Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Υπαγωγή στο νόμο των εμπορικών χρεών - Η εγγύηση ως εμπορική πράξη - Διάσωση κύριας κατοικίας με ανώτατο όριο το 85% της εμπορικής της αξίας - Απαλλαγή οφειλέτη από το υπόλοιπο των χρεών του (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 17753/2012)

Περίληψη: Υπερχρεωμένα νοικοκυριά - Οφειλές που δεν ρυθμίζονται με το ν.3869/2010 - Υπαγωγή στο νόμο των εμπορικών χρεών - Η εγγύηση ως εμπορική πράξη - Διάσωση κύριας κατοικίας με ανώτατο όριο το 85% της εμπορικής της αξίας - Απαλλαγή οφειλέτη από το υπόλοιπο των χρεών του - Γενικά κριτήρια για το ύψος των μηνιαίων καταβολών. Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός της άπαξ παροχής εγγύησης από την αιτούσα–εφεσίβλητη για τη χρηματοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας του συζύγου της, έστω και με την τυχόν απόκτηση έμμεσου οφέλους για την ίδια από την επαύξηση της συμμετοχής του στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, δεν είναι ικανό να της προσδώσει την εμπορική ιδιότητα, αφού γι’ αυτό απαιτείται, η παροχή εγγύησης να γίνεται συστηματικά και κατά σύνηθες επάγγελμα, γεγονός, όμως, που δεν επικαλείται η εκκαλούσα, η οποία, αντίθετα, αναφέρεται σε μία μεμονωμένη πράξη παροχής εγγύησης από την αντίδικό της. Απορριπτέος τυγχάνει ο υπό κρίση λόγος της έφεσης και κατά το σκέλος του με το οποίο αμφισβητείται η δυνατότητα της ένδικης οφειλής να ρυθμιστεί κατά τις διατάξεις του ν. 3689/2010, καθόσον, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως εμπορικής ή αστικής οφειλής, εφόσον ο οφειλέτης της δεν φέρει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, υπάγεται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου. Ερμηνεία της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κατοικίας με ανώτατο όριο το 85% της εμπορικής της αξίας της, έχοντας τη δυνατότητα να καθορίσει το ανωτέρω ποσό σε μικρότερο από το προκύπτον από το ανωτέρω ποσοστό , δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση «μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό…» αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσοστού, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι, εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μεγαλύτερο του 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του, θα απαλλαγεί του πέραν του 85% ποσού της οφειλής. Μία αντίθετη ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, σύμφωνα με τη ρύθμιση του αρθ. 8 παρ. 5, ακόμα και με μηδενικές καταβολές και, με την παράλληλη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, σε μικρές καταβολές, δυσανάλογες της αξίας της κύριας κατοικίας του, με διατήρηση του περιουσιακού του αυτού στοιχείου. Ταυτόχρονα, οι πιστωτές θα στερούνταν ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη τους για την ικανοποίηση μέρους, έστω, των απαιτήσεών τους, πράγμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, όπως αυτός συνάγεται τόσο από τη διάταξη του αρθρ. 9 παρ. 1 που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και απ’ αυτή του αρθ. 4 παρ. 1 που επιβάλλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών που θα υποβάλει να λαμβάνει υπόψη, με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσία και τα εισοδήματά του. Εξάλλου, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, μ’ αυτόν δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών του, ειδικά, δε, επί διάσωσης της κύριας κατοικίας του, η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και διαδικασίες που δεν θα θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση, εναπόκειται στη βούλησή του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημά του και όχι αυτεπάγγελτα. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του αρθρ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, εφόσον τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη, μετά τις καταβολές της ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2 του ιδίου νόμου, υπερβαίνουν το ποσό του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση, επιβάλλοντάς του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 85%, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον, όμως, τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 85%, θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του οφειλόμενου ποσού. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και τη διάρκεια της σύμβασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η πίστωση στον οφειλέτη, καθορίζει περίοδο τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης της οφειλής, η διάρκεια της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ.2, ο νόμος, στην περίπτωση εξαίρεσης της κύριας κατοικίας, δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών. Γενικά κριτήρια είναι η ηλικία του οφειλέτη, η παρούσα οικονομική του κατάσταση και η προοπτική βελτίωσής της, χωρίς να τυγχάνει, στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ.5 του νόμου, κατά την οποία υπάρχει δυνατότητα ορισμού και μηδενικών καταβολών. Ο οφειλέτης, προκειμένου να διασώσει την κύρια κατοικία του, είναι αναγκασμένος να καταβάλει στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ.2 του νόμου, τις δόσεις που θα ορίσει το Δικαστήριο, έστω και αν έχει ελάχιστα εισοδήματα που μόλις επαρκούν για τη διαβίωσή του. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, να ορίσει κάποια περίοδο χάριτος, κάποια, δηλαδή, χρονική περίοδο, κατά την οποία ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να καταβάλει κανένα ποσό στο πλαίσιο της παραπάνω διάταξης. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, παρόλο που προσδιόρισε την εμπορική αξίας της κύριας κατοικίας της αιτούσας-εφεσίβλητης στο ποσό των 180.000 ευρώ, δέχθηκε ότι το ποσό που πρέπει να καταβληθεί απ’ αυτή για τη διάσωσή της ανέρχεται στο ποσό των 14.400 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 8% επί της παραπάνω αξίας της, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε.

[...] Η έφεση κατά της με αριθμό 6547/2011 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας επί της με αριθμ. καταθ. 2081/2011 αίτησης της αιτούσας και ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρ. 17 ΚΠολΔ, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρ. 4 ν.3994/2011), αφού αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 21-11-2011 (βλ. υπ’ αριθμ. 11176/Δ/2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Π. Δ.) και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 14-12-2011. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφαρμοζομένου του νόμου που ίσχυε κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρ. 14 ν. 3869/2010, 495, 516, 518 παρ.1, 533 παρ.2, 741 ΚΠολΔ ). Με τη με αριθμό κατάθεσης 2081/2011 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής της ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής της προς την καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα, συνολικού ύψους 557.785,04 ευρώ, ζητούσε τη ρύθμιση του χρέους της, με εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010, λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής της κατάστασης και των δυνατοτήτων του συζύγου της, με σκοπό την απαλλαγή της απ’ αυτό. Η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε την αίτηση επαρκώς ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη (άρθρ. 1, 4, 5, 6 παρ.3, 8 και 9 ν. 3869/2010), την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, καθόρισε την επί τετραετία μηνιαία καταβολή της αιτούσας-εφεσίβλητης προς την καθ’ ης-εκκαλούσα στο ποσό των 600 ευρώ, της τετραετίας αρχομένης από την κοινοποίηση στην αιτούσα της εκδοθείσας απόφασης, εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία της αιτούσας και της επέβαλε την υποχρέωση να καταβάλει στην καθ’ ης, για τη διάσωση αυτής, το ποσό των 14.400 ευρώ εντός χρονικού διαστήματος δύο ετών, ήτοι το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως, με έναρξη της καταβολής των μηνιαίων δόσεων από την 20-10-2004, ήτοι τρία έτη μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση και για τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτή, παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό την απόρριψη της κριθείσας μ’ αυτή αίτησης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο οφειλέτης. Ακολούθως, στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζονται οι οφειλές των οποίων δεν επιτρέπεται η ρύθμιση, οι οποίες είναι: α/ αυτές που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου, β/ αυτές που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και γ/ αυτές που προέκυψαν από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ως άνω νόμου.

Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι στη ρύθμιση των οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα. Ποια πρόσωπα έχουν τέτοια ικανότητα ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.1 του ΠτΚ (ν. 3588/2007), κατά το οποίο, πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΕμπΝ, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι, συνεπώς, για τους οποίους, μάλιστα, βάσει του άρθρ. 8 παρ.2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων, ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του, αποκλείονται από την εφαρμογή του νόμου. Έτσι, υπάγονται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου τα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως, επίσης, και πρόσωπα τα οποία ήταν έμποροι, έπαυσαν, όμως, την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους, ενώ, αντίθετα, δεν υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου τα πρόσωπα το οποία, κατά το χρόνο παύσης των πληρωμών, είχαν την εμπορική ιδιότητα. Επιβάλλεται, όμως, να γίνεται διάκριση μεταξύ του εμπορικού χαρακτήρα της πράξης από την κτήση ή μη της εμπορικής ιδιότητας. Επομένως, στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 υπάγονται και οφειλέτες που, μολονότι έχουν ενεργήσει μία αντικειμενικά εμπορική πράξη, εντούτοις δεν αποκτούν την ιδιότητα του εμπόρου. Περαιτέρω, η εγγύηση είναι, καταρχήν, αστική πράξη, αφού παρέχεται χαριστικά για εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος. Αν όμως, αυτή δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη απ’ αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος, που αντλείται από το λόγο για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε αυτή είναι εμπορική πράξη για τον εγγυητή και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 β.δ/τος 2/14-5-1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», διότι συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου, προς το σκοπό απόλαυσης οικονομικού οφέλους. Επομένως, η κατά σύνηθες επάγγελμα παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει σ’ αυτόν που τις παρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, την ιδιότητα του εμπόρου (ΟλομΑΠ 1513/1980, ΑΠ 1692/1998 ΕλλΔνη 1999, σ. 101, ΑΠ 48/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1903/2003 Αρμ 2005, 1056, ΕφΘεσ 1534/1996 Αρμ 1996,1106, ΠΠρΘεσ 7802/1995 Αρμ 1996, 469 ). Συνεπώς, η μεμονωμένη παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση η προσδοκία κτήσης οφέλους, δεν αρκεί για να προσδώσει στον εγγυητή την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι συστηματική και κατά σύνηθες επάγγελμα ( βλ. και ΠΠρΑθ 646/2005, ΠΠρΑθ 739/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 3869/2010, στην προβλεπόμενη απ’ αυτόν διαδικασία ρύθμισης των οφειλών δύναται να υπαχθεί κάθε αστικό χρέος, μπορεί, όμως, να υπαχθεί και κάθε εμπορικό χρέος, αφού, κατά την ανωτέρω διάταξη, εξαιρούνται μόνο τα πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα, ήτοι τα πρόσωπα που φέρουν την εμπορική ιδιότητα, χωρίς να γίνεται καμία διάκριση της φύσης των χρεών τους, ήτοι ακόμα και αν τα χρέη τους είναι αστικά ή θέλουν να υπαγάγουν στην ανωτέρω διαδικασία μόνο αστικά χρέη. Συνεπώς, αφού ο νόμος δεν προέβλεψε το αντίθετο, όπως ρητά έπραξε για την ιδιότητα του οφειλέτη που προτίθεται να υπαχθεί στη διαδικασία, υπόκεινται στη ρύθμιση οποιεσδήποτε απαιτήσεις του μη εμπόρου οφειλέτη, εκτός απ’ αυτές που ρητά εξαιρούνται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ως άνω νόμου (Έτσι, Ιακ. Βενέρης-Θεοδ.Κατσάς: Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, έκδοση Νομικής Βιβλιοθήκης, σ. 89 contra Αθ Κρητικός: Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον ν. 3869/2010, έκδ 2012, σ. 53 παρ.11 ). Η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση πλημμελώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, δεχόμενη ότι η αιτούσα-εφεσίβλητη και η προς ρύθμιση οφειλή της υπάγονται στη διαδικασία ρύθμισης του ν. 3869/2010, ενώ, εάν ερμήνευε και εφάρμοζε σωστά το νόμο, θα έπρεπε να απορρίψει την αίτηση ως νομικά αβάσιμη και να δεχτεί ότι η αιτούσα-εφεσίβλητη εξαιρείται από την εφαρμογή του ανωτέρω νόμου, διότι απέκτησε την ιδιότητα του εμπόρου, αφού εγγυήθηκε, δεχόμενη και την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο της ιδιοκτησίας της, υπέρ του συζύγου της, για τη χρηματοδότησή του από τράπεζα (την εκκαλούσα), προκειμένου αυτός να διευκολυνθεί στις εμπορικές του δραστηριότητες, ως μέλος ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, χρηματοδότηση η οποία δεν θα είχε παρασχεθεί χωρίς τη συμβολή της, είχε, δε, προσδωκόμενο όφελος από τη συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης του συζύγου της, αφού με τα έσοδα απ’ αυτή ο παραπάνω θα συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες και, επιπλέον, γνώριζε πλήρως τον κίνδυνο που αναλάμβανε με την παροχή της εγγύησης. Επίσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, ακόμα και αν η παροχή της ένδικης εγγύησης δεν προσέδωσε στην εφεσίβλητη την ιδιότητα του εμπόρου, η ένδικη οφειλή της δεν δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, διότι η γραμματολογική και τελολογική ερμηνεία του δεν επιτρέπει την υπαγωγή σ’ αυτόν εμπορικών χρεών, όπως είναι το επίδικο. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το γεγονός της άπαξ παροχής εγγύησης από την αιτούσα–εφεσίβλητη για τη χρηματοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας του συζύγου της, έστω και με την τυχόν απόκτηση έμμεσου οφέλους για την ίδια από την επαύξηση της συμμετοχής του στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, δεν είναι ικανό να της προσδώσει την εμπορική ιδιότητα, αφού γι’ αυτό απαιτείται, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η παροχή εγγύησης να γίνεται συστηματικά και κατά σύνηθες επάγγελμα, γεγονός, όμως, που δεν επικαλείται η εκκαλούσα, η οποία, αντίθετα, αναφέρεται σε μία μεμονωμένη πράξη παροχής εγγύησης από την αντίδικό της. Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει ο υπό κρίση λόγος της έφεσης και κατά το σκέλος του με το οποίο αμφισβητείται η δυνατότητα της ένδικης οφειλής να ρυθμιστεί κατά τις διατάξεις του ν. 3689/2010, καθόσον, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως εμπορικής ή αστικής οφειλής, εφόσον ο οφειλέτης της δεν φέρει την ιδιότητα του εμπόρου, όπως, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, υπάγεται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, η οποία κατά το σημείο αυτό αντικαθίσταται ως ανωτέρω, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Στη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 3689/2010 ορίζεται η διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας και προστασίας της κύριας κατοικίας του οφειλέτη και, ειδικότερα, όσον αφορά στη δεύτερη ορίζεται ότι «Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καν χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας δεν είναι τελείως ανώδυνη για τον οφειλέτη, αλλά αυτός αναλαμβάνει μία πρόσθετη υποχρέωση, πέραν αυτής που του επιβάλλεται από το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του άρθρου 8 ν. 3869/2010, η απαλλαγή από τα οποία είναι ανεξάρτητη από την εξυπηρέτηση του πρόσθετου χρέους για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Ειδικότερα, όταν το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της προβλεπόμενης από την ανωτέρω διάταξη ευνοϊκής ρύθμισης, αφού θα μπορούσε να διατάξει, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου, τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας, την εξαιρεί από την εκποίηση, ρυθμίζει την ικανοποίηση των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις ανέρχονται μέχρι το 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας, επιβάλλοντας στον οφειλέτη την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει ποσό ίσο με το 85% της αξίας αυτής. Έτσι, με βάση τη ρύθμιση αυτή, το Δικαστήριο καλείται, ουσιαστικά, να προβεί σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 4ετία του αρθρ. 8 παρ. 2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σ’ αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων των παλαιών χρεών του. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κατοικίας με ανώτατο όριο το 85% της εμπορικής της αξίας της, έχοντας τη δυνατότητα να καθορίσει το ανωτέρω ποσό σε μικρότερο από το προκύπττον από το ανωτέρω ποσοστό ( έτσι: Αθ. Κρητικός, ό.π., σ.217, παρ. 24, Ιακ. Βενιέρης-Θεοδ. Κατσάς , ό.π., σ. 297), δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση «μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό…» αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσοστού, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι, εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μεγαλύτερο του 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του, θα απαλλαγεί του πέραν του 85% ποσού της οφειλής. Μία αντίθετη ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, σύμφωνα με τη ρύθμιση του αρθ. 8 παρ. 5, ακόμα και με μηδενικές καταβολές και, με την παράλληλη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, σε μικρές καταβολές, δυσανάλογες της αξίας της κύριας κατοικίας του, με διατήρηση του περιουσιακού του αυτού στοιχείου. Ταυτόχρονα, οι πιστωτές θα στερούνταν ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη τους για την ικανοποίηση μέρους, έστω, των απαιτήσεών τους, πράγμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, όπως αυτός συνάγεται τόσο από τη διάταξη του αρθρ. 9 παρ. 1 που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και απ’ αυτή του αρθ. 4 παρ. 1 που επιβάλλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών που θα υποβάλει να λαμβάνει υπόψη, με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσία και τα εισοδήματά του.

Εξάλλου, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, μ’ αυτόν δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών του, ειδικά, δε, επί διάσωσης της κύριας κατοικίας του, η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και διαδικασίες που δεν θα θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση, εναπόκειται στη βούλησή του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημά του και όχι αυτεπάγγελτα. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του αρθρ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, εφόσον τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη, μετά τις καταβολές της ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2 του ιδίου νόμου, υπερβαίνουν το ποσό του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση, επιβάλλοντάς του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 85%, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον, όμως, τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 85%, θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του οφειλόμενου ποσού. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και τη διάρκεια της σύμβασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η πίστωση στον οφειλέτη, καθορίζει περίοδο τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης της οφειλής, η διάρκεια της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ.2, ο νόμος, στην περίπτωση εξαίρεσης της κύριας κατοικίας, δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών. Γενικά κριτήρια είναι η ηλικία του οφειλέτη, η παρούσα οικονομική του κατάσταση και η προοπτική βελτίωσής της, χωρίς να τυγχάνει, στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ.5 του νόμου, κατά την οποία υπάρχει δυνατότητα ορισμού και μηδενικών καταβολών. Ο οφειλέτης, προκειμένου να διασώσει την κύρια κατοικία του, είναι αναγκασμένος να καταβάλει στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ.2 του νόμου, τις δόσεις που θα ορίσει το Δικαστήριο, έστω και αν έχει ελάχιστα εισοδήματα που μόλις επαρκούν για τη διαβίωσή του. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, να ορίσει κάποια περίοδο χάριτος, κάποια, δηλαδή, χρονική περίοδο, κατά την οποία ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να καταβάλει κανένα ποσό στο πλαίσιο της παραπάνω διάταξης. Για τη χορήγηση της περιόδου χάριτος δεν απαιτείται αίτημα του οφειλέτη, η διάρκειά της, δε, δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά επαφίεται στην εύλογη κρίση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, η εμπορική αξία της κύριας κατοικίας αποτιμάται από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που εφαρμόζεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση της Εφορίας ως προς την αξία του ακινήτου, την περιοχή στην οποία βρίσκεται, την παλαιότητά του και άλλα χαρακτηριστικά του, τα οποία προσδίδουν ή αφαιρούν αξία, χωρίς να δεσμεύεται από την αντικειμενική της αξία, ήτοι δυνάμενο να εκτιμήσει την εμπορική αξία σε ποσό μικρότερο αυτής ( Contra: Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Αρμ 2010. σ. 1474 ). Με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι η αιτούσα-εφεσίβλητη γεννήθηκε το έτος 1927, είναι παντρεμένη με τον Β. Φ., ηλικίας σήμερα 80 ετών, με ενήλικο και έγγαμο τέκνο, ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της ουδέποτε εργαζόταν και συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες με την προσφορά των υπηρεσιών της στον οίκο, τις οποίες εξακολουθεί να προσφέρει μέχρι σήμερα, λαμβανομένου υπόψη ότι, παρά την προχωρημένη ηλικία της, δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας, το οποίο να επηρεάζει την εν λόγω ενασχόλησή της, ότι η προσφορά της εκτιμάται στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως, ότι ο σύζυγός της είναι συνταξιούχος και λαμβάνει ως σύνταξη μηνιαίως το ποσό των 1.522,25 ευρώ και πέραν αυτής δεν έχει κάποιο επιπλέον εισόδημα, καθότι τα μισθώματα από τα δύο διαμερίσματά του, αφού το τρίτο δεν μισθώνεται, τα εισπράττει η ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ, η οποία έχει επισπεύσει την κατάσχεσή τους, ότι οι οικογενειακές τους δαπάνες περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών τους αναγκών, καθόσον δεν βαρύνονται με τη διατροφή τέκνων, ότι το έτος 2006, η αιτούσα, προκειμένου να λάβει η εταιρία «Θ. Σ.-Β. Φ. και Σία ΕΕ», στην οποία συμμετείχε ο σύζυγός της, δάνειο από την καθ’ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα, ύψους 100.000 ευρώ, εγγυήθηκε για την εκπλήρωση της καταρτισθείσας σύμβασης πίστωσης και αποδέχθηκε να εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για ποσό 350.000 ευρώ υπέρ της καθ’ ης στο διαμέρισμα που χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία αυτής και του συζύγου της, όπως αυτό περιγράφεται στην απόφαση, ότι, επειδή η ανωτέρω εταιρία κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή των δόσεων του παραπάνω δανείου και η αιτούσα και ήδη εφεσιβλητη δεν κατέβαλε τις δόσεις, η καθ’ ης προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση της κύριας κατοικίας της, για ποσό 270.000 ευρώ, με αριθμό και ημερομηνία καταχώρισης στο Κτηματολογικό Γραφείο Καλαμαριάς 619/20-1-2009 και ορίστηκε πλειστηριασμός, ο οποίος εκκρεμεί. Ακολούθως, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η ρύθμιση του χρέους της καθ’ ης θα γίνει με μηνιαίες καταβολές της προς την καθ’ ης, τις οποίας καθόρισε στο ποσό των 600 ευρώ, επί μία τετραετία, η οποία θα αρχίζει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτή της απόφασης, ήτοι με καταβολές συνολικού ποσού 28.800 ευρώ, ενώ, η ικανοποίηση της υπόλοιπης απαίτησης της καθ’ ης θα γίνει με περαιτέρω καταβολές προς διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας. Το ανωτέρω κεφάλαιο και διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση του περιεχομένου της αίτησης, των εκατέρωθεν προβαλλομένων ισχυρισμών των διαδίκων, των εγγράφων που προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της αιτούσας-εφεσίβλητης, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά της συζήτησης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα-εφεσίβλητη είναι κυρία ενός διαμερίσματος που βρίσκεται στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, στη διασταύρωση των οδών .... και .... αριθμ. ..., εμβαδού 138 τ.μ. μικτών και καθαρών 117,54 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής στο οικόπεδο 6,916% εξ αδιαιρέτου, με ΚΑΕΚ ......./.../..... του κτηματολογικού γραφείου Καλαμαριάς, το οποίο περιήλθε σ’ αυτή δυνάμει του υπ’ αριθμ. 50352/21-12-1992 συμβολαίου αγοράς του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δ. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο .... και με αριθμό ..... Το παραπάνω διαμέρισμα αποτελεί την κύρια κατοικία της εφεσίβλητης και του συζύγου της και η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 212.264,90 ευρώ. Η εμπορική του αξία, με βάση τις ιδιότητες του ακινήτου, ήτοι την παλαιότητά του, την περιοχή και τον όροφο στον οποίο βρίσκεται, αλλά και τις σημερινές δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες, με τη γνωστή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σημαντική πτώση της αγοραίας αξίας των ακινήτων, λόγω της ελάχιστης ζήτησής τους, προσδιορίζεται στο ποσό των 180.000 ευρώ, όπως ορθά εκτίμησε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης της εκκαλούσας. Αφού, λοιπόν, η αντικειμενική αξία του ακινήτου δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού για έγγαμο (το τέκνο της αιτούσας-εφεσίβλητης είναι ενήλικο) που ανέρχεται στο ποσό των 250.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50%, είναι δυνατή η εξαίρεσή του, ως κύριας κατοικίας, από την εκποίηση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης-εκκαλούσα, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτριας και της αιτούσας-εφεσίβλητης από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση πίστωσης και εγγύησης, αντίστοιχα, πέτυχε την έκδοση σε βάρος της τελευταίας της υπ’ αριθμ. 32134/2008 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αντίγραφο εξ απογράφου της οποίας με επιταγή προς πληρωμή επέδωσε στην αιτούσα-εφεσίβλητη, με την οποία αυτή επιτάχθηκε να καταβάλει στην πιστούχο τράπεζα για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 400.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ήδη, δε, η ληξιπρόθεσμη οφειλή της προς την πιστούχο τράπεζα, της οποίας ζητήθηκε η ρύθμιση, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 557.785,04 ευρώ.

Συνεπώς, μετά τη ρύθμιση της οφειλής στην οποία προέβη η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μη προσβαλλόμενο με την κρινόμενη έφεση κεφάλαιό της, παραμένει ανεξόφλητη οφειλή της καθ’ ης η αίτηση-εκκαλούσας ύψους 528.985,04 ευρώ, η ικανοποίηση της οποίας πρέπει να γίνει με περαιτέρω καταβολές, προς διάσωση της κύριας κατοικίας της οφειλέτριας, μέχρι το ποσό που αντιστοιχεί στο 85% της, κατά τα ανωτέρω, εμπορικής της αξίας, ήτοι μέχρι το ποσό των 153.000 ευρώ, το οποίο είναι μικρότερο του υπολοίπου της ένδικης οφειλής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, παρόλο που προσδιόρισε την εμπορική αξίας της κύριας κατοικίας της αιτούσας-εφεσίβλητης στο ποσό των 180.000 ευρώ, δέχθηκε ότι το ποσό που πρέπει να καταβληθεί απ’ αυτή για τη διάσωσή της ανέρχεται στο ποσό των 14.400 ευρώ, ήτοι σε ποσοστό 8% επί της παραπάνω αξίας της, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο σχετικός τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τις σχετικές διατάξεις της και να κρατηθεί η υπόθεση προς κατ’ ουσία έρευνα από το Δικαστήριο αυτό, κατά την ίδια διαδικασία. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της αιτούσας-εφεσίβλητης, την προχωρημένη ηλικία της (85 ετών σήμερα) και την εν γένει καλή κατάσταση της υγείας της, η αποπληρωμή του ποσού των 153.000 ευρώ θα ξεκινήσει τρία έτη μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα πραγματοποιηθεί εντόκως, με μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς ανατοκισμό, η διάρκεια, δε, τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ανωτέρω ποσού πρέπει να οριστεί στα δέκα έτη. Συνεπώς, η μηνιαία δόση που θα καταβάλλει η αιτούσα στα πλαίσια της ανωτέρω ρύθμισης ανέρχεται στο ποσό των 1.275 ευρώ, οι, δε, μηνιαίες δόσεις θα αρχίσουν μετά την παρέλευση τριών ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής. Συνεπώς, η αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.6 του ν. 3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμό 6547/2011 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά τη διάταξή της με την οποία επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει στην καθ’ ης για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση το ποσό των 14.400 ευρώ, σε μηνιαίες δόσεις, ύψους 600 ευρώ και διάρκειας δύο ετών, αρχής γενομένης από την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης. ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει τη με αριθμό κατάθεσης 2081/2011 αίτηση. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση. ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, δηλαδή το διαμέρισμα, εμβαδού 138 τ.μ. μικτών, 117,54 τ.μ. καθαρών, το οποίο βρίσκεται στον πέμπτο όροφο της επί της οδού ...... και ....... αριθμ. .... οικοδομής, στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει στην καθ’ ης για τη διάσωση της παραπάνω κατοικίας το ποσό των εκατόν πενήντα τριών χιλιάδων (153.000,00) ευρώ, που θα καταβληθεί σε μηνιαίες δόσεις ποσού χιλίων διακοσίων εβδομήντα πέντε (1.275,00) ευρώ, με έναρξη των μηνιαίων δόσεων μετά την παρέλευση τριετίας από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, οι οποίες θα διαρκέσουν επί δέκα (10) έτη, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

πηγή: dsanet.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.