Εικονικές πωλήσεις ακινήτων (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 260/2012)
[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 180, 513 και 1033 ΑΚ, σε περίπτωση καταχωρισμένων σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως πώλησης και εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριο του ακινήτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτή ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Η μη καταβολή του τιμήματος δεν καθιστά την πώληση εικονική, ούτε είναι ουσιώδης, συνιστά όμως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 367/2011, ΑΠ 477/2010, ΑΠ 860/2007, ΑΠ 1359/2008, ΑΠ 74/2006 ΕλλΔνη 2006,1383). Η άρνηση της εικονικότητας αποτελεί αντικείμενο ανταπόδειξης και σε περίπτωση σχετικής εικονικότητας, την υποκρυπτόμενη δικαιοπραξία, η οποία μπορεί να αποτελέσει και βάση αγωγής, καλείται να αποδείξει αυτός που την επικαλείται (βλ. Βαρελά σε Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα-ΣΕΑΚ Ι Απόστολου Γεωργιάδη, έκδ. 2010, αρθ. 138 παρ. 18.4 σελ. 270, ΑΠ 327/2008, ΑΠ 334/2007), με κάθε μέσο και με μάρτυρες και με τα ίδια μέσα αποδεικνύεται και η εικονικότητα (βλ. Βαρελά ό.π. σελ. 217 παρ. 19.5, ΑΠ 1042/2010, ΑΠ 160/1996, 1459/1995). Ενάγων στην αγωγή αναγνώρισης της εικονικότητας είναι ο συμβαλλόμενος, οι ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοι αυτού και οποιοσδήποτε τρίτος μη συμβαλλόμενος όταν έχει έννομο συμφέρον, το οποίο μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και γενικά υπάρχει, όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη σχέση του και κίνδυνος για τα συμφέροντά του, είτε άμεσος, είτε επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή και άλλου μέλλοντος περιστατικού, την αποτροπή του οποίου εξασφαλίζει η αιτούμενη αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 382/2009, ΑΠ 74/2006, ΕφΑθ 2439/2008 ΕλλΔνη 2009,214).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1825, 1839, 1840 και 1843 ΑΚ, προκύπτει σαφώς ότι ο δια-θέτης με διάταξη τελευταίας βούλησης μπορεί να αποκληρώσει τον μεριδούχο του, να τον στερήσει δηλαδή από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του (αποκλήρωση με τη στενή έννοια) μόνο για ορισμένους λόγους, οι οποίοι απαριθμούνται περιοριστικά στο νόμο. Ειδικότερα, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει με την στενή έννοια τον κατιόντα του μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1840 ΑΚ διαφορετικά η αποκλήρωση είναι άκυρη και το δικαίωμα του μεριδούχου στη νόμιμη μοίρα υφίσταται (ΑΠ 146/2009 Νόμος, ΑΠ 1349/2005, ΑΠ 122/1998 ΝοΒ 1999,55, ΑΠ 129/1991 ΕλλΔνη 1992,551, ΕφΑθ 621/2009, ΕφΑθ 4000/2008 ΕλλΔνη 2008,1515). Στους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 1840 λόγους αποκλήρωσης περιλαμβάνεται (με τον αριθμό 3) και η περίπτωση, που ο κατιών έγινε ένοχος σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής δεν απαιτείται να έχει καταδικαστεί ο κατιών από ποινικό δικαστήριο, πλην όμως το πολιτικό δικαστήριο που ερευνά το λόγο ακύρωσης εξετάζει παρεμπιπτόντως αν συντρέχουν τα στοιχεία πλημμελήματος με την έννοια που διαλαμβάνεται στο ποινικό δίκαιο. Το δικαστήριο κρίνει εάν το πλημμέλημα είναι «σοβαρό» με βάση την εκάστοτε κρατούσα ηθική και κοινωνική αντίληψη, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Έτσι, «σοβαρό» πλημμέλημα από πρόθεση ικανό να θεμελιώσει τον τρίτο λόγο αποκλήρωσης είναι μεταξύ άλλων και η σκαιά ύβρις κατά του διαθέτη (βλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, 1994, τόμος πρώτος παρ. 105,3, σελ. 195, ΑΠ 146/2007 ΕφΑθ 4000,2008 ο.π.), ενώ δεν στοιχειοθετείται ο συγκεκριμένος λόγος αποκλήρωσης όταν ο μεριδούχος συμπεριφέρθηκε αγενώς ή ανάρμοστα στον διαθέτη (ΕφΑθ 2840/1990 ΕλλΔνη 1992,350, ΕφΠατρ 407/2003). Η επίκληση της αποκλήρωσης συνιστά ένσταση και εκείνος που επικαλείται την ύπαρξη και την αλήθεια του λόγου της οφείλει να την αποδείξει (ΕφΑθ 629/2009, ΕφΑθ 4000/2008 ο.π.), η εξέταση δε των ζητημάτων αποκλήρωσης ερευνώνται, όχι μόνο σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής αναγνωριστικής της ακυρότητας της διάταξης αποκλήρωσης, αλλά και παρεμπιπτόντως (ΑΠ 723/1993). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ. 1033, 1191 ΑΚ προκύπτει ότι η μεταβίβαση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνο η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης (βλ. Γ. Μπαλή, Γεν. Αρχαί του Αστ. Δικαίου έκδ. 8η παρ. 67, ΑΠ 729/2011, ΑΠ 1199/1989). Με την κρινόμενη από 15.2.2008 (αρ. εκθ. καταθ. 4685/2008) αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τα κρίσιμα σημεία της, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι είναι τέκνα και νόμιμοι μεριδούχοι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή του αποβιώσαντος πατέρα τους Β.Μ. του Γ., ο οποίος εν ζωή μεταβίβασε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη λόγω πωλήσεως τα περιγραφόμενα ακίνητα, με τα υπ’ αρ. 16852 και 16853/21.4.2005 αγοραπωλητήρια συμβόλαια της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου Γ. Α.-Μ. Ότι οι ανωτέρω συμβάσεις πωλήσεως είναι εικονικές και υποκρύπτονται αυτών δωρεές των εν λόγω ακινήτων, εν γνώσει των εναγομένων, τα ακίνητα δε αυτά η πρώτη εναγομένη ακολούθως τα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον δεύτερο εναγόμενο-γιο της με τα υπ’ αρ. 16856 και 16857/21.4.2005 συμβόλαια της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, και οι συμβάσεις αυτές γονικής παροχής είναι επίσης άκυρες λόγω ελλείψεως κυριότητας της πρώτης εναγομένης συνεπεία της εικονικότητας των προηγηθεισών συμβάσεων πωλήσεως των ίδιων ακινήτων προς αυτήν. Με βάση το περιεχόμενο αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθούν άκυρες ως εικονικές οι ένδικες συμβάσεις πωλήσεως των ακινήτων του αποβιώσαντος πατέρα τους προς την πρώτη εναγομένη και να αναγνωρισθούν άκυρες ως ερειδόμενες επί ακύρων προγενεστέρων πράξεων οι ένδικες συμβάσεις γονικής παροχής των ίδιων ακινήτων από την πρώτη εναγομένη προς τον δεύτερο τούτων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1572/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως μη νόμιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες-ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο-εναγόμενο, και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την πρώτη εφεσίβλητη-εναγομένη, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Ειδικότερα, αναφορικά με τον δεύτερο εφεσίβλητο οι εκκαλούντες με το σχετικό λόγο εφέσεώς τους παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας πλημμελώς το δικόγραφο της αγωγής εσφαλμένως εφάρμοσε το νόμο και έκρινε αυτή μη νόμιμη και την απέρριψε για το λόγο αυτό ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο-εναγόμενο, ενώ εάν ορθώς ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα έκρινε νόμιμη την αγωγή τους και θα την έκανε δεκτή και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον οι ίδιοι εξέθεταν ότι ο τελευταίος γνώριζε την εικονικότητα των επιδίκων συμβάσεων πωλήσεως, η εικονικότητα αφορούσε στο πρόσωπο της πρώτης εφεσίβλητης-μητέρας του, ο ίδιος ήταν παρών κατά την κατάρτισή τους, οι προς αυτόν μεταβιβάσεις έγιναν την ίδια ημέρα, στην ίδια συμβολαιογράφο με συμβόλαια που αριθμητικά έπονται το ένα του άλλου, σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός τελούσε σε καλή πίστη, ανεξαρτήτως του ότι αυτός εν συνεχεία συνηλλάγη εκ χαριστικής αιτίας. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί καθόσον τα μόνα διαλαμβανόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά που αφορούν στον δεύτερο εναγόμενο, ως θεμελιωτικά της επικαλούμενης ακυρότητας των προς αυτόν μεταβιβάσεων, είναι η έλλειψη της κυριότητας στο πρόσωπο της μεταβιβάσασας προς αυτόν την κυριότητα των ακινήτων μητέρας του, λόγω της εικονικότητας των επιδίκων, προηγούμενων, συμβάσεων πωλήσεων, με την πρόσθετη μάλιστα αναφορά ότι των εικονικών αυτών πωλήσεων υποκρύπτονταν δωρεές (σχετική εικονικότητα). Κατά τις διατάξεις όμως των 239, 513 επ., 1033 ΑΚ μόνη η έλλειψη κυριότητας επί ακινήτου στο πρόσωπο του μεταβιβάσαντος δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, και επομένως οι ένδικες συμβάσεις γονικής παροχής ακινήτων προς τον δεύτερο εναγόμενο από την πρώτη εναγομένη-μητέρα του με επίκληση της έλλειψης κυριότητας της τελευταίας επί των μεταβιβασθέντων ακινήτων δεν είναι άκυρες. Σε κάθε δε περίπτωση επειδή οι ίδιοι οι ενάγοντες ιστορούν στην αγωγή τους ότι των εικονικών συμβάσεων πωλήσεων υποκρύπτονται δωρεές -που αποτελούν νόμιμη αιτία κτήσης της κυριότητας- με βάση αυτά τα εκτιθέμενα η πρώτη εναγομένη κατέστη κυρία των μεταβιβασθέντων σε αυτήν ακινήτων, ακολούθως δε και ο δεύτερος εναγόμενος κατέστη κύριος αυτών με τις ένδικες συμβάσεις γονικής παροχής, οι οποίες δεν είναι άκυρες ακόμη και αν αυτός γνώριζε την επικαλούμενη σχετική εικονικότητα των προγενέστερων συμβάσεων που κατήρτισε η πρώτη εναγομένη με τον πατέρα των εναγόντων. Περαιτέρω σημειώνεται ότι στο δικόγραφο της αγωγής ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά για εικονικότητα των επιδίκων συμβάσεων πωλήσεως αναφερόμενη στο πρόσωπο της πρώτης εναγομένης, παρά μόνο, περί το τέλος του δικογράφου της αγωγής, μετά από την παράθεση των προαναφερθέντων κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, γίνεται αόριστη αναφορά και παραπομπή στην νομολογία ότι «επειδή οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες γιατί η εικονικότητα στις συμβάσεις πωλήσεως αναφέρεται στο πρόσωπο του αγοραστή (βλ. ΑΠ Ολ 32/1987), χωρίς να εκτίθεται ότι η εικονικότητα αυτή αφορά στο πρόσωπο της πρώτης εναγομένης και ότι στην πραγματικότητα στη θέση της συναλλάχθηκε ως αγοραστής άλλος και ποιος. Κατόπιν τούτων ορθώς αγνοήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ανωτέρω αόριστη περικοπή-παραπομπή στην νομολογία και δεν θεωρήθηκε κρίσιμο ιστορικό της ένδικης αγωγής. Οι εκκαλούντες το πρώτον επικαλούνται εικονικότητα των επιδίκων συμβάσεων πωλήσεως που αφορά στο πρόσωπο της πρώτης εναγομένης με τον ανωτέρω λόγο της εφέσεώς τους -χωρίς βεβαίως και πάλι να ιστορούν ότι ο πράγματι συναλλαχθείς στις συμβάσεις αυτές αγοραστής ήταν άλλος και ποιος- μεταβάλλοντας έτσι ανεπίστρεπτα την ιστορική βάση της αγωγής τους (άρθρο 224 ΚΠολΔ) και συνεπώς ο ισχυρισμός τους αυτός δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω η αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο είναι μη νόμιμη. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, μετά από ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, έκρινε επίσης μη νόμιμη την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με τις παρούσες, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με το σχετικό λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. [...]: Οι ενάγοντες είναι τέκνα του Β.Μ. του Γ. από τον πρώτο νόμιμο γάμο του με την Β.Μ. Ο τελευταίος απεβίωσε στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο Αττικής στις 22.6.2007, καταλείποντας μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του τους ενάγοντες και τη δεύτερη σύζυγό του Τ.Μ. και άφησε την από 23.11.2005 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ’ αρ. …/16.11.2007 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του ιδίου Δικαστηρίου στον τόμο … με αριθμό 108. Με τη διαθήκη του αυτή ο αποβιώσας εγκατέστησε κληρονόμους του επί δήλων ακινήτων τη σύζυγό του Τ., τα εγγόνια του-τέκνα των εναγόντων και τον δεύτερο εναγόμενο, βαφτισιμιό του, και περαιτέρω, μεταξύ άλλων, όρισε επακριβώς τα εξής: «Στα παιδιά μου Γ. και Σ.- (τους ενάγοντες)- δεν αφήνο τίποτα διότι με έχουν εγκαταλήψη, έχο μεγάλη πίκρα και καϊμο γιατί από τότε που παντρέφτηκαν δεν έρχονται να με δουν και δεν ροτούν ποτέ για εμένα». Τα περιστατικά όμως αυτά που διαλαμβάνονται στη διαθήκη δεν συνιστούν νόμιμο λόγο αποκλήρωσης των εναγόντων τέκνων του διαθέτη, αφού δεν εμπίπτουν σε κανέναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ λόγους αποκλήρωσης κατιόντος. Η περιγραφόμενη από τον διαθέτη παντελής αδιαφορία των τέκνων του γι’ αυτόν επί μακρό χρονικό διάστημα και μέχρι το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του δεν συνιστά τον προβλεπόμενο από το άρθρο 1840 αρ. 3 ΑΚ, λόγο αποκλήρωσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, διότι δεν συνιστά πλημμέλημα κατά το ποινικό δίκαιο, αλλά είναι απλώς ενδεικτική της αποξένωσης των εναγόντων από τον πατέρα τους και της αποδοκιμαστέας κοινωνικά συμπεριφοράς τους απέναντί του, η οποία όμως δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον προαναφερόμενο λόγο αποκλήρωσης, της ενοχής των εναγόντων σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη-πατέρα τους. Επομένως αφού δεν υπάρχει νόμιμος λόγος αποκλήρωσης των εναγόντων, αυτοί είναι νόμιμοι μεριδούχοι του θανόντος πατέρα τους και με την ιδιότητά τους αυτή νομιμοποιούνται και έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, αφού έχουν νόμιμο δικαίωμα προς κάλυψη της νόμιμης μοίρας τους, και όσα αντίθετα ισχυρίζεται με τις προτάσεις της η εφεσίβλητη είναι αβάσιμα. Ο αποβιώσας πατέρας των εναγόντων, Β.Μ., ήταν κύριος διώροφης οικοδομής, κείμενης επί της οδού … αριθ. … στο Χαλάνδρι Αττικής, σε διαμέρισμα της οποίας διέμενε ο ίδιος με τη δεύτερη σύζυγό του Τ.Μ., ενώ τα υπόλοιπα διαμερίσματα της οικοδομής αυτής και τα δύο καταστήματα που βρίσκονταν στο ισόγειό της τα εκμίσθωνε σε τρίτους.
Ειδικότερα τα ισόγεια αυτά καταστήματα τα εκμίσθωνε επί τριάντα περίπου έτη στην εναγομένη, όπου η τελευταία λειτουργούσε, συνεχώς και αδιαλλείπτως, επιχείρηση ταβέρνας, που ήταν γνωστή στην περιοχή με σημαντική πελατεία. Με αφορμή τη μίσθωση αυτή μεταξύ της οικογένειας της εναγομένης και του Β.Μ. αναπτύχθηκε φιλική σχέση, η οποία εξελίχθηκε περαιτέρω με τη δημιουργία και πνευματικού δεσμού μεταξύ τους αφού ο Β.Μ. βάπτισε τον γιο της πρώτης εναγομένης, τον δεύτερο εναγόμενο. Εφτά περίπου μήνες πριν από τη σύνταξη της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης του ο Β.Μ., που ήταν τότε ηλικίας 76 ετών και συνταξιούχος μεταφορέας αυτοκινητιστής, υπήγαγε την ανωτέρω διώροφη οικοδομή του στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας με την υπ’ αριθ. …/21.4.2005 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου Γ. Α.-Μ, νομίμως μεταγραφείσα. Την ίδια ημέρα με το υπ’ αρ. …/21.4.2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην πρώτη εναγομένη την κυριότητα των δύο ισογείων καταστημάτων που μέχρι τότε της εκμίσθωνε, και ειδικότερα του με αριθμό 1 καταστήματος, εμβαδού 93 τμ, και του με αριθμό 2 καταστήματος, εμβαδού 43,3 τμ, ως και το με αριθμό 3 ισόγειο διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής, εμβαδού 123,9 τμ, αντί συνολικού τιμήματος πωλήσεως ποσού 214.689,33 ευρώ, ίσου με την αντικειμενική τους αξία, το οποίο, όπως δήλωσαν οι συμβληθέντες και αναφέρεται στο ανωτέρω συμβόλαιο, καταβλήθηκε στον πωλητή τοις μετρητοίς, εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου. Ακολούθως, την ίδια ημέρα ο Β.Μ. με το υπ’ αρ. 16853/21.4.2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε επίσης λόγω πωλήσεως στην πρώτη εναγομένη ένα οικόπεδο, εμβαδού 591,52 τμ που βρίσκεται στην Α. Αττικής επί της οδού … αριθ. …, αντί τιμήματος ποσού 114.865, ίσου με την αντικειμενική του αξία, το οποίο, όπως δήλωσαν οι συμβληθέντες και αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό, καταβλήθηκε επίσης στον πωλητή τοις μετρητοίς εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, με τα υπ’ αρ. 16856 και 16857/21.4.2005 συμβόλαια γονικής παροχής της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής τα ανωτέρω ακίνητα στον γιο της, τον δεύτερο εναγόμενο. Οι προαναφερόμενες συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ του Β.Μ. και της εναγομένης ουδόλως αποδείχθηκε ότι έγιναν χωρίς σπουδαία συναλλακτική πρόθεση των συμβαλλομένων μερών για να μεταβιβαστούν κατά κυριότητα τα ανωτέρω ακίνητα στην τελευταία λόγω πωλήσεως, αφού δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο διαφορετική από την διατυπωθείσα στα προσκομιζόμενα συμβόλαια βούληση των συμβληθέντων και δη αυτή της μεταβίβασης των εν λόγω ακινήτων κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη λόγω δωρεάς, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες στην αγωγή τους. Ειδικότερα, ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μάρτυρας των εναγόντων- οι οποίοι φέρουν το βάρος αποδείξεως της επικαλούμενης σχετικής εικονικότητας των ενδίκων συμβάσεων πωλήσεως που συνιστά την ιστορική βάση της αγωγής τους- δεν κατέθεσε τίποτε για εικονικότητα των συμβάσεων αυτών, αλλά αντίθετα, επανειλλημμένως κατέθεσε με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα ότι από τους ενάγοντες πληροφορήθηκε- καθώς ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία τα τελευταία πέντε έτη με τον μεταβιβάσαντα πατέρα τους- ότι ο τελευταίος τα επίδικα ακίνητα «τα έκανε πωλητήριο στην κυρία Σ.», την εναγομένη. Επίσης ο μάρτυρας της εναγομένης, ο οποίος υπήρξε μισθωτής διαμερίσματος της ιδίας οικοδομής του Β.Μ. επί σειρά ετών και μέχρι το θάνατο του τελευταίου, με αντικειμενικότητα και πειστικότητα κατέθεσε ότι, όπως πληροφορήθηκε σε ανύποπτο χρόνο, το έτος 2007, από την εναγομένη, η τελευταία αγόρασε τα επίδικα ακίνητα από τον Β.Μ. και του κατέβαλε το τίμημα πωλήσεως, τούτο άλλωστε αναφέρεται και στα αγοραπωλητήρια συμβόλαια, όπως προεκτέθηκε. Οι ενόρκως βεβαιώσαντες εξ αγχιστείας συγγενείς των εναγόντων δεν έχουν άμεση γνώση για τη βούληση του πατέρα των εναγόντων στις επίδικες συμβάσεις και μόνο συμπερασματικά, εκφράζοντας εικασίες και υποκειμενικές τους απόψεις κατέθεσαν ότι δήθεν οι ένδικες πωλήσεις ήσαν εικονικές.
Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη, η οποία επί τριάντα και πλέον έτη λειτουργούσε με απόλυτη επιτυχία κερδοφόρα επιχείρηση ταβέρνας με σημαντική πελατεία, είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει τα προαναφερόμενα ακίνητα, όπως πειστικά κατέθεσε και ο ανωτέρω μάρτυράς της και τούτο επιρρωνύεται και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και δεν αντικρούεται από τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις των εισοδημάτων της εναγομένης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι και τα λοιπά τέκνα της είναι από ετών ενήλικα και οικονομικά ανεξάρτητα. Την παραπάνω κρίση για την συνομολόγηση και την καταβολή του τιμήματος πωλήσεως από την εναγομένη δεν αναιρούν οι ίδιες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις και η κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, ότι δεν βρέθηκαν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς του μεταβιβάσαντος πατέρα τους, ο οποίος απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα. Και τούτο διότι, πέραν του ότι δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε αντίγραφο τραπεζικού λογαριασμού του Β.Μ. προς επιβεβαίωση των ανωτέρω καταθέσεων, η επικαλούμενη μη ανεύρεση χρημάτων στην κατοχή του θανόντος πατέρα των εναγόντων δύο χρόνια μετά την κατάρτιση των επιδίκων συμβάσεων, και αληθής ακόμη υποτιθέμενη, που θα μπορούσε να οφείλεται σε οποιονδήποτε λόγο, σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει μη συνομολόγηση και μη καταβολή του τιμήματος πωλήσεως από την εναγομένη. Λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ο πωλητής τα τελευταία έτη της ζωής του είχε αυξημένες οικονομικές ανάγκες λόγω της επιβαρημένης υγείας του, πάσχων από χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, είχε ανάγκη ειδικής φαρμακευτικής αγωγής, οξυγονοθεραπείας, με τη βοήθεια εξειδικευμένου ατόμου και προς τούτο απασχολούσε σταθερά στο σπίτι του αποκλειστική νοσοκόμα και συχνά είχε ανάγκη νοσηλείας, ακόμη και σε ιδιωτικά θεραπευτήρια, επιπλέον δε ένα έτος πριν από το θάνατό του είχε προβεί σε σύνδεση με το φυσικό αέριο και σε εκτεταμένη ανακαίνιση, λόγω παλαιότητας, των λοιπών διαμερισμάτων της οικοδομής, που εξακολουθούσαν να του ανήκουν κατά κυριότητα. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ακόμη και η διαπίστωση ότι δεν καταβλήθηκε το τίμημα πωλήσεως δεν καθιστά από μόνη της την πώληση εικονική. Τέλος το γεγονός ότι η εναγομένη- η οποία σημειωτέον από το 2000 είχε προβεί σε γονικές παροχές ακινήτων της προς τα λοιπά τέκνα της- την ίδια ημέρα αμέσως μετά την αγορά των ανωτέρω ακινήτων μεταβίβασε αυτά λόγω γονικής παροχής στον γιο της, δεύτερο εναγόμενο, για την οικονομική αυτοτέλεια και αυτού, δεν δύναται να αποτελέσει λογικό επιχείρημα για εικονικότητα των επιδίκων συμβάσεων ως συμβάσεων πωλήσεως με υποκρυπτόμενες συμβάσεις δωρεάς, όπως επικαλούνται οι ενάγοντες στην αγωγή τους. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αφού οι καταρτισθείσες μεταξύ του Β.Μ. και της εναγομένης επίδικες συμβάσεις πωλήσεως δεν ήσαν εικονικές, αλλά αντίθετα οι δηλωθείσες στα άνω αγοραπωλητήρια συμβόλαια βουλήσεις των μερών έγιναν στα σοβαρά και ανταποκρινόταν στην πραγματική τους βούληση, που ήταν, του μεν πωλητή Β.Μ. να πωλήσει αντί των συμφωνηθέντων τιμημάτων και να μεταβιβάσει κατά κυριότητα τα πιο πάνω ακίνητα στην εναγομένη, της τελευταίας δε αγοράστριας να αποκτήσει κατά κυριότητα, νομή και κατοχή τα ακίνητα αυτά, λόγω της άνω πωλήσεως και μεταβιβάσεως, η ένδικη αγωγή είναι ουσιαστικά αβάσιμη.
Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε την αγωγή αυτή ως προς την πρώτη εναγομένη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος της εφέσεως των εναγόντων είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν τούτων και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες λόγω της ήττας τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 189, 191 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. [...]
πηγή: nb.org/blog
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα