Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Απόρριψη αίτησης αναστολής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης - Αντιδιαστολή της αίτησης αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 938 ΚΠολΔ και της αίτησης του άρθρου 4 του νόμου 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, αριθμός απόφασης 616/2011)
Περίληψη: Αίτηση αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος για αναγκαστική εκτέλεση - Αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον νόμο για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Εξαίρεση κύριας κατοικίας - Έκδοση διαταγής πληρωμής - Εκτύπωση αποσπάσματος βιβλίων τράπεζας - Σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού - Τέλος χαρτοσήμου. Απόρριψη αίτησης αναστολής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Αντιδιαστολή της αίτησης αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 938 ΚΠολΔ και της αίτησης του άρθρου 4 του νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Απόρριψη λόγου ανακοπής με τον οποίο οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι είναι καταχρηστική η επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος της περιγραφόμενης στην αίτηση τους ακίνητης περιουσίας τους, διότι εκτίθεται με τις ανακοπτόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης η πρώτη κατοικία τους. Δεν προέκυψε κατάθεση αιτήσεως των αιτούντων για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, ούτε η εκκίνηση της διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού ώστε να έχει εφαρμογή ο εν λόγω νόμος και η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 αυτού που αφορά την προστασία της κύριας κατοικίας. Στην περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει στα χέρια της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται βεβαίωση της ακρίβειας από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου. Κατάργηση των διατάξεων που προέβλεπαν την επιβολή τέλους χαρτοσήμου επί των συμβάσεων παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των παρεπόμενων αυτών συμβάσεων εγγυήσεως. Κατάργηση των διατάξεων προέβλεπαν τις διατυπώσεις για τη νόμιμη διαγραφή και ακύρωση του κινητού επισήματος, που είχε επικολληθεί στο έγγραφο των συμβάσεων.
[...] 1. Οι αιτούντες ζητούν με τη κρινόμενη αίτηση τους να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της υπ' αριθμόν 3071/2011 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και της υπ' αριθμόν 3072/2011 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαμίας Βασιλικής Φούρκα, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της εκτέλεσης, σύμφωνα με το αρ. 938 ΚΠολΔ για τους λόγους που αναφέρει σ αυτήν (ανακοπή), οι οποίοι αφορούν την απαίτηση και την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με την εν λόγω ανακοπή, επιδιώκεται η ακύρωση της ανακοπτόμενης εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως και της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης. Η ανακοπή, ως αφορώσα την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ασκήθηκε παραδεκτά, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 β ΚΠΟΛΔ. Η ένδικη αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν δικαστήριο προς εκδίκαση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρ. 686 επ., 938 παρ. 2, 584,933 παρ. 2 ΚΠολΔ). Είναι παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις των αρθρ. 933 και 938 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ ουσία. 2.Κατά το αρ. 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/95, ΟλΑΠ 62/90). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 312/2002 ΕλλΔ 44, 143), Από τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ, 116, 933 του ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος προκύπτει, ότι η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται και στην αίτηση κάθε δικαιώματος που απορρέει από διατάξεις του δικονομικού δικαίου, συνακόλουθα δε και στο δικαίωμα του δανειστή όπως επιτύχει με αναγκαστική εκτέλεση την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, όταν η εκτέλεση αυτή επισπεύδεται με τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Περαιτέρω, σύμφωνα μ ε το άρθρο Ι παρ.1 του Ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Κατά συνέπεσα καθίσταται σαφές ρητά και κατηγορηματικά, ότι ο νόμος αυτός αφορά μη εμπόρους φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα και της προέλευσης του χρέους. Εννοείται βέβαια ότι χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα, που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα, μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του ως άνω νόμου (βλ. σχετ. Δημήτρη Μάκρη, ερμηνεία του Ν.3869/2010, εκδ. 2010, σελ. 18). Προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με όλους τους πιστωτές του και η αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο (άρθρο 2 παρ. 1). Αν η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού αποτύχει, ο φορέας ή ο δικηγόρος που βοήθησε την προσπάθεια συντάσσει βεβαίωση, στην οποία διαπιστώνεται η αποτυχία της προσπάθειας εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αν, όμως, επιτευχθεί με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών εξωδικαστικός συμβιβασμός, συντάσσεται σχετικό πρακτικό, το οποίο αποτελεί τίτλο εκτελεστό από την επικύρωση του από τον αρμόδιο Ειρηνοδίκη (άρθρο 2 παρ. 2).
Περαιτέρω, σύμφωνα με οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παραπάνω νόμου, για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμοδίου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου), η οποία περιέχει α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Ωστόσο η υποβολή της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση, ενώ η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 6 παρ. 1). Η ειδικότητα του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος, που δεν συνδέεται με ελαττώματα του τίτλου, της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και της απαίτησης, έχει ως συνέπεια ότι δεν επηρεάζεται από την υποβολή του, η πορεία τυχόν ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ και αίτησης αναστολής του άρθρου 938 Κ.Πολ.Δ, καθώς η νομική του βάση είναι εντελώς διαφορετική. Εάν όμως έχει ήδη προηγηθεί η χορήγηση αναστολής του άρθρου 938 Κ.Πολ.Δ, τότε προδήλως η αίτηση του άρθρου 6 του παραπάνω νόμου καθίσταται άνευ αντικειμένου και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επίσης, η αίτηση για αναστολή του άρθρου 6 προδήλως στρέφεται κατά των πιστωτών στους οποίους έχει κοινοποιηθεί η αίτηση του άρθρου 4, η τελευταία δε αυτή κοινοποίηση είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης του άρθρου 6. Έτσι, δεν είναι νοητό να ασκηθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που να ζητεί την αναστολή με την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης μίας αίτησης που ακόμη δεν έχει κοινοποιηθεί (βλ.σχετ. Δ. Μάκρη, ό.π, σελ. 96, Μον. Πρωτ. Βόλου 2202/2010, και Μον.Πρωτ.ΑΘ. 1795/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). 3. Με το πρώτο λόγο της αίτησής τους, στο δικόγραφο της οποίας έχει ενσωματωθεί αυτούσια η ανακοπή, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι είναι καταχρηστική η επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος της περιγραφόμενης στην αίτηση τους ακίνητης περιουσίας τους, διότι εκτίθεται με τις ανακοπτόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης η πρώτη κατοικία τους. 4. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάσθηκε με την επιμέλεια των αιτούντων και τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμόν 269006307/22-5-2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου η καθ' ης χορήγησε στο πρώτο των αιτούντων δάνειο ποσού 1.150.000 ευρώ. Στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτη των αιτούντων. Κατόπιν αιτήσεως της καθ' ης εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 163/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας για ποσό 1.329.610,90 ευρώ, αντίγραφο δε από το απόγραφο της οποίας με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους αιτούντες, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμόν 1439, 1441, 1443 και 1437 Γ731-3-2010 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαμίας .... Η παραπάνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε δεύτερη φορά στους αιτούντες, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς 1562, 1564, 1566 και 1568 Γ/26-4-2010 εκθέσεις επιδόσεως της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας. Με επίσπευση του ΙΚΑ-ΤΈΑΜ και σύμφωνα με το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 3422/8-12-2009 πρόγραμμα πλειστηριασμού του Διευθυντή του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ Στυλίδας Φθιώτιδας εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 3-2-2010 ένα οικόπεδο εμβαδού 175,19 τ.μ, που βρίσκεται στη πόλη της Στυλίδας μετά της εντός αυτού διώροφης οικοδομής. Με το υπ' αριθμόν 346/18-2-2010 πρώτο επαναληπτικό πρόγραμμα της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας ..., ορίστηκε ως ημέρα πλειστηριασμού η 21-4-2010, οπότε και διενεργήθηκε αυτός, με επιτευχθέν πλειστηρίασμα 480.100 ευρώ και κατακυρώθηκε το εκπλειστηριαζόμενο ακίνητο στη καθ' ης. Με επίσπευση της τελευταίας και σύμφωνα με την υπ' αριθμόν 1048/2-3-2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 13-4-2011 μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία και πιο συγκεκριμένα το με στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου, ευρισκομένου σε πολυώροφη οικοδομή στην Λθήνα στη θέση «ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ», με επιτευχθέν πλειστηρίασμα 105.000 ευρώ και κατακυρώθηκε στη καθ' ης. Με βάση όλα τα παραπάνω η απαίτηση της καθ' ης κατά των αιτούντων ανέρχεται σε 744.510,90 ευρώ, οπότε δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 40 του Ν. 3858/2010, η οποία ορίζει ότι αναστέλλονται οι πλειστηριασμοί, οι οποίοι επισπεύδονται για την ικανοποίηση απαιτήσεων που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 200.000 ευρώ, από πιστωτικά ιδρύματα, από 1-1-2011 έως 30-6-2011. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, προκειμένου να υποβάλλει οφειλέτης αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, που είναι το Ειρηνοδικείο, θα πρέπει αρχικά να έχει καταβάλει προσπάθεια επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με όλους τους πιστωτές του, αλλά και η προσπάθεια αυτή να έχει αποβεί άκαρπη. ’λλωστε, για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης θα πρέπει να καταθέσει στη γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 4 παρ.1 Ν.3869/2010). Η κατάθεση όμως της αιτήσεως αυτή καθ' εαυτή δεν επιφέρει από μόνη της αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη.
Αντιθέτως, μετά την υποβολή της αιτήσεως ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά του οφειλέτη, η δε αναστολή χορηγείται εφόσον πιθανολογείται ουσιωδώς βλάβη από την εκτέλεση αλλά και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση (άρθρ 6 παρ. 1 Ν.3869/2010). Στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προέκυψε η κατάθεση αιτήσεως των αιτούντων για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, ούτε επίσης η εκκίνηση της διαδικασίας εξωδικαστικού συμβιβασμού. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες δεν υπάγονται στη ρύθμιση του Ν.3869/2010 και κατ' επέκταση η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του παραπάνω νόμου, η οποία αφορά τη προστασία της κύριας κατοικίας δεν έχει εφαρμογή στην ερευνώμενη υπόθεση και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. 5.Κατά το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 623 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, στην απαίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Περαιτέρω, στη περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει στα χέρια της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στη περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται βεβαίωση της ακρίβειας από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 1022/2003, 1117/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας κυρωμένο αντίγραφο από το πρωτότυπο θα πρέπει να υπάρχει 1) στο φωτοτυπημένο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτυπώσεως και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί σε φωτοτυπία και 2) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (Α.Π 1094/2006, 902/2006, Μον.Πρωτ.ΑΘ. 1252/2008,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). 6. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους οι αιτούντες-ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι ακύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, διότι τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας-καθ' ης με επικύρωση από δικηγόρο δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο ύπαρξης της απαίτησης της τελευταίας. 7. Αναφορικά με τον παραπάνω λόγο από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τον υπ' αριθμόν 5.5 σαφή όρο της σύμβασης στεγαστικού δανείου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων αναφέρεται: «οποιαδήποτε επίσημη βεβαίωση της τράπεζας σχετική με το δάνειο καθώς και τα αποσπάσματα ή μηχανογραφικά αντίγραφα από τα βιβλία της δανείστριας τράπεζας, νόμιμα επικυρωμένα από τα αρμόδια προς τούτο πρόσωπα, που εμφανίζουν τις χρεοπιστώσεις, το χρεωστικό υπόλοιπο και τη κίνηση του λογαριασμού που τηρείται κατά τη διάρκεια του δανείου καθώς και μετά την καταγγελία αυτού, αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης ανταπόδειξης, των απαιτήσεων της δανείστριας τράπεζας έναντι αυτών και οποιουδήποτε τρίτου και έγγραφα κατάλληλα για την έκδοση διαταγής πληρωμής......» Το συνημμένο στην αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής απόσπασμα των βιβλίων της καθ' ης, τα οποία βιβλία τηρούνται μηχανογραφικώς, έχει εξαχθεί από την καθ' ης, επί του οποίου βεβαιώνεται η γνήσια εκτύπωση αυτού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και επέχει ως εκ τούτου θέση πρωτοτύπου. Συνεπώς δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, όπως διατείνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτούντες. Σε κάθε περίπτωση φωτοτυπικό αντίγραφο αυτού του αποσπάσματος από τα βιβλία της τράπεζας που τηρούνται μηχανογραφικός, εξηγμένο από τη τράπεζα, επί του οποίου βεβαιώνεται η γνήσια εκτύπωση του, από αυτούς που έχουν νόμιμο δικαίωμα, υπαλλήλους της τράπεζας, βεβαίωσε και επικύρωσε νόμιμα ο υπογράφων την αίτηση πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ' ης, προκειμένου ο τελευταίος να προσκομίσει αυτό ως σχετικό έγγραφο, προκειμένου να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής. δ. Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 γ ΚΝΤΧ κάθε «τρεχούμενος δοσοληπτικός λογαριασμός», δηλαδή κάθε αλληλόχρεος λογαριασμός που κινείται από διάφορες αιτίες με χρεοπιστώσεις μεταξύ δύο προσώπων που τελούν ως προς κάθε καταχωριζόμενη στο λογαριασμό πράξη, σε αντίστοιχη εναλλασσόμενη, εκάστοτε, θέση δανειστή και οφειλέτη, αλλά μόνο ο «τρεχούμενος δοσοληπτικός λογαριασμός» που έχει ως αιτία δανειακή σύμβαση, δηλαδή αυτός που εμφανίζει κίνηση σύμβασης δανείου (ΣτΕ 2911/1993 ΕτρΑξΧρΔ 1995.53). Και για την υποβολή σε τέλος χαρτοσήμου απαιτείται όπως οι σχετικές εγγραφές στα βιβλία του επιτηδευματία να περιέχουν τα εκάστοτε στοιχεία, ώστε από τις εγγραφές αυτές και μόνο να προκύπτει η συνομολόγηση του δανείου, χωρίς να επιτρέπεται πάντως να συναχθεί η συνομολόγηση τέτοιας σύμβασης από εγγραφή που αναφέρεται σε άλλες έννομες σχέσεις. Έτσι, εφόσον η τραπεζική σύμβαση παροχής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό υποβλήθηκε στο νόμιμο αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, που καλύπτει και την παρεχόμενη εγγύηση με το ίδιο έγγραφο, δεν υποβάλλεται σε αναλογικό τέλος το αποδεικτικό της κίνησης του λογαριασμού, ενώ υπόκειται σε πάγιο τέλος κατά τη θεώρηση από τη φορολογική αρχή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο δ παρ. 16 του Ν. 1882/1990 ορίζεται: «....συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ των επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή, πρέπει να θεωρηθούν από την αρμόδια Δ.Ο. Υ μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία καταρτίσεως, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.......». Από την υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 1055500/4600/000941/26-7-1990 ερμηνευτική εγκύκλιο του παραπάνω νόμου από το Υπουργείο Οικονομικών προκύπτει ότι δεν υπόκεινται στη παραπάνω θεώρηση συμφωνητικά που καταρτίσθηκαν μεταξύ ιδιωτών ή από επιτηδευματίες με το Δημόσιο, τις τράπεζες κ.λ.π για το λόγο ότι τα αποτελέσματα των συμφωνητικών αυτών παρακολουθούνται και ελέγχονται με άλλες διαδικασίες. Η διάταξη λοιπόν του άρθρου 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990 στα πλαίσια των μέτρων που ο προαναφερόμενος νόμος θεσπίζει για την περιστολή της φοροδιαφυγής, υποχρεώνει τους επιτηδευματίες που συναλλάσσονται μεταξύ τους ή με τρίτους να υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ για θεώρηση τα συμφωνητικά που αφορούν τέτοιες συναλλαγές, προκειμένου τα προερχόμενα από αυτές εισοδήματα, στον προσδιορισμό των οποίων αποβλέπει, να μη διαφεύγουν από την προβλεπόμενη φορολογία. Αυτό προκύπτει, όχι μόνο από τη γραμματική διατύπωση της προαναφερθείσας διάταξης, αλλά και από τον υπότιτλο του άρθρου στο οποίο είναι ενταγμένη αυτή («Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών»). Διορθωτική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης επιχείρησε η Εγκύκλιος του Υπουργού Οικονομικών με αριθμό 1055500/4600/009 Α/ ΠΟΛ. 1165/26-7-1990, με την οποία εξαιρέθηκαν από την υποχρέωση θεώρησης τα συμφωνητικά μεταξύ ιδιωτών ή επιτηδευματιών με το Δημόσιο, τις τράπεζες, τους οργανισμούς, τις επιχειρήσεις δημοσίου τομέα, Δήμους και τις Κοινότητες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται πιστωτικές κάρτες. ’λλωστε σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 και 3 του Ν.2386/1996 : «...2. Στη παράγραφο 16 του άρθρου 8 του Ν. 1882/1990 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, το οποίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παρ. 6 του Ν.2682/1999, που ορίζει: «Κατ' εξαίρεση, δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου που καταρτίζονται από επιδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο, τις τράπεζες, τους οργανισμούς, τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τους Δήμους και τις Κοινότητες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις που εκδίδουν κάρτες συναλλαγών και τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν. 1665/1986.». 3. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 23 Μαρτίου 1990»....».
Άλλωστε από τα άρθρα 623,624,626 παρ. 2,628 παρ. 1 και 629 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι βασική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η ύπαρξη απαιτήσεως που αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει συνταχθεί με νόμιμο αποδεικτικό τρόπο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 16 εδ. α-β του Ν. 1676/1986, που άρχισε να ισχύει, κατ' άρθρο 48 αυτού, από 1 Ιανουαρίου 1987, «....από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή τέλους χαρτοσήμου στις συμβάσεις και τα παρεπόμενα σύμφωνα των συμβάσεων που προβλέπουν το άρθρο 7 περιπτ. α του ίδιου νόμου...», με το οποίο ορίζεται ότι «αντικείμενο του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 6, είναι, οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, πλην των ενέγγυων πιστώσεων, που παρέχονται από τις ημεδαπές τράπεζες, που λιτουργούν σύμφωνα με ης διατάξεις του Ν. 5076/1931». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 και 3 του Ν. 2157/1993 ορίζεται ότι ο ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α' του άρθρου 7 του Ν. 1676/1986 και στα παρεπόμενα αυτών σύμφωνα δεν επιβάλλεται ούτε τέλος χαρτοσήμου (παρ. 3)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από 1-1-1987 καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1 Β και 15 παρ. 8 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου (Π.Δ 28/28 Ιουλίου 1931) που προέβλεπαν την επιβολή τέλους χαρτοσήμου (αναλογικού ή πάγιου) επί των συμβάσεων παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των παρεπόμενων αυτών συμβάσεων εγγυήσεως, καθώς επίσης καταργήθηκαν και οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ίδιου Κώδικα που προέβλεπαν τις διατυπώσεις για τη νόμιμη διαγραφή και ακύρωση του κινητού επισήματος, που είχε επικολληθεί στο έγγραφο των συμβάσεων (Α.Π 699/2000, 1667/1995, ΣτΕ 3929/1996), η μη τήρηση των οποίων είχε ως συνέπεια, κατ' άρθρα 49 και 62 ΚΤΧ, να θεωρείται κατ' αμάχητο τεκμήριο ότι η σήμανση δεν έγινε και το έγγραφο να θεωρείται ότι συντάχθηκε από την αρχή σε απλό χαρτί, που δεν αποτελούσε αποδεικτικό μέσο (Α.Π 562/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»). 9.Με το τρίτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής τους οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα για να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής με βάση τη σύμβαση δανείου μεταξύ των διαδίκων δεν είχαν υποβληθεί σε τέλος χαρτοσήμου και κατά συνέπεια ακύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Ο ανωτέρω λόγος δεν είναι νόμιμος, σύμφωνα με όλα αμέσως παραπάνω αναφέρθηκαν στη σχετική νομική σκέψη, δεδομένου ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εμπίπτουν στη κατηγορία των εγγράφων που υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου. 10. Με βάση όλα τα παραπάνω δεδομένα δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναστολής. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εύλογης αμφιβολίας των αιτούντων για την έκβαση της δίκης, ενόψει της δυσχέρειας ερμηνείας των διατάξεων που προαναφέρθηκαν (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση. ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
πηγή: dsanet.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα