Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Υποβιβασμός εργαζομένου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 63/2012)

Διατάξεις: άρθρα 281, 648, 652 ΑΚ

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ. ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ.

Στη σύμβαση εργασίας η ρύθμιση κάθε θέματος που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης για την επίτευξη των σκοπών της ανήκει στον εργοδότη και αποτελεί εκδήλωση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού. Έτσι ο εργοδότης δικαιούται να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες εργασίας και γενικά τους όρους αυτής, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή την εργασιακή σύμβαση, πάντοτε όμως με το βασικό περιορισμό που τίθεται από τα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να ασκεί αυτό καταχρηστικά. Η άσκηση του νομίμου ή συμβατικού δικαιώματος του εργοδότη κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, δηλαδή κατά κατάχρηση αυτού, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού. Τέτοια μονομερής βλαπτική μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος συντρέχει και όταν ο εργοδότης στα πλαίσια της οργανωτικής αναδιάρθρωσης της επιχείρησής του, τοποθετεί το μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία είχε τοποθετηθεί προηγουμένως, και με άλλο αντικείμενο, εφόσον τα νέα αυτά καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική ζημία ή ηθική βλάβη με την προσβολή της προσωπικότητάς του ως προς την επαγγελματική αξία του. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός μπορεί να αντιδράσει με τους εξής τρόπους: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει από την εργασία αξιώνοντας την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, και γ) να εμμείνει στη σύμβαση και να ζητήσει την τήρηση των συμβατικών όρων.

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ προκύπτει ότι στη σύμβαση εργασίας η ρύθμιση κάθε θέματος που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως για την επίτευξη των σκοπών της ανήκει στον εργοδότη και αποτελεί εκδήλωση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού. Έτσι ο εργοδότης δικαιούται να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες εργασίας και γενικά τους όρους αυτής, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή την εργασιακή σύμβαση, πάντοτε όμως με το βασικό περιορισμό που τίθεται από τα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να ασκεί αυτό καταχρηστικά. Επομένως, η άσκηση του νομίμου ή συμβατικού δικαιώματος του εργοδότη κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, δηλαδή κατά κατάχρηση αυτού, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν 2112/1920 . Τέτοια μονομερής βλαπτική μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος συντρέχει και όταν ο εργοδότης στα πλαίσια της οργανωτικής αναδιάρθρωσης της επιχειρήσεώς του, τοποθετεί το μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία είχε τοποθετηθεί προηγουμένως, και με άλλο αντικείμενο, εφόσον τα νέα αυτά καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική ζημία ή ηθική βλάβη με την προσβολή της προσωπικότητάς του ως προς την επαγγελματική αξία του. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός μπορεί να αντιδράσει με τους εξής τρόπους: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, νέα τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει από την εργασία αξιώνοντας την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, και γ) να εμμείνει στη σύμβαση και να ζητήσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν κατά τις σχετικές παραδοχές της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως ελέγχεται με βάση τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά και όχι με βάση εκείνα που φέρεται να έχει επικαλεσθεί ο αναιρεσείων αλλά το δικαστήριο δεν τα εξέτασε ή δεν τα δέχθηκε.

Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη προσελήφθη στις 24.9.1990 από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «... ΕΠΕ», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προσέφερε σ’ αυτή τις υπηρεσίες της επί δέκα (10) σχεδόν έτη, ως υπάλληλος γραφείου. Στις 3.4.2000 την πιο πάνω εργοδότιδα της ενάγουσας διαδέχθηκε στα από την ένδικη σύμβαση εργασίας δικαιώματα και υποχρεώσεις της, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, η εναγομένη ανώνυμη εταιρία και ήδη αναιρεσείουσα, με την επωνυμία «...», η οποία διατηρεί την ομώνυμη Γενική Κλινική στην Αθήνα. Από τότε η ενάγουσα συνέχισε να προσφέρει στην εναγομένη πλέον, υπηρεσίες υπαλλήλου γραφείου - γραμματέα, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού, ο οποίος από το έτος 2006 ανήλθε σε 1.332 ευρώ. Το ωράριο το οποίο συμφωνήθηκε και κατά το οποίο απασχολείτο η ενάγουσα, ήταν οκτάωρο ημερησίως, κατά τις ώρες από 07.00 έως 15.00 και πενθήμερο εβδομαδιαίως κατά τις ημέρες από Δευτέρα έως και Παρασκευή. Από τα μέσα του έτους 2005, η εναγομένη προέβη σε αναδιοργάνωση της επιχειρήσεώς της, η οποία επεκτάθηκε και σε δεύτερο κτίριο, όμορο εκείνου στο οποίο λειτουργούσε μέχρι τότε. Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης αυτής, η εναγομένη προέβη σε ανακατατάξεις διαφόρων τμημάτων της και σε προσλήψεις πολλών νέων υπαλλήλων. Στις 18.5.2006 η εναγομένη διά του Γενικού Διευθυντή της ενημέρωσε την ενάγουσα ότι θα μετακινηθεί από τη Γραμματεία του Λογιστηρίου - Κίνησης Ασθενών στην οποία υπηρετούσε μέχρι τότε και που βρισκόταν στον 1ο όροφο του νέου κτιρίου, στη Γραμματεία των Εξωτερικών Ιατρείων που βρισκόταν στο ισόγειο του ίδιου κτιρίου και ότι θα επερχόταν και αλλαγή στις ώρες εργασίας της, ήτοι από 07.00 έως 15.00 που ήταν το ωράριό της, σε 09.00 - 17.00. Η ενάγουσα ζήτησε να μην μετακινηθεί, επικαλούμενη ότι είναι μητέρα εξάχρονου παιδιού και το ωράριο εργασίας θα της προκαλούσε δυσχέρεια να ανταποκριθεί στις οικογενειακές της υποχρεώσεις. Ο Γενικός Διευθυντής της εναγομένης ενοχληθείς με την αντίρρηση της ενάγουσας να μετακινηθεί και επειδή επιδίωκε να απαλλαγεί αζημίως από την ίδια εξωθώντας την σε παραίτηση, της δήλωσε τότε ότι θα πάει ως τηλεφωνήτρια στο τηλεφωνικό κέντρο. Η ενάγουσα απέκρουσε την πρόταση για μετακίνησή της στο τηλεφωνικό κέντρο της εναγομένης, δηλώνοντας αμέσως την αντίθεσή της, τόσο προφορικά προς τον ως άνω Διευθυντή, όσο και με την από 22.5.2006 σχετική προσφυγή της προς την Επιθεώρηση Εργασίας, ως ιδιαίτερα δυσμενής γι’ αυτήν, δεδομένου ότι η αλλαγή της ειδικότητάς της από υπάλληλος γραφείου - γραμματέως σε τηλεφωνήτρια συνιστούσε υποβιβασμό της σε υποδεέστερη θέση και επιπλέον συνεπαγόταν σημαντική αλλαγή του ωραρίου εργασίας της από σταθερό πρωινό σε κυλιόμενο με βάρδιες, καθώς και εργασία εκ περιτροπής τα Σαββατοκύριακα. Συγχρόνως, η ενάγουσα έλαβε λόγω προβλημάτων υγείας, δεκαήμερη άδεια από την εργασία της, μετά γνωμάτευση της Α/βάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ στο οποίο ήταν ασφαλισμένη. Περαιτέρω, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω προσφυγής στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 25.5.2006, κατά την οποία παρέστησαν αμφότεροι οι διάδικοι, η εναγομένη διά του Γενικού Διευθυντή της Γ. Δ., ο οποίος την εκπροσωπούσε, παραδέχθηκε ότι της είχε ζητήσει τη μετακίνησή της στο τηλεφωνικό κέντρο και δεν αμφισβήτησε τις παραπάνω δυσμενείς συνέπειες που συνεπαγόταν η μεταβολή αυτή για την ενάγουσα, πλην όμως στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν εμμένει στη συγκεκριμένη μετακίνηση της τελευταίας, αλλά επιθυμεί να επανέλθει η ενάγουσα στην εργασία της και στη θέση που αρχικά της ζητήθηκε να μεταφερθεί, δηλαδή στη Γραμματεία των Εξωτερικών Ιατρείων. Για την τελευταία αυτή μετακίνηση ο εκπρόσωπος της Επιθεώρησης δήλωσε στην ενάγουσα ότι δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της και ότι θα πρέπει να την αποδεχθεί. Η ενάγουσα δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να αποφασίσει μετά το πέρας της αναρρωτικής της άδειας. Δέχεται στη συνέχεια το Εφετείο ότι η ενάγουσα ζήτησε και έλαβε παράταση της αναρρωτικής της άδειας, διαδοχικά μέχρι τις 10.7.2006. Όταν όμως επέστρεψε στην υπηρεσία της στις 11.7.2006 και προσήλθε να αναλάβει καθήκοντα στη Γραμματεία των Εξωτερικών Ιατρείων, θέση στην οποία είχε υποσχεθεί ότι θα την μετακινήσει, συνάντησε την άρνηση του τελευταίου να αποδεχθεί την εργασία της στη θέση αυτή. Ειδικότερα, ο προαναφερόμενος επικαλέσθηκε προσλήψεις νέων υπαλλήλων κατά το διάστημα της απουσίας της με αναρρωτική άδεια και κάλυψη των κενών θέσεων στη Γραμματεία αυτή και τη διέταξε, σε αυστηρό τόνο, να πάει στο τηλεφωνικό κέντρο και να αναλάβει εκεί καθήκοντα τηλεφωνήτριας. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα δήλωσε προφορικά στο Διευθυντή, κατά την ίδια ημέρα, αλλά και με την αυθημερόν συνταχθείσα εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποίησε στην εναγομένη την επομένη (12.7.2007) ότι δεν αποδέχεται την ως άνω αλλαγή των όρων εργασίας της, διότι είναι βλαπτική γι’ αυτήν για τους λόγους που είχε και αρχικά εκθέσει (υποδεέστερη εργασία, δυσχέρεια ανταπόκρισης στη φροντίδα του μικρού παιδιού της), καθώς και ότι θεωρεί αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και κάλεσε την εναγομένη να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση. Η τελευταία με την από 12.7.2006 απαντητική εξώδικη δήλωσή της που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 14.7.2006 αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της εργαζομένης ενάγουσας και στις 21.7.2006 προέβη σε δήλωση προς τον ΟΑΕΔ περί οικειοθελούς αποχώρησής της. Με βάση τα ανωτέρω, δέχεται ακολούθως το Εφετείο, ότι η μετακίνηση της ενάγουσας από την εναγομένη, από τη Γραμματεία Λογιστηρίου, σε θέση του τηλεφωνικού κέντρου της, προέβη σε μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας της, κατά παράβαση της ατομικής συμβάσεώς της που όριζε ότι θα απασχολείται ως υπάλληλος γραφείου και με καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της ίδιας ως εργοδότιδας, δεδομένου ότι η απασχόληση συνιστούσε υποδεέστερη ειδικότητα από εκείνη της υπαλλήλου γραφείου, με την οποία απασχολείτο συνεχώς και αδιαλείπτως επί συνολικά δεκαπέντε (15) έτη και δέκα (10) μήνες στην έναγομένη, προσμετρουμένης και της προϋπηρεσίας της στην προηγούμενη αυτής εργοδότιδα. Επιπλέον η μετακίνηση αυτή της ενάγουσας δεν εξυπηρετούσε τις οργανωτικές ανάγκες της εναγομένης, ούτε ωφελούσε τα συμφέροντά της, καθόσον η εργασία στο τηλεφωνικό κέντρο δεν απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και εμπειρία, ούτε προϋπηρεσία, παράλληλα δε η εναγομένη είχε προσλάβει πολλές νέες υπαλλήλους και ως εκ τούτου οποιαδήποτε από αυτές θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στη θέση της τηλεφωνήτριας αντί της ενάγουσας. Το ωράριο δε της ενάγουσας ως τηλεφωνήτριας θα ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό του υπαλλήλου γραφείου, γιατί το τελευταίο δεν θα ήταν κυλιόμενο, δηλαδή σε βάρδιες εκ περιτροπής (πρωί - απόγευμα - βράδυ) και με υποχρέωση απασχόλησης σε ημέρες Σάββατου και Κυριακής, το οποίο θα είχε άμεσες δυσμενείς επιπτώσεις για την ενάγουσα στον προγραμματισμό των οικογενειακών της υποχρεώσεων, ενόψει και του μικρού ηλικίας ανήλικου παιδιού της και επομένως, η ενάγουσα βασίμως θεώρησε τη μεταβολή αυτή των όρων της ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεώς της όπως είχε το σχετικό δικαίωμα και αξίωσε ως συνέπεια αυτής την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Κατ’ ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την αγωγή, δέχθηκε εν μέρει τις αγωγικές αξιώσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς της, με τις παραδοχές ότι η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως της ενάγουσας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρήθηκε, είχε ως αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της, αφού από την πιο πάνω ενέργεια εθίγη η επαγγελματική της αξία και υπόληψη, καθόσον η τοποθέτησή της σε υποδεέστερη θέση έδωσε την ψευδή εντύπωση στο επαγγελματικό και κοινωνικό της περιβάλλον ότι αδυνατούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της ως υπαλλήλου γραφείου.

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθά εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 652 και 281 ΑΚ και 7 του Ν 2112/1920 , οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση, αφού με τις ως άνω παραδοχές συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους. [...]

(Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της απόφασης ΕφΑθ 3148/2009 .)

πηγή: nbonline.gr

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.