Ανίσχυρες οι διατάξεις του νόμου 4092/2012 για τον περιορισμό της οφειλόμενης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωσης για τροχαίο ατύχημα, ως αντικείμενες στις σχετικές κοινοτικές οδηγίες και την ΕΣΔΑ (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 3941/2012)
[...] Εισάγονται για συζήτηση: Α) η από 18.3.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 49.218/21.3.2011 αγωγή και Β) η από 30.9.2011 με γενικό αριθμό κατάθεσης 165.326/4.10.2011 παρεμπίπτουσα αγωγή. Οι αγωγές αυτές, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης από το ίδιο αυτοκινητικό ατύχημα, πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς υπάγονται κατ` άρθρο 681Α ΚΠολΔ στην ίδια διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 ΚΠολΔ, είναι μεταξύ τους συναφείς και επιπλέον επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης με ταυτόχρονη μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 2, 246, 283 και 285 ΚΠολΔ). Από την με αριθμό 10.427/6.4.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ..., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση πρώτης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, της 8.11.2011, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο εναγόμενο. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε από το πινάκιο για την παρούσα δικάσιμο, της 21.9.2012 και εγγράφηκε εκ νέου σ` αυτό. Η εγγραφή αυτή επέχει θέση νομίμου κλητεύσεως του ως άνω εναγομένου για τη σημερινή μετ` αναβολή δικάσιμο κατ` άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, ο πρώτος εναγόμενος της αγωγής αυτής, που δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 672 ΚΠολΔ). Από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, που απορρέει από το άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται κατά τις διατάξεις του νόμου, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της και διατάσσεται η κλήτευση του απόντος διαδίκου σε μεταγενέστερη δικάσιμο. Για το σκοπό αυτό το άρθρο 271 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση προς συζήτηση επιδόθηκαν σ` αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει νόμιμη κλήτευση της δεύτερης εναγομένης της πρώτης αγωγής, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει έκθεση επιδόσεως, από την οποία να προκύπτει το αντίθετο. Επομένως, εφόσον η δεύτερη εναγομένη της πρώτης αγωγής δεν εμφανίστηκε κατά την πιο πάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου, πρέπει μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης (πρώτης) αγωγής ως προς αυτή. Πριν την έναρξη της προφορικής συζήτησης στο ακροατήριο το παρεμπιπτόντως ενάγον της δεύτερης (παρεμπίπτουσας) αγωγής με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ένδικης (δεύτερης) αγωγής ως προς το δεύτερο των παρεμπιπτόντως εναγομένων. Κατά συνέπεια, ως προς το δεύτερο εναγόμενο η υπό κρίση δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Από την με αριθμό 7.144/5.10.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ..., που επικαλείται και προσκομίζει το παρεμπιπτόντως ενάγον, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση δεύτερης παρεμπίπτουσας αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο, της 8.11.2011, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε από το πινάκιο για την παρούσα δικάσιμο, της 21.9.2012 και εγγράφηκε εκ νέου σ` αυτό. Η εγγραφή αυτή επέχει θέση νομίμου κλητεύσεως του ως άνω παρεμπιπτόντως εναγομένου για τη σημερινή μετ` αναβολή δικάσιμο κατ` άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος της αγωγής αυτής, που δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 672 ΚΠολΔ). Μεταξύ των πηγών δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνονται και οι Οδηγίες, που προβλέπονται και ρυθμίζονται στο άρθρο 288 III της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η Οδηγία είναι η πλέον ιδιόρρυθμη πράξη που προβλέπει το κοινοτικό/ενωσιακό δίκαιο-απευθύνεται μόνο στα κράτη μέλη και άρα καταρχήν όχι στα φυσικά και νομικά πρόσωπα (βλ. και Ε.Σαχπεκίδου, ευρωπαϊκό δίκαιο, 2011, σελ. 460). Η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος, στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (βλ. σχετ. και Π.Κανελλόπουλο, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2010, σελ. 288, Λ.Κοτσίρη, ευρωπαϊκό εμπορικό δίκαιο, τομ. I, 2003, σελ. 72, Ε.Σαχπεκίδου, ό.π., σελ. 460). Επομένως, η Οδηγία δεσμεύει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο (αποτέλεσμα) δεν είναι οι γενικοί κοινοτικοί σκοποί, αλλά τα από το περιεχόμενο της ίδιας της Οδηγίας απορρέοντα έννομα αποτελέσματα, στα οποία τα κράτη μέλη αποδέκτες πρέπει να δώσουν εσωτερική ισχύ (Λ. Κοτσίρης, ό.π., σελ. 72). Σε σχέση με την ελευθερία επιλογής του τύπου και των μέσων πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου αποτελέσματος πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτή είναι αρκετά περιορισμένη αφενός διότι συνήθως οι Οδηγίες χαρακτηρίζονται από ρυθμιστική ένταση αφετέρου διότι η ελευθερία επιλογής δεν επηρεάζει την υποχρέωση των κρατών μελών να επιλέγουν την πιο κατάλληλη μορφή και μέθοδο διασφάλισης του επιδιωκομένου με την Οδηγία αποτελέσματος (Λ.Κοτσίρης, ό.π., σελ. 72-73). Περαιτέρω, το άρθρο 288 III ΣΛΕΕ (βλ. αντίστοιχα και άρθρο 249 ΣΕΚ) δεν προσδίδει στην Οδηγία ρητά δύναμη άμεσης εφαρμογής, αφού προϋποθέτει μεταφορά αυτής στο εθνικό δίκαιο μέσω των αρμόδιων εθνικών οργάνων. Ωστόσο η ίδια η διάταξη δεν αποκλείει την αμεσότητα εφαρμογής της Οδηγίας που έχει πληρότητα, εφόσον παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Έτσι, το ΔΕΚ έχει την τάση να αναγνωρίζει άμεσο αποτέλεσμα στην Οδηγία, όταν αυτή είναι σαφής και απονέμει δικαιώματα στα άτομα, τα οποία μπορούν να τα επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, ιδίως όταν το κράτος μέλος παρέλειψε να τηρήσει την προθεσμία που η Οδηγία έθεσε για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις πρόσδοσης στην Οδηγία άμεσου αποτελέσματος, τόσο οι εθνικές αρχές όσο και τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται αυτεπαγγέλτως δυνάμει το κοινοτικού δικαίου να την εφαρμόζουν άμεσα (βλ. και Λ. Κοτσίρη, ό.π., σελ. 74). Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι η προαναφερόμενη ευχέρεια του κράτους να επιλέξει μεταξύ περισσότερων δυνατών μέσων, προκειμένου να επιτύχει το επιδιωκόμενο με την Οδηγία αποτέλεσμα, δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα, των οποίων το περιεχόμενο μπορεί να καθοριστεί με επαρκή ακρίβεια βάσει των διατάξεων της Οδηγίας και μόνο (βλ. έτσι και Λ.Κοτσίρη, ό.π., σελ. 76, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ). Περαιτέρω, σε περίπτωση κανονικής συμμόρφωσης του κράτους μέλους προς την Οδηγία, οι έννομες συνέπειες για τον ιδιώτη πηγάζουν αποκλειστικά και μόνο από τις πράξεις μεταφοράς των εθνικών αρχών και ουδέποτε από την ίδια την Οδηγία.
Εντούτοις, οι πράξεις μεταφοράς των εθνικών αρχών δεν βρίσκονται στην απόλυτη διάθεση των εθνικών αρχών και επομένως δεν μπορούν να τροποποιούνται, να ανακαλούνται ή να αντικαθίστανται από τις εθνικές αρχές που τις εξέδωσαν ή από τον ίδιο τον εθνικό νομοθέτη, ακόμη κι αν πρόκειται για τον συντακτικό νομοθέτη (Π.Κανελλόπουλος, ό.π., σελ. 294, Ε.Σαχπεκίδου, ό.π., σελ. 467). Η υλοποίηση του επιδιωκόμενου με την Οδηγία αποτελέσματος δεν πραγματοποιείται απλώς και μόνο με την κανονική έκδοση των πράξεων μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά το κράτος μέλος εξακολουθεί να δεσμεύεται από το κείμενο της και δεν επιτρέπεται να απομακρυνθεί έστω και αργότερα από τις υποχρεώσεις του (Ε.Σαχπεκίδου, ό.π., σελ. 467). II. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 «για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων» (84/5/ΕΟΚ), προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 4 αυτής ότι «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1». Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα της ίδρυσης και ευθύνης του προβλεπόμενου από την πιο πάνω Οδηγία οργανισμού είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. Ν. 489/1976, που ήδη κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, καθώς ιδρύθηκε το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων». III. Επίσης, σύμφωνα με την Οδηγία του Συμβουλίου της 24.4.1972 «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής» (72/166 ΕΟΚ) προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 αυτής ότι «κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ... όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, η σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση». Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου η συμμόρφωση της Ελλάδας προς την Οδηγία αυτή έλαβε χώρα με τις σχετικές ρυθμίσεις του Ν.489/1976, που ήδη κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986. Μάλιστα, εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η κάλυψη της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων στην Ελλάδα γίνεται στα πλαίσια του εθνικού μας δικαίου αφενός με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (άρθρα 2 επ. Π.Δ. 237/1986) αφετέρου με την πρόβλεψη της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης (άρθρο 19 παρ. 1 περ. γ` Ν. 489/1976, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο τέταρτο του Ν. 4092/2012). Επομένως, η εναρμόνιση της εθνικής μας νομοθεσίας προς την αμέσως πιο πάνω Οδηγία γίνεται όχι μόνο με την πρόβλεψη υποχρεωτικής ασφαλιστικής κάλυψης των οχημάτων που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, αλλά και με την πρόβλεψη ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για τις πιο πάνω περιπτώσεις, δεδομένου ότι αφενός το Κράτος είναι υπεύθυνο για την άσκηση ελέγχου και εποπτείας των ασφαλιστικών εταιριών αφετέρου η προαναφερόμενη Οδηγία απαιτεί κατά τρόπο σαφή την λήψη μέτρων για ασφαλιστική κάλυψη των οχημάτων και όχι για απλή σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης. Με άλλα λόγια η ως άνω Οδηγία απαιτεί από τα κράτη μέλη την πραγματική ασφαλιστική κάλυψη, με ευθύνη κάθε κράτους μέλους. IV. Με το άρθρο τέταρτο Ν.4092/2012 τροποποιήθηκαν διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 και ειδικότερα με το στοιχείο γ` του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, το οποίο πλέον προβλέπει μεταξύ άλλων α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει του Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000,00 ΕΥΡΩ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας το συνολικό ποσό για την αποζημίωση από το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλλεται όχι ολόκληρο, αλλά με βάση ορισμένα ποσοστά που η ως άνω διάταξη λεπτομερώς ορίζει. Πλην, όμως, ο ποσοτικός αυτός περιορισμός της οφειλόμενης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωσης σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος είναι ανίσχυρος με βάση όσα προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, η περιορισμένη στο ποσό των 6.000,00 ΕΥΡΩ αξίωση κατ` αυτού για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης είναι ευθέως αντίθετη προς την Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 (84/5/ΕΟΚ), η οποία ορίζει ότι η αξίωση για αποζημίωση τόσο για υλικές ζημίες όσο και για σωματικές βλάβες (στις οποίες υπάγεται και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης βλ. έτσι ενδεικτικά ολΑΠ 9/1993, ΕλλΔνη (1994), 333, ΝοΒ (1994), 375) δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια ασφαλιστικής κάλυψης. Επίσης, ο περιορισμός σε ορισμένο μόνο ποσοστό της οφειλόμενης από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωσης του παθόντος σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας είναι αντίθετος προς την Οδηγία του Συμβουλίου της 24.4.1972 (72/166 Ε Ο Κ), η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη μέτρων ώστε κάθε όχημα που κυκλοφορεί στο έδαφος τους να καλύπτεται ασφαλιστικά, δηλ. όχι απλά να έχει συνάψει σύμβαση ασφάλισης, αλλά και σε κάθε μεταγενέστερο του τροχαίου ατυχήματος χρόνο να δύναται ο παθών να αποζημιωθεί από ασφαλιστική εταιρία ή άλλο φερέγγυο πρόσωπο. Κατά συνέπεια, εφόσον με τις ως άνω διατάξεις του Ν.4092/2012 τροποποιούνται οι πράξεις μεταφοράς των πιο πάνω Οδηγιών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην συμμορφώνεται πλέον με τις επιταγές των Οδηγιών αυτών, οι οποίες έχουν ένα σαφές περιεχόμενο και άρα άμεση εφαρμογή, οι σχετικές διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες, σύμφωνα εξάλλου και με όσα αναφέρονται πιο πάνω στη με στοιχείο I σκέψη της παρούσας.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι την αντίθεση των ως άνω διατάξεων του Ν. 4092/2012 εντόπισε και επισήμανε και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην Έκθεση που συνέταξε σχετικά με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, που στη συνέχεια αποτέλεσε το κείμενο του Ν. 4092/2012. V. Το άρθρο 2 AK εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ` αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Στον νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 78 παρ. 2. Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνο εφόσον, η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (βλ. για τα προαναφερόμενα και ολΑΠ 6/2007, ΕΕμπΔ (2007), 715, Δ (2008), 29, ολΑΠ 40/1998, ΝοΒ (1999), 752, Αρμ (1999), 46, Δ (1999), 230, ΕΕμπΔ (1999), 28). VI. Με το άρθρο τέταρτο στοιχείο γ` Ν.4092/2012, που τροποποίησε το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, ορίζεται μεταξύ άλλων και ότι «η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει τις ήδη γεγεννημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική απόφαση». Επομένως, οι καταργούμενες με την ως άνω διάταξη ενοχικές αξιώσεις των ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου εμπίπτουν στην έννοια του όρου «περιουσία» του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και στην έννοια του όρου «ιδιοκτησία» του άρθρου 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4092/2012 νομοθετικό καθεστώς ότι οι ως άνω αξιώσεις των παθόντων από τροχαία ατυχήματα κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Συνεπώς, η αναδρομική κατάργηση των πιο πάνω ενοχικών αξιώσεων είναι αντίθετη στα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Μάλιστα, η προαναφερόμενη νομοθετική μεταβολή δεν φαίνεται να επιβάλλεται από λόγους δημόσιας ωφέλειας. Συγκεκριμένα, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4092/2012, με τις πιο πάνω διατάξεις του Ν. 4092/2012 γίνεται προσπάθεια να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, επιχειρώντας να σταθμιστούν οι υποχρεώσεις του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου επικουρικού του σκοπού. Πλην, όμως, αν ως δημόσια ωφέλεια νοείται η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου και η αποζημίωση παθόντων από τροχαία ατυχήματα, στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι πιο πάνω διατάξεις του Ν. 4092/2012 αναιρούν την ίδια τη λειτουργία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το οποίο πλέον δεν θα καταβάλει παρά μόνο ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που οι παθόντες τροχαίων ατυχημάτων δικαιούνται, με αποτέλεσμα να καταργούνται δικαιώματα αυτών που κατ` επίφαση ο Ν. 4092/2012 ήθελε να προστατέψει. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις του Ν.4092/2012 προσβάλλουν και την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθώς προβλέπονται μέτρα που δεν είναι αναγκαία ούτε πρόσφορα για την προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου και την αποζημίωση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα, αφού το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με την προληπτική επιτήρηση και τον έλεγχο των ασφαλιστικών εταιριών, αλλά και την μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των οχημάτων που κυκλοφορούν ανασφάλιστα. Επίσης, οι πιο πάνω διατάξεις του Ν. 4092/2012 θίγουν τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος των παθόντων να αξιώνουν την ικανοποίηση των ήδη γεννημένων απαιτήσεων τους από το Επικουρικό Κεφάλαιο. VII. Με το άρθρο 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986 ορίζεται ότι «οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως». Η διάταξη αυτή αναγνωρίζει υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το θέμα της επιδίκασης τόκων, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δοθέντος ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες. Εξάλλου, δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους. Επομένως, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986 έρχεται σε αντίθεση α) με τα άρθρα 4 παρ. 1, και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση, β) με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού δεν προκύπτει ότι υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, γ) με την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του κάθε παθόντος -δανειστή του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος και δ) με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας (βλ. για τα προαναφερόμενα ολΑΠ 4/2012, ΕφΑΔ (2012), 578, ΧρΙΔ (2012), 440). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων της πρώτης (με γενικό αριθμό κατάθεσης 49.218/21.3.2011) αγωγής ισχυρίζεται ότι στις 17.3.2010 και περί ώρα 10:55`, στο Περιστέρι Αττικής, ο πρώτος των εναγομένων οδηγώντας στην οδό Παπαρηγοπούλου με κατεύθυνση από τις οδούς Λούβαρη και Κωνσταντινουπόλεως προς την οδό Κύπρου το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΖ-... ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε στην αποκλειστική κυριότητα και κατοχή της δεύτερης εναγομένης και το οποίο κατά το χρόνο του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος δεν ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, παραβίασε την πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας (STOP) που υπήρχε στο δικό του ρεύμα πορείας και εισήλθε αιφνιδιαστικά στη διασταύρωση των ανωτέρω οδών με την οδό Αγίας Παρασκευής, όπου μέχρι τότε εκινείτο νόμιμα ο ενάγων οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΥΕΚ-... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ανήκε στην κυριότητα και κατοχή του ιδίου, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Ότι το εν λόγω τροχαίο ατύχημα, που οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενάγοντος και την πρόκληση υλικών ζημιών στο αυτοκίνητο του. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο ο καθένας τους να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 23.155,00 ΕΥΡΩ, για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, καθώς και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το επίδικο τροχαίο, όπως ειδικότερα κάθε μερικότερο κονδύλιο εξειδικεύεται στην υπό κρίση αγωγή και μάλιστα με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Περαιτέρω, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ. τα με αριθμό 267987, 178955 και 373196 γραμμάτια αγωγοσήμου με τα επ` αυτών επικολληθέντα ένσημα του Ταμείου Νομικών), αρμοδίως καθ` ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 16 αριθ. 12 και 35 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 ΚΠολΔ (άρθρο 681Α ΚΠολΔ), είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 481, 482, 914, 926, 932 ΑΚ, 2, 4, 9, 10 Ν. ΓπΝ/1911, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του ΑΚ με τα άρθρα 47 και 114 ΕισΝΑΚ, 1, 2, 16 επ., 19 παρ. 1 περ. β` Ν. 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», 173 επ., 907 και 908 παρ. 1 περ. δ` ΚΠολΔ. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη ως προς το τρίτο των εναγομένων καθ` όλο το αιτητικό της, καθώς οι περιορισμοί στο ύψος της αποζημίωσης του ενάγοντος που εισήχθησαν με τον Ν.4092/2012, ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι εφαρμόζονται επί υποθέσεων για τις οποίες δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, αλλά συζητήθηκαν πριν την ψήφιση του Ν. 4092/2012, είναι με βάση τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη ανεφάρμοστοι, πολύ περισσότερο που στην ένδικη περίπτωση οι αξιώσεις του ενάγοντος είχαν γεννηθεί πριν την ψήφιση του Ν. 4092/2012 και επομένως τίθεται εν προκειμένω και ζήτημα αντισυνταγματικότητας της αναδρομικής ισχύος των διατάξεων αυτών του Ν. 4092/2012. Επίσης, το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση τόκων υπερημερίας με βάση το άρθρο 346 ΑΚ είναι νόμιμο, λόγω της πρόδηλης αντισυνταγματικότητας του άρθρου 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, που περιορίζει την υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου για καταβολή τόκων σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με τα λεπτομερώς αναγραφόμενα στην πιο πάνω μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Το τρίτο των εναγομένων με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του συνομολόγησε τα πραγματικά περιστατικά που ιστορούνται στην ένδικη αγωγή σχετικά με τις συνθήκες πρόκλησης του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος και την υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, αρνήθηκε όμως κατά τα λοιπά την αγωγή, δηλαδή ως προς τη βασιμότητα του ύψους της ζημίας του ενάγοντος. Επίσης, ισχυρίστηκε επικουρικά ότι υπάρχει συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του, την οποία προσδιόρισε σε ποσοστό 40%, λόγω του ότι αυτός κατά τον επίδικο χρόνο δεν είχε προσδεθεί με ζώνη ασφαλείας. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στο άρθρο 300 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη. Τέλος, το τρίτο εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι από το ποσό των 1.665,00 ΕΥΡΩ που ο ενάγων ζητεί για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών στο αυτοκίνητο του, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 311,00 ΕΥΡΩ, που αντιστοιχεί στον μη καταβληθέντα Φ.Π.Α., δεδομένου ότι ο ενάγων δεν αποκατέστησε τις υλικές ζημίες του οχήματος του. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν ζητεί τον αναλογούντα στο ποσό της ζημίας του Φ.Π.Α., αλλά το καθαρό ποσό, το οποίο θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών του αυτοκινήτου του. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 489/1976, το Επικουρικό Κεφάλαιο, αν καταβάλει την αποζημίωση, υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα του ζημιωθέντος προσώπου εξ αιτίας του ατυχήματος έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση ή του ασφαλιστή του. Η άσκηση της εξ υποκαταστάσεως αξιώσεως του αυτής γίνεται είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, όταν συνενάγεται με τους άλλους υπόχρεους (π.χ. οδηγό, κύριο και κάτοχο του ζημιογόνου ανασφαλίστου οχήματος) είτε με κύρια αγωγή αν ενάγεται μόνο του, σε κάθε δε περίπτωση η υπόθεση εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 283 παρ. 1 ΚΠολΔ, παρεμπίπτουσα αγωγή επιτρέπεται μόνο ανάμεσα στους διαδίκους και όχι εναντίον τρίτου προσώπου διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Για να μπορέσει, επομένως, ο εναγόμενος να ασκήσει παρεμπίπτουσα αγωγή εναντίον του δικονομικού του εγγυητή ή άλλου υπόχρεου, θα πρέπει αυτός απαραίτητα να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στη σχετική δίκη. Στην περίπτωση δε που δεν συνενάγεται μαζί του και δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, τούτο θα επιτευχθεί μόνο με την προσεπίκληση του κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ, η οποία και διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση το παρεμπιπτόντως ενάγον της δεύτερης (με γενικό αριθμό κατάθεσης 165.326/4.10.2011) παρεμπίπτουσας αγωγής, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας παραίτηση από το δικόγραφο ως προς το δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ασκεί παρεμπίπτουσα αγωγή κατά των συνεναγόμενων-ομοδίκων του στην προαναφερόμενη πρώτη αγωγή, και αποδεχόμενο επικουρικά την ευθύνη του ζητεί να υποχρεωθεί ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό (για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα) θα υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει στον ενάγοντα της πρώτης κύριας αγωγής, νομιμοτόκως από την καταβολή του ποσού αυτού στον ενάγοντα της πρώτης (κύριας) αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επειδή ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος οδηγούσε το προαναφερόμενο ζημιογόνο αυτοκίνητο, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ήταν ανασφάλιστο, με αποτέλεσμα να ευθύνεται το παρεμπιπτόντως ενάγον έναντι του ζημιωθέντος. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικαστεί ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Περαιτέρω, το παρεμπιπτόντως ενάγον με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του, έτρεψε το πιο πάνω καταψηφιστικό αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής του στο σύνολο του σε εντόκως αναγνωριστικό. Η δήλωση του αυτή συνιστά κατά τα άρθρα 215 παρ. 1, 223 παρ. 1 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία έτσι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (βλ. σχετικά ολΑΠ 5/1997, ΕλλΔνη (1997), 1033, ΑΠ 1954/2007, NOMOS, ΑΠ 707/2008, NOMOS, ΑΠ 269/2006, NOMOS), με αποτέλεσμα να μην απαιτείται για το παραδεκτό της συζητήσεως η καταβολή από το παρεμπίπτοντας ενάγον του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου. Πάντως, η κατ` αυτό τον τρόπο μερική παραίτηση από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής καταλύει μεν αναδρομικά την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστική πράξη, έτσι ώστε να μην οφείλονται εξ αιτίας της τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά όχληση, δηλαδή δεν συνεπάγεται αναδρομική άρση των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη μετά την όχληση τυχόν επέλθει (βλ. σχετικά ολΑΠ 13/1994, ΕλλΔνη (1994), 1259, ΑΠ 1954/2007, NOMOS- πρβλ σχετικά και ολΑΠ 10/2008, ΕΔΚΑ (2008), 503). Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή αρμοδίως καθ` ύλη και κατά τόπο εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2 και 31 ΚΠολΔ) για να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 ΚΠολΔ (άρθρο 681Α ΚΠολΔ), είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 927 ΑΚ, 19 παρ. 1 περ. β` και 4 Ν. 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης», 69 παρ. 1 περ. ε`, 173 επ. ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς πλέον -μετά την κατά τα ανωτέρω τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής σε αναγνωριστικό- η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή κατέστη στο σύνολο της αναγνωριστική, η οποία όπως προκύπτει από το άρθρο 904 παρ. 2 α` ΚΠολΔ δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό, ο οποίος είναι και απαραίτητη προϋπόθεση για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής (ΕφΠειρ 1903/1979, ΠειρΝομ (1979), 625, ΠολΠρΑΘ 1208/1998, ΔΕΕ (4), 1101, Π.Γέσιου-Φαλτσή, δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, τομ. I, 1998, σελ. 238-239, Γ.Νικολόπουλος, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 907, αριθ. 3, σελ. 1721). Πρέπει, επομένως η ένδικη παρεμπίπτουσα αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ερήμην του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου.
Από την ένορκη κατάθεση του μαρτύρα απόδειξης, που εξετάστηκε νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων της πρώτης αγωγής, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από τους αντιδίκους τους (άρθρα 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και με βάση τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που δόθηκαν στα πλαίσια της ποινικής προδικασίας σχετικά με το ίδιο επίδικο συμβάν (ΑΠ 288/1971, ΝοΒ (1971), 876), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 17.3.2010 και περί ώρα 10:55` ο ενάγων της πρώτης αγωγής (...................) οδηγούσε στο Περιστέρι Αττικής και συγκεκριμένα στην οδό Αγίας Παρασκευής με κατεύθυνση από την οδό Αρκαδίας προς τον παράδρομο της Λεωφόρου Κηφισού το με αριθμό κυκλοφορίας ΥΕΚ-... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ανήκε στην κυριότητα και κατοχή του ιδίου. Περαιτέρω, στον ίδιο προαναφερόμενο τόπο και χρόνο ο πρώτος των εναγομένων τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη αγωγή (...) οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΖ-... ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο δεν ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, κινούμενος στην οδό Παπαρηγοπούλου με κατεύθυνση από τις οδούς Λούβαρη και Κωνσταντινουπόλεως προς την οδό Κύπρου. Μόλις ο ... προσέγγισε τη διασταύρωση των οδών Αγίας Παρασκευής και Παπαρηγοπούλου δεν ακινητοποίησε το όχημα του προ της πινακίδας υποχρεωτικής διακοπής πορείας (STOP), που υπήρχε στο δικό του ρεύμα πορείας, αλλά συνέχισε την πορεία του με αμείωτη ταχύτητα και έτσι τελικά το εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου που οδηγούσε συγκρούστηκε με το πλάγιο αριστερό τμήμα του αυτοκινήτου του ενάγοντος της πρώτης αγωγής. Από τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι το επίδικο τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής (...), ο οποίος δεν είχε τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση του αυτοκινήτου του, ενώ εισήλθε στην προαναφερόμενη διασταύρωση με αμείωτη ταχύτητα παραβιάζοντας την πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας που υπήρχε στο δικό του ρεύμα πορείας. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου και τα πραγματικά περιστατικά, που τη θεμελιώνουν, συνομολογήθηκαν από το τρίτο των εναγομένων στην πρώτη αγωγή με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου πριν την έναρξη της συζήτησης, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την επίδικη σύγκρουση το προαναφερόμενο αυτοκίνητο του ενάγοντος της πρώτης αγωγής υπέστη φθορές κυρίως στην πλάγια αριστερή του πλευρά, ώστε να χρειάζονται αποκατάσταση, για την οποία ο ενάγων αυτός θα υποχρεωθεί να καταβάλει για αγορά ανταλλακτικών (αριστερή πίσω πόρτα, πίσω αριστερό φτερό, πίσω γέφυρα, σωληνώσεις υδραυλικού, τακάκια, δισκόπλακες, καζανάκι, υγρά υδραυλικού, πίσω αριστερή ζάντα) και για εργασίες επισκευής και βαφής βλαβέντων μερών, το συνολικό ποσό (χωρίς τον συνυπολογισμό του αναλογούντος ΦΠΑ) των 1.665,00 ΕΥΡΩ, που συνιστά θετική αποκαταστατέα ζημία αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πριν το επίδικο τροχαίο ατύχημα αγοραία αξία του αυτοκινήτου του ενάγοντος της πρώτης αγωγής, εργοστασίου CITROEN, τύπου ΒΧ, κυλινδρισμού 1.361 κ.ε., το οποίο τέθηκε για πρώτη φορά σε κυκλοφορία την 9.5.1994, ανερχόταν κατά το χρόνο εκείνο και κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής σε 2.000,00 ΕΥΡΩ. Μετά το επίδικο τροχαίο ατύχημα, ακόμα και μετά την τυχόν επισκευή του, το αυτοκίνητο αυτό υπέστη μείωση της αξίας του, δεδομένου ότι θα φέρει ίχνη της συγκρούσεως και μεγάλη μερίδα του κοινού αποφεύγει την αγορά επισκευασμένων μετά από ατύχημα αυτοκινήτων, πιστεύοντας ότι μπορεί να κρύβουν ελαττώματα (βλ. σχετ. και ΕφΑΘ 1017/1980, ΝοΒ (28), 1533). Παράλληλα, η βαφή τμήματος μόνο του αυτοκινήτου αυτού (περιοριζόμενη στα βλαβέντα μέρη) θα οδηγήσει με βεβαιότητα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου σε χρωματική απόκλιση και διχρωμία. Ενόψει της κατάστασης του αυτοκινήτου του ενάγοντος της πρώτης αγωγής πριν το ατύχημα, της αξίας που αυτό είχε, καθώς και του είδους και της έκτασης των ζημιών, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η μείωση της αγοραίας αξίας αυτού, που συνιστά θετική αποκαταστατέα ζημία, ανέρχεται στο ποσό των 200,00 ΕΥΡΩ. Κατόπιν τούτων, η συνολική υλική ζημία του ενάγοντος της πρώτης αγωγής από το επίδικο τροχαίο ατύχημα ανέρχεται στο ποσό των (1.665,00 + 200,00=) 1.865,00 ΕΥΡΩ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων τραυματίστηκε εξ αιτίας του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος και συγκεκριμένα υπέστη κάκωση κεφαλής, ΑΜΣΣ, κάκωση ώμου, τενοντίτιδα και του συνεστήθη η υποβολή του σε φυσιοθεραπείες. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τον χρόνο του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος δεν είχε προσδεθεί με ζώνη ασφαλείας και επομένως είναι συνυπαίτιος του ως άνω τραυματισμού του κατά ποσοστό 30%, δεκτής γενομένης της σχετικής ένστασης του τρίτου εναγομένου της πρώτης αγωγής, αφού σε περίπτωση που ο ενάγων αυτός έκανε χρήση της ζώνης ασφαλείας θα είχε περιορίσει τις σωματικές του βλάβες. Πρέπει, επομένως, εκτός από την αποκατάσταση της υλικής ζημίας του ενάγοντος της πρώτης αγωγής να επιδικαστεί σ` αυτόν και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που του προξένησε ο κατά τα προαναφερόμενα τραυματισμός του, η οποία (χρηματική ικανοποίηση) αφού ληφθεί υπόψη το είδος και το μέγεθος των σωματικών βλαβών του ενάγοντος αυτού, ο βαθμός υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου της πρώτης αγωγής, αλλά και η συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην πρόκληση και το μέγεθος του τραυματισμού του και γενικότερα η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, πλην του τρίτου εναγομένου, του οποίου η ευθύνη είναι εγγυητική, πρέπει να οριστεί σε 2.000,00 ΕΥΡΩ. Περαιτέρω, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι το αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ..., δεν ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται αμέσως στη συνέχεια και στο διατακτικό της παρούσας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση πρώτη αγωγή πρέπει να γίνει μερικά δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν ο πρώτος και το τρίτο των εναγομένων εις ολόκληρο ο καθένας τους να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.865,00 ΕΥΡΩ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό στο σύνολο του, γιατί κατά την κρίση του Δικαστηρίου η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, ο πρώτος και το τρίτο των εναγομένων πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος λόγω της μερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους και ανάλογα με την έκταση αυτή (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση δεύτερη παρεμπίπτουσα αγωγή και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγόμενου να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον κάθε ποσό που το τελευταίο θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της πρώτης (κύριας) αγωγής, νομιμοτόκως από την ημέρα της σχετικής καταβολής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των δύο πρώτων εναγομένων της πρώτης αγωγής και των παρεμπιπτόντως εναγομένων της δεύτερης (παρεμπίπτουσας) αγωγής και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ Α) την από 18.3.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 49.218/21.3.2011 αγωγή και Β) την από 30.9.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 165.326/4.10.2011 παρεμπίπτουσα αγωγή. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από 18.3.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 49.218/21.3.2011 αγωγής. ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη των εναγομένων. ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την αγωγή ως προς τον πρώτο και το τρίτο των εναγομένων. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο και το τρίτο των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας τους στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα πέντε (3.865,00) ΕΥΡΩ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής αυτής και μέχρι την εξόφληση. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως πιο πάνω διάταξη της προσωρινά εκτελεστή στο σύνολο της. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου και τρίτου των εναγομένων ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει σε διακόσια (200,00) ΕΥΡΩ. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της από 30.9.2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 165.326/4.10.2011 παρεμπίπτουσας αγωγής. ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα κατά της δεύτερης παρεμπιπτόντως εναγομένης. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή ως προς τον πρώτο παρεμπιπτόντως εναγόμενο. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον κάθε ποσό που το τελευταίο θα καταβάλει δυνάμει της παρούσας απόφασης στον ενάγοντα της πρώτης κύριας (με γενικό αριθμό κατάθεσης 49.218/21.3.2011) αγωγής, με το νόμιμο τόκο από τη σχετική καταβολή και μέχρι την εξόφληση. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε διακόσια (200,00) ΕΥΡΩ.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα