Συναινετικό διαζύγιο - Αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα - Συναινετικό διαζύγιο υπό την αίρεση επίτευξης συμφωνίας για τα αποκτήματα (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 63/2005)
Περίληψη: Αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα - Συναινετικό διαζύγιο υπό την αίρεση επίτευξης συμφωνίας για τα αποκτήματα - Αισχροκερδής δικαιοπραξία - Ανταλλαγή παροχών μη αποτιμητών σε χρήμα -Μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας - Ενιαία εξωτερικώς δικαιοπραξία. H αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, και γεννάται από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Δεν αποκλείεται όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο των διαπραγματεύσεων των συζύγων για να καταλήξουν σε συναινετικό διαζύγιο υπό τον όρο ότι η συμφωνία τους και για τα αποκτήματα τελεί υπό την αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου. Η στην βάση της κοινής συναίνεσης των συζύγων σε διαζύγιο υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα ακόμη και δια παραιτήσεως, είναι ισχυρή, εκτός αν συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως. Αισχροκερδής είναι δυνατόν να είναι κάθε επαχθής δικαιοπραξία περιουσιακού περιεχομένου και όχι δικαιοπραξία επί των οποίων λαμβάνει χώρα ανταλλαγή παροχών από τις οποίες η μία δεν είναι περιουσιακή ή αποτιμητή σε χρήμα. Επί μερικής ακυρότητας η δικαιοπραξία ισχύει κατά το υπόλοιπο μέρος αυτής, εκτός της εξαιρετικής περίπτωσης, κατά την οποία συνάγεται ή αποδεικνύεται, ότι η κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας θέληση αμφοτέρων των μερών, αν αυτά εγνώριζαν τη μερική ακυρότητα, θα ήταν να μη ισχύει η δικαιοπραξία, ούτε και κατά το υπόλοιπο μέρος . Το αυτό ισχύει και επί ενιαίας εξωτερικώς δικαιοπραξίας, η οποία κατά το αντικειμενικό της περιεχόμενο, απαρτίζεται από πλείονες μερικότερες ρυθμίσεις που κατά τη θέληση των μερών καταρτίσθηκαν ως ενιαίο σύνολο.
[...] Ι. Επειδή η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ώστε δεν χωρεί παραίτηση εκ των προτέρων, δεν αποκλείεται όμως από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο των διαπραγματεύσεων των συζύγων για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, με τον όρο ότι η συμφωνία τους και για τα αποκτήματα τελεί υπό την αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου. Περαιτέρω, εφόσον μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα ακόμη και δια παραιτήσεως, είναι ισχυρή, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ (ΑΠ 668/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο, το οποίο έκρινε επί αγωγής του αναιρεσείοντος, για συμμετοχή του στα αποκτήματα της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε ανελέγκτως ότι οι διάδικοι, με το από 18-2-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους μετά από πολυήμερες διαπραγματεύσεις και ενόψει της συναινετικής λύσεως του γάμου τους, ρύθμισαν διεξοδικά τις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις και μεταξύ άλλων συμφώνησαν καθένας τους να περιοριστεί στα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα, που ήδη έχει στην κυριότητά του και αναγνώρισαν ότι κανένα δικαίωμα ή αξίωση έχουν ή διατηρούν ο ένας έναντι του άλλου και σε κάθε περίπτωση παραιτούνται από οποιοδήποτε γεννηθέν ή μελλοντικό δικαίωμα ή αξίωση και κυρίως από τυχόν αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Ότι η συμφωνία τους αυτή περιέχει παραίτηση του εκκαλούντος από την ένδικη αξίωσή του και είναι έγκυρη και ενεργός, διότι πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση της λύσεως του γάμου τους, υπό την οποία τελούσε, δεδομένου ότι ο γάμος τους λύθηκε συναινετικά με την υπ αριθ. 499/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη στις 10-3-1998. Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού απέρριψε το σχετικό λόγο της εφέσεως περί ακυρότητας της ανωτέρω συμφωνίας, ως αντίθετης στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, έκρινε ότι είναι ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός από τα άρθρα 361 και 454 του ΑΚ ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης και ότι η αγωγική αξίωση του αναιρεσείοντος έχει αποσβεσθεί. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ και οι περί του αντιθέτου δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο από το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον, περί ακυρότητας της ανωτέρω συμφωνίας, περί παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από την αξίωση συμμετοχής του στα αποκτήματα, γιατί καταρτίσθηκε πριν από τη γέννηση της αξιώσεώς του αυτής, ισχυρισμό του, που παραδεκτώς προέβαλε με την έφεσή του, αφού με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε (ΟλΑΠ 12/1999).
ΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 178 του ΑΚ «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία κρίνεται από το περιεχόμενό της, ενόψει όχι μεμονομένως της αιτίας που εκίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή τον σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν. Κατά το επόμενο άρθρο 179 του ιδίου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου (αρθρ. 178 ΑΚ) «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, και ειδικότερα την δεύτερη προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής-καταπλεονεκτική - και συνεπώς άκυρη λόγω αντιθέσεως της προς τα χρηστά ήθη απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς τρία στοιχεία και δη: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλόμενου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο (Α.Π. 1522/2000). Εντεύθεν παρέπεται ότι κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 179 ΑΚ, αισχροκερδής δύναται να είναι, υπό τους ανωτέρω όρους, κάθε επαχθής δικαιοπραξία περιουσιακού περιεχομένου και ότι αποκλείεται η εφαρμογή της διάταξης αυτής επί δικαιοπραξιών επί των οποίων λαμβάνει χώραν ανταλλαγή παροχών από τις οποίες η μία δεν είναι περιουσιακή ή αποτιμητή σε χρήμα, αφού στις περιπτώσεις αυτές δεν γεννάται ζήτημα προφανούς δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών, κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας (σχετ. ΑΠ 1121/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προβάλλοντας ότι το Εφετείο ερμηνεύοντας το άρθρο 216§1 α ΚΠολΔ με βάση το οποίο έκρινε τον ισχυρισμό του, ότι η επίδικη συμφωνία για την παραίτησή του από την αξίωση για τα αποκτήματα ήταν αισχροκερδής, ως αόριστο, διότι δεν περιέχονται σ αυτόν τα αναγκαία στοιχεία που θα του προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό αυτό και ιδιαίτερα δεν εκτίθεται η ανάγκη που του επέβαλε να θυσιάσει απαίτηση ύψους 140.000.000 δραχμών προκειμένου να εξασφαλίσει την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, ενόψει και του ότι δέκα μήνες μετά την κατάρτιση της συμφωνίας θα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου λόγω τετραετούς διάστασης. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος, αφού η δεύτερη παροχή (ή αντιπαροχή) δεν είναι περιουσιακή ή αποτιμητή σε χρήμα και δεν γεννάται, κατά συνέπεια, ζήτημα προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως αόριστο, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, ορθώς κατ αποτέλεσμα έκρινε (άρθρ. 578 Κ.Πολ.Δ.) και ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, παρεκτός του ότι η παραβίαση της ανωτέρω δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ., δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, χωρίς να αποδίδεται συγχρόνως πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση από το άρθρο 559 αριθ. 14 του Κ.Πολ.Δ.
ΙΙΙ. Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ που ορίζει ότι «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος», προκύπτει ότι επί μερικής ακυρότητας η δικαιοπραξία ισχύει κατά το υπόλοιπο μέρος αυτής, εκτός της εξαιρετικής περίπτωσης, κατά την οποία συνάγεται ή αποδεικνύεται, ότι η κατά το χρόνο της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας θέληση αμφοτέρων των μερών, αν αυτά εγνώριζαν τη μερική ακυρότητα, θα ήταν να μη ισχύει η δικαιοπραξία, ούτε και κατά το υπόλοιπο μέρος (ΑΠ 1194/2000, ΑΠ 131/1972). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επί ενιαίας εξωτερικώς δικαιοπραξίας, η οποία κατά το αντικειμενικό της περιεχόμενο, απαρτίζεται από πλείονες μερικότερες ρυθμίσεις, οι οποίες, κατά τη θέληση των μερών, τελούν σε συνδυασμό ήτοι καταρτίσθηκαν ως ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προέβαλε παραδεκτώς με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε στο Εφετείο, με λόγο εφέσεως, κατ αντένσταση, στην ένσταση της αναιρεσίβλητης, περί παραιτήσεώς του, από τη αξίωση συμμετοχής του στα αποκτήματα, ενόψει της συναινετικής λύσεως του γάμου τους, δυνάμει του καταρτισθέντος μεταξύ τους από 18.2.1997 ιδιωτικού συμφωνητικού, τον ισχυρισμό ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρη, στο σύνολό της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, διότι η αναιρεσίβλητη δεν έχει εκπληρώσει ουσιώδη όρο της συμφωνίας τους αυτής, που αποτελεί μέρος της συνολικής συμβατικής ρύθμισης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, συνιστάμενο ειδικότερα στην εκ μέρους της υποχρέωση προς μεταβίβαση, της κυριότητας των συμφωνηθέντων ακινήτων, στα τέκνα τους, λόγω γονικής παροχής, χωρίς την εκπλήρωση του οποίου δεν θα είχε συμπράξει στην κατάρτιση της συμφωνίας αυτής. Έτσι όμως διατυπούμενος ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος, διότι η μη εκπλήρωση από την αναιρεσίβλητη της ανωτέρω υποχρεώσεώς της που αποτελούσε μέρος της όλης συμβατικής ρυθμίσεως των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων ενόψει του συναινετικού διαζυγίου, δεν επάγεται ακυρότητα του μέρους αυτού, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της Α.Κ. 181 δηλόνοτι ακυρότητας της όλης συμβατικής ρύθμισης. Επομένως το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του πιο πάνω ιδιωτικού συμφωνητικού εγγράφου, ότι ο επικαλούμενος ανωτέρω συμβατικός όρος δεν έχει τεθεί με ποινή ακυρότητας της όλης συμβάσεως, σε περίπτωση μη εκπληρώσεώς του από την αναιρεσίβλητη και απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο, ορθώς κατ αποτέλεσμα έκρινε (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.), και ο έκτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., για παραβίαση του άρθρου 181 Α.Κ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Οκτωβρίου 2003 αίτηση του ... , για αναίρεση της 3988/2002 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.
πηγή: dsanet.gr - Ισοκράτης
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα