Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη, νόμος 3869/2010) - Οι ενστάσεις κατά της αιτήσεως του νόμου 3869/2010. Μελέτη του Σπυρίδωνος Μπεκάρη, Δικηγόρου Ιωαννίνων.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου 3869/2010, η εισοδηματική στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών (απώλεια εργασίας κ.α.), αποτέλεσαν παράγοντες που, δρώντας, υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών που, αδυνατώντας εν συνεχεία να αποπληρώσουν τα χρέη τους, υπέστησαν και υφίστανται, τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειές της. Υπάρχουν πλείστα παραδείγματα άλλων χωρών, με αφετηρία αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών (13ο κεφάλαιο της Bankrupcy Reform Act, 1978), που διαθέτουν ήδη ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων ιδιωτών από τα χρέη τους, όταν αυτοί αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτά, παρόμοιες με αυτές που θεσπίζονται με τον ν. 3869/2010 (έτσι ενδεικτικά ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία από το 1982, η Ελβετία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Αυστρία από το 1994, η Ολλανδία από το 1998, η Γερμανία σε ισχύ από το 1999, το Βέλγιο από το 1999, η Γαλλία από το 2003, η Πορτογαλία από το 2004, η Τσεχία από το 2008, ιδέ Εισηγ. Έκθ. ο.π. ).
Μία απαλλαγή χρεών δεν παύει να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Η εν λόγω διαδικασία διαφέρει από την πτώχευση των εμπόρων όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ενώ στην τελευταία προτάσσεται κατά βάση η ικανοποίηση των πιστωτών, με μοιραίες συχνά συνέπειες για την επιχείρηση, στόχος των εν λόγω διατάξεων είναι η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει (ο.π.).
Σε ρύθμιση και απαλλαγή υπάγονται χρηματικές οφειλές των μη εχόντων πτωχευτική ικανότητα φυσικών προσώπων. Εξαιρούνται οφειλές από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α., τέλη προς Ν.Π.Δ.Δ. και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Προϋπόθεση υπαγωγής είναι, κατά τα ισχύοντα και στο πτωχευτικό δίκαιο, η επελθούσα - μη δόλια - μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρεών (ο.π.).
Σύμφωνα με το άρθρο 3, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη διαμονή του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η τελευταία επιτρέπει στο δικαστήριο την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, καθώς αυτό μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο και αποδείξεις, ώστε να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του νόμου (ο.π.).
Σύμφωνα με το άρθρο 4 η αίτηση πρέπει να περιέχει α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των πάσης φύσεως εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Ο οφειλέτης υποχρεούται περαιτέρω να προσκομίσει βεβαίωση για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και υπεύθυνη δήλωσή του για την ορθότητα και πληρότητά τους και για τις μεταβιβάσεις ακινήτων που προέβη την τελευταία τριετία (ο.π.).
Με την αίτηση ή εντός ενός μηνός από την κατάθεσή της, ο οφειλέτης καταθέτει στη γραμματεία έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την υπάρχουσα περιουσία του, τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους. Σύμφωνα με το άρθρο 5 ο οφειλέτης επιδίδει αντίγραφα της αίτησης με κλήση προς τους πιστωτές για να παρασταθούν στη συζήτησή της αλλά και πρόσκληση να λάβουν θέση επί του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών μέχρι τη συμπλήρωση δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης. Αν δεν αντικρούσουν το σχέδιο οι πιστωτές εντός της παραπάνω προθεσμίας, τεκμαίρεται ότι το αποδέχθηκαν (ο.π.).
Μετά την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, προβάλλονται από τις ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες, κυρίως δικονομικές αλλά και ουσιαστικές ενστάσεις κατά της αιτήσεως στο Ειρηνοδικείο, με σκοπό την απόρριψη της αιτήσεως.
Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι είναι αναρμόδιο, το ειρηνοδικείο, να εξετάσει την αίτηση, η οποία είτε κατατέθηκε, αυτοπροσώπως, είτε συζητείται με αυτοπροσώπως παραστάντα τον αιτούντα, όταν το ποσό προς ρύθμιση ξεπερνά τις 12.000 ευρώ, λόγω του περιορισμού, που εισάγει η διάταξη 94 παρ. 2 ΚΠολΔ, στην δικαστική παράσταση διαδίκου, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Σύμφωνα, με το άρθρο 3 του ν. 3869/2010, αρμόδιο για την εκδίκαση της οικείας αιτήσεως, είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την βούληση του νομοθέτη στην ρύθμιση του ν. 3869/2010, υπάγονται τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, που έλαβαν φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την πτωχευτική ικανότητα.
Ο νομοθέτης, όμως, γνώριζε, ότι τα στεγαστικά δάνεια, δηλαδή το μείζον σε σχέση με το έλαττον (καταναλωτικά) ελήφθησαν από τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών τους, δηλαδή για την αγορά κατοικίας, το ποσό δε που απαιτείται γι΄αυτήν και η σχετική δανειοδότηση, συνήθως υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου, θέλησε όμως αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση των εν λόγω διαφορών το ειρηνοδικείο και όχι το Μονομελές ή το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ανάλογα με το ύψος της διαφοράς, διότι αντικείμενο της αιτήσεως είναι η ρύθμιση των οφειλών (ανεξαρτήτως ποσού) και αυτός είναι ο λόγος, που επέλεξε την εκούσια δικαιοδοσία, για την εκδίκαση της οικείας αιτήσεως.
Πρέπει δε να έχομε, υπόψιν μας, ότι οι υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιδιαστέλλονται, όπως και από το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, και του ΚΠολΔ (άρθρο 1 εδ. α΄ και β΄) προκύπτει, από τις διαφορές, οι οποίες έχουν, ως αίτημα την με δεσμευτική δύναμη διάγνωση, έναντι ορισμένου προσώπου μιας έννομης σχέσης, που ο διάδικος προσδιορίζει, ενώ στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν περιέχεται αίτημα δικαστικής διάγνωσης δικαιώματος που προβλήθηκε από ορισμένο πρόσωπο, αλλά αίτημα λήψης ρυθμιστικών μέτρων προς προστασία ιδιωτικών συμφερόντων, με αποκλεισμό της δυνατότητας ελέγχου της νομιμότητας των μέτρων αυτών από άλλο δικαστήριο, με την διεξαγωγή αυτοτελούς κύριας δίκης. Συνεπώς στο πλαίσιο της εκουσίας δικαιοδοσίας, οι εκδιδόμενες αποφάσεις δεν έχουν διαγνωστικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν με δεσμευτική δύναμη (δεδικασμένου) την ισχύ ή όχι ενός δικαιώματος, αλλά απλώς διατάσσουν ένα μέτρο για την αποτελεσματικότερη, ασφαλέστερη και σκοπιμότερη ρύθμιση των υφισταμένων σχέσεων, που ασφαλώς, μπορούσε να ανατεθεί σε κάποιο άλλο διοικητικό όργανο (ιδέ ΚΠολΔ, 739, Βαθρακοκοίλη).
Από τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει, ότι δεν έχει εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 94 ΚΠολΔ, στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, ιδίως δε στην αίτηση του ν. 3869/2010 με την οποία ζητείται η ρύθμιση οφειλών, η οποία νόμιμα κατατίθεται, αυτοπροσώπως και συζητείται ομοίως.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 η αίτηση πρέπει να περιέχει α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των πάσης φύσεως εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη.
Στην εκούσια δικαιοδοσία, έχουν εφαρμογή τα άρθρα 741, 744, 745 και 759 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα οποία, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται, εκτός αν είναι αντίθετα προς ειδικές διατάξεις ή δεν προσαρμόζονται σε αυτήν (741), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων (744), η προβολή πραγματικών ισχυρισμών επιτρέπεται, έως την περάτωση και της τελευταίας συζήτησης στο ειρηνοδικείο (745) και οι διάδικοι, προσάγουν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για να αποδείξουν του ισχυρισμούς τους (759 παρ. 3 ).
Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει το εξής ερώτημα : Δύναται νόμιμα, ο αιτών την ρύθμιση οφειλών να προτείνει στο ακροατήριο διαφορετικό σχέδιο διευθέτησης οφειλών από αυτό που περιλαμβάνεται στην αίτησή του, που εισάγεται προς συζήτηση, διότι λ.χ. χειροτέρευσε από την ημέρα κατάθεσης της αιτήσεώς του μέχρι την ημέρα συζητήσεως αυτής η οικονομική του κατάσταση (μείωση μισθού, απόλυση) ;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα αναζητηθεί στις διατάξεις των άρθρων 223, 224 και 756 ΚΠολΔ.
Εάν θεωρηθεί ότι βάση της αιτήσεως, αποτελεί το περιληφθέν στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών, τότε η αλλαγή του, μπορεί να γίνει μόνον με την άδεια του ειρηνοδίκη, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται τα συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στην δίκη, δηλαδή των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών.
Αντιθέτως, εάν θεωρηθεί, ότι βάση της αιτήσεως αποτελεί η ρύθμιση οφειλών και ότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, είναι μια πρόταση του αιτούντος προς το δικαστήριο για την ρύθμιση των οφειλών, τότε νόμιμα, ο αιτών, δύναται να το διορθώσει κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ.
Πράγματι, έτσι είναι, διότι το σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που περιέχεται στην αίτηση δεν είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο, ούτε υποχρεούται το δικαστήριο να ρυθμίσει τις οφειλές με το προτεινόμενο από τον οφειλέτη σχέδιο. Αντίθετα από το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3869/10, προκύπτει, ότι το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη, επομένως, νόμιμα διορθώνει ο οφειλέτης την αίτησή του, όπως παραπάνω εκτίθεται.
Περαιτέρω, οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες, ισχυρίζονται, ότι πάσχει αοριστίας, η αίτηση, στην οποία δεν περιγράφεται, ο λόγος για τον οποίον περιήλθε το φυσικό πρόσωπο, σε αδυναμία πληρωμής.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 και 10 παρ. 1 του ν. 3869/10, προκύπτει, ότι η αίτηση, πρέπει να περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 4 στοιχεία. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του αρθ. 10 ν. 3869/10 επιβάλλεται στον οφειλέτη το καθήκον για ειλικρινή δήλωση των περιουσιακών του στοιχείων και εισοδημάτων, καθόλο το διάστημα της διαδικασίας της ρύθμισης που αρχίζει με την κατάθεση της αίτησης του αρθ. 4 παρ.1, αλλά και την περίοδο της ρύθμισης των αρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του νόμου.
Ειδικότερες μορφές του καθήκοντος αυτού αποτελούν οι υποχρεώσεις για ακρίβεια των στοιχείων που περιέχονται στις καταστάσεις της παρ. 1 του αρθ. 4, για αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης της παρ. 2β του αρθ. 4. Η παράβαση των υποχρεώσεών του αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης ρύθμισης ή την έκπτωση από τη ρύθμιση ή την έκπτωση από την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 χρόνια μετά την επέλευσή της, παράλληλα δε νέα αίτηση ρύθμισης μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο δύο ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης, ή την τελεσιδικία της απόφασης περί έκπτωσης. Για να επέλθουν οι δυσμενείς αυτές κυρώσεις σε βάρος του οφειλέτη θα πρέπει οι ατελείς δηλώσεις του να είναι πρόσφορες να μειώσουν την ικανοποίηση των πιστωτών (βλ. σε Κρητικό ο.π. σελ. 157, αριθ. 10).
Σύμφωνα με τα παραπάνω η παράλειψη αναφοράς του λόγου που περιήλθε το φυσικό πρόσωπο σε αδυναμία πληρωμής (μείωση μισθού) δεν καθιστά την αίτηση αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, όπως διατείνονται, συνήθως, οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες, διότι τα ελάχιστα που απαιτούνται για την σύνταξη της οικείας εκθέσεως συνοδεύονται από την βεβαίωση αποτυχίας του δικαστικού συμβιβασμού και ιδιαίτερα την σχετική υπεύθυνη δήλωση του φυσικού προσώπου περί της αληθείας της οικονομικής και οικογενειακής του κατάστασης, η οποία αλήθεια, όπως σωστά επισημαίνεται, αφορά καθόλο το διάστημα της ρύθμισης, που αρχίζει με την κατάθεση της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 αλλά και την περίοδο της ρύθμισης των αρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του νόμου.
Η παράβαση της υποχρεώσεως ειλικρίνειας, που επιβάλλεται από τις ανωτέρω διατάξεις, επισύρει τις κυρώσεις, που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3869/10, οι οποίες είναι δυσμενέστατες για τον οφειλέτη - αιτούντα.
Συνδέει, δηλαδή ο νομοθέτης, εν πολλοίς, την αποδοχή η την απόρριψη της αιτήσεως από την ειλικρίνεια, του οφειλέτη, χωρίς να απαιτεί από αυτόν να αναφέρει στην αίτησή του, τον λόγο, που περιήλθε στην αδυναμία πληρωμής, αφού ο ισχυρισμός και μόνον ότι περιήλθε σε αυτήν, χωρίς δόλο, αρκεί, και απομένει η απόδειξή του στο ακροατήριο του ειρηνοδικείου με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο.
Παρόμοιος, είναι και ο ισχυρισμός των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών, ότι το περιλαμβανόμενο στην αίτηση αίτημα είναι αόριστο, διότι απλώς αναφέρεται, ότι ζητείται να υπαχθεί ο οφειλέτης στις διατάξεις του ν. 3869/2010, επειδή βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία εκπληρώσεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος, διότι ο νόμος δεν ορίζει το περιεχόμενο του αιτήματος, σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του νόμου, σκοπός του οφειλέτη είναι η ρύθμιση των οφειλών του, αυτός δε ο σκοπός καθίσταται σαφής στο αίτημα του αιτούντος με την παραπάνω διατύπωση (Ειρ.Αθ. 15/2011).
Ένας διαφορετικός ισχυρισμός, που προβάλλεται, αφορά στην επίδοση επισήμου αντιγράφου της αιτήσεως με ορισμό δικασίμου σε χρόνο πέραν του μηνός από της καταθέσεως της αιτήσεως και διώκουν με τον ισχυρισμό αυτόν την απόρριψη της οικείας αιτήσεως, συμπληρώνοντας ότι με την μη νομότυπη επίδοση εντός μηνός από της καταθέσεως δεν ηδύναντο να υποβάλλουν παρατηρήσεις στο προτεινόμενο από τον οφειλέτη σχέδιο με συνέπεια να τεκμαίρεται η συμφωνία αυτών, δηλαδή επικαλούνται επιπλέον και το στοιχείο της βλάβης.
Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3869/2010 δεν καθιερώνεται αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της αιτήσεως στο ειρηνοδικείο, ( .....το αργότερο μέσα σε ένα μήνα ....) για την επίδοση της αντιγράφου της αιτήσεως στους πιστωτές με ορισμό δικασίμου, όπως λανθασμένα υπολαμβάνεται από τις ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες.
Ούτε από την παρ. 2 του ιδίου, ως άνω άρθρου, προκύπτει, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των δύο μηνών, χωρίς οι δανειστές να υποβάλλουν παρατηρήσεις στο προτεινόμενο από τον οφειλέτη σχέδιο συμβιβασμού, συμφωνία αυτών με το σχέδιο.
Αντίθετα, στην διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5, ορίζεται, ρητά, ότι αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των δύο μηνών, τεκμαίρεται η συναίνεσή τους στο προτεινόμενο σχέδιο. Ο δανειστής, για τον οποίο παρήλθε άπρακτη η εν λόγω προθεσμία, δύναται, νόμιμα, να αρνηθεί το προτεινόμενο σχέδιο ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την συζήτηση της αιτήσεως, ανατρέποντας, πάραυτα, το εις βάρος του τεκμήριο, το οποίο είναι το συνήθως συμβαίνον διά των προτάσεων.
Εξάλλου, σύμφωνα με την ορθή σκέψη, που εκφράζεται κατωτέρω, η μη νομότυπη κατ’ αρθ. 5 παρ. 1 ν. 3869/10 επίδοση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή εγγράφων δεν καθιστά απαράδεκτη ή μη νόμιμη την αίτηση ρύθμισης, απλώς δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες που ορίζονται από τη διάταξη αυτή και συνδέονται με τη νομότυπη επίδοση, δηλαδή αυτή της τεκμαιρόμενης συναίνεσης του πιστωτή στο σχέδιο διευθέτησης από την παράλειψή του να απαντήσει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των 2 μηνών. (ΕιρΑθ.15/2011 - ΝΟΜΟΣ).
Ενίοτε, ισχυρίζονται, ότι η αίτηση δεν είναι νόμιμη διότι το σχέδιο διευθέτησης είναι αόριστο, αφού δεν αναφέρει αριθμό δόσεων.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος, διότι ο νόμος δεν προβλέπει ούτε το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου, ούτε δικαστικό έλεγχο του περιεχομένου του, συνεπώς αυτό μπορεί να καθοριστεί ελεύθερα από το οφειλέτη, παραδεκτά δε προτείνεται ακόμα και σχέδιο με μηδενικό περιεχόμενο [Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών, σελ.71] (Ειρ.Αθ. 15/2011). Η ένσταση των ανωνύμων τραπεζικών εταιριών, ότι το ύψος των απαιτήσεων τους έχει μεταβληθεί από το χρόνο υποβολής της αιτήσεως, συνεπώς πρέπει η ρύθμιση να περιλάβει τις απαιτήσεις τους, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέχρι τη συζήτηση, δεν είναι βάσιμος.
Τούτο διότι σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.1 του νόμου, το δικαστήριο προκειμένου να προχωρήσει σε ρύθμιση ελέγχει μόνο την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8, η ένταξη της απαιτήσεως στη ρύθμιση, η οποία είναι προσωρινή, θα γίνει με τη μορφή και το ύψος, που την εισφέρει ο οφειλέτης, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα τροποποίησης του ύψους της ή των δεδουλευμένων τόκων από το δικαστήριο, λόγω της αμφισβήτησης του ύψους της απαιτήσεως από τον πιστωτή [Μακρής κατ` άρθρο ερμηνεία ν. 3869, υπό το άρθρο 8]. Ο ισχυρισμός των πιστωτών ότι εκ δόλου περιήλθε ο οφειλέτης σε αδυναμία πληρωμής, διότι απέκρυπτε από τους δανειστές του την κακή οικονομική του κατάσταση και την αδυναμία του να ανταποκριθώ στις δανειακές του υποχρεώσεις και εξακολουθούσε να κάνει χρήση ανακυκλούμενης πίστωσης για να εξασφαλίσει επίπεδο ζωής ανώτερο εκείνου, που του επέτρεπε το εισόδημα του, είναι αόριστος και αβάσιμος. Τούτο διότι δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρεώσεως, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές. Δεν εξειδικεύονται, λοιπόν, στην ένσταση οι συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες ο οφειλέτης, απέκρυψε από τους πιστωτές του την οικονομική του κατάσταση και το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων, προκειμένου να τύχει περαιτέρω δανεισμού, δεδομένου ότι οι πιστωτές [τράπεζες εν προκειμένω] έχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν την οικονομική συμπεριφορά και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις των υποψήφιων πελατών τους.
Οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες, ισχυρίζονται, ενίοτε, ότι δεν προσκομίσθηκαν εκκαθαριστικά σημειώματα, τριών (3) ή πέντε (5) τελευταίων ετών, για διαστήματα που αφορούν σε χρόνο πριν την κατάθεση της οικείας αιτήσεως στο ειρηνοδικείο, με συνέπεια να μην τήρησε ο αιτών - οφειλέτης το καθήκον αληθείας που του επιβάλλει ο νόμος και ζητούν γι΄αυτόν τον λόγο την απόρριψη της αιτήσεως.
Όμως το εισόδημα του οφειλέτη κατά τον προγενέστερο του χρόνου καταθέσεως της αιτήσεως στο ειρηνοδικείο, αφορά σε προγενέστερο χρόνο της περιέλευσής του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών και προσφυγής στη διαδικασία του ν.3869/10 και συνεπώς δεν έχει υποχρέωση να το περιλάβω στην κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων του. (2/2011 Ειρ. Πατρ. ΝΟΜΟΣ).
Οι παραπάνω ενστάσεις, εκτίθενται, ενδεικτικά και μόνον, διότι οι ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες, εμφανίζονται ανεξάντλητες στην παραγωγή ενστάσεων κατά των σχετικών αιτήσεων οφειλετών, που επιθυμούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, η δε αντιμετώπισή τους, όπως παραπάνω, καταδεικνύει ότι δύνανται να απαντηθούν με νόμω και ουσία βασίμους ισχυρισμούς, ώστε να απορριφθούν και να επιτευχθεί ο σκοπός του νομοθέτη. Ιωάννινα 6/2/2013
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos