Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας - Πράγματα εκτός συναλλαγής (Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών, αριθμός απόφασης 123/2012)
Διατάξεις: άρθρα 933, 934 ΚΠολΔ, 966, 967 ΑΚ, 98 παρ. 1, 127 ΝΔ 3026/1954 «Περί του Κώδικος των δικηγόρων», ΥΑΟικΟικ 2/54638/0022/2008, 21 Δ/τος 26.6./10.7.1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», 159 επ., 276, 281 παρ. 1 Ν 3463/2006 , 109 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 4 παρ. 1 Ν 3068/2002 , 17 Συντ ., 28 Ν 3203/2003
Περίληψη: Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας. Περιουσία Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Πράγματα εκτός συναλλαγής. Τα δημόσια πράγματα εξαιρούνται από τις συναλλαγές και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας καταθέσεων Δήμου, που προορίζονταν αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων και εξυπηρετούσαν δημόσιο σκοπό. Άκυρη η κατάσχεση των ανωτέρω καταθέσεων.
[…] Επιπροσθέτως, η περιουσία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης διακρίνεται: Α) σε πράγματα (ενσώματα αντικείμενα), τα οποία έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν διά της χρήσεώς τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και δεν είναι δεκτικά μονομερούς επαύξησης και Β) στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εμμέσως μόνο διά της αξίας ή των προσόδων τους παρέχουν στα οικονομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη λειτουργία τους (ΑΠ Ολ 17/2002 , ΑΠ 2354/2009). Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 N 3068/2002 «Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού». Για τη διάκριση δε ανάμεσα στη δημόσια και ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων και εν γένει ΟΤΑ, αναγκαία είναι, κατ’ αρχήν, η ανίχνευση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, έτσι όπως τα ορίζει η διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ. Στη διάταξη αυτήν ορίζεται ότι «πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημοτών, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Το άρθρο 966 ΑΚ κηρύσσει τα δημόσια πράγματα εκτός συναλλαγής και απαγορεύει επομένως κάθε πράξη, όπως η κατάσχεση ή η αναγκαστική εκτέλεση που μπορεί να οδηγήσει στην απαλλοτρίωσή τους, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η μεταβίβασή τους από ένα δημόσιο οργανισμό σε άλλο, που άλλωστε δεν αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 του Συντ .. Εξαιρούνται, ως εκ τούτου, τα δημόσια πράγματα, από τις συναλλαγές και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, χάριν ακριβώς του εξυπηρετουμένου αυτού συμφέροντος, το οποίο, ειδικότερα, διαφέρει αναλογα με την κατηγορία: Για τα κοινά σε όλους το εξυπηρετούμενο συμφέρον συνίσταται, κυρίως, στην απόλαυση από όλους βασικών στοιχείων του περιβάλλοντος (αέρας, θάλασσα), για τα κοινόχρηστα στην εξυπηρέτηση της κοινής χρήσης υδάτων, οδών, πλατειών, αιγιαλών, λιμανιών, όρμων, οχθών πλεύσιμων ποταμών, μεγαλων λιμνών και οχθών τους (ΑΚ 967), για τα πράγματα που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών στη δυνατότητα ειδικής χρήσης τους κατά το σκοπό τους. Τα πράγματα ειδικής χρήσεως, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών σκοπών, συνθέτουν την έννοιά τους υπό το πρίσμα δύο στοιχείων: α) το σκοπό που τα πράγματα αυτά εξυπηρετούν και β) τον προορισμό τους προς εξυπηρέτηση. Δημόσιος γενικά σκοπός είναι εκείνος που έχει αναχθεί σε σκοπό της πολιτείας και επιδιώκεται μέσα από τον μηχανισμό μιας δημόσιας υπηρεσίας με τη χρήση των μέσων του δημοσίου δικαίου.
Συνεπώς, δημόσιος σκοπός είναι ο σκοπός μιας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και οι επιδιωκόμενοι σκοποί από όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που ασκούν διοίκηση. Περαιτέρω, η έννοια του προορισμού του πράγματος σε εξυπηρέτηση σημαίνει την ειδική, αποκλειστική και ουσιαστική αφιέρωση του πράγματος στις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο δημόσιος σκοπός (Σπ. Παππάς, σε Κατ’ άρθρο Ερμηνεία ΑΚ, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος V, 2004, υπό άρθρο 966). Εξάλλου, η δημόσια περιουσία του κράτους περιλαμβάνει τα πράγματα που υπηρετούν αυτούσια δημόσιους σκοπούς και είναι αμέσως απαραίτητα για την εκπλήρωση των λειτουργιών του κράτους, ενώ η ιδιωτική περιουσία του κράτους αποτελείται από τα πράγματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην εκπλήρωση δημόσιων σκοπών όχι αυτουσίως και άμεσα αλλά έμμεσα με τις προσόδους και την αξία τους. Κρίσιμο λοιπόν κριτήριο εν προκειμένω είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί το πράγμα. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ο σκοπός που επιδιώκεται με το πράγμα, ώστε στη συνέχεια να ενταχθεί αυτό στη δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία του κράτους και εντεύθεν να ελεγχθεί αν υπόκειται ή όχι σε αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δανειστών του. Εν κατακλείδι, δεν αρκεί ότι η φερόμενη ως δημόσια περιουσία του κράτους (ενσώματο αντικείμενο κινητό ή ακίνητο) είναι ικανή να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη και αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού. Επιπροσθέτως, θα πρέπει τούτη η αφιέρωση, κατά της αρχές της αναλογικότητας, να είναι απολύτως απαραίτητη, με αντικειμενικά μέτρα, ελεγχόμενα από το Δικαστήριο, για την εκπλήρωση του δημοσίου αυτού σκοπού. Τέλος, τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν μέσο ασκήσεως κρατικής οικονομικής πολιτικής, ανήκουν στη δημόσια περιουσία και όχι στην ιδιωτική (ορ. Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1997, σελ. 667 επ.). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα χρήματα που προορίζονται για την κάλυψη των υποχρεωτικών δαπανών του δήμου και έχουν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό αυτού κατά τις διατάξεις των άρθρων 159 επ. N 3463/2006 (αποδοχές προσωπικού, γραφική ύλη, δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, τέλη ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, κ.λπ.). Τα χρήματα αυτά, μέρος των οποίων είναι κατατεθειμένα στην ταμειακή υπηρεσία των δήμων ενώ τα λοιπά τηρούνται σε λογαριασμούς εντόκων καταθέσεων σε τραπεζικά ιδρύματα (άρθρο 28 N 3202/2003) είναι ακατάσχετα διότι είναι αφιερωμένα στην εξυπηρέτηση των ανωτέρω αναγκών, μη υποκείμενα σε επαύξηση, ενώ ενδεχόμενη κατάσχεσή τους θα είχε βαρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις, αφού στην ουσία θα οδηγούσε στην αναστολή της λειτουργίας του δήμου, δεδομένου ότι τα έργα και οι υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούνται (ακόμη και αυτές που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση της απλής καθημερινότητας των πολιτών) δε θα μπορούν να εκτελεσθούν ελλείψει της επερχόμενης ανικανότητας του δήμου να προμηθευθεί ακόμη και πρώτη ύλη.
[…] Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 2086/2009 διαταγής πληρωμής η καθ’ ης η ανακοπή με το από 15.7.2009 κατασχετήριο προέβη σε κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας *** ως τρίτης και δη στο υπ’ αριθμ. *** υποκατάστημά της (Θηβών), των καταθέσεων του αιτούντος που τηρούνται στην ανωτέρω τράπεζα μέχρι του ποσού των 118.258,50 ευρώ. Ωστόσο αποδεικνύεται ότι τα χρήματα που ευρίσκονταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό που τηρεί ο ανακόπτων στην Τράπεζα *** προορίζονταν αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του δήμου, τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του Κέντρου Αποκατάστασης Ηλικιωμένων, τη μισθοδοσία των υπαλλήλων που εργάζονται στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς, στο πνευματικό κέντρο, καθώς και για την αγορά καυσίμων και άλλων αναλώσιμων ειδών - πρώτων υλών βασικής προτεραιότητας για τη στοιχειώδη λειτουργία του δήμου και την εξυπηρέτηση των πολιτών, ήτοι εξυπηρετούσαν δημόσιο σκοπό. Μάλιστα από το με αρ. πρωτ. ***/133-2009 υπηρεσιακό σημείωμα του δήμου Θηβαίων με θέμα την ταμειακή κατάσταση του δήμου στις 13.3.2009 και προβλέψεις έως την 6.5.2009, αποδεικνύεται ότι η οικονομική κατάσταση του δήμου κατά το χρόνο διενέργειας της κατασχέσεως ήταν δεινή, αφού το από το μήνα Μάρτιο υπήρχε ταμειακό έλλειμμα ύψους 269.000 ευρώ ως προς τη μισθοδοσία του προσωπικού του δήμου, οπότε καθίσταται σαφές, εκ του προπεριγραφέντος υπερμεγέθους αρνητικού δημοτικού προϋπολογισμού, ότι δεν υπήρχε στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό κανένα χρηματικό ποσό που να προορίζεται από το δήμο προς εύρεση πόρων και επαύξηση της περιουσίας του μέσω εκμετάλλευσης αυτού, ώστε να συνιστά ιδιωτική περιουσία αυτού και να υπόκειται σε κατάσχεση. Ως εκ τούτου συνάγεται ότι τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό της Τράπεζας *** επ’ ονόματι του ανακόπτοντος προορίζονταν για σκοπούς που είναι συνυφασμένοι με την υπόσταση και λειτουργία του δήμου και ως εκ τούτου αποτελούν δημόσια περιουσία και είναι ακατάσχετα. Κατά συνέπεια η κατάσχεση που τους επιβλήθηκε διά του από 15.7.2009 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου είναι άκυρη και η ανακοπή κατά του κατασχετηρίου αυτού πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου ανακοπής και διά ταύτα πρέπει να ακυρωθεί το ανακοπτόμενο από 15.7.2009 κατασχετήριο εις χείρας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ***» που εδρεύει στην Αθήνα και νόμιμα εκπροσωπείται, που επιδόθηκε στο υποκατάστημα αυτής στη Θήβα. […] [Δέχεται την ανακοπή.]
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα