Ομαδικές απολύσεις (Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, αριθμός απόφασης 110/2012)
II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 1387/1983, που φέρει τον τίτλο «έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου (παρ. 1). Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους, β) ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους Τα ποσοστά αυτά καθορίζονται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (παρ. 2, όπως τα ως άνω όρια καθορίστηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 74 Ν 3863/2010). Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όλοι οι τρόποι λήξης της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι oποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εξομοιώνονται με τις απολύσεις, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε (παρ. 3, όπως προστέθηκε με το άρθρο 21 Ν 3488/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 2γ΄ του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε πριν από την κατάργηση του εδ. γ΄ από το Ν 2736/1999, οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης μετά από πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Με τα άρθρα 3 και 4 του ίδιου νόμου προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, να προσέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, με σκοπό να διερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους. Το άρθρο 5 του ίδιου νόμου ορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί για την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 του Ν 1387/1983, ορίζονται τα εξής; «1 Η προθεσμία των διαβουλεύσεων μεταξύ των εργαζομένων και του εργοδότη είναι είκοσι ημερών και αρχίζει από την πρόσκληση του εργοδότη για διαβουλεύσεις στους κατά το προηγούμενο άρθρο εκπροσώπους των εργαζομένων. Το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων διατυπώνεται σε πρακτικό που υπογράφεται από τα δύο μέρη και υποβάλλεται από τον εργοδότη στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 3. 2. Εάν υπάρξει συμφωνία των μερών, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας και ισχύουν αφού περάσουν δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού πρακτικού στο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας κατά περίπτωση. 3. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του παραπάνω πρακτικού και αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία του φακέλου και συνεκτιμήσει τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, μπορεί είτε να παρατείνει για είκοσι ακόμη ημέρες τις διαβουλεύσεις ύστερα από αίτηση ενός των ενδιαφερομένων μερών, είτε να μην εγκρίνει την πραγματοποίηση του συνόλου ή μέρους των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Πριν από την έκδοση της παραπάνω απόφασης ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας, που εδρεύει σε κάθε νομό, ή του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, αντίστοιχα. Τα γνωμοδοτικά αυτά όργανα, ο Νομάρχης ή ο Υπουργός Εργασίας, μπορούν να καλούν και να ακούουν τόσο τους κατά το άρθρο 4 εκπροσώπους των εργαζομένων και τον ενδιαφερόμενο εργοδότη, όσο και πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις πάνω σε επί μέρους τεχνικά θέματα. 4 Ο εργοδότης μπορεί να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις στην έκταση που καθορίζει η απόφαση του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας. Εάν δεν εκδοθεί τέτοια απόφαση μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, οι ομαδικές απολύσεις πραγματοποιούνται στην έκταση που δέχτηκε ο εργοδότης κατά τις διαβουλεύσεις. 5. Σε ομαδικές απολύσεις που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμόζονται οι παρ. 1, 2, 3 και 4 του παρόντος». Στο άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ανωτέρω Ν 2736/1999 παρ. 5 που είχε ως εξής: «Η διαδικασία ομαδικών απολύσεων του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στους εργαζόμενους που απολύονται λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης», ενώ με το άρθρο 16 παρ. 6 του τελευταίου αυτού νόμου καταργήθηκε η παρ. 2γ΄ του άρθρου 2 του Ν 1387/1983. Στη συνέχεια η πιο πάνω παρ. 5, που είχε προστεθεί με το άρθρο 15 του Ν 2736/1999, τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του Ν 2874/2000 ως εξής: «Σε ομαδικές απολύσεις, που προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν δικαστικής απόφασης, δεν εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου». Με τον πιο πάνω Ν 1387/1983 έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 75/129/ΕΟΚ, η οποία τροποποιήθηκε με τη νεότερη Οδηγία 92/56/ΕΟΚ και στη συνέχεια η Οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 20.7.1998 κωδικοποίησε σε ένα ενιαίο κείμενο το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων Οδηγιών, οι δε τροποποιήσεις που επέφερε η τελευταία μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους 2736/1999 και 2874/2000. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η κοινοτική Οδηγία βασίζει την προστατευτική της παρέμβαση στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων στη θέσπιση τριών βασικών εργοδοτικών υποχρεώσεων: α) την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους του προσωπικού, β) την υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης αυτών και γ) την παράλληλη υποχρέωση ενημέρωσης της δημόσιας αρχής σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις σε συνδυασμό με την υποχρέωση αναμονής του εργοδότη για κάποιο ολιγόχρονο χρονικό διάστημα (30 ημερών) πριν από την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων. Επιπλέον, από τις ως άνω διατάξεις του προαναφερόμενου νόμου προβλέπεται και η παρέμβαση της δημόσιας αρχής μετά από την περάτωση της διαδικασίας των διαβουλεύσεων, με την πρόβλεψη της δυνατότητας του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνουν τις σχεδιαζόμενες απολύσεις. Όπως σαφώς προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, μεταξύ των διατυπώσεων, που πρέπει να τηρηθούν, για το νομότυπο ομαδικών απολύσεων, είναι και 1) η υποβολή του σχετικού πρακτικού διαβούλευσης, που έγινε μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, στον αρμόδιο Νομάρχη ή τον Υπουργό Εργασίας και β) η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη των συμβάσεων να γίνει μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας, μέσα στην οποία, τα ως άνω δημόσια όργανα, έχουν το δικαίωμα να εκδώσουν απόφαση, με την οποία, είτε θα παρατείνουν την εικοσαήμερη προθεσμία διαβουλεύσεων είτε να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν τις προτεινόμενες από τον εργοδότη ομαδικές απολύσεις. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση, κατά την οποία οι προτεινόμενες ομαδικές απολύσεις προκαλούνται από τη διακοπή της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, καθόσον ο νόμος δεν διακρίνει. Μόνο σε μία περίπτωση, δεν έχει εφαρμογή η ως άνω διαδικασία ομαδικών απολύσεων. Όταν οι απολύσεις αυτές γίνονται «λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατόπιν πρωτόδικης δικαστικής απόφασης». Το τελευταίο μπορεί να συμβεί λ.χ., στην περίπτωση πτωχεύσεως ή λύσεως της επιχειρήσεως, με δικαστική απόφαση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ιδίως δε όταν η οριστική διακοπή των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη και θεμελιώνεται σε εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως ή άλλες, οι πιο πάνω υποχρεώσεις του εργοδότη παραμένουν στο ακέραιο. Επομένως, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι από τις διατάξεις του ισχύοντος (εθνικού) δικαίου δεν προβλέπεται η προηγούμενη έκδοση δικαστικής αποφάσεως στην περίπτωση οριστικής διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, που αποφασίζεται οικειοθελώς από τον εργοδότη. Πρέπει δε να τονιστεί ότι η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. δ’ της εν λόγω Οδηγίας δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή αυτής στην πιο πάνω περίπτωση (απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-187/2005 έως C-190/2005, ΑΠ Ολ 39/2007, ΑΠ 1067/2010). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 1387/1983 ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση του νόμου αυτού είναι άκυρες (ΑΠ 1541/2011 Nomos) και ο μισθωτός μπορεί να απαιτήσει την καταβολή μισθών υπερημερίας κατ’ άρθρα 349, 350, 656 εδ. α΄ ΑΚ και να απαιτήσει την υπό τους αυτούς όρους απασχόλησή του από τον εργοδότη (άρθρο 23 παρ. 2 Ν 1264/1982 – βλ. ΕφΠατρ 763/2008 ΑχΝομ 2009,530, ΕφΑθ 4379/2005 ΕλλΔνη 47,1480). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 5, 7 και 23 παρ. 2 του Ν 1284/1982 είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας μελών της διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων, αν δεν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό της, προστατεύονται κατά σειρά ο πρόεδρος, αναπλ. Πρόεδρος ή αντιπρόεδρος, ο γενικός γραμματέας κ.λπ., κατά τη διάρκεια της θητείας τους και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν υπάρχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου και διαπιστωθεί η ύπαρξή του κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού. Σε περίπτωση μη τηρήσεως της διαδικασίας αυτής η απόλυση του προστατευομένου μέλους της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως είναι άκυρη και ο εργοδότης, εκτός από την υποχρέωσή του να του καταβάλλει αποδοχές υπερημερίας, είναι υποχρεωμένος σε επαναπρόσληψη αυτού, απειλουμένων μάλιστα των ποινών που προβλέπονται από το άρθρο 23 του ίδιου νόμου, Αναγκαία όμως προϋπόθεση για την ανωτέρω προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών αποτελεί η διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία και η δυνατότητα της απασχόλησης του προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους στην εργοδότιδα εταιρία. Εφόσον η καταγγελία λαμβάνει χώρα λόγω οριστικής διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματος αυτής, δεν απαιτείται η προσφυγή στην επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών (ΑΠ 706/2006 Nomos, ΑΠ 902/2004 ΔΕΝ 61,1983). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 4 Ν 1264/1982 και του άρθρου 23 του Συντ., νόμιμη συνδικαλιστική δράση είναι κάθε δραστηριότητα που γίνεται με σκοπό την διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών οικονομικών ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, εφόσον από αυτή δεν επηρεάζεται (άμεσα ή έμμεσα) ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας. Μορφές συνδικαλιστικής δράσεως αποτελούν η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων, η υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή ως μέλους διοικητικών οργάνων του σωματείου, η εκλογή και δραστηριοποίηση μέσα στα όργανα αυτά, συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποιήσεως σωματειακών διαδικασιών αναδείξεως νέας διοικήσεως του σωματείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριμένων εργασιακών ή οικονομικών στόχων, η συμμετοχή σε απεργίες ή άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωματείου εργαζόμενων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων κ.λπ. Εφόσον υπάρχει νόμιμη συνδικαλιστική δράση με την παραπάνω έννοια και αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την καταγγελία της συμβάσεως, τότε η καταγγελία είναι (ευθέως από τον νόμο) άκυρη, ανεξάρτητα από τo αν η συνδικαλιστική δράση προκάλεσε ή όχι προσωπική διένεξη ή αντιπαράθεση μισθωτού και εργοδότη.
Επίσης, για την ακυρότητα της προαναφερόμενης καταγγελίας, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση του μισθωτού να υπήρξε αποκλειστική ή κυρία αίτια της καταγγελίας, αλλά αρκεί να συνέτεινε αιτιωδώς ως απλή συντρέχουσα αιτία σ’ αυτή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν θα έφθανε στην απόλυση του μισθωτού, χωρίς την συνδικαλιστική δράση του τελευταίου. Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, όταν γίνεται αποκλειστικά από εκδίκηση ή εχθρότητα του εργοδότη προς το πρόσωπο του μισθωτού οφειλόμενη σε προηγούμενη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, είναι δε άκυρη ως καταχρηστική σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281, 174 και 180 ΑΚ (βλ. ΕφΠατρ 763/2008 ΑχΝομ 2009,530). Τέλος, αυτονόητο είναι και προκύπτει άλλωστε από την φύση του πράγματος, ότι η διακοπή της λειτουργίας της εκμετάλλευσης καθιστά ανεφάρμοστη την προστασία και των προσληφθέντων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 2643/1998 ή με άλλη διατύπωση η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης αποτελεί λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας των προσληφθέντων σύμφωνα με τον άνω νόμο, που έγκειται στο πρόσωπο του εργοδότη (βλ. σχετ. ΜΠρΑθ 2624/1997 ΔΕΕ 1998,74).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 12.1.2012 (αρ. καταθ. …/2012) αγωγή τους, οι ενάγοντες εκθέτουν, ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στο Βελεστίνο Μαγνησίας κατά τις ημερομηνίες που αναφέρουν για καθέναν, προσλήφθηκαν από την πρώτη εναγομένη, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση της πρώτης, με τις επίσης αναφερόμενες για καθέναν ειδικότητες. Ότι από της προσλήψεώς τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην πρώτη εναγομένη ο 1ος, ο 2ος, ο 3ος και ο 4ος από αυτούς μέχρι την 1.11.2011 και οι λοιποί εξ αυτών μέχρι την 7.12.2011, οπότε η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους. Ότι οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες για τους εξής λόγους: 1) διότι έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και 2) διότι έγιναν από εχθρότητα και εκδίκηση λόγω της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης του 3ου, 5ου, 6ου, 7ου και 8ου εξ αυτών και ειδικότερα λόγω της συμμετοχής των τελευταίων στην επιτροπή αγώνα κατά των ομαδικών απολύσεων, ως εκ τούτου δε, ελέγχονται ως καταχρηστικές. Ότι μετά την άκυρη απόλυσή τους η πρώτη εναγομένη κατέστη υπερήμερη, αρνούμενη να αποδεχθεί την προσφερόμενη από τους ίδιους εργασία, με συνέπεια η μη απασχόλησή τους να τους μειώνει ηθικά και να τους εκθέτει στα μάτια των συναδέλφων τους και του κοινωνικού περιβάλλοντος και να προσβάλλει καίρια την προσωπικότητα τους. Ότι, τέλος, από την πιο πάνω συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, ήτοι την παράνομη απόλυσή τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς τους. Κατόπιν τούτων, ζητούν: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των από 1.11.2011 και 7.12.2011 καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους και β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη i) να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. με απειλή χρηματικής ποινής 587€ και προσωπικής κράτησης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της – δεύτερου εναγομένου για κάθε παράβαση της υποχρεώσεώς της αυτής, ii) να καταβάλει για μισθούς υπερημερίας για μεν το χρονικό διάστημα από 2.11.2011 έως 30.11.2012 το ποσό των 20.958,47€ στον πρώτο εξ αυτών, το ποσό των 19.357,78€ στον δεύτερο εξ αυτών, το ποσό των 17.173,13€ στον τρίτο εξ αυτών και το ποσό των 19.027,71€ στον τέταρτο εξ αυτών, για δε το χρονικό διάστημα από 8.12.2011 έως 30.11.2012 το ποσό των 15.084€ στον πέμπτο εξ αυτών, το ποσό των 16.731,24€ στον έκτο εξ αυτών, το ποσό των 19.344,72€ στον έβδομο εξ αυτών, το ποσό των 20.200,32€ στον όγδοο εξ αυτών, το ποσό των 16.372,56€ στην ένατη εξ αυτών και το ποσό των 16.898,88€ στον δέκατο εξ αυτών, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε παροχή κατέστη απαιτητή, ήτοι από το τέλος κάθε μήνα στον οποίο έπρεπε να καταβληθεί ο μισθός, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και ίίί) να καταβάλει στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 10.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επίσης, με την υπό κρίση από 2.4.2012 (αρ. καταθ. …/2012) αγωγή τους, οι ενάγοντες εκθέτουν, ότι οι δύο πρώτες εξ αυτών, ως άτομα που προστατεύονται με βάση τις διατάξεις του Ν 2643/1998, τοποθετήθηκαν, κατά την εκεί αναφερόμενη ημερομηνία, σε θέση υπαλλήλου γραφείου για ανάληψη υπηρεσίας στην πρώτη εναγομένη, ενώ οι λοιποί εξ αυτών με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν ο το Βελεστίνο Μαγνησίας κατά τις ημερομηνίες που αναφέρουν για καθέναν, προσλήφθηκαν από την πρώτη εναγομένη, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση της πρώτης, με τις επίσης αναφερόμενες για καθέναν ειδικότητες. Ότι από της προσλήψεώς τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην πρώτη εναγομένη μέχρι την 5.1.2012, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους. Ότι οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες για τους εξής λόγους: 1) διότι ως προς την πρώτη και δεύτερη εξ αυτών έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 2643/1998 και χωρίς να τηρηθεί η ειδική διαδικασία, που προβλέπεται από το νόμο αυτό (ήτοι χωρίς να προηγηθεί απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου), 2) διότι η πρώτη εναγόμενη αν και γνώριζε τη συνδικαλιστική ιδιότητα του τέταρτου, πέμπτου, έκτου και έβδομου εξ αυτών, τους απέλυσε κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 1284/1982, ήτοι χωρίς να συντρέχει κανένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου και χωρίς να προηγηθεί απόφαση της ειδικής επιτροπής του άρθρου 15 του νόμου τούτου, 3) διότι ως προς όλους έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων και 4) διότι οι απολύσεις όλων αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς έγιναν υπό την προσχηματική επίκληση της διακοπής λειτουργίας του εργοστασίου ένεκα οικονομικών προβλημάτων και υπό την προσχηματική επίκληση της ανάγκης ομαδικών απολύσεων, ενώ σκοπός της πρώτης εναγομένης ήταν η μείωση του προσωπικού και η επιλογή άλλων μορφών απασχόλησης, μικρότερου μισθολογικού κόστους και μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών. Ότι μετά την άκυρη απόλυσή τους η πρώτη εναγομένη κατέστη υπερήμερη, αρνούμενη να αποδεχθεί την προσφερόμενη από τους ίδιους εργασία, με συνέπεια η μη απασχόλησή τους να τους μειώνει ηθικά και να τους εκθέτει στα μάτια των συναδέλφων τους και του κοινωνικού περιβάλλοντος και να προσβάλλει καίρια την προσωπικότητά τους. Ότι, τέλος, από την πιο πάνω συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, ήτοι την παράνομη απόλυσή τους, υπέστησαν ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς τους. Κατόπιν τούτων, ζητούν, α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των από 5.1.2012 καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους και β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη i) να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, με απειλή χρηματικής ποινής 587€ και προσωπικής κράτησης σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της – δεύτερου εναγομένου για κάθε παράβαση της υποχρεώσεώς της αυτής, ii) να καταβάλει για μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 5.1.2012 έως 30.1.2013 το ποσό των 14.770,99€ στην πρώτη εξ αυτών, το ποσό των 16.382,47€ στην δεύτερη εξ αυτών, το ποσό των 17.458,74€ στον τρίτο εξ αυτών, το ποσό των 21.493,42€ στον τέταρτο εξ αυτών, το ποσό των 18.193,63€ στον πέμπτο εξ αυτών, το ποσό των 19.098,95€ στον έκτο εξ αυτών, το ποσό των 16.422,90€ στον έβδομο εξ αυτών, το ποσό των 20.628,40€ στον όγδοο εξ αυτών, το ποσό των 19.591,65€ στον ένατο εξ αυτών, το ποσό των 29.224,13€ στον δέκατο εξ αυτών, το ποσό των 19.671,73€ στον εντέκατο εξ αυτών, το ποσό των 20.930,13€ στον δωδέκατο εξ αυτών, το ποσό των 18.711,94€ στον δέκατο τρίτο εξ αυτών, το ποσό των 19.671,73€ στον δέκατο τέταρτο εξ αυτών, το ποσό των 20.540€ στον δέκατο πέμπτο εξ αυτών, το ποσό των 20.890,09€ στον δέκατο έκτο εξ αυτών, το ποσό των 26.408,98€ στον δέκατο έβδομο εξ αυτών και το ποσό των 20,878,65€, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε παροχή κατέστη απαιτητή, ήτοι από το τέλος κάθε μήνα στον οποίο έπρεπε να καταβληθεί ο μισθός, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και iii) να καταβάλει στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 10.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα οι ένδικες αγωγές, οι οποίες (όσον αφορά την ακυρότητα των καταγγελιών των επίδικων συμβάσεων εργασίας) ασκήθηκαν μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν 3198/1955 τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία (βλ. ΑΠ 1435/2002 ΕλλΔνη 2003,165, ΑΠ 998/2001 ΕλλΔνη 2003,167, ΕφΑθ 472/2002 ΕλλΔνη 2003,217), δεδομένου ότι οι επικαλούμενες καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων έλαβαν χώρα, κατά τα εκτιθέμενα στα αγωγικά δικόγραφα, για τους τέσσερις πρώτους ενάγοντες της από 12.1.2012 αγωγής στις 1.11.2011, για τους λοιπούς ενάγοντες της ίδιας αγωγής στις 7.12.2011 και για τους ενάγοντες της από 2.4.2012 αγωγής στις 5.1.2012, ενώ η μεν υπό κρίση από 12.1.2012 αγωγή επιδόθηκε στην πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων στις 20.1.2012 και 26.1.2012 αντίστοιχα (βλ. τις υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Βόλου Ε. Γ.), η δε υπό κρίση από 2.4.2012 αγωγή επιδόθηκε στους εναγομένους στις 3.4.2012 (βλ. τις υπ’ αριθμ. 9397 και 9398 εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), αρμοδίως εισάγονται, για να συζητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αριθμ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. ΚΠολΔ), είναι δε επαρκώς ορισμένες, απορριπτομένων των εναντίων ισχυρισμών των εναγομένων, και νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 340, 346, 648 επ. ΑΚ, 69 παρ. 1 α΄, 70, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄, 910 αριθμ. 4, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ εκτός από α) τα αιτήματά τους να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους ενάγοντες μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά τη συζήτηση των ένδικων αγωγών (ήτοι μετά την 8.6.2012), τα οποία είναι μη νόμιμα και απορριπτέα, διότι μισθοί υπερημερίας ζητούνται νόμιμα μόνο μέχρι τη συζήτηση της αγωγής και όχι για τον εν συνεχεία μεταγενέστερο της συζήτησης χρόνο, καθόσον στη σύμβαση εργασίας δεν χωρεί έννομη προστασία προτού να είναι απαιτητό το δικαίωμα (βλ. ΑΠ 496/1986, ΑΠ 1261/1986 ΔΕΝ 43,698, ΕφΑθ 9783/1992 ΕλλΔνη 1993,396, ΕφΑθ 8294/1988 ΕλλΔνη 1990,829, ΜΠρΑθ 1350/1995 ΔΕΝ 51,1322) και β) τα αιτήματά τους περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τα οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, διότι αυτή καθ’ εαυτή η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ούτε αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και δεν τταρέχει στον τελευταίο (εργαζόμενο) δικαίωμα να απαιτήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του κατά το άρθρο 932 ΑΚ (βλ. ΕφΔωδ 249/2005 Nomos). Επομένως, οι ένδικες αγωγές, κατά το μέρος που κρίθηκαν ορισμένες και νόμιμες, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους. δεδομένου ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. τα με αριθμούς 123989. 485341, 302082, 257748, 123987 και 485342 αγωγόσημα σειράς Α’ με ια επικολληθέντα ένσημα υπέρ Τ.Ν.).
IV. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και της ανωμοτί κατάθεσης του 4ου ενάγοντος της από 2.4.2012 αγωγής, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διατηρεί και εκμεταλλεύεται εργοστάσιο επεξεργασίας χάλυβα στη Β΄ ΒΙΠΕ Βόλου (Βελεστίνο) Ν. Μαγνησίας, έχουσα ως αντικείμενο την κατασκευή παραγωγή και εμπορία τραπεζοειδών/διαμορφωμένων φύλλων, λεπτοτοίχων διατομών, θερμομονωτικών πετασμάτων (panels) πολυουρεθάνης και πετροβάμβακα, ειδικών τεμαχίων, διάτρητων ακουστικών προφίλ, επαγγελματικών ραφιών, την βαφή μεταλλικών φύλλων και την αντιπροσώπευση Ελληνικών και ξένων (αλλοδαπών) οίκων, που απασχολούνται με οποιοδήποτε τρόπο με τα πιο πάνω είδη, ενώ διατηρεί υποκαταστήματα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο πρώτες ενάγουσες της από 2.4.2012 αγωγής είχαν τοποθετηθεί στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία ως άτομα προστατευόμενα από το Ν 2643/1998, ενώ οι λοιποί ενάγοντες των ένδικων αγωγών είχαν προσληφθεί από την τελευταία (πρώτη εναγομένη) με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην ανωτέρω επιχείρηση, ο καθένας με την ειδικότητα που αναφέρουν στις αγωγές τους, την οποία δεν αμφισβητεί η πρώτη εναγομένη. Από της προσλήψεώς τους όλοι οι προαναφερόμενοι απασχολούντο στο ως άνω εργοστάσιο της πρώτης εναγομένης μέχρι την 17.8.2011, οπότε η Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της τελευταίας αποφάσισε την άμεση και οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχειρήσεώς της (βλ. το υπ’ αριθμ. 40/17.8.2011 πρακτικό της Έκτακτης Γ.Σ. της εν λόγω εταιρίας), καθώς και την απόλυση όλων των εκεί εργαζομένων της. Έτσι, στις 19 Αυγούστου 2011 κοινοποίησε στους εκπροσώπους των εργαζομένων του εργοστασίου της στο Βελεστίνο έγγραφη πρόσκληση σε διαβουλεύσεις για τις 23.8.2011, η οποία (πρόσκληση) κοινοποιήθηκε αυθημερόν και στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, στον Επιθεωρητή Εργασίας Μαγνησίας και στην Επιθεώρηση Εργασίας Ανατολικού Τομέα Θεσσαλονίκης, γεγονός που δεν αμφισβητείται. Με το έγγραφο αυτό γνωστοποιούσε ότι η διοίκηση της εταιρίας αποφάσισε, ότι θα διακόψει στο άμεσο μέλλον κάθε παραγωγική δραστηριότητα στη βιομηχανική της εγκατάσταση στη Β’ ΒΙΠΕ Βόλου (Βελεστίνο), όπως και την εν γένει λειτουργία της, λόγω α) των σημαντικών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η εταιρία τα τελευταία χρόνια, τα οποία διαρκώς οξύνονται, β) της διαρκούς και συνεχιζόμενης μείωσης των παραγγελιών προς την άνω βιομηχανική μονάδα και γ) των γενικότερων αρνητικών προοπτικών του κλάδου των κατασκευών στην χώρα μας και της ανυπαρξίας νέων έργων. Επίσης, στην ίδια πρόσκληση η πρώτη εναγομένη σημείωνε, ότι η παραπάνω απόφαση της εταιρίας λήφθηκε, αφού εξάντλησε όλες τις προσπάθειες για την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων. Τέλος, αναφέρεται στην πρόσκληση ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας θα πραγματοποιηθούν με την τήρηση όλων των νόμιμων προϋποθέσεων και με την καταβολή της προβλεπόμενης αποζημίωσης. Εν όψει τούτων, η πρώτη εναγομένη καλούσε τους εκπροσώπους των εργαζομένων να προσέλθουν, στις 23.8.2011, σε διαβουλεύσεις με τους νομίμους εκπροσώπους της στις ανωτέρω εγκαταστάσεις της. Κατά την ημερομηνία αυτή (23.8.2011) οι εκπρόσωποι της διοίκησης της πρώτης εναγόμενης υπέβαλαν στους εκπροσώπους των εργαζομένων πλήρη οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης και ειδικότερα τους δημοσιευμένους ισολογισμούς των ετών 2009 και 2010, καθώς και το ισοζύγιο λογιστικής για το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου του έτους 2011, που μαρτυρούσαν την δεινή οικονομική θέση της. Κατά τη συνάντηση αυτή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δήλωσαν ότι ήταν αντίθετοι στην διακοπή της δραστηριότητας της ως άνω επιχειρήσεως, επέρριψαν δε την ευθύνη για την εξέλιξη αυτή στη διοίκηση της εταιρίας και επιφυλάχθηκαν να υποβάλλουν προτάσεις που θα συνέβαλαν στην βιωσιμότητα της εταιρίας. Έκτοτε, επακολούθησαν τρεις (3) αλλεπάλληλες συναντήσεις εκπροσώπων της εταιρίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που έλαβαν χώρα την 26.8.2011, 31.8.2011 και 6.9.2011 στον ίδιο ως άνω χώρο και είχαν ως αντικείμενο τις διαβουλεύσεις επί των προθέσεων της πρώτης εναγομένης να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Κατά την τελευταία συνάντηση των εκπροσώπων της εταιρίας με το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου των εργαζομένων, που είχε οριστεί για την 13.9.2011 στον ίδιο ως άνω τόπο για την συνέχιση των διαβουλεύσεων, οι τελευταίοι δεν προσήλθαν (βλ. το από 13.9.2011 πρακτικό), καίτοι είχαν νομίμως κλητευθεί. Κατόπιν τούτων και μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων, η πρώτη εναγομένη με το από 15.9.2011 υπόμνημά της, το οποίο κοινοποιήθηκε στις 16.9.2011 στον Υπουργό Εργασίας, γνωστοποίησε στον τελευταίο την άκαρπη έκβαση των διαβουλεύσεων και την μη επίτευξη συμφωνίας για τις ομαδικές απολύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων της επιχειρήσεώς της. Ταυτόχρονα υποβλήθηκαν στον άνω Υπουργό τα πρακτικά των διαβουλεύσεων, καθώς και τα έγγραφα που αντηλλάγησαν με το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου των εργαζομένων. Ωστόσο, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την υπ’ αριθμ. πρωτ 16923/592/22.9.2011 απόφασή του δεν ενέκρινε τις σχεδιαζόμενες από την πρώτη εναγομένη ομαδικές απολύσεις του συνόλου των εργαζομένων της. Μετά ταύτα, η πρώτη εναγομένη προέβη σε σταδιακή απόλυση του συνόλου των απασχολουμένων στην επιχείρησή της, με βάση τα όρια που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν 1387/1983, όπως ισχύει. Έτσι, ενώ τον Οκτώβριο του έτους 2011 στο εργοστάσιό της στο Βόλο, αλλά και στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, απασχολούνταν συνολικά εβδομήντα εννέα (79) μισθωτοί, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας έξι (6) από αυτούς, ενώ αποχώρησαν οικειοθελώς τρεις (3) εξ αυτών. Σημειώνεται, ότι στους προαναφερόμενους πίνακες προσωπικού ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων, κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011, ανήρχετο στους 81, πλην όμως σ’ αυτόν περιελήφθησαν, προφανώς εκ παραδρομής, και δεν συναριθμούνται μεταξύ των εργαζομένων που συνδέονται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την πρώτη εναγομένη, ο δεύτερος εναγόμενος των ένδικων αγωγών, J. H., ο οποίος από 30.6.2011 τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης (ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 11436/31.10.2011), καθώς και η νομική σύμβουλος της εταιρίας Δήμητρα Ανανιάδου, η οποία συνδεόταν με την πρώτη εναγομένη με σύμβαση έμμισθης εντολής. Επομένως, οι απασχολούμενοι στην πρώτη εναγομένη κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 ανήρχοντο συνολικά σε 79 (81 – 2). Μετά τις ως άνω απολύσεις, στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης απασχολούντο, κατά τον επίδικο μήνα Νοέμβριο του έτους 2011, 70 εργαζόμενοι (79 – 9). Κατά τον μήνα αυτό (Νοέμβριο) η πρώτη εναγομένη, προκειμένου να επιταχύνει τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων, αποφάσισε να εφαρμόσει πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, με το οποίο πρότεινε στους εργαζομένους της την οικειοθελή αποχώρησή τους από την εργασία τους με την ταυτόχρονη καταβολή σ’ αυτούς της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, καθώς και αποζημίωσης ίσης με τις καθαρές αποδοχές 10 μηνών (βλ. την από 8.11.2011 ανακοίνωση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης). Στο πρόγραμμα αυτό ανταποκρίθηκαν 41 εργαζόμενοι, οι οποίοι συναινώντας στην καταγγελία της εργασιακής τους σύμβασης αποχώρησαν οικειοθελώς, λαμβάνοντας την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, καθώς και την πρόσθετη ως άνω αποζημίωση (βλ. προσκομιζόμενες καταγγελίες σύμβασης εργασίας με τα συνημμένα σ’ αυτές ιδιωτικά συμφωνητικά). Παράλληλα, κατά τον ως άνω μήνα και συγκεκριμένα στις 1.11.2011 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας του 1ου, 2ου, 3ου και 4ου των εναγόντων της από 12.1.2012 αγωγής, με καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Δηλαδή, κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 απολύθηκαν συνολικά 45 (41 + 4) εργαζόμενοι. Με τα ως άνω δεδομένα, οι απολύσεις του 1ου, 2ου, 3ου και 4ου των εναγόντων της από 12.1.2012 αγωγής δεν υπερβαίνουν τον προβλεπόμενο αριθμό των έξι (6) εργαζομένων για τον επίδικο μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 (άρθρο 1 παρ. 2 α΄ Ν 1387/1983), όπως αβάσιμα αυτοί ισχυρίζονται, δεδομένου ότι οι οικειοθελείς κατά τα άνω απολύσεις (συναινετικές), που οφείλονταν στο πρόσωπο των υπολοίπων 41 εργαζομένων, δεν συναριθμούνται και δεν υπολογίζονται με τις καταγγελίες των άνω τεσσάρων εναγόντων εργαζομένων, που έγιναν κατά τον ίδιο ως άνω μήνα (βλ. ΑΠ 803/2003 ΕΕργΔ 2004,288, ΕφΑθ 5104/2009 ΕλλΔνη 2010,191).
Στην προκειμένη δε περίπτωση, δεν παραβιάστηκε ούτε η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 1387/1983, αφού οι κατά κυριολεξία απολύσεις, ήτοι οι μονομερείς καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας που έλαβαν χώρα κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 (ήτοι αυτές των άνω εναγόντων), ήταν ελάσσονες των 5. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγόντων των ένδικων αγωγών, ότι η συμφωνία των άνω 41 εργαζομένων για συναινετική λύση των εργασιακών τους σχέσεων είναι άκυρη λόγω αντιθέσεώς της στη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, αλυσιτελώς προβάλλεται. Και τούτο, διότι, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η ανωτέρω συμφωνία ήταν καταπλεονεκτική και άρα άκυρη, τούτο ουδεμία επιρροή ασκεί στην παρούσα δίκη, εφόσον δεν πλήττεται το ίδιο το κύρος των καταγγελιών των ως άνω 41 εργαζομένων, η παραίτηση από την προσβολή των οποίων αποτέλεσε περιεχόμενο της προαναφερόμενης συμφωνίας. Επίσης, αποδεικνύεται, ότι κατά τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011 στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης απασχολούντο 25 εργαζόμενοι (ήτοι 79 απασχολούμενοι κατά τον μήνα Οκτώβριο 2011 μείον 9 απολυθέντες εργαζόμενοι κατά τον μήνα τούτο – 45 απολυθέντες εργαζόμενοι κατά τον μήνα Νοέμβριο 2011). Κατά τον μήνα αυτό (Δεκέμβριο) και συγκεκριμένα στις 7.12.2011 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας 6 εργαζομένων, ήτοι του του 5ου, του 6ου, του 7ου, του 8ου, της 9ης και του 10ου των εναγόντων της από 12.1.2012 αγωγής, όπως άλλωστε συνομολογείται. Συνεπώς, κατά τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011 οι απολύσεις δεν υπερέβησαν τον προβλεπόμενο αριθμό των έξι (8) εργαζομένων (άρθρο 1 παρ. 2α Ν 1387/1983), ως εκ τούτου δε τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Τέλος, μετά την καταγγελία των συμβάσεων των προαναφερόμενων έξι (6) εργαζομένων και ενώ κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2012 απασχολούντο 19 εργαζόμενοι (25-8) στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, η τελευταία κατήγγειλε, στις 5.1.2012, τις συμβάσεως εργασίας 18 εξ αυτών (εργαζομένων), ήτοι των εναγόντων της από 2.4.2012 αγωγής, διατηρώντας μόνο έναν, προκειμένου να διεκπεραιώσει τις εκκρεμότητες από τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της στο Βελεστίνο (λ.χ. καταβολή δόσεων αποζημίωσης, απογραφές κ.λπ.). Επομένως, κατά τον ανωτέρω μήνα (Ιανουάριος 2012) οι προαναφερθείσες απολύσεις ήταν έγκυρες, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, η πρώτη εναγομένη απασχολούσε λιγότερους από είκοσι (20) εργαζομένους και, συνεπώς, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του Ν 1387/1983. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι απολύσεις των εναγόντων και των δύο ως άνω αγωγών δεν έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του Ν 1387/1983, γι’ αυτό τα αντιθέτως υποστηριζόμενο από τους τελευταίους τυγχάνουν κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι οι 3ος, 4ος, 5ος, 6ος και 7ος ενάγοντες της από 2.4.2012 αγωγής ήταν, κατά το χρόνο της απόλυσής τους (5.1.2012), μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της νομίμως συνεστημένης συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Σωματείο Εργαζομένων ΚΟΝΤΙ», και συγκεκριμένο ο 3ος ήταν Πρόεδρος, ο 4ος Γ. Γραμματέας, ο 5ος Ταμίας, ο 6ος Έφορος και ο 7ος Β’ Αντιπρόεδρος, έχοντας εκλεγεί βάσει των αρχαιρεσιών της 27.9.2010 και της συνεδρίασης του Δ.Σ. του σωματείου που ακολούθησε μετά από αυτές. Έτσι, λοιπόν, και δεδομένου ότι το εν λόγω σωματείο αριθμούσε κατά το χρόνο των αρχαιρεσιών, αλλά και της παραπάνω καταγγελίας, περί τα 86 μέλη, οι ανωτέρω ενάγοντες ανήκαν στην ομάδα των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 5α και 7 Ν 1264/1982. Με την από 2.4.2012 αγωγή τους οι άνω ενάγοντες ισχυρίζονται, ότι οι από 5.1.2012 καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρες λόγω παράβασης του Ν 1264/1982, αφού δεν συνέτρεχε κανένας από τους λόγους, που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του άρθρου 14 του άνω νόμου, ούτε τηρήθηκε η οριζόμενη από το άρθρο 15 του ιδίου νόμου διαδικασία. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι αβάσιμος κατ’ ουσίαν και εντεύθεν απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση για την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών αποτελεί η διατήρηση της επιχείρησης σε λειτουργία και η δυνατότητα της απασχόλησης του προστατευόμενου συνδικαλιστικού στελέχους στην εργοδότρια εταιρία (ΑΠ 706/2006, ΑΠ 902/2004 ό.π.), προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας έχει παύσει οριστικά και πραγματικά την λειτουργία της και δεν έχει οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα από τα τέλη του μηνός Ιουλίου 2011. Τούτο προκύπτει από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, η οποία μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε ότι η παραγωγικότητα της επιχειρήσεως της πρώτης εναγομένης έχει παύσει από τον ως άνω μήνα, ενισχύεται δε και από i) το προσκομιζόμενο ισοζύγιο λογιστικής περιόδου Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2011, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω εταιρία, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, είχε μηδενικές πωλήσεις εμπορευμάτων και ετοίμων προϊόντων και συνολικές πωλήσεις ύψους 19.701,79 ευρώ, που αντιστοιχούν κυρίως σε πωλήσεις άχρηστου υλικού, ενώ κατά την αμέσως προηγούμενη χρήση (Ιανουάριος – Αύγουστος 2011) είχε πωλήσεις συνολικού ύψους 7.308.770,79 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο ισοζύγιο λογιστικής περιόδου Ιανουαρίου – Αυγούστου 2011) και ii) το γεγονός ότι με το από 28.2.2012 πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της πρώτης εναγομένης αποφασίσθηκε η λύση της εταιρίας και η θέση της σε εκκαθάριση, διορισθέντος ως εκκαθαριστή, μεταξύ άλλων, του δεύτερου των εναγομένων (βλ. ΦΕΚ ΤΑΕ – ΕΠΕ 2369/30.3.2012). Η πλήρης δε διακοπή της λειτουργίας της εκμεταλλεύσεως της πρώτης εναγομένης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εργοδότρια εταιρία διατήρησε για μεταβατικό διάστημα ένα άτομο από το προσωπικό της, προκειμένου να διεκπεραιώσει τις εκκρεμότητες από τη διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της στο Βελεστίνο (λ.χ. καταβολή δόσεων αποζημίωσης), ούτε από το γεγονός ότι αυτή (εργοδότρια εταιρία), κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2012, προσέλαβε πέντε (5) εργαζόμενους από τους απολυθέντες, διαφόρων ειδικοτήτων, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου 3 μηνών (βλ. προσκομιζόμενες συμβάσεις εργασίας}, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις εργασίες της εκκαθάρισης ήτοι απογραφές, φορτώσεις, ολοκλήρωση ισολογισμού 2011, ασφάλεια εγκαταστάσεων κ.λπ. (βλ. ΕφΑθ 7432/2002 ΕλλΔνη 2004,872, 902). Επομένως, εφόσον έχει παύσει οριστικά, κατά τα προεκτεθέντα, η λειτουργία της εκμεταλλεύσεως της πρώτης εναγομένης, ήταν δυνατή η καταγγελία της σύμβασης εργασίας των ως άνω εναγόντων συνδικαλιστικών στελεχών, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 παρ. 5 Ν 1264/1982 και χωρίς να απαιτείται η προσφυγή στην επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών. Βέβαια, η διάλυση ή η οριστική παύση της λειτουργίας της εκμετάλλευσης δεν ανήκει στους λόγους καταγγελίας, που περιοριστικά απαριθμεί το άρθρο 14 παρ. 10 Ν 1284/1982. Ωστόσο, είναι αυτονόητο και προκύπτει άλλωστε από την φύση του πράγματος, ότι η διακοπή της λειτουργίας της εκμετάλλευσης καθιστά ανεφάρμοστη την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών ή σύμφωνα με άλλη διατύπωση η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης αποτελεί το μοναδικό λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας των συνδικαλιστικών στελεχών που έγκειται στο πρόσωπο του εργοδότη (βλ. ΕφΑθ 1592/1993 ΔΕΝ 50,1219, ΜΠρΑθ 2624/1997 ΔΕΝ 1998,74). Περαιτέρω, οι 3ος, 5ος, 6ος, 7ος και 8ος ενάγοντες της από 12.1.2012 αγωγής ισχυρίζονται, ότι οι από 7.12.2011 καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους έγιναν από εχθρότητα και εκδίκηση λόγω της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης τους και ειδικότερα λόγω της συμμετοχής τους στην επιτροπή αγώνα κατά των ομαδικών απολύσεων, ως εκ τούτου δε, ελέγχονται ως καταχρηστικές, ενώ οι 1η και 2η των εναγόντων της από 2.4.2012 αγωγής ισχυρίζονται, ότι είναι άτομα προστατευόμενα από το Ν 2643/1998 και ότι οι από 5.1.2012 καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρες, αφού δεν συνέτρεχε καμία περίπτωση από τις αναφερόμενες στο άρθρο 11 του νόμου αυτού, ούτε τηρήθηκε η ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου. Οι ισχυρισμοί, όμως, τούτοι των άνω εναγόντων είναι αβάσιμοι και εντεύθεν απορριπτέοι, διότι, σύμφωνα με όσα ττροεκτέθηκαν, η οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης αφενός μεν δικαιολογεί την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των άνω εναγόντων της από 12.1.2012 αγωγής, που ανέπτυξαν συνδικαλιστική δράση, αφετέρου δε καθιστά ανεφάρμοστη την προστασία των προσληφθέντων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 2643/1998, ήτοι της 1ης και 2ης των εναγόντων της από 2.4.2012 αγωγής (βλ. σχετ. ΜΠρΑθ 2624/1997 ΔΕΝ 1998,74). Τέλος, οι ενάγοντας της από 2.4.2012 αγωγής ισχυρίζονται, ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους είναι καταχρηστικές και ως τέτοιες άκυρες, διότι έγιναν υπό την προσχηματική επίκληση της διακοπής λειτουργίας του εργοστασίου της πρώτης εναγομένης ένεκα οικονομικών προβλημάτων και την προσχηματική επίκληση της ανάγκης ομαδικών απολύσεων, ενώ ο σκοπός της πρώτης εναγομένης ήταν η μείωση του προσωπικού και η επιλογή άλλων μορφών απασχόλησης (συμβάσεις έργου μερικής απασχόλησης), μικρότερου μισθολογικού κόστους και μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν κρίνεται βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως αποδείχθηκε, οι απολύσεις των άνω εναγόντων οφείλονταν αποκλειστικά στην οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης. [...] (Απορρίπτει την αγωγή.)
πηγή: nb.org/blog
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα