Το δικαίωμα του συζύγου που επιζεί στην κληρονομία του αποβιώσαντος αποκλείεται άν ο τελευταίος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου, χωρίς να απαιτείται ο λόγος αυτός να οφείλεται σε υπαιτιότητα του επιζώντος συζύγου (Εφετείο Κρήτης, αριθμός απόφασης 265/2004)
Περίληψη: Κληρονομία. Το δικαίωμα του συζύγου που επιζεί στην κληρονομία του αποβιώσαντος αποκλείεται άν ο τελευταίος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου, χωρίς να απαιτείται ο λόγος αυτός να οφείλεται σε υπαιτιότητα του επιζώντος συζύγου. Η αγωγή διαζυγίου καταργείται με το θάνατο ενός των συζύγων και δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν αναγνωριστιή αγωγή για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου. Αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος, η κληρονομία είναι σχολιάζουσα. Πότε ο κληρονόμος λογίζεται ως άγνωστος. Μή νόμιμη η αίτηση διορισμού κηδεμόνα σχολιάζουσας κληρονομίας. Δεκτή η έφεση, απορρίπτεται η αίτηση.
[...] Ι. Η από 22.7.2003 και με αρ. κατάθεσης 66/23.7.2003 έφεση, εκ μέρους του ηττηθέντος κυρίως παρεμβαίνοντος, κατά της 255/2003 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, που δίκασε κατά την εκούσια δικαιοδοσία και δέχτηκε ως κατ` ουσίαν βάσιμη αίτηση για διορισμό κηδεμόνα στη σχολάζουσα κληρονομία της ........... συζύγου ............., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 παρ. 1 και 518 K.Πoλ.Δ), αφού η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 30.6.2003 και η έφεση, κατατέθηκε στο γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 23.7.2003. Επομένως είναι τυπικά δεκτή (άρθρ. 591, 761 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 Κ.Πολ.Δ.)
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1822 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο , 25 του ν. 1329/1983, το κληρονομικό δικαίωμα καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου, που επιζεί αποκλείονται αν ο κληρονομούμενος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου έχει αστησει την αγωγή διαζυγίου, κατά του συζύγου του. Ως λόγος διαζυγίου, στην, ως άνω διαταγή νοείται το προβλεπόμενο από τα άρθρα 1439 ΑΚ και 1440 ΑΚ, διαπλαστικό δικαίωμα να επιφέρει τη λύση του γάμου τους με δικαστική απόφαση, μετά την άσκηση αγωγής. Ο λόγος του διαζυγίου δεν είναι απαραίτητο να οφείλεται σε υπαιτιότητα του συζύγου που επιζεί, διότι δεν την απαιτεί η ως άνω διάταξη που είναι εναρμονισμένη με τη διάταξη του άρθρου 1439 ΑΚ, η οποία αποσυνδέει την υπαιτιότητα από το λόγο διαζυγίου (Ματθίας Ελλ. Δ/νη 36, 1634 ΑΠ 432/94 Eλλ. Δ/νη 36,173, ΑΠ 1281/93 Ελλ. Δ/νη 36,124). Περαιτέρω με το θάνατο του ενός από τους συζύγους η εκκρεμής δίκη του διαζυγίou καταργείται (άρθρο 286 Κ.Πολ.Δ). Η αγωγή του διαζυγίου δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του συζύγου που αποβίωσε. Οι τελευταίοι, για να επιτύχουν τον αποκλεισμό από την κληρονομία, του συζύγου που επιζεί θα πρεπει να ασκήσoυν αναγνωριστική αγωγή, για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου (Εφ. Αθ. 864/2002 Δ/νη 43, 1716 Εφ. Αθ. 1714/2000 Δ/νη 42, 793). Εξάλλου κατά το άρθρο 1865 AΚ αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο αν αποδέχτηκε την κληρονομία, το δικαστήριο της κληρoνομίας, ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διορίζει κηδεμόνα της κληρονομίας. Με τη διάταξη ατή σκοπείται η διασφάλιση της κληρσνομίας, όταν αυτή είναι σχολάζουσα, δηλαδή όταν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή είναι γνωστός, αλλά δεν είναι βέβαιο αν αποδέχτηκε την κληρονομία. Το αν είναι άγνωστος ο κληρονόμος κρίνεται από την άπο την άποψη του Δικαστηρίoυ και όχι του κληρονόμου (ΑΠ 114/1965 ΝοΒ 13. 945). Ως άγνωστος, κατά την έννοια της, ως άνω διάταξης, θεωρείται ο κληρονόμος και όταν περισσότερα πρόσωπα διαφωνούν σοβαρά μεταξύ τους για το κληρονομικό δικαίωμα το οποίο αξιώνει ο καθένας για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να μη είναι δυνατό, χωρίς περαιτέρω έρευνα, το Δικαστήριο να σχηματίσει πεποίθηση ή τουλάχιστον σφοδρή πιθανολόγηση για το ποιος είναι πραγματικός κληρονόμος (Εφ. Αθ. 35/2001 Δ/νη 42, 953). Από αυτά συνάγεται ότι ως άγνωστος λογίζεται ο κληρονόμος και όταν ο κληρονομούμενος χωρίς συγγενείς των τεσσάρων τάξεων, φέρεται να κληρονομείται από τον επιζώντα σύζυγό του κατά του οποίου, όμως είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου για την οποία δεν είχε εκδοθεί μέχρι του θανάτου αμετάκλητη απόφαση. Στην περίπτωση, όμως, αυτή είναι αναγκαία αφενός η άσκηση αγωγής κατά του επιζώντος συζύγου για το βάσιμο του λόγου διαζυγίου της αγαιγής που είχε ασκήσει ο κληρονομούμενος ώστε να επέλθει ο αποκλεισμός που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1822 Α.Κ Και αφετέρoυ η ύπαρξη τουλάχιστον σοβαρών αμφιβολιών για την ύπαρξη του κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου. Εφόσον, λοιπόν συντρέχουν προϋποθέσεις αυτές, η κληρονομιά θεωρείται σχολάζουσα και Δικαστήριο διορίζει κηδεμόνα αμτής.
ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τ` ακόλουθα: Στις 19.9.2001 αποβίωσε στον ...... η .... σύζυγος ......, δίχως να αφήσει διαθηκη (βλ. το 143/2003 πιστοποιητικό του γραμματέα του Πρωτοδικείου Λασιθίου). Η αποβιώσασα δεν κατέλιπε κατιόντες ούτε άλλους συγγενείς από τις τέσσερεις τάξεις, που προβλέπονται στον Α.Κ. Ετσι λοιπόν καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής, ο επιζών σύζυγος της .... (κυρίως παρεμβαίνων - εκκαλών). Κατ` αυτού, όμως η κληρονομουμένη είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου η οποία είχε γίνει δεκτή με την 350/2000 οριστική άποφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Η απόφαση αυτή δεν κατέστη αμετάκλητη καθόσον ασκήθηκε έφεση εκμέρους του εναγομένου συζήγου της, επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί απόφαση από το Εφετείο Κρήτης. Επομένως ο γάμος της κληρονομουμένης και του παρεμβαίντος εκκαλούντος, δεν έχει λυθεί αμετάκλητα και η σχετική αγωγή, μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου, είναι εκκρεμής. Στην περίπτωση δε που ο γάμος είχε λυθεί αμετάκλητα ως κληρονόμος της, ως άνω, καλείται το Ελληνικό Δημόσιο. Τα όργανα του τελευταίου γνωρίζουν όλα τα παραπάνω, καθόσον με ενέργειες του Διευθυντή της αρμόδιας ΔΟΥ ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λασιθίου, διόρισε προσωρινό κηδεμόνα της κληρονομίας, ο οποίος στη συνέχεια προκάλεσε την έκδοσαη της προσβαλλόμενης απόφασης. "Ομως αν και παρήλθαν δύο και πλέον έτη από τη θάνατο της κληρομουμένης και μέχρι την έκδοση της απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο σε καμμία ενέργεια δεν έχει προβεί ώστε να αναγνωρισθεί το βάσιμο του λόγου διαζυγίου και να απόκλειστεί από κληρoνόμoς ο επιζών σύζυγός της. Ενόψει όλων αυτών ο κληρονόμος της μνημονευομένης, πιο πάνω δεν θεωρείται άγνωστος με την προεκτεθείσα έννοια, ούτε πιθανoλογήθηκε ότι υφίσταται μεταξύ περισσοτέρων διαφωνία για το ποιο το πρόσωπο του κληρονόμου. Επομένως μη συντρεχόντων των όρων του νόμου η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί την αίτηση έσφαλε στην ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Στη συνέχεια αφού δικαστεί η αίτηση και η κυρία παρέμβαση, πρέπει να γίνει δεκτή η τελευταία και να απορριφθεί η αίτηση. Η δικαστική απόφαση πρέπει να συμψηφιστεί λόγω του δυσερμηνεύτου των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν (άρθρ. 179 και 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση. Εξαφανίζει την 255/2003 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Δικάζει επί της 54/10.2.2003 αιτήσειος και της 64/18.2.2003 κυρίας παρεμβάσεως. Δέχεται κυρία παρέμβαση. Απορρίπτει την αίτηση. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα