Καταγγελία σύμβασης εργασίας με προειδοποίηση – Αποχώρηση με 15ετία ή όριο ηλικίας και αποχώρηση με προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδοτήσεως (Eφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 3679/2012)
Περίληψη: Προϋποθέσεις εφαρμογής των εδ. α’ και β’ άρθρο 8 Ν 3198/1955. Δεν ισχύουν παράλληλα, αλλά απευθύνονται σε διαφορετική κατηγορία εργαζομένων. Το εδ. α’ σε εκείνους τους εργαζομένους που δεν έχουν συμπληρώσει προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδοτήσεως, ενώ το εδ. β’ σε εκείνους που τις έχουν συμπληρώσει. Διατάξεις άρθρο 74 Ν 3863/2010 περί μειώσεως των διαστημάτων προμηνύσεως, επί καταγγελίας συμβάσεως με προειδοποίηση. Η παραπομπή γίνεται στον Ν 2112/1920, στον οποίο η αποζημίωση συσχετίζεται με τα διαστήματα προειδοποιήσεως. Με την μείωση των διαστημάτων, μειώνεται και η (περιλαμβανόμενη σ’ αυτά) αποζημίωση. Η ημερομηνία λύσεως της συμβάσεως λόγω παραίτησης του μισθωτού αποτελεί δήλη ημέρα καταβολής της αποζημιώσεως. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν περιλαμβάνεται στον δημόσιο τομέα και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή ο περιορισμός της αποζημιώσεως.
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του Ν 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον Ν 2112/1920 ή το ανωτέρω ΒΔ αποζημιώσεως για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β’ και γ’ του ιδίου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρο 8 παρ. 4 του ΝΔ 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση συντάξεως, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημιώσεως, την οποία δικαιούνται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για τη χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18.7.1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση. Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο των νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, συνάγεται ότι α) η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διατάξεως προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, στην περίπτωση δε που με τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της συμβάσεως τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου (ΑΠ Ολ 1110/1986) και β) σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού (ΑΠ 440/2010, ΑΠ 1354/2009, ΑΠ 1374/2009, ΑΠ 2253/2009 Nomos). Επί πλέον κατά το άρθρο 16 του Ν 1539/1985, το οποίο ισχύει από 1.2.1983 ως επικουρικά ασφαλισμένοι για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν 435/1975 νοούνται όσοι έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για την απόληψη επικουρικής συντάξεως. Στην περίπτωση αυτή, που ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για την απόληψη πλήρους συντάξεως γήρατος, ως και επικουρικής συντάξεως λαμβάνουν το 40% της αποζημιώσεως του Ν 2112/1920 (ΑΠ 1131/1988 ΕλλΔνη 1990,756).
Εξάλλου η Τράπεζα της Ελλάδος δεν περιλαμβάνεται στον δημόσιο τομέα, αφού δεν ανήκει στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου στο σύνολό της ή κατά πλειοψηφία, έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρία και συνιστά από την φύση της νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο το δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν μπορούν να κατέχουν αμέσως ή εμμέσως μετοχές αυτής κατά ποσό που υπερβαίνει στο σύνολο το 1/10 του ονομαστικού κεφαλαίου της, ποσοστό που αυξήθηκε μεταγενέστερα (με το άρθρο 34 Ν 2778/1999) στο 35% του ονομαστικού κεφαλαίου της. Ενόψει δε των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί και των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί από τη σύστασή της και μεταγενέστερα και ιδιαίτερα του εκδοτικού προνομίου της και της διαχείρισης του εξωτερικού συναλλάγματος, η Τράπεζα αυτή δεν είναι ούτε νομικό πρόσωπο καθαρά ιδιωτικού δικαίου, αλλά έχει ιδιότυπο διφυή χαρακτήρα, νομικού προσώπου ιδιωτικού μεν δικαίου ως προς την άσκηση από μέρους της των τραπεζικών εργασιών και τις σχέσεις με το προσωπικό και τους πελάτες της, δημοσίου δε δικαίου ως προς τη διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος ή την άσκηση του εκδοτικού προνομίου της, ως προς τις οποίες ασκεί δημόσια εξουσία. Σύμφωνα με αυτά ο υπάλληλος της Τράπεζας αυτής που αποχωρεί από την υπηρεσία του δικαιούται την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. α’ και β Ν 3198/1955, όπως το εδ. β’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 Ν 435/1976, αποζημίωση, χωρίς τους περιορισμούς των άρθρων 2 παρ. 2 και 3 ΑΝ 173/1967 και 2 ΝΔ 618/1970, όπως τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος δεν υπαγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΑΠ Ολ 1/2006, ΑΠ 1509/2010, ΑΠ 1354/2009 Nomos). Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητος και εκκαλούσα, προσλήφθηκε από την εναγομένη, ήδη εκκαλούσα και εφεσίβλητο, στις 19.7.1976 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (αφού ο συμβατικής ισχύος Κανονισμός της προβλέπει στο άρθρο 19 όριο ηλικίας αποχωρήσεως από την υπηρεσία) και απασχολήθηκε σε αυτή ως υπάλληλος μέχρι την 10.2.2011, που αποχώρησε από την υπηρεσία λόγω παραιτήσεως, την οποία αποδέχθηκε η εκκαλούσα. Κατά τον χρόνο της παραίτησής της δεν είχε συμπληρώσει το όριο ηλικίας των 60 ετών, που προβλέπεται από τον Κανονισμό της για το βαθμό της Τμηματάρχη που κατείχε. Συνεπώς με την παραίτησή της πληρώθηκε η αίρεση της πρόωρης λύσεως της σύμβασης εργασίας της, η οποία μετατράπηκε εξ υπαρχής σε αορίστου χρόνου. Κατά τον χρόνο της παραιτήσεώς της η ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη στο Ταμείο Συντάξεως Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος και στο Μετοχικό Ταμείο των Υπαλλήλων της ίδιας Τράπεζας και εδικαιούτο πλήρη κύρια και επικουρική σύνταξη λόγω γήρατος. Η παραίτησή της έγινε με τη συγκατάθεση της εναγομένης, η οποία σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε στις σχέσεις της με το προσωπικό της έχει χαρακτήρα, νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Κατά συνέπεια δικαιούται την αποζημίωση απολύσεως που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β’ του Ν 3198/1955, που ισχύει στην περίπτωση αυτή, δηλαδή δικαιούται να λάβει ποσοστό 40% της αποζημίωσης που θα ελάμβανε σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας της και όχι την αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α’ του ιδίου νόμου, που αφορά τις περιπτώσεις εκείνες των υπαλλήλων, που κατά την αποχώρησή τους δεν έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης (βλ. και ΕΑ 7309/2009, ΕΑ 37/2010 και ΕΑ 1653/2010). Όσα υποστηρίζει η ενάγουσα ότι το εδ. β’ του άρθρου 8 του Ν 3198/1955 αναφέρεται στην περίπτωση της μονομερούς λύσεως της σύμβασης εργασίας είναι αβάσιμα, γιατί οι δύο διατάξεις των εδ. α’ και β του πιο πάνω άρθρου 8 απευθύνονται σε διαφορετική κατηγορία εργαζομένων και συγκεκριμένα το μεν εδ. α’ σε εκείνους που δεν έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης, το δε εδ. β’ σε εκείνους που τις έχουν συμπληρώσει, άλλως δεν θα μπορούσαν να ισχύουν παράλληλα αυτές οι δύο διατάξεις των εδαφίων α και β του άρθρου 8 και να εναπόκειται στη βούληση του εργαζομένου η επιλογή της ευνοϊκότερης διάταξης γι’ αυτόν, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα είχε λόγο ύπαρξης γι’αυτόν η δυσμενέστερη διάταξη. Συνεπώς με τις πιο πάνω διατάξεις ρυθμίζονται θέματα αποζημιώσεων, που αφορούν ανόμοιες κατηγορίες εργαζομένων και δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της μιας διάταξης σε βάρος της άλλης με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ του εργαζομένου, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα. Περαιτέρω με το άρθρο 74 παρ. 2 και 3 Ν 3863/2010, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 Ν 3899/2010 ορίζεται ότι σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη ως εξής: α) για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα μήνες έως δύο χρόνια προειδοποίηση ενός μηνός πριν από την απόλυση, β) για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο χρόνια έως πέντε χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση δύο μηνών πριν από την απόλυση, γ) για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε χρόνια έως δέκα χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τριών μηνών, δ) για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα έως δεκαπέντε χρόνια απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων μηνών, ε) για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα πέντε έως είκοσι χρόνια απαιτείται προειδοποίηση πέντε μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας, στ) για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από είκοσι χρόνια συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση έξι μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας. Εργοδότης που δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955.
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των ως άνω νόμων (2112/1920 και 3198/1955) για τα χρόνια εργασίας που έχει συμπληρώσει ο απολυόμενος, σε περίπτωση καταγγελίας κατόπιν προειδοποίησης. Εξάλλου οι διατάξεις των άρθρων 1 και 3 Ν 2112/1920 συναρτούν το ύψος της αποζημίωσης απολύσεως της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με τον χρόνο προμήνυσης, αφού ως αποζημίωση καταβάλλεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών που θα έπρεπε να λάβει ο μισθωτός κατά τον χρόνο προ του οποίου έπρεπε να γίνει η καταγγελία. Τέλος με το άρθρο 75 παρ. 8 του Ν 3863/2010 ορίζεται ότι κάθε διάταξη αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι με το άρθρο 74 του Ν 3863/2010, που ισχύει από 15.7.2010 (ΦΕΚ Α’ 115) ο χρόνος προμήνυσης, ο οποίος υπολογίζεται κλιμακωτά με βάση την προϋπηρεσία του μισθωτού μειώθηκε, με συνέπεια να επηρεάζεται το ύψος της αποζημίωσης απολύσεως που συναρτάται με αυτόν. Συνεπώς η ενάγουσα, η οποία κατά τον χρόνο της παραίτησής της είχε συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας 34 ετών και 7 μηνών, δικαιούται αποζημίωση απολύσεως ίση με το 40% του συνόλου των τακτικών αποδοχών έξι μηνιαίων μισθών μετά των επιδομάτων εορτών και αδείας, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος ισολογισμού, που αποτελεί τακτική ετήσια παροχή. Όσα υποστηρίζει η εκκαλούσα-ενάγουσα στην έφεσή της δηλαδή ότι ο Ν 3863/2010 μείωσε μόνο το χρόνο προειδοποιήσεως και όχι το ύψος της αποζημίωσης, γιατί αυτή ήταν η σαφής βούληση του νομοθέτη, αντιβαίνουν στις σαφείς διατάξεις που προαναφέρθηκαν και δεν αιτιολογούν την τροποποίηση του χρόνου προμήνυσης με τις νέες διατάξεις, γι’ αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
[...] Μετά από αυτά η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την κυρία βάση της και επιδίκασε αποζημίωση απολύσεως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. α’ του Ν 3198/1955, εσφαλμένα εφάρμοσε το Νόμο και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις. Κατ’ ακολουθίαν, θα πρέπει, δεκτού καθισταμένου του σχετικού λόγου έφεσης της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας ως βασίμου κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και εξετασθεί από ουσιαστική άποψη να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την κυρία βάση της. Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξετασθεί η επικουρική βάση της αγωγής της καταβολής αποζημίωσης απολύσεως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β’ του Ν 3198/1955, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 705,92 ευρώ. Το ποσό αυτό οφείλεται από την εκκαλούσα- εναγομένη νομιμοτόκως από την επομένη της ημέρας λύσεως της συμβάσεως της ενάγουσας (ήτοι από 11.2.2011), κατά την οποία καταβλήθηκε σ’ αυτήν και μέρος της ως άνω αποζημίωσης, δεδομένου ότι η ημερομηνία λύσεως της σύμβασης λόγω παραίτησης του μισθωτού, αποτελεί δήλη ημέρα καταβολής της αποζημιώσεως, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλου περιστατικού (ΑΠ 7178/1996 ΕλλΔνη 40,112). Τέλος, εφόσον γίνεται εν μέρει δεκτή η αγωγή για το πιο πάνω ποσό και αποδεικνύεται από τις με ημερομηνία Αυγούστου 2011 και 30.12.2011 αποδείξεις πληρωμής της εναγομένης ότι σε εκτέλεση της εκκληθείσης απόφασης, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για όλο το ποσό των 4.632,40 ευρώ, αυτή κατέβαλε 4.824,7 ευρώ στην ενάγουσα, αφού πιστώθηκαν στο λογαριασμό της μισθοδοσίας της τα ποσά των 834,16 και 3990,54 ευρώ για την αιτία αυτή, θα πρέπει να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση της εξαφανιζομένης απόφασης κατάσταση και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητος ενάγουσα να αποδώσει στην εκκαλούσα το ποσό των 3990,54 ευρώ, ως προς το οποίο ζητείται η επαναφορά από την εναγομένη, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της απόφασης αυτής, δεκτής καθισταμένης της σχετικής αίτησης της τελευταίας, που παραδεκτά υποβάλλεται με τις προτάσεις και είναι νόμιμη (άρθρο 914 ΚΠολΔ, ΑΠ 560/2005 ΕφΘεσ 296/2005 Nomos).
Πηγή: ΠειρΝ 3/2012, 256 [www.nb.org/blog]
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα