Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος 3869/2010, νόμος Κατσέλη) - Εργολάβος οικοδομικών εργασιών που παρέχει αυτοπρόσωπη εργασία υπάγεται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου και δεν είναι έμπορος αν δεν χρησιμοποιεί εργατοτεχνικό προσωπικό και πρώτες ύλες, επί των οποίων συστηματικώς κερδοσκοπεί (Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας, αριθμός απόφασης 745/2011)
Περίληψη: Τράπεζες - Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Προϋποθέσεις για υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010. Από τη διαδικασία του νόμου αποκλείονται οι έχοντες πτωχευτική ικανότητα δηλαδή εμπορική ιδιότητα. Η κατασκευή οικοδομών είναι εμπορική πράξη. Ωστόσο, ο εργολάβος οικοδομικών εργασιών που παρέχει αυτοπρόσωπη εργασία υπάγεται στη ρύθμιση του ανωτέρω νόμου και δεν είναι έμπορος αν δεν χρησιμοποιεί εργατοτεχνικό προσωπικό και πρώτες ύλες, επί των οποίων συστηματικώς κερδοσκοπεί. Εξαιρούνται από την υπαγωγή οι απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Η απαίτηση από ακάλυπτες επιταγές δεν εξαιρείται καθώς δεν είναι χρέος που πηγάζει από αδικοπραξία που τελέστηκε με δόλο, ενόψει, του ότι η ένδικη αξίωση της τράπεζας προέρχεται από τις διατάξεις του νόμου περί επιταγής και όχι από τις σαφώς διακεκριμένες και αυτοτελείς διατάξεις περί αδικοπραξιών. Το δικαίωμα του οφειλέτη να κάνει χρήση του παραπάνω νόμου αποτελεί λόγο ανακοπής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του.
[...] Κατά τη διάταξη του αρ. 938 § 1 ΚΠολΔ, για τη χορήγηση της αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτείται συμπλεκτικώς η συνδρομή τριών αυτοτελών προϋποθέσεων, ήτοι: α) η προηγούμενη ή σύγχρονη με την υποβολή της σχετικής αιτήσεως άσκηση της κατ' αρ. 933 ΚΠολΔ ανακοπής (βλ. ΕφΑΘ 1219/1993 ΑρχΝ 1993, 686, ΕφΑΘ 1475/1990 ΕλλΔ 33, 613), η οποία αποτελεί περίπτωση ανακοπής των αρ. 583 επ. ΚΠολΔ, ήτοι ένδικο βοήθημα (βλ. ΑΠ 1470/2005 Νόμος), το οποίο ασκείται κατά τις περί ασκήσεως της αγωγής διατάξεις (αρ. 585 § Ι ΚΠολΔ) και επομένως, ως άσκηση της νοείται, η κατάθεση και η επίδοση της στον αντίδικο, εντός των προθεσμιών του αρ. 934 ΚΠολΔ, με την οποία (επίδοση) και ολοκληρώνεται (ΣχεδΠολΔ VII1/129, ΕφΠειρ 449/2002 ΠειρΝ 2002, 123, ΕφΑΘ 1541/2000 ΕλλΔ 42, 130, ΕφΑΘ 11081/1996 ΕλλΔ 38, 1630, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ τ. Ε', αρ. 938, αριθμ. 42 και 71, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 1980, σ. 473), β) η πιθανολόγηση του παραδεκτού αυτής και της βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου της (βλ. Νικολόπουλο, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Π, αρ. 938, αριθμ. 2, σ. 1805) και γ) η πιθανολόγηση ότι η αναγκαστική εκτέλεση, που είναι ακόμη εκκρεμής, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα (βλ. ΕφΑΘ 5402/1993 ΑρχΝ 1994, 308, ΕφΑθ 408/1986 ΝοΒ 34, 869). Η πιθανολόγηση ανεπανόρθωτης βλάβης από την ενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως δεν ταυτίζεται ουσιαστικώς με την προϋπόθεση της βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής, αλλά έχει την έννοια της βλάβης που επέρχεται με την ενέργεια της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία, με την ανατροπή στη συνέχεια της αναγκαστικής εκτελέσεως, δεν αποκαθίσταται (βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., αριθμ. 45, σ. 493, ΜονΠρΙωαν 744/2010 ΤρΝομΠλ Νόμος, ΜονΠρθεσ 21387/2002 Αρμ 2003, 79). Από τη διάταξη της § 4 εδ. α' του αρ. 938 προκύπτει ότι το ανώτατο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ισχύει η χορηγηθείσα αναστολή εκτείνεται έως τη δημοσίευση της επί της ανακοπής οριστικής απόφασης (βλ. ΕφΘεσσ 62/1991, ΕλλΔ 34, 363, ΕφΘεσσ 23337 1989, Αρμ 1989, 900, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ τ. Ε' αρ. 938, αριθμ. 52, 77. Γέσιου - Φάλτση, το Δίκαιο της Αναγκαστικής εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, παρ. 43, αριθμ. 48, σελ. 818-819). Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου εκτείνεται έως το άνω χρονικό διάστημα και συνεπώς το δικαστήριο μπορεί να ορίσει μικρότερο χρονικό διάστημα αναστολής (βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., ΜονΠρΙωαν 744/2010 ΤρΝομΠλ Νόμος).
Κατά τη διάταξη του αρ. 1 του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του αρ. 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του αρ. 4 του παρόντος νόμου και β) που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. 3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά». [...] Περαιτέρω κατά τη διάταξη του αρ. 9 του ιδίου νόμου, ορίζεται η διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας και προστασίας της κύριας κατοικίας και ειδικότερα: «1. Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. [...] Ενόψει των ανωτέρω, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Κατά συνέπεια, καθίσταται πλέον σαφές ότι ο νόμος αυτός αφορά σε μη εμπόρους φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως του χαρακτήρα και της προέλευσης του χρέους, με την έννοια ότι χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα, που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα, μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του ως άνω νόμου (βλ. σχ. Μάκρη Α., Κατ' άρθρο ερμηνεία του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2010, σελ, 18, ΜονΠρΑθ 1795/2011 ό.π.). Τα φυσικά πρόσωπα που υπάγονται στο νόμο μπορούν να ασκούν οικονομική δραστηριότητα, επαγγελματική ή επιχειρηματική, εφόσον δεν τους προσδίδει την εμπορική ιδιότητα και δεν υπόκεινται, σε πτώχευση, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Πτωχευτικό Κώδικα (αρ. 2 παρ. 1), έστω και αν ασκούν πράξεις εμπορικές ως παρεπόμενες όμως ενός αστικού επαγγέλματος. Ανεξάρτητα δε από το ζήτημα εάν οι πράξεις των αρ. 2 και 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 «Περί της αρμοδιότητος των εμποροδικείων» απαριθμούνται ενδεικτικώς ή περιοριστικώς, αντικειμενικώς εμπορική πράξη είναι και εκείνη, που δεν αναφέρεται μεν στα προδιαληφθέντα άρθρα, περιέχει όμως διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών, φέρει δε και τα στοιχεία της αβεβαιότητας και του κινδύνου (βλ. Τσιραντάνη, Στοιχεία ΕμπΔ τ. Α', 1955, παρ. 24 και 25 σελ. 62 και 65 αντιστοίχως, Κ. Ρόκα, ΕμπΔ, 1972, παρ. 11 III σελ. 35-36, Γεωργακόπουλο, Εγχειρίδιο ΕμπΔ τ. Α' σελ. 58-59), ή με άλλη διατύπωση, κάθε δραστηριότητα που ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, λόγω της οποίας υπάρχει κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων (βλ. ΕφΑΘ 5739/ 2002 ΕπισκΕμπΔ 2003, 190, Εφθεσσ 811/1997 ΕλλΔ 39, 162, ΕφΑΘ 10335/1981 Αρμ. 36, 363, ΕφΑΘ 721/1985 ΑρχΝ 36. 164, Εφθεσσ 664/1983 ΝοΒ 31, 1207). Υπό την έννοια αυτή είναι έμπορος, όποιος αναλαμβάνει οικοδομικές εργασίες, χρησιμοποιώντας εργατοτεχνικό προσωπικό και πρώτες ύλες, επί των οποίων συστηματικώς κερδοσκοπεί (βλ. ΕφΑΘ 5739/2002 ό.π.), ήτοι ο εργολάβος οικοδομικών εργασιών, που παρέχει τα υλικά και χρησιμοποιεί εργάτες για την κατασκευή του έργου, ασκεί επιχείρηση χειροτεχνίας, που είναι αντικειμενικώς εμπορική πράξη κατ' αρ. 2 του άνω β.δ. (βλ. ΑΠ 1282/1979).
[...] Με την ανακοπή του ο αιτών ισχυρίζεται, ότι υπάγεται στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, περί ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, δεδομένου ότι (όπως εκτιμώνται τα διαλαμβανόμενα στην ανακοπή του από το Δικαστήριο) του ανωτέρω αναφερόμενο ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία, του ιδίου και της οικογένειας του, αλλά και το μοναδικό ακίνητο αυτού και της συζύγου του που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία τους και επομένως ακύρως και καταχρηστικώς επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Ο λόγος αυτός, είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό 3 νομική σκέψη, στηριζόμενος στις εκεί αναφερόμενες διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες του αρ. 281 ΑΚ, πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος από το Δικαστήριο της ανακοπής. Ειδικότερα, πιθανολογείται, ότι ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο που δεν έχει την πτωχευτική ικανότητα, όπως αξιώνει το αρ. 1 του ν. 3869/2010. Συγκε-κριμένα, πιθανολογείται, ότι ο αιτών ασχολείται ως οικοδόμος με οικοδομικές εργασίες, εργαζόμενος πάντοτε αυτοπροσώπως, παρέχοντας δηλαδή την προσωπική του εργασία, χωρίς να διατηρεί κάποια οργανωμένη επιχείρηση εγκατεστημένη σε συγκεκριμένο χώρο, ούτε απασχολεί ο ίδιος εργατικό προσωπικό και δεν διαθέτει μηχανικές ή άλλες εγκαταστάσεις. Επιπλέον, δεν διαμεσολαβεί στην κυκλοφορία των οικοδομικών υλικών κατά τρόπο που να φέρει τα στοιχεία της αβεβαιότητας και του κινδύνου. Δεν υφίσταται, δηλαδή, από την πλευρά του κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών για την κατασκευή του οικοδομικού έργου και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων από τον εργοδότη κύριο του εκάστοτε ακινήτου τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων. [...] Διάφορο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι ο αιτών συνάπτει συμβάσεις έργου με τους εκάστοτε εργοδότες που αναθέτουν και σε αυτόν, όπως και σε άλλους εργάτες οικοδόμους την κατασκευή κάποιου κτίσματος ή από το ότι εκδίδει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ή ότι έχει κάνει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. έναρξη επαγγέλματος για «οικοδομικές εργασίες». Επίσης, δεν αναιρεί την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου το γεγονός ότι ο αιτών αναλάμβανε έναντι της καθ' ης να εξοφλήσει ο ίδιος τα τιμολόγια πώλησης των οικοδομικών υλικών (τσιμέντου) που αυτή πωλούσε προς τους πελάτες της εργοδότες των εκάστοτε κατασκευαζόμενων οικοδομικών έργων στα οποία συμμετείχε αποκλειστικά με την παροχή της προσωπικής του εργασίας ως οικοδόμος και ο αιτών (για την εξασφάλιση τέτοιων απαιτήσεων μάλιστα εκδόθηκαν και οι επίδικες επιταγές), αφού τούτο γινόταν προς απλή εξυπηρέτηση των εργοδοτών, στο όνομα των οποίων και εκδίδονταν άλλωστε τα τιμολόγια αυτά, αφού αφορούσαν δικές τους πραγματικά συναλλαγές και αυτοί στη συνέχεια κατέβαλαν τα ποσά τους στον αιτούντα μαζί με την αμοιβή του για τις εργασίες του. Γι' αυτή του δε τη «μεσολάβηση» ως αντιπροσώπου του εργοδότη ο αιτών ουδέν κέρδος πιθανολογείται ότι αποκόμιζε.
[...] Εξάλλου, το επίδικο χρέος του αιτούντος δεν πιθανολογείται ότι είναι χρέος που πηγάζει από αδικοπραξία που τελέστηκε με δόλο, ενόψει, του ότι η ένδικη αξίωση της καθ' ης προέρχεται από τις οικίες διατάξεις του νόμου περί επιταγής (5960/1933) και όχι από τις σαφώς διακεκριμένες και αυτοτελείς διατάξεις περί αδικοπραξιών (αρ. 914 ΑΚ), τις οποίες και δεν επέλεξε η καθ' ης, η οποία, αντιθέτως, προτίμησε, να προβεί στην έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του αιτούντος, ο δε αιτών έχει ήδη περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του. [...] Ήδη δε ο αιτών καταβάλει προσπάθεια να επιτευχθεί εξωδικαστικός συμβιβασμός με τους δανειστές του, που, όπως και η αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο, αποτελεί προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή, σύμφωνα με το αρ. 2 του πιο πάνω νόμου (βλ. και ΜονΠρΒολ 2202/2010 ΕφΑΑ 2010, 1123). Έχει δε σταλεί στους περισσότερους από τους δανειστές του, μεταξύ των οποίων και στην καθ' ης, αίτηση για εξωδικαστικό συμβιβασμό, στην οποία έχει απαντήσει με αντιπρόταση μόνο το ... Επομένως, εφόσον πιθανολογείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του αιτούντος στις διατάξεις του ν. 3869/2010 και δύναται αυτός να υποβάλει και αίτηση εκκαθάρισης με εξαίρεση από την εκποίηση του επίδικου ακινήτου του που αποτελεί την κύρια κατοικία του, κατ' αρ. 9 παρ. 2 του νόμου αυτού, προϋπόθεση πάντως για την οποία (εξαίρεση) είναι να αναλάβει ο αιτών - οφειλέτης με το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου και χωρίς ανατοκισμό για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, την εξυπηρέτηση χρέους που μπορεί να ανέρχεται μέχρι το 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας, όπως αύτη θα αποτιμηθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο, και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του νομοθέτη, ο οποίος προέκρινε την προστασία της κύριας ή της μοναδικής υπό την άνω έννοια κατοικίας των μη εμπόρων οφειλετών, που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, δίνοντας, σε αυτούς τη δυνατότητα να τα ρυθμίσουν, διασφαλίζοντας σε αυτούς ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής διαβίωσης, παράλληλα υπό όρους και διαδικασίες που δεν θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών, πιθανολογείται ότι ακύρως επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από την καθ' ης σε βάρος του πιο πάνω ακινήτου του αιτούντος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αίτηση, ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η επισπευδόμενη από την καθ' ης, σε βάρος της αιτούντος, αναγκαστική εκτέλεση, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από τον αιτούντα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως άνω με αριθμό [...].
πηγή: dsanet.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα