Υπέρβαση δημοσιογραφικού καθήκοντος (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 285/2012)
Διατάξεις: άρθρα 57, 59, 299, 330, 914, 920, 932 ΑΚ, μόνο Ν 1178/1981
Περίληψη: Προσβολή της τιμής ως αγαθό της προσωπικότητας. Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως ως νομική έννοια που ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη ΜΜΕ ακόμη και εάν ο υπαίτιος συντάκτης τού είναι άγνωστος. Υπέρβαση της δεοντολογίας του δημοσιογραφικού καθήκοντος.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 920, 330 εδ. β' και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται, ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκούντος κάθε είδους υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια (ΑΠ Ολ 2/2008 ). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ' ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 50/2002, 831/2005). Προσβολή της προσωπικότητας συντελείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκφάνσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του προσβαλλόμενου, αφού τα έννομα αυτά αγαθά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και η υπόληψη, δηλαδή η κοινωνική αξία κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι' αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποιήσεως το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι το βαθμό πταίσματος του υπόχρεου, το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου (ΑΠ 654/2009). Οι ως άνω συμπαρομαρτούσες συνθήκες λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή στοιχεία, των οποίων η παράθεση να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το δικαστήριο αποφασίζει γι' αυτά με μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο ελεύθερη κρίση (ΑΠ 1166/2009), που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 79/2010). Περαιτέρω κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α΄- δ΄ ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ΄ και δ΄). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367), για την ενότητα δικαίου της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, εφόσον αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου, εκτός αν περιέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως. Τέτοιος σκοπός θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε, το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε την έλλειψη αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εν τούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή άλλου. Η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ.1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος στην προσωπικότητά του (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από το άρθρο 367 παρ. 2 του ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της ενστάσεως εκ του άρθρου 367 παρ. 1 (ΑΠ 1573/2005). Λαμβανομένου υπόψη όμως ότι η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως αποτελεί νομική έννοια, υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συμπέρανε, ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφραστεί ο δράστης, δηλαδή ποιες, αντί εκείνων που χρησιμοποίησε, εκφράσεις μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εκδηλώσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του και ότι αυτός, καίτοι γνώριζε τον άλλον αυτόν τρόπο, χρησιμοποίησε εν γνώσει του τον συγκεκριμένο μη αναγκαίο, έχοντας ειδικό σκοπό εξυβρίσεως ή απλής δυσφημήσεως του προσβληθέντος παθόντος (ΑΠ 1395/2005, 1653/1983, 825/2002, 780/2004). Τέλος με το άρθρο μόνο παρ. 1 του Ν 1178/1981 «Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων», καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη κάθε εντύπου σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκε υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου, ευθύνεται δε εκείνος πάντοτε κατά τις κοινές διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 του ΠΚ. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση σ' αυτόν έννοιας μη αληθινής (μη αρμόζουσας), είτε με εσφαλμένη (μη ορθή) εφαρμογή, που υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόζεται ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή δεν εφαρμόζεται ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα (ΑΠ Ολ 7/2006 , 4/2005). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ Ολ 1/1999 , 28/1997, 12/1995). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως, έστω και με συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ Ολ 861/1984 ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσειόντων εναγομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος για επιδίκαση σ' αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης του λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του με δημοσίευμα σε εκδιδόμενη από την πρώτη αναιρεσείουσα εφημερίδα, το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: «Η πρώτη εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια της μηνιαίας τοπικής εφημερίδας με το διακριτικό τίτλο "...", που εκδίδεται στο νομό Κορινθίας, κυκλοφορεί κυρίως στην περιοχή του Κιάτου αλλά και σε ολόκληρο το νομό και αποστέλλεται ταχυδρομικά και στην Αθήνα, σε συνδρομητές καταγόμενους από την περιοχή αυτή, ο δε δεύτερος εναγόμενος είναι εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας. Στο υπ' αρ. ... φύλλο μηνός Αυγούστου του έτους 2003 της πιο πάνω εφημερίδας, δημοσιεύθηκε για τον ενάγοντα, ο οποίος υπηρέτησε στη θέση του Διοικητή του αστυνομικού τμήματος Κιάτου Κορινθίας από το έτος 1996 έως την 10.8.2003, οπότε και μετατέθηκε στο αστυνομικό τμήμα Κορίνθου, δημοσίευμα με τίτλο "Α.Τ. Κιάτου. Καληνύχτα κύριε διοικητά. Καλημέρα κύριε διοικητά" όπου αναγράφονται τα εξής: "Μετά από μια εξάχρονη θητεία στο ΑΤ Κιάτου, ο αστυνόμος Τ. Χ. μετετέθη αφήνοντας πίσω του ένα πραγματικά δυσαναπλήρωτο κενό. Το κενό της ανυπαρξίας, των μειωμένων ικανοτήτων του στη διοίκηση και του ελλείμματος στην αστυνόμευση. Πρωταθλητής στην εισπρακτική λογική και στις κλήσεις (κράνη-ζώνες-αλκοτέστ), ουσιώδης στα μικρά και ασήμαντα, πιστεύοντας ότι η εξέλιξη είναι ανάλογη της ποσότητας. Η λέξη πρόληψη, δημόσιες σχέσεις και ποιότητα, άγνωστες γι' αυτόν. Φεύγοντας είναι ζήτημα, αν το 5% του τοπικού πληθυσμού τον ήξερε. Η εφημερίδα μας φρόντισε όμως αρκετά συχνά να τον γνωρίσει η τοπική κοινωνία. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του, πίστευε ότι θα έλυνε τα προβλήματα της τάξης και ασφάλειας του πολίτη μετρώντας τις ώρες να φύγει. Στα μεγάλα και σημαντικά ουραγός, πολύ πίσω από το μέγεθος των περιστάσεων. Μια μεγάλη ληστεία ανεξιχνίαστη (της Εθνικής Τράπεζας), μια δολοφονία που την βάφτισε αυτοκτονία, έχοντας τεράστια ευθύνη για τις εγκληματικές παραλείψεις και ερασιτεχνισμούς του και έναν Υποδιοικητή, που ενώ έγδερνε επί πενταετία όλη τη Δυτική Κορινθία και ενώ βοούσε όλος ο τόπος, ο μοναδικός που δεν έχει πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε, ήταν ο Χ. Τ.. Τέτοια αστυνομικά δαιμόνια να τα χαίρεται η ΕΛ.ΑΣ. Η μικρή και μεσαία εγκληματικότητα και η παραβατικότητα στο Κιάτο τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί, τα ναρκωτικά, ιδίως στη νεολαία, βρίθουν, αποτέλεσμα της λειψής αστυνόμευσης και των ανύπαρκτων μέτρων. Καλημέρα λοιπόν κ. Διοικητά (Τ. Σ.). Θα πρέπει να - καταβάλλετε μεγάλες προσπάθειες για να ανατρέψετε τα κακώς κείμενα. Κύριε Διοικητά (Χ. Τ.). Σου ευχόμαστε Καλή νύχτα. Γ.Θ.". Παράλληλα με το κείμενο, στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας δημοσιεύθηκε και φωτογραφία του ενάγοντος αστυνομικού, ένστολου. Με το δημοσίευμα αυτό, ο ενάγων εμφανίζεται ότι ως αστυνομικός - Διοικητής του ΑΤ Κιάτου, α) ήταν ανεπαρκής σε τέτοιο βαθμό ως προς την άσκηση των καθηκόντων του, ώστε μετά από την εξάχρονη θητεία του στην ως άνω θέση, είναι πολύ δύσκολο να ευρεθεί στο μέλλον άλλος Διοικητής στο ίδιο ΑΤ με τόσο μεγάλη υπηρεσιακή ανεπάρκεια, δηλαδή με τόσο μειωμένες ικανότητες στη διοίκηση και με τέτοια έλλειψη αστυνόμευσης (φράση: Μετά από μια εξάχρονη θητεία στο ΑΤ Κιάτου, ο αστυνόμος Τ. Χ. μετετέθη αφήνοντας πίσω του ένα πραγματικά δυσαναπλήρωτο κενό. Το κενό της ανυπαρξίας, των μειωμένων ικανοτήτων του στη διοίκηση και του ελλείμματος στην αστυνόμευση) και β) έδινε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση ζητημάτων ήσσονος σημασίας, όπως είναι οι κλήσεις για κράνη και ζώνες ασφαλείας και η διενέργεια αλκοτέστ και αδιαφορούσε για τα ζητήματα μείζονος σπουδαιότητας, όπως είναι η πρόληψη της σοβαρής εγκληματικότητας (φράση: Πρωταθλητής στην εισπρακτική λογική και στις κλήσεις (κράνη-ζώνες-αλκοτέστ), ουσιώδης στα μικρά και ασήμαντα, πιστεύοντας ότι η εξέλιξη είναι ανάλογη της ποσότητας). Η λέξη πρόληψη, δημόσιες σχέσεις και ποιότητα, άγνωστες γι' αυτόν. Φεύγοντας είναι ζήτημα αν το 5% του τοπικού πληθυσμού τον ήξερε. Η εφημερίδα μας φρόντισε όμως αρκετά συχνά να τον γνωρίσει η τοπική κοινωνία. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του, πίστευε ότι θα έλυνε τα προβλήματα της τάξης και ασφάλειας του πολίτη μετρώντας τις ώρες να φύγει. Στα μεγάλα και σημαντικά ουραγός, πολύ πίσω από το μέγεθος των περιστάσεων). Για την αιτιολόγηση των προαναφερόμενων μειωτικών για το πρόσωπο του ενάγοντος χαρακτηρισμών, το δημοσίευμα αναφέρθηκε σε μια ληστεία που δεν εξιχνιάστηκε, σε μια δολοφονία που ο ενάγων θεώρησε ως αυτοκτονία και σε έναν Υποδιοικητή που «έγδερνε» επί πενταετία τη Δυτική Κορινθία, χωρίς ο ενάγων να έχει αντιληφθεί τι συνέβαινε. Τα παραπάνω, όμως, ήταν ψευδή γιατί α) καθόσον αφορά τη ληστεία στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Κιάτου, συνέβη την 20.8.2001, δηλαδή σε ημέρα που ο ενάγων βρισκόταν σε νόμιμη υπηρεσιακή άδεια και είχε αναπληρωθεί νόμιμα (βλ. τα υπ' αρ. πρωτοκόλλου 220470/10/14-α/10.8.2001 και 220470/10/14-δ/27.8.2001 υπηρεσιακά αντίγραφα του ΑΤ Κιάτου), β) καθόσον αφορά τη δολοφονία που, κατά το δημοσίευμα, ο ενάγων θεώρησε ως αυτοκτονία, αυτό συνέβη το μήνα Μάρτιο του έτους 2000 και ναι μεν το ΜΟΔ Σπάρτης με την υπ αρ. .../2008 και .../2009 απόφασή του κήρυξε τελικά ένοχο τον Κ. Χ. για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βάρος του πιο πάνω θανόντος και του επέβαλε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης είκοσι (20) ετών, όμως η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά από αναίρεση (με την υπ αρ. .../2006 απόφαση του Αρείου Πάγου) της αρχικής, υπ' αρ. .../2005 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία ο παραπάνω είχε αθωωθεί για την ίδια πράξη και, γενικά, όλες οι αρχικές ενδείξεις συνηγορούσαν υπέρ της άποψης ότι μάλλον επρόκειτο περί αυτοκτονίας, αφού ο θανών Θ. Γ. είχε βρεθεί αιωρούμενος από ένα σχοινί, στο χώρο αυτό υπήρχε και ένα ιδιόχειρο σημείωμα που ενίσχυε την άποψη περί αυτοκτονίας, η από 14.3.2000 ιατροδικαστική έκθεση των ιατρών Ι. Α. και Χ. Π. ανέφερε ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα απαγχονισμού και η περίδεση των χεριών του φαινόταν ότι έγινε από τον ίδιο τον θανόντα, μεταγενέστερη ιατροδικαστική έκθεση, που διενεργήθηκε κατόπιν νέας νεκροψίας-νεκροτομής, ύστερα από αίτηση της θυγατέρας του θανόντος, είχε μεν αποφανθεί ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια αλλά με άριστα σκηνοθετημένη προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος και πλήρους αποπροσανατολισμού των ανακριτικών αρχών, η έγκληση της θυγατέρας του θανόντος για παραλείψεις του ενάγοντος και άλλων αστυνομικών, κατά την προανάκριση της εν λόγω υπόθεσης, είχε απορριφθεί με την υπ' αρ. .../11.10.2002 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, σε κάθε δε περίπτωση και ανεξάρτητα από το ότι ο ενάγων, ως αστυνομικός - προανακριτικός υπάλληλος, δεν είχε καθοριστικό ρόλο για την εξιχνίαση της υπόθεσης και για το τελικό συμπέρασμα σχετικά με το τι πράγματι συνέβη αφού μετά από την αστυνομική αρχή, επιλήφθηκαν οι αρμόδιες δικαστικές (ανακριτικές) αρχές, οι τελευταίες, κατά το χρόνο δημοσίευσης του επίμαχου δημοσιεύματος, δεν είχαν αποφανθεί ούτε καν οριστικά για το αν επρόκειτο για δολοφονία ή αυτοκτονία και γ) καθόσον αφορά τον Υποδιοικητή που, κατά το δημοσίευμα, «έγδερνε» επί πενταετία τη Δυτική Κορινθία χωρίς ο ενάγων να το έχει αντιληφθεί, ο τελευταίος διενήργησε ΕΔΕ (Ένορκη Διοικητική Εξέταση) μετά το πέρας της οποίας ο Υποδιοικητής αποπέμφθηκε από την αστυνομία. Περαιτέρω, πλην του ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκαν γεγονότα ή άλλες ενέργειες του ενάγοντος που να φανερώνουν μειωμένες διοικητικές ικανότητες και υπηρεσιακή ανεπάρκεια, όπως δηλαδή του απέδωσαν οι εναγόμενοι με το επίμαχο δημοσίευμα, οι τελευταίοι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των πιο πάνω (υπό α έως γ) αναφερόμενων, τα οποία, εκτός από αναληθή, ήταν και εντελώς αόριστα, χωρίς δηλαδή καμιά αναφορά σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προέκυπταν τα αντίθετα, δηλαδή ότι κατά τη διάπραξη της ληστείας ο ενάγων βρισκόταν σε υπηρεσία και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένος να ασχοληθεί με την εξιχνίασή της ή ότι ο θάνατος του προαναφερθέντος προσώπου προήλθε από δολοφονία ή ότι δεν ενήργησε τα δέοντα για την αποπομπή του Υποδιοικητή, προσβάλλουν δε καταφανώς την τιμή και υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητα του ενάγοντος, ως αστυνομικού αλλά και ως μέλους της τοπικής κοινωνίας του Κιάτου, αφού σκιαγραφούν μια εντελώς αρνητική για αυτόν εικόνα και αμφισβητούν την υπηρεσιακή του αξία, αποδίδοντάς του την ικανότητα να ασχολείται και να φέρνει σε πέρας μόνο παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και ανικανότητα για να αντιμετωπίζει τις λοιπές (σοβαρές) εγκληματικές πράξεις. Ειδικότερα, οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποίησε ο συντάκτης κειμένου, είχαν σημείο αναφοράς και αποκλειστικό στόχο το πρόσωπο του ενάγοντος και ήταν πρόσφορες να βλάψουν, όπως και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή του ως αστυνομικού, ολόκληρο δε το κείμενο ενείχε, κατά την αντικειμενική του εκτίμηση, το στοιχείο της συκοφαντικής δυσφήμισης, της εξύβρισης, του χλευασμού και της σπίλωσης της επαγγελματικής ύπαρξης και της προσωπικής υπόστασης του ενάγοντος, παρουσιάζοντάς τον ως υπηρεσιακώς ανεπαρκή αστυνομικό. Από όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι το δημοσίευμα δεν συντάχθηκε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, γιατί ο συντάκτης του κειμένου ξέφυγε εντελώς από το δημοσιογραφικό έργο που είναι η ενημέρωση του κοινού και η κριτική των δρώμενων, αφού με το ανωτέρω κείμενο ούτε προσέφερε κάποια είδηση στο αναγνωστικό κοινό (σημειωτέον ότι το δημοσίευμα έλαβε χώρα δύο και πλέον έτη μετά τη ληστεία και τρία και πλέον έτη μετά το συμβάν του θανάτου αλλά και χωρίς να προηγηθεί κάποια δήλωση ή εξήγηση του ενάγοντος για τα καταμαρτυρούμενα σ' αυτόν ή, έστω, να ζητηθεί η άποψή του) ούτε σχολίασε κάποιο θέμα, διατυπώνοντας τις σκέψεις του και το δημοσιογραφικό του ενδιαφέρον γι' αυτό, αλλά μοναδικό σκοπό είχε να θίξει τον ενάγοντα, ως φορέα της συγκεκριμένης ιδιότητας, εφόσον μπορούσε και όφειλε, αν ήθελε να του ασκήσει απλώς κριτική, να χρησιμοποιήσει λέξεις και φράσεις ευπρεπείς και ηπιότερες, ενόψει της επαγγελματικής και κοινωνικής θέσης του ενάγοντος και όχι τις αναφερθείσες που ήταν ιδιαίτερα μειωτικές και οι οποίες δεν ήταν ούτε αναγκαίες ούτε αντικειμενικά επιβεβλημένες ούτε, τέλος, εξασφάλιζαν την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού της εφημερίδας. Συνεπώς, υπήρξε ενσυνείδητη υπέρβαση του δημοσιογραφικού καθήκοντος, με άμεσο στόχο την προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος με τη διατύπωση των οξέων και δυσμενών χαρακτηρισμών, δεν αίρεται δε ο άδικος χαρακτήρας των σχετικών δυσφημιστικών και εξυβριστικών φράσεων και λέξεων του επίμαχου δημοσιεύματος, καθώς και η παρανομία ως συστατικό στοιχείο θεμελίωσης υπέρ του ενάγοντος αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία και από παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, συνακόλουθα δε πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός - καταλυτική ένσταση των σχετικών αξιώσεων του ενάγοντος - του άρθρου 367 ΠΚ, ο οποίος παραδεκτά προβλήθηκε από τους εναγομένους - εκκαλούντες.
Με βάση τα ανωτέρω και εφόσον, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι με το ως άνω δημοσιευθέν κείμενο προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψη και η εν γένει προσωπικότητα του ενάγοντος, συνεπώς, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, πρέπει να του επιδικαστεί ανάλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία, εν όψει του είδους και της έκτασης της προσβολής, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών και όλων γενικά των συνθηκών, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 60.000 ευρώ». Έτσι που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του ασαφείς, ανεπαρκείς και ελλιπείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ 363 και 367 του ΠΚ, κατά το μέρος που στήριξε την κρίση του για το επιδικασθέν ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης του αναιρεσιβλήτου λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του σε συκοφαντική δυσφήμησή του. Ειδικότερα, ως προς τα αναφερόμενα στο επίμαχο δημοσίευμα τρία κρίσιμα γεγονότα (παραλείψεις του αναιρεσιβλήτου ως Διευθυντή του Αστυνομικού Τμήματος Κιάτου Κορινθίας) σχετικά με: «α) μια μεγάλη ληστεία ανεξιχνίαστη (της Εθνικής Τράπεζας), β) μια δολοφονία (του Θ. Γ.) που βάφτισε αυτοκτονία, έχοντας τεράστια ευθύνη για τις εγκληματικές παραλείψεις και τους ερασιτεχνισμούς του και γ) ένα Υποδιοικητή, που έγδερνε επί πενταετία όλη τη Δυτική Κορινθία και ενώ βοούσε όλος ο τόπος, ο μοναδικός που δεν είχε πάρει χαμπάρι ήταν ο Χ.Τ. (αναιρεσίβλητος)», ενώ κατά την αντικειμενική τους υπόσταση δεν ετέθησαν υπό αμφισβήτηση και δεν αναφέρεται αντίθετη εκδοχή, δηλαδή ότι εξιχνίασε τη ληστεία, ότι δεν χαρακτήρισε ως αυτοκτονία ο αναιρεσίβλητος τη δολοφονία του Θ. Γ. από τον μετέπειτα (μετά από αναίρεση της αθωωτικής απόφασης) αμετακλήτως καταδικασθέντα σε 20ετή κάθειρξη Κ. Χ. και ότι ο υπηρεσιακώς υφιστάμενος του αναιρεσιβλήτου δεν είχε κοινώς γνωστή έκνομη υπηρεσιακή διαγωγή στη Δυτική Κορινθία: 1) Με ανεπαρκή αιτιολογία εστιάζει στα γεγονότα αυτά την κρίση του (το Εφετείο) για αντικειμενική και υποκειμενική στοιχειοθέτηση συκοφαντικής δυσφημήσεως του αναιρεσιβλήτου με το δημοσίευμα των αναιρεσειόντων, χωρίς προηγουμένως να έχει δεχθεί ότι τα αναφερόμενα γεγονότα δεν ανταποκρίνονται ολικά ή εν μέρει στην αλήθεια. 2) Με ανεπαρκή και ελλιπή αιτιολογία επίσης δέχεται ότι ο αναιρεσίβλητος κατά την προανάκριση δεν είχε ενδείξεις δολοφονίας του Θ. Γ., ενώ αυτός βρέθηκε απαγχονισμένος, αιωρούμενος από σχοινί, αλλά με δεμένα τα χέρια του, πράγμα το οποίο ως (υποθετικό) αποτέλεσμα εκούσιας επιλογής είναι δυσχερές και ασύνηθες, ενώ αντιθέτως είναι σαφώς ενδεικτικό εξωτερικού καταναγκασμού με αντικειμενική θεώρηση από τον μέσης συνέσεως κοινωνικό άνθρωπο. 3) Με ασαφή αιτιολογία κρίνει ως επαρκή απόδειξη επιμελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος του αναιρεσιβλήτου το ότι διενήργησε ΕΔΕ, μετά το πέρας της οποίας ο Υποδιοικητής του ΑΤ Κιάτου απομακρύνθηκε από την Αστυνομία, χωρίς να αναφέρει, γιατί καθυστέρησε πέντε έτη να αντιληφθεί την κατ' εξακολούθηση, κοινώς γνωστή στην τοπική κοινωνία Κιάτου Κορινθίας, έκνομη υπηρεσιακή διαγωγή του εν λόγω Υποδιοικητή. 4) Με ασαφή αιτιολογία δέχεται τη μη ύπαρξη ευθύνης του αναιρεσιβλήτου για τη μη εξιχνίαση της ληστείας (σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας) από μόνο το γεγονός της δικαιολογημένης απουσίας του κατά την ημέρα της ληστείας, χωρίς να αναφέρει γιατί ως Διοικητικής του Αστυνομικού Τμήματος Κιάτου εμποδιζόταν μετά την επιστροφή του στην υπηρεσία να συμβάλει στην εξιχνίαση της ληστείας. Περαιτέρω κατά το μέρος που αναφέρεται ότι το επίμαχο δημοσίευμα περιέχει υπέρβαση της από δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον πληροφόρησης του κοινού επιτρεπόμενης θεμιτής κριτικής, των ασκούντων δημόσιο λειτούργημα, δεν καθίσταται σαφές ποιες φράσεις από το ως άνω δημοσίευμα δεν ήταν πραγματικά αναγκαίες, για να αποδοθεί η σκέψη του συντάκτη του δημοσιεύματος, τις οποίες εν γνώσει του χρησιμοποίησε, για να προσβάλει την τιμή του αναιρεσιβλήτου.
Επομένως ο δεύτερος, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 54/2008 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).
[Αναιρεί την ΕφΝαυπλ 264/2010.]
πηγή: nbonline.gr
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα