ειδοποίηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, η οποία υποβάλλεται μέσω της οικείας επαγγελματικής οργανώσεώς του, ότι επιθυμεί να απασχοληθεί κατά την προσεχή περίοδο. Με μόνη δε την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εφόσον συντρέξουν οι κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1386/1983 προϋποθέσεις πληρότητας, καταρτίζεται νέα σύμβαση εργασίας για την προσεχή περίοδο (ΟλΑΠ 14/2000). Εάν κατά τη νεκρή περίοδο καταγγελθεί από την εποχιακώς λειτουργούσα ξενοδοχειακή επιχείρηση, η σύμβαση εργασίας ξενοδοχοϋπαλλήλου, ο οποίος είχε τηρήσει τις για την επαναπρόσληψή του κατά την επόμενη περίοδο απαιτούμενες διατυπώσεις, οφείλεται στον τελευταίο η από το ν. 2112/1920 προβλεπόμενη αποζημίωση για απροειδοποίητη καταγγελία της σχέσεως εργασίας. Για τον καθορισμό όμως του ύψους της αποζημιώσεως αυτής λαμβάνεται υπόψη μόνο το χρονικό διάστημα που απομένει μετά την αφαίρεση, από τον -μετά την αρχική πρόσληψη- συνολικό χρόνο υπηρεσίας του απολυομένου, του χρόνου των νεκρών περιόδων, κατά τη διάρκεια των οποίων η σχέση εργασίας διακοπτόταν και ο μισθωτός μπορούσε να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τα άρθρα 4 α και 5 των προαναφερόμενων από 4-4-1990 και 30-7-1991 ΣΣΕ, τα ταυτόσημα άρθρα των μεταγενέστερων σχετικών ΣΣΕ και το άρθρο 4 της υπ' αριθμ. 22/2007 Δ.Α., σύμφωνα με τα οποία, για τον υπολογισμό του επιδόματος προϋπηρεσίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων εποχιακών ξενοδοχείων, ως χρόνος υπηρεσίας θεωρείται και εκείνη της νεκρής περιόδου και μέχρι τέσσερις μήνες για κάθε χρόνο, με την προϋπόθεση ότι ο ξενοδοχοϋπάλληλος μετά τη νεκρή περίοδο αναλαμβάνει εκ νέου εργασία στην ίδια ξενοδοχειακή επιχείρηση. Και τούτο γιατί οι παραπάνω διατάξεις αφορούν αποκλειστικά τον υπολογισμό του επιδόματος προϋπηρεσίας και δεν εφαρμόζονται και στην περίπτωση του υπολογισμού της αποζημιώσεως απολύσεως, για την οποία υπάρχει ειδική ρύθμιση που προεκτέθηκε και που δεν προβλέπει συνυπολογισμό του χρόνου της νεκρής περιόδου. Αν οι συμβαλλόμενοι στις προαναφερόμενες ΣΣΕ ήθελαν τέτοιο συνυπολογισμό, θα το όριζαν σ' αυτές ρητά. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) προσλήφθηκε το Μάιο 2003 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) και εργαζόταν ως σεφ στην κουζίνα του ξενοδοχείου υπό το διακριτικό τίτλο "MALLIA BAY", που βρίσκεται στο Ηράκλειο Κρήτης και λειτουργεί εποχιακά, ήτοι από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο κάθε έτους. Στις 15-1-2008 ο ενάγων υπέβαλε στην εναγομένη μέσω του σωματείου "Σωματείο Μαγείρων", στο οποίο ανήκει, αίτηση για επαναπρόσληψή του, με τις νόμιμες διατυπώσεις, αλλά αυτή στις 14-2-2008 κατάγγειλε εγγράφως δια του νομίμου εκπροσώπου της την επίδικη σύμβαση με καταβολή αποζημιώσεως. Για τον υπολογισμό αυτής το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος εργασίας ολόκληρος ο χρόνος που διανύθηκε από την πρόσληψη του ενάγοντος στο αυτό ξενοδοχείο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και αυτός των νεκρών περιόδων. Με την κρίση του αυτή το εν λόγω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, ακολούθως απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 111 της υπ' αριθμ. 22/20007 Δ.Α. και, κατά συνέπεια, ο σχετικός από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Παρέλκει ύστερα από αυτά η εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ,να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Δικαστικά έξοδα σε βάρος του προσθέτως παρεμβαίνοντος και υπέρ της αναιρεσείουσας δεν θα επιδικασθούν, διότι η τελευταία δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα από την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 579 § 2 ΚΠολΔ "αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο 'Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση". Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που βρίσκεται σε αρμονία με εκείνη του άρθρου 565 § 2 ΚΠολΔ για αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση πρέπει η εκτέλεση, εκούσια ή αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση και όχι άλλη. Η διαπίστωση του άρθρου 579 § 2 ΚΠολΔ "η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε" υπήρξε συνειδητή και είναι σαφής, ώστε να μη μετατρέπεται ο Άρειος Πάγος σε δικαστήριο ουσίας, κρίνοντας σε τέτοιες περιπτώσεις, εμμέσως τουλάχιστον, ζητήματα τα οποία ανήκουν στο δικαστήριο της παραπομπής. Επομένως, δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό και κάθε άλλη περίπτωση που δημιουργεί παράνομη κατάσταση εξαιτίας της αναιρεθείσας απόφασης. 'Έτσι, δεν μπορεί να διαταχθεί επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ούτε όταν η εκτέλεση έγινε με βάση την πρωτόδικη απόφαση, που κηρύχτηκε προσωρινά εκτελεστή και επικυρώθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, η οποία τελικά και αναιρείται, ενόψει και του ότι με την αναίρεση της εφετειακής δεν εξαφανίζεται και η ως άνω πρωτόδικη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την αίτηση αναιρέσεως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, ότι σε εκτέλεση της πρωτόδικης 84/2008 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χερσονήσου, η οποία είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και επικυρώθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο 3.000 ευρώ, γεγονός που αποδεικνύεται προαποδεικτικά από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη σχετική έγγραφη απόδειξη πληρωμής (σε απλή φωτοτυπία). Ζητεί δε, μετά την αναίρεση της εφετειακής απόφασης, να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να επιστρέψει σ' αυτήν το πιο πάνω ποσό των 3.000 ευρώ. Με τέτοιο περιεχόμενο το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι υπό τα εκτιθέμενα η καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού δεν έγινε σε εκτέλεση της αναιρούμενης απόφασης, αλλά σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Χερσονήσου, η οποία έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και βέβαια δεν εξαφανίζεται με την αναίρεση της εφετειακής απόφασης που την επικύρωσε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό. Αναιρεί την υπ' αριθμ. 349/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
πηγή: dsanet.gr - ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα