Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Βαριά αμέλεια ιατρών να διαγνώσουν ιδιαιτέρως σοβαρά θανατηφόρο ασθένεια τέκνου κατά τον προγεννητικό έλεγχο (Εφετείο Πειραιά, αριθμός απόφασης 242/2012)

Περίληψη: Βαριά αμέλεια ιατρών να διαγνώσουν ιδιαιτέρως σοβαρά θανατηφόρο ασθένεια τέκνου κατά τον προγεννητικό έλεγχο - Η συνεπεία της εσφαλμένης αυτής διάγνωσης στέρηση του δικαιώματος αμφοτέρων των γονέων να διακόψουν την κύηση, συνιστά προσβολή προσωπικότητας και αδικοπραξία - Προσβολή προσωπικότητας υφίσταται όταν το άτομο στερείται της ελευθερίας οικογενειακού προγραμματισμού - Νόμιμη δυνατότητα εγκύου να σταθμίσει ελεύθερα αν θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη ή θα τη διακόψει, λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος να αποκτήσει υγιές τέκνο - Αν παρακωλυθεί, με πράξη ή με παράλειψη τρίτου, στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά της, εφόσον στοιχειοθετούνται οι κατ’ άρθρο 304 παρ. 4 περ. β’ ΠΚ προϋποθέσεις επιτρεπτής διακοπής της κύησης.

Βαριά αμέλεια ιατρών να διαγνώσουν ιδιαιτέρως σοβαρά θανατηφόρο ασθένεια τέκνου κατά τον προγεννητικό έλεγχο - Η συνεπεία της εσφαλμένης αυτής διάγνωσης στέρηση του δικαιώματος αμφοτέρων των γονέων να διακόψουν την κύηση, συνιστά προσβολή προσωπικότητας και αδικοπραξία. Προσβολή προσωπικότητας, όταν το άτομο στερείται της ελευθερίας οικογενειακού προγραμματισμού. Νόμιμη δυνατότητα εγκύου να σταθμίσει ελεύθερα αν θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη ή θα τη διακόψει, λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος να αποκτήσει υγιές τέκνο. Αν παρακωλυθεί, με πράξη ή με παράλειψη τρίτου, στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά της, εφόσον στοιχειοθετούνται οι κατ’ άρθρο 304 παρ. 4 περ. β’ ΠΚ προϋποθέσεις επιτρεπτής διακοπής της κύησης. Τέτοια αξίωση και ο σύζυγος - πατέρας, γιατί υπέχει την ίδια σχέση με το κυοφορούμενο, όπως η μητέρα. Σοβαρή ανωμαλία εμβρύου όταν πάσχει από ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη, μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά, ώστε να καθίσταται σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί η συνέχιση της κύησης. Βαριά αμέλεια εταιρίας προγεννητικού ελέγχου, μοριακού βιολόγου και ιατρού - γενετιστή να διαγνώσουν ιδιαιτέρως σοβαρά -θανατηφόρο ασθένεια κυοφορούμενου. Χρήση μεθόδου, η οποία απέτυχε να διαγνώσει κοινή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη κυστικής ίνωσης. Ευθύνη σύμφωνα με Ν 2251/1994 και ΑΝ 1565/1939. Ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο. Ο παρέχων τις υπηρεσίες απαλλάσσεται, αν αποδείξει ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης ή έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου ή λόγο επαγόμενο την άρση ή μείωση της ευθύνης. Προϋποθέσεις χρήσης ξενόγλωσσων εγγράφων, χωρίς επίσημη μετάφραση. Νόμιμο το αίτημα αναγνώρισης οφειλής τόκων από επίδοση αγωγής. Χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. [...]

Ι. Η υπό κρίση από ... (με αριθμ. εκθ. καταθ. ...) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ. ... οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού ως προς μεν τους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης σ’ αυτούς ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της, ως προς δε τον τρίτο εναγόμενο ... η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτόν με επιμέλεια των εναγόντων την ... (βλ. την σχετική έγγραφη επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ... επί της εκκαλουμένης), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε από αυτόν την ..., ήτοι εντός της απαιτούμενης κατά νόμο 30ήμερης προθεσμίας (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Παραδεκτοί, επίσης, είναι και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, τους οποίους άσκησαν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι με το από 11.11.2011 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την ... (με αριθμ. εκθ. κατάθ. ...) και έχει κοινοποιηθεί στους αντιδίκους τους τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθμ. ... και ... εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο ...). Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, οι οποίοι αφορούν κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλονται με την υπό κρίση έφεση, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενοι με την ως άνω έφεση, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρα 520 παρ. 2, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 21.8.2006 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ...) αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) η ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι είναι σύζυγοι και ότι την 21.5.2005, κατά τη διάρκεια της κύησης της δεύτερης από τη συζυγική σχέσή της με τον πρώτο αυτών, διαπιστώθηκε, από διενεργηθέν σ’ αυτήν υπερηχογράφημα, ότι το κυοφορούμενο έμβρυο εμφανίζει υπερηχογενές έντερο, που αποτελεί ένδειξη ινοκυστικής νόσου ή κυστικής ίνωσης (ανίατης γενετικής νόσου). Ότι για το λόγο αυτό ο αρμόδιος ιατρός της (μαιευτήρας-γυναικολόγος) τους συνέστησε να υποβληθούν άμεσα σε ιατρικές εξετάσεις για έλεγχο της εν λόγω ασθένειας, προκειμένου, εφόσον αυτές ήταν θετικές, να προέβαινε η δεύτερη αυτών σε τεχνητή διακοπή της κύησης για ευγονικούς λόγους. Ότι, ακολούθως, αυτοί (ενάγοντες) συνήψαν με την πρώτη εναγομένη εταιρία (ήδη πρώτη εκκαλούσα), που διατηρεί στον Πειραιά διαγνωστικό εργαστήριο εξειδικευμένο στην έρευνα γενετικών ασθενειών, σύμβαση παροχής διαγνωστικών ιατρικών υπηρεσιών με αντικείμενο τον έλεγχο της ύπαρξης μετάλλαξης της ινοκυστικής νόσου τόσο στους ίδιους όσο και στο έμβρυο. Ότι τις αναγκαίες προς τούτο εξετάσεις διενήργησαν την ... στο διαγνωστικό εργαστήριο της πρώτης των εναγομένων οι προστηθέντες από αυτήν δεύτερος και τρίτος των εναγομένων (ήδη δεύτερος και τρίτος των εκκαλούντων), μοριακός βιολόγος και ιατρός γενετιστής αντίστοιχα, οι οποίοι, κατόπιν προηγηθείσης αιμοληψίας, διενήργησαν και στους δύο ενάγοντες-γονείς ειδικό μοριακό έλεγχο της γενετικής ασθένειας της κυστικής ίνωσης και την ... τους γνωστοποίησαν με σχετική έγγραφη βεβαίωσή τους ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν αρνητικά, δηλαδή ότι αυτοί (γονείς του κυοφορούμενου εμβρύου) δεν ήταν φορείς την εν λόγω ασθένειας. Ότι, μετά από τα ως άνω αποτελέσματα με βάση τα οποία, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αποκλειόταν το ενδεχόμενο να πάσχει το έμβρυο από κυστική ίνωση, αφού αυτοί (ενάγοντες-γονείς) δεν ήταν φορείς αυτής, οι τελευταίοι αποφάσισαν από κοινού να μην προβεί η δεύτερη αυτών σε διακοπή της κύησης αλλά να συνεχίσει αυτήν. Ότι, στη συνέχεια και εκ περισσού, την ... διενεργήθηκε από τους ίδιους ως άνω εναγόμενους ιατρούς, ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης, προγεννητικός κυτταρικός έλεγχος του εμβρύου με τη μέθοδο της «αμνιοπαρακέντησης», ήτοι λήψης αμνιακού υγρού από τη δεύτερη αυτών (εναγόντων), με σκοπό την έρευνα για την ύπαρξη ή μη στο έμβρυο μετάλλαξης τύπου ΔF508 της κυστικής ινώδους νόσου και την ... τους γνωστοποίησαν ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής ήταν, επίσης, αρνητικό. Ότι, τελικώς, όλες οι ανωτέρω διαγνώσεις των εναγομένων ήταν εσφαλμένες, γιατί αφενός μεν οι ίδιοι ήταν φορείς της εν λόγω νόσου, αφετέρου δε η δεύτερη αυτών (εναγόντων) την ... γέννησε πρόωρα τέκνο, που πάσχει από την προαναφερόμενη σοβαρή και ανίατη γενετική νόσο και αντιμετωπίζει έκτοτε συνεχή και δυσεπίλυτα προβλήματα υγείας απορρέοντα από τη νόσο αυτή, έχοντας «καταδικασθεί» να ζήσει μία σύντομη (λόγω του χαμηλού προσδόκιμου ζωής των ασθενών με την συγκεκριμένη ασθένεια, που φθάνει μέχρι τα 20 έτη) και βασανιστική ζωή με συνεχείς νοσηλείες σε νοσοκομεία. Ότι, λόγω των ανωτέρω εσφαλμένων διαγνώσεων, οι οποίες οφείλονται σε βαρεία αμέλεια των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, εμποδίστηκαν αυτοί (ενάγοντες) να συναποφασίσουν ως σύζυγοι και να ασκήσουν ελεύθερα και ακώλυτα το δικαίωμα επιλογής διακοπής της κύησης της δεύτερης αυτών για λόγους ευγονικούς (η οποία ήταν τότε επιτρεπτή, δεδομένου ότι συνέτρεχαν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις). Ότι, εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των ως άνω εναγομένων και της συνέπειας που είχε, προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα αυτών (εναγόντων), δεδομένου ότι στερήθηκαν τη νόμιμη δυνατότητά τους να αποτρέψουν τη γέννηση ενός βαρέως πάσχοντος και θνησιγενούς τέκνου με άμεση συνέπεια τη σοβαρή διατάραξη του συναισθηματικού τους κόσμου, αφού απέκτησαν ένα τέκνο διά βίου ανάπηρο που διαφορετικά δεν θα είχαν. Ότι, εκτός από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτούς και η πρώτη εναγομένη εταιρία - με την οποία συνήψαν, ως εταιρία παροχής εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών, σύμβαση παροχής διαγνωστικών ιατρικών υπηρεσιών - τόσο ενδοσυμβατικά λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης εκ μέρους της, διά των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων που εκτέλεσαν την εν λόγω σύμβαση, των απορρεουσών από την μεταξύ τους διαγνωστική σύμβαση υποχρεώσεων, όσο και ως προστήσασα στην υπηρεσία της τους δεύτερο και τρίτο εναγομένους, οι οποίοι ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων και εντός της σφαίρας της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής, συνισταμένης στην κατά τρόπο ανεξάρτητο παροχή ιατρικών διαγνωστικών υπηρεσιών στο κοινό. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες, αφού περιόρισαν παραδεκτώς, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζήτησαν, ενόψει και του είδους της προσβολής, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό του 1.000.000 ευρώ σε αμφότερους, ήτοι το ποσό των 500.000 ευρώ σε έκαστο αυτών (εναγόντων), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, με την οποία επήλθε προσβολή της προσωπικότητάς τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της πρώτης εναγομένης εταιρίας βάση της αγωγής και, αφού έκρινε ότι η αγωγή, κατά την περί αδικοπραξίας βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν, για την ανωτέρω αιτία, σε έκαστο από τους ενάγοντες ποσό 350.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με την υπό κρίση έφεσή τους και με τους πρόσθετους λόγους αυτής για τους διαλαμβανόμενους στα δικόγραφα αυτά λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, άλλως να διαταχθεί η αιτουμένη από αυτούς πραγματογνωμοσύνη.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) σύνολο των αξιών, που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Σε περίπτωση δε που η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον προσβολέα, κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη, που τυχόν έχει επέλθει, ιδίως με πληρωμή χρηματικού ποσού. Από το περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι αυτές παρέχουν το δικαίωμα απόκρουσης κάθε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ηθικο-ψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις - «εκφάνσεις» ή «πλευρές» - του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας «προσωπικότητα» (βλ. Ι. Καρακατσάνης σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 57, αριθμ. 1-3, σελ. 99, Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ, έκδ. 2010, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 57-60, σελ. 128, αριθμ. 11, Ι. Καράκωστας, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, έκδ. 2012, σελ. 47 επ.). Κυριότερες από τις ανωτέρω εκδηλώσεις της προσωπικότητας είναι η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα καθώς και η ελευθερία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1), αναφέρεται στις σχέσεις αυτού με τους άλλους ανθρώπους, περιλαμβάνει δε μεταξύ άλλων κάθε πράξη που ανάγεται στην επαγγελματική, οικονομική, επιστημονική και κοινωνική δράση του ατόμου. Η κατά τα ανωτέρω παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνει θετικώς μεν τη δυνατότητα του ατόμου να μετέρχεται όλες τις εξουσίες που περικλείονται στο ανωτέρω δικαίωμα και να απολαμβάνει των αγαθών που το δικαίωμα αυτό του διασφαλίζει, αρνητικώς δε τη δυνατότητα του ατόμου να αποκρούει κάθε παράνομη προσβολή του εν λόγω δικαιώματος (ΑΠ 532/2011 Nomos, ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,253, ΑΠ 1609/2009 ΔiΜΕΕ 2010,51, ΑΠ 719/2007 ΕλλΔνη 2007,852, ΕφΑθ 3683/2010 ΕλλΔνη 2011,277, ΕφΘεσ 481/2010 Nomos). Ειδικότερα, η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ως γνήσιο και πλήρους ισχύος ατομικό δικαίωμα, έχει ευρύ περιεχόμενο, αφού περιλαμβάνει αναρίθμητες ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ελευθερία επιλογής συζύγου, σύναψης γάμου, αναπαραγωγής και δημιουργίας οικογένειας καθώς και οικογενειακού προγραμματισμού, με την έννοια της απόφασης των συζύγων να θέλουν ή όχι να αποκτήσουν τέκνο ή άλλο τέκνο (βλ. Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 131, αριθμ. 26, μελέτη Μ. Σταθόπουλου, Αποζημίωση και προστασία της προσωπικότητας ανάπηρου παιδιού, δημ. σε ΧρΙΔ 2009,97 επ.). Επίσης, ένα από αγαθά που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου είναι η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος που κατατάσσονται στην κατηγορία των ψυχικών αγαθών. Ο συναισθηματικός κόσμος προσβάλλεται κατά κανόνα δευτερογενώς, δηλαδή συνεπεία άλλης παράνομης πράξης, που στρέφεται κατά πρώτο λόγο κατά του ίδιου του προσβαλλόμενου και έχει ως αποτέλεσμα τον ψυχικό πόνο (ΕφΑθ 6720/2000 ΕλλΔνη 2002.1494, βλ. I. Καρακατσάνης, Σταθοπούλου-Γεωργιάδη ΕρμΑΚ, άρθρο 57 αριθ. 5). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από το άρθρο 304 παρ. 1-3 ΠΚ, ο κανόνας είναι ότι απαγορεύεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης και γι’ αυτό άλλωστε τιμωρείται με τις ποινές που το άρθρο αυτό κατά περίπτωση ορίζει. Κατ’ εξαίρεση, δεν είναι άδικη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου), όταν γίνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αναφερόμενες στην παρ. 4 του ιδίου ως άνω άρθρου περιπτώσεις, που συνιστούν ειδικούς λόγους άρσεως του αδίκου. Μία απ’ αυτές είναι η ευγονική ένδειξη, δηλαδή, όταν έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από 24 εβδομάδες (παρ. 4 περ. β’). Σε μία τέτοια περίπτωση, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, η διακοπή της κύησης εμφανίζεται ως πράξη δικαιολογημένη και γι’ αυτό όχι άδικη (ΕφΘεσ 2384/2005 Nomos). Από την ποινική αυτή ρύθμιση συνάγεται μία νόμιμη δυνατότητα της εγκύου γυναίκας να σταθμίσει ελεύθερα, στο πλαίσιο του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος , αν, πειθόμενη στις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή άλλες πεποιθήσεις της, θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση του «παθολογικού νεογνού» ή θα τη διακόψει συναινώντας στην καταστροφή του εμβρύου χάριν της ελευθερίας της και του - ανθρωπίνως - δικαιολογημένου ενδιαφέροντός της να αποκτήσει ένα υγιές τέκνο. Εάν τελεί σε γάμο, η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί από κοινού με το σύζυγό της, κατά το άρθρο 1387 εδ. α΄ ΑΚ, γιατί πρόκειται για βασικό θέμα του συζυγικού βίου. Η επιλογή της εγκύου να διακόψει τελικά μία τέτοια κύηση ως συνταγματικό θεμέλιο έχει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος , η οποία προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου καθολικά, προστατεύοντας παράλληλα και όλα τα επί μέρους δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν όπως λ.χ. της σωματικής ελευθερίας, της τιμής, της υγείας κ.λπ. αλλά και ορισμένες προεκτάσεις τους. Τέτοια (προέκταση) είναι και η επιλογή ή μη της μητρότητας στις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει μία τέτοια, υπό προϋποθέσεις, επιλογή. Αν, λοιπόν, η έγκυος παρακωλυθεί (είτε με πράξη είτε με παράλειψη τρίτου) στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά της κατά την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ και, αν η προσβολή είναι υπαίτια, δικαιούται να αξιώσει την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης κατ’ άρθρο 59 ΑΚ (ΕφΛαρ 544/2007 ΕλλΔνη 2008,289). Τέτοια δε αξίωση έχει και ο σύζυγος-πατέρας, γιατί αυτός δεν είναι τρίτος ως προς το γεγονός της γέννησης ή μη του τέκνου, αλλά υπέχει την ίδια σχέση με το κυοφορούμενο όπως και η σύζυγος-μητέρα λόγω α) της μεταξύ τους ανυπαρξίας συγγένειας (άρθρα 1461-1462 ΑΚ), β) της κοινότητας βίου που συγκροτείται στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης και γ) της υποχρέωσης για από κοινού λήψη των αποφάσεων για όλα τα θέματα του συζυγικού βίου (άρθρο 1387 εδ. α΄ ΑΚ), η οποία συνιστά νομική δέσμευση και ισχύει και έναντι των τρίτων. Εξάλλου, το κυοφορούμενο συνιστά εκδήλωση και της προσωπικότητας του συζύγου (ήτοι του άνδρα από τον οποίο βιολογικά προέρχεται), αφού περιέχει και το δικό του γενετικό υλικό και ενσωματώνει τη δυνατότητά του να γίνει πατέρας (βλ. Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 59, σελ. 152, αριθμ. 6). Επομένως, αφού ο σύζυγος δεν είναι τρίτος, δεν ζημιώνεται έμμεσα από την απώλεια ευκαιρίας για διακοπή της κύησης της συζύγου του και την συνακόλουθη γέννηση τέκνου με αναπηρία, αλλά ζημιώνεται εξίσου άμεσα όπως και η σύζυγος-μητέρα, με συνέπεια να είναι δικαιούχος χρηματικής ικανοποίησης ως αμέσως ζημιωθείς (βλ. μελέτη Π. Νικολόπουλου, Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ζημιογόνος τεκνοποίηση και προσβολή της προσωπικότητας των γονέων - Ενοχικός ατομοκεντρισμός ή οικογενειακός κοινοτισμός; δημ. σε ΕφΑΔ 2011, 812 επ.). Όμως, για να συντρέξει μία τέτοια προσβολή της προσωπικότητας των συζύγων πρέπει να στοιχειοθετούνται όλες οι κατ’ άρθρο 304 παρ. 4 περ. β’ ΠΚ προϋποθέσεις επιτρεπτής διακοπής της κύησης λόγω ευγονίας και κυρίως να έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού. Ωστόσο, οι όροι «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» και «παθολογικό νεογνό» συνιστούν ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, του οποίου η ορθή λύση πρέπει να αναζητηθεί στα συνταγματικά πλαίσια του όλου ζητήματος. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα υποχρεώνει το κράτος να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, στην οποία κατά την ορθότερη γνώμη ανήκει και η αγέννητη. Αυτή η υποχρέωση προστασίας προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Συντάγματος , το οποίο υποχρεώνει το κράτος σε σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου στην ολότητά του ως είδος και έμβιο ον, άρα και ως έμβρυο (βλ. Α. Ράικος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τα θεμελιώδη δικαιώματα, II, έκδοση Γ’, σελ. 47 επ., Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, έκδ. 1998, σελ. 107). Δηλαδή, ανθρώπινη αξία έχει και η αγέννητη ζωή και γι’ αυτό το έμβρυο προστατεύεται και έναντι της μητέρας του με την κατά κανόνα απαγόρευση από το νομοθέτη της διακοπής της κύησης (άλλως με την κατά κανόνα υποχρέωση αυτής να συνεχίσει την κυοφορία). Επειδή, όμως, η προστασία της αγέννητης ζωής δεν είναι κατά το Σύνταγμα απόλυτη, ώστε να έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου έννομου αγαθού, γι’ αυτό και είναι συνταγματικά επιτρεπτή η άρση της δικαστικής υποχρέωσης προς κυοφορία σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των οποίων έγινε από το νομοθέτη στο άρθρο 304 παρ. 4 ΠΚ. Με κριτήριο, επομένως, ότι συνταγματικός κανόνας είναι η υποχρέωση της εγκύου να συνεχίσει την κυοφορία και εξαίρεση η δυνατότητα διακοπής της, πρέπει οι ανωτέρω όροι να ερμηνευθούν στενά και να θεωρηθούν ως «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου», που συνεπάγεται γέννηση «παθολογικού νεογνού», μόνο εκείνες οι περιπτώσεις που πρόκειται να γεννηθεί τέκνο, το οποίο θα πάσχει από μία ιδιαίτερα βαριά νόσο ή βλάβη της υγείας του, σε κάθε περίπτωση μη ιάσιμη ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση, ώστε να παρίσταται ιδιαίτερα σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί από την έγκυο η συνέχιση της κύησης. Ενιαίος κανόνας ή ονομαστική αναφορά τέτοιων «ανωμαλιών» δεν μπορεί να συνταχθεί εκ των προτέρων, γιατί η ποικιλία αυτών είναι μεγάλη, ενώ και η ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης αφενός περιορίζει καθημερινά τα όρια του ανίατου και αφετέρου διευρύνει τις δυνατότητες διορθωτικών επεμβάσεων. Κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς με βάση τα ανωτέρω αυστηρά κριτήρια, τα οποία επιβάλλονται από τη διαπίστωση ότι συνταγματικός κανόνας είναι η διατήρηση της ζωής (ακόμη και της αγέννητης) και όχι η καταστροφή της (ΕφΛαρ 544/2007 ό.π.). Πάντως στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στη Βρετανία έχουν γίνει επανειλημμένως δεκτές από τα δικαστήρια αγωγικές αξιώσεις των γονέων για περιπτώσεις που διεθνώς είναι γνωστές με τον αγγλικό όρο «wrongfool birth» (ζημιογόνος τεκνοποίηση), ήτοι για περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς ενός τέκνου γεννηθέντος με γενετικές ανωμαλίες ζητούν αποζημίωση από τον ιατρό, που απέτυχε, από σφάλμα του, να διαγνώσει είτε την σχετική προδιάθεση αυτών, είτε τη γενετική βλάβη του κυοφορούμενου και να τους ενημερώσει σχετικά ώστε να μπορέσουν εκείνοι αντίστοιχα ή να αποφύγουν την σύλληψη ή να προχωρήσουν σε άμβλωση αποτρέποντας την γέννηση του άρρωστου τέκνου (βλ. μελέτη της Ε. Τρούλλη, Ιατρική ευθύνη για ζημιογόνο ζωή, δημ. σε Digesta 2008,421 επ. με τις εκεί παραπομπές στην αλλοδαπή νομολογία). Επίσης, η Ολομέλεια του Γαλλικού Αρείου Πάγου με την από 17.11.2000 απόφασή της στην υπόθεση Perruche (Cour de Cassation, ass. plen., 17.11.2000) δέχθηκε αγωγή των γονέων τέκνου γεννηθέντος με αναπηρία κατά του ιατρού που προέβη σε εσφαλμένη προγεννητική διάγνωση και επιδίκασε αποζημίωση υπέρ των γονέων, κρίνοντας ότι το ως άνω διαγνωστικό σφάλμα του ιατρού δεν επέτρεψε σ’ αυτούς (γονείς) να αποφασίσουν ελεύθερα τη διακοπή της κύησης εκ μέρους της μητέρας, προκειμένου να αποφύγουν την γέννηση προσβεβλημένου από αναπηρία παιδιού (βλ. Ε. Μάλλιος, Γενετικές εξετάσεις και δίκαιο, έκδ. 2004, σελ. 30 επ.).

ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε - με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του - θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 2/2009 Nomos, ΕφΑθ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011,251, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1196). Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο πριν την τροποποίηση του με το Ν 3587/2007 όριζε, μεταξύ άλλων, ότι: «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (παρ. 1), ότι: «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β΄), ότι: «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι: «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α΄), ότι: «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β’) και ότι: «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 1 και 5 του ίδιου Ν 2251/1994 , ως ειδικές, κατισχύουν κάθε άλλης διάταξης που αντιβαίνει σε αυτές ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτές, επομένως και εκείνων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός αν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μεγαλύτερη προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού (άρθρο 14 παρ. 1, 5 του ως άνω Ν 2251/1994 ), προκύπτει ότι με αυτές θεσμοθετείται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που αυτός προκάλεσε παράνομα και υπαίτια κατά την παροχή των υπηρεσιών (ΕφΘεσ 1133/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004,980, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ 2005,1196). Επίσης, από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, γιατί ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 1227/2007 ΧρΙΔ 2008,332, Γεωργιάδη Α., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, έκδ. 1999, σελ. 655 επ., Καράκωστα Ι., Η προστασία του καταναλωτή Ν 2251/1994 , έκδ. 2002, σελ. 250, Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, έκδ. 2003, σελ. 85-87). Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτόχρονα, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς κατά τα προαναφερόμενα, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1227/2007 ό.π., ΑΠ 589/2001 ΔΕΕ 2001,1117). Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και επί της εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 8 του Ν 2251/1994 και από την, αναλογικώς κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 παρ. 10 του νόμου τούτου σε συνδυασμό με τις, επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 926 και 927 ΑΚ. Συνεπώς, επί της προβλεπόμενης στο άρθρο 926 εδ. 1α’ ΑΚ περίπτωσης ευθύνης εις ολόκληρον, ο ζημιωθείς αποδεικνύει: α) την προς αυτόν παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών με «κοινή πράξη» περισσότερων ιατρών, δηλαδή με την εκ μέρους αυτών σύμπραξη ως ενιαία συλλογική τους πράξη, β) τη ζημία του και γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει από κοινού παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και ποιά επιμέρους πράξη ή παράλειψη του κάθε συμπράξαντος επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Για να απαλλαγεί δε από την ευθύνη του έναντι του ζημιωθέντος, ο καθένας από τους συμπράξαντες ιατρούς οφείλει να αποδείξει είτε το σύννομο της δικής του επιμέρους πράξης, είτε την έλλειψη υπαιτιότητάς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της (ατομικής) πράξης του και της ζημίας (ΑΠ 1227/2007 ό.π.). Εξάλλου, από το άρθρο 24 του ΑΝ 1565/1939 «Περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, κατά το οποίο «ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και για τη προστασία των υγιών», σε συνδυασμό με τα άρθρα 330 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (de lege artis), μη εκπληρώνοντας το καθήκον ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας. Ιδιαίτερα θα ληφθεί υπόψη η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία αποτελεί και το λόγο βαρύτερης ευθύνης του ειδικού, αφού η προσφυγή στις υπηρεσίες του, με συνήθως βαρύτερη οικονομική επιβάρυνση του ασθενούς, γίνεται ακριβώς λόγω της ειδικότητας του αυτής (ΑΠ 220/2003 ΕλλΔνη 2004,395, ΕφΑθ 4964/2008 αδημ., ΕφΑθ 7092/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ. και μελέτη του Θεόδωρου Τροκάνα περί του ιατρικού σφάλματος μέσα από την ελληνική νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, δημοσιευμένη στην έκδοση της Νομικής Βιβλιοθήκης «Η ιατρική ευθύνη στην πράξη» με επιμέλεια Γώγου, Καϊάφα-Γκμπάντι, Παπαδοπούλου και Φουντεδάκη). Ειδικότερα, το ιατρικό σφάλμα, αποτελώντας την αντικειμενική και υποκειμενική προϋπόθεση της ευθύνης του ιατρού, εμφανίζεται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις με την μορφή της εκδήλωσης ορισμένης συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης ως αποκλίνουσας σε σχέση με αυτή την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης σε σχέση με τους οποίους δεν υφίσταται αμφισβήτηση. Υπό την έννοια αυτή στο πεδίο της διερεύνησης της συνδρομής ιατρικού σφάλματος συνδεόμενου με την εσφαλμένη (εργαστηριακή) διάγνωση μίας νόσου, η κρίσιμη για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης διαπίστωση συνδέεται με την επιβλαβή επίδραση της έλλειψης παροχής κατάλληλου (ορθού) διαγνωστικού (εργαστηριακού ή κλινικού) συμπεράσματος.

V. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρονται σ’ αυτήν το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην τελευταία και στην προσβολή της προσωπικότητας και η υπαιτιότητα του εναγομένου. Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,453 και Nomos, ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46,822, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008,189). Στην προκείμενη περίπτωση από το περιεχόμενο της ως άνω αγωγής, όπως αυτό κατά το ουσιώδες μέρος του εκτέθηκε στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, προκύπτει ότι αυτή (αγωγή), κατά την περί αδικοπραξίας βάση της και ως προς το περί χρηματικής ικανοποίησης αίτημά της, περιέχει όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, που εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ενώ, επίσης, αναφέρεται σ’ αυτήν και η βαρύτητα του πταίσματος των εναγομένων (βαρεία αμέλεια) και είναι, συνεπώς, επαρκώς ορισμένη, έστω και αν δεν αναφέρεται σ’ αυτήν η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, αφού το τελευταίο αυτό στοιχείο δεν είναι απαραίτητο για την πληρότητά της κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε την αγωγή, ως προς την ως άνω βάση της, ορισμένη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικού υπό στοιχείο Δ΄ λόγου (κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης των εναγομένων περί αοριστίας της αγωγής για το λόγο ότι δεν αναφέρονται σ’ αυτήν ο βαθμός πταίσματος τους καθώς και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων. Περαιτέρω, η αγωγή αυτή, κατά την περί αδικοπραξίας βάση της, είναι νόμιμη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στις παραγράφους ΙΙΙ και IV της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος , 57, 59, 299, 330 εδ. β΄, 922, 926, 932 ΑΚ, 8 παρ. 1, 3, 4 και 6 του Ν 2251/1994 , 8 και 24 AN 1565/1939 (που διατηρήθηκε σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ) και 70 ΚΠολΔ, αφού, κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν (αγωγή), από την αναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητα των εναγόντων, δεδομένου ότι στερήθηκαν του νόμιμου δικαιώματός τους, που αφορά την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και συγκεκριμένα την ελευθερία του οικογενειακού προγραμματισμού τους, να αποτρέψουν τη γέννηση ενός βαρέως πάσχοντος από ανίατη ασθένεια τέκνου, με άμεση συνακόλουθη συνέπεια και τη σοβαρή διατάραξη του συναισθηματικού τους κόσμου, αφού απέκτησαν ένα τέκνο διά βίου ανάπηρο που διαφορετικά δεν θα είχαν. Σημειώνεται ότι ο πρώτος ενάγων (σύζυγος-πατέρας), όπως αναφέρθηκε και στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, δεν είναι τρίτος ως προς το γεγονός της γέννησης ή μη του τέκνου, αλλά υπέχει την ίδια σχέση με το κυοφορούμενο όπως και η δεύτερη ενάγουσα (σύζυγος-μητέρα) με συνέπεια να προσβάλλεται άμεσα η προσωπικότητά του από την απώλεια του δικαιώματος για διακοπή της κύησης της συζύγου του και την συνακόλουθη γέννηση τέκνου με αναπηρία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στις ίδιες κρίσεις ως προς τη νομιμότητα της ως άνω βάσης της αγωγής, έστω και με συνοπτικές αιτιολογίες, οι οποίες πρέπει να συμπληρωθούν κατ’ αυτό το μέρος τους με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε αλλά ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εναγομένων, οι οποίοι περιέχονται στον τρίτο λόγο της έφεσης τους καθώς και στον πρώτο πρόσθετο λόγο (κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του) αυτής (ότι δηλαδή η ένδικη περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αγωγή είναι μη νόμιμη α) ως προς τους δύο ενάγοντες, γιατί δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης οικογενειακού δικαιώματος αυτών και συνακόλουθα παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους και β) ειδικότερα ως προς τον πρώτο ενάγοντα-πατέρα, γιατί, κατά τον ποινικό νόμο, μόνο η έγκυος δίνει τη συναίνεσή της για τη διακοπή της εγκυμοσύνης, ενώ ο σύζυγος αυτής δεν μετέχει στη διαδικασία λήψης απόφασης περί διακοπής της κύησης και η δική του συναίνεση είναι νομικά αδιάφορη) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επίσης, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων-εναγομένων, που προβάλλεται με τον πρώτο πρόσθετο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσής τους, ότι οι ενάγοντες-γονείς δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά να ζητούν, με την ένδικη αγωγή, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την αναπηρία του γεννηθέντος τέκνου τους, γιατί αυτοί δεν είναι άμεσα παθόντες αλλά είναι τρίτοι εμμέσως ζημιούμενοι από τη νόσο του τέκνου τους, για τους οποίους δεν προβλέπεται από το νόμο τέτοιο δικαίωμα, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Και τούτο, γιατί οι ενάγοντες-γονείς με την αγωγή τους δεν ισχυρίζονται ότι από την εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων προκλήθηκε αναπηρία στο γεννηθέν τέκνο τους αλλά ότι από τη συμπεριφορά τους αυτή προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητά τους, δεδομένου ότι στερήθηκαν το νόμιμο δικαίωμά τους να αποτρέψουν τη γέννηση ενός βαρέως πάσχοντος και θνησιγενούς τέκνου με άμεση συνέπεια τη σοβαρή διατάραξη του συναισθηματικού τους κόσμου, αφού απέκτησαν ένα τέκνο διά βίου ανάπηρο που διαφορετικά δεν θα είχαν. Τέλος, το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης οφειλής τόκων από την επίδοση αυτής είναι νόμιμο (άρθρα 345, 340 ΑΚ) και μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθόσον η παραίτηση από το δικόγραφο (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - βλ. ΑΠ 488/2002 ΕλλΔνη 2003,502) καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση (άρθρο 340 ΑΚ) και, συνεπώς, δεν συνεπάγεται άρση, αναδρομική ή μη, των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη, μετά την όχληση ως όρο αυτής, επέλθει (ΑΠ Ολ 13/1994 ΕλλΔνη 1994,1259, ΑΠ 1266/2010 ΕλλΔνη 2011,979, ΑΠ 1520/2010 ΕλλΔνη 2011,494, ΑΠ 711/2009 ΕλλΔνη 2011,796, ΑΠ 23/2004 ΕλλΔνη 2004,715). Οι εκκαλούντες-εναγόμενοι, με τον υπό στοιχείο Ε΄ λόγο της έφεσής τους, υποστηρίζουν ότι το ένδικο αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης υποχρέωσης καταβολής τόκων είναι μη νόμιμο, επικαλούμενοι ότι: «αν περιορισθεί το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας, αφού η κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνωριστική αγωγή δεν επιφέρει τοκογονία ούτε αρκεί ως εξώδικη όχληση, ενόψει και του ότι, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ό,τι ισχύει δικονομικά για το Δημόσιο θα πρέπει να ισχύει και μεταξύ των ιδιωτών». Ως προς τον ισχυρισμό αυτό των εκκαλούντων πρέπει να λεχθούν τα εξής: Τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της από 4.11.1950 Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος ), τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Το συμφέρον αυτό εξυπηρετεί, πρωτίστως, η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (Διάταγμα της 26.6/10.7.1944), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και διαλαμβάνει «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Εξάλλου, έχει ήδη κριθεί, ότι, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου απαιτείται και αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και, συνεπώς, και ως προς το τελευταίο (Δημόσιο) η επιδικία αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (βλ. ΑΕΔ 7/2011 και ΑΠ 18/2012, 437/2011 και 588/2011 Nomos). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε νόμιμο το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης οφειλής τόκων από την επίδοση αυτής, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού υπό στοιχείο Ε΄ λόγου της έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

VΙ. Από την επανεκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης (ως διαδίκου κατ’ άρθρο 270 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ) της δεύτερης ενάγουσας ... και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγομένων, ..., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας και οι οποίες (εξέταση διαδίκου και κατάθεση μάρτυρα) περιέχονται στα πρακτικά της από ... δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, οπότε και συζητήθηκε η υπόθεση (σημειώνεται ότι, επειδή κατέστη αδύνατη η έκδοση απόφασης για λόγους αφορώντες τον τότε ορισθέντα Εισηγητή-Δικαστή, η υπόθεση εισήχθη οίκοθεν προς επανάληψη συζήτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της ..., οπότε και συζητήθηκε εκ νέου η υπόθεση, εκδοθείσης, μετά ταύτα, της εκκαλούμενης απόφασης), από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους υπ’ αριθμ. ... και ... ένορκες βεβαιώσεις των ... και ... αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ, κλήτευσης των αντιδίκων-εναγομένων, από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους εναγομένους-εκκαλούντες υπ’ αριθμ. ... και ... ένορκες βεβαιώσεις των ... και ... αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ, κλήτευσης των αντιδίκων-εναγόντων και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους ξενόγλωσσα έγγραφα - ανεξαρτήτως του ότι μόνο αποσπάσματα και μάλιστα σε ορισμένα μόνο από τα έγγραφα αυτά μεταφράστηκαν νομίμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 454 ΚΠολΔ και 53 του Κώδικος Δικηγόρων - λαμβάνονται υπόψη, κατ΄ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύει από 1,1,2002 μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του Ν 2915/2001 , ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία, αφού στην προκειμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα - βλ. ΑΠ 1/2011 ΕλλΔνη 2011,730, ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη 2006,1100), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι σύζυγοι, η δεύτερη δε από αυτούς κατά τον Ιανουάριο του έτους 2005 διαπίστωσε ότι, από τη συζυγική σχέση τους, είναι έγκυος στο πρώτο τους τέκνο και άρχισε από τότε να παρακολουθείται τακτικά από μαιευτήρα - γυναικολόγο. Την 20.5.2005 η δεύτερη ενάγουσα, ενώ διήνυε την 23η εβδομάδα της κύησης, υποβλήθηκε σε υπερηχογραφική εξέταση στο Τμήμα Υπερήχων του Μαιευτηρίου ..., κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι το έμβρυο παρουσίαζε «υπερηχογενές έντερο και διάταση εντερικών ελίκων», εύρημα το οποίο συσχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση στο έμβρυο χρωμοσωμικής ανωμαλίας ή ινοκυστικής νόσου (βλ. το προσκομιζόμενο από ... έγγραφο αποτέλεσμα του διενεργηθέντος στο ως άνω μαιευτήριο ανατομικού υπερηχογραφικού ελέγχου εμβρύου, με τα επ’ αυτού σχόλια του ιατρού ...). Πράγματι, στη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία καταγράφεται ότι η υπερηχογένεια του εντέρου αποτελεί ένδειξη ότι το έμβρυο ενδέχεται να πάσχει από τη νόσο της κυστικής ίνωσης (βλ. το προσκομιζόμενο, σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, απόσπασμα της δημοσιευθείσας τον Οκτώβριο του έτους 2002 μελέτης του Αμερικανικού Κολλεγίου Γενετικής Ιατρικής με τον τίτλο «Προδιαγραφές και κατευθυντήριες οδηγίες για τα τεστ μεταλλάξεων της κυστικής ίνωσης»). Η ασθένεια αυτή, η οποία είναι σοβαρότατη και ανίατη, οδηγεί το τέκνο αργά ή γρήγορα στο θάνατο, σύμφωνα επίσης με τα καταγραφόμενα στη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία, όπως αυτά θα αναφερθούν κατωτέρω. Για το λόγο αυτό ο ιατρός που διενήργησε το ως άνω υπερηχογράφημα ανέφερε χαρακτηριστικά στους ενάγοντες ως προς τα έμβρυα που πάσχουν από την κυστική ίνωση ότι: «αυτά τα παιδιά δεν τα αφήνουμε να γεννηθούν». Ακολούθως και ο μαιευτήρας-γυναικολόγος της δεύτερης ενάγουσας, ..., αφού εξήγησε στους ενάγοντες τη σοβαρότητα της ανωτέρω ασθένειας, τους συνέστησε να υποβληθούν άμεσα οι ίδιοι σε εξετάσεις μοριακού ελέγχου της εν λόγω νόσου, ενώ στη συνέχεια έπρεπε να γίνει τέτοια εξέταση και στο έμβρυο (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση του ως άνω ιατρού). Ειδικότερα, ως προς τη νόσο αυτή (κυστική ίνωση ή κυστική ινώδης νόσος ή ινοκυστική νόσος) πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Αυτή ανήκει στις κληρονομικές ασθένειες και μεταδίδεται από τους γεννήτορες μέσω του γενετικού υλικού, αποτελεί δε μία ανίατη, χρόνια εξελισσόμενη και συχνά μοιραία γενετική ασθένεια των βλεννογόνων αδένων του σώματος, που προκαλούν στο σώμα μία παχύρρευστη κολλώδη βλέννα, η οποία αποφράσσει κυρίως τους πνεύμονες (στους οποίους η βλέννα αυτή προκαλεί χρόνιες μολύνσεις και προοδευτική απώλεια της λειτουργίας τους) και άλλα όργανα, όπως το πάγκρεας, ενώ τα άτομα με κυστική ίνωση έχουν, κατά μέσο όρο, προσδόκιμο ζωής περίπου 30 χρόνια (βλ. τα προσκομιζόμενα, σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, αποσπάσματα των δημοσιευθεισών μελετών α) του Ιδρύματος Κυστικής Ίνωσης (CYCTIC FIBROSIS FOUNDATION) με τον τίτλο «Γενετικός έλεγχος φορέων» και β) του Εθνικού Ινστιτούτου Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος (NATIONAL HEART, LUNG AND BLOOD INSITUTE) με τον τίτλο «Τι είναι η κυστική ίνωση;»). Επίσης, σύμφωνα με τη δημοσιευθείσα μελέτη των CAROLYN S. RICHARDS και WAYNE W. GROODY «Προγεννητικός Έλεγχος για κυστική ίνωση: παρελθόν, παρόν και μέλλον» (της οποίας αποσπάσματα προσκομίζονται νομίμως μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα), «Η κυστική ίνωση είναι μία πολυσυστημική ασθένεια με βλάβες σε πολλά όργανα, συσχετιζόμενη με μία όχι φυσιολογική παχύρρευστη γλοιώδη ουσία από επιθήλια κύτταρα, που αποφράσσουν αναπνευστικές οδούς και πόρους. Είναι αλήθεια ότι η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι η μεγαλύτερη αιτία νόσησης ή πρόωρου θανάτου, εν τούτοις οι ασθενείς με κυστική ίνωση μπορεί επίσης να υποφέρουν από παγκρεατική ανεπάρκεια, εντερική απόφραξη, διαβήτη, κίρρωση του ήπατος, καθυστέρηση ανάπτυξης, αφυδάτωση εξαιτίας της υπερβολικής απώλειας αλάτων με τον ιδρώτα και ιγμορίτιδα ... μερικοί ασθενείς πεθαίνουν σε μικρή παιδική ηλικία από ειλεό από μηκώνιο, υπονατριαιμική αφυδάτωση, σοβαρή έλλειψη πρωτεϊνών ή βλάβη αναπνευστικού. Η πνευμονική νόσος χαρακτηρίζεται από απόφραξη αναπνοής, βήχα, επαναλαμβανόμενες μολύνσεις και εισροφόμενη βλέννα με σταδιακή καταστροφή του παρεγχύματος». Τέλος, σύμφωνα με τον Ελευθέριο-Σταύρο Ντουντουνάκη, Παιδίατρο-Διευθυντή του Τμήματος Κυστικής Ίνωσης του Νοσοκομείου Παίδων Αγία Σοφία, «Η κυστική ίνωση είναι ένα χρόνιο νόσημα χωρίς ριζική θεραπεία. Η σημερινή θεραπευτική αγωγή είναι μόνο συμπτωματική και αποσκοπεί στην αναστολή της εξέλιξης της νόσου με την πρόληψη και αντιμετώπιση διαφόρων επιπλοκών. Πλήττει διάφορα όργανα του σώματος, όμως η αχίλλειος πτέρνα του ασθενή με κυστική ίνωση είναι ο πνεύμονας και το 95% των ασθενών καταλήγει από πνευμονική ανεπάρκεια. Η αντιμετώπιση της νόσου είναι ψυχικά επώδυνη κατά τη διάρκεια ζωής του πάσχοντος» (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση του ως άνω ιατρού). Πάντως, η βαρύτητα της ως άνω νόσου ποικίλλει κατά περίπτωση και οδηγεί συχνά στον πρόωρο θάνατο του νοσούντος ατόμου. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της εμφάνισης της νόσου της κυστικής ίνωσης στα πάσχοντα από αυτήν άτομα πρέπει να αναφερθεί ότι, με βάση την ιατρική βιβλιογραφία, οι γονείς παιδιών με κυστική ίνωση είναι υποχρεωτικά φορείς της νόσου απολύτως υγιείς, δίδουν όμως ο καθένας το παθολογικό του γονίδιο στο πάσχον τέκνο τους, το οποίο φέρει έτσι δύο παθολογικά γονίδια. Όταν δύο φορείς έρχονται σε γάμο και τεκνοποιούν υπάρχουν πιθανότητες: α) 25% απόκτησης τέκνου πάσχοντος από κυστική ίνωση, β) 50% απόκτησης τέκνου που είναι το ίδιο φορέας της νόσου και γ) 25% απόκτησης τέκνου υγιούς. Για τον λόγο αυτό πρέπει να ελέγχονται οι γονείς για μεταλλάξεις της ινώδους κυστικής νόσου, παράλληλα με τον έλεγχο που πρέπει να γίνεται στο έμβρυο για συγγενείς λοιμώξεις και για καρυότυπο (σύνδρομο Down). Εάν διαπιστωθεί ότι ο ένας ή και οι δύο γονείς είναι φορείς της ινώδους κυστικής νόσου, τότε παρέχεται η δυνατότητα για μοριακό προγεννητικό έλεγχο στο έμβρυο. Πάντως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ειδική ένδειξη για προγεννητικό έλεγχο του κυοφορούμενου αποτελεί η ανεύρεση «υπερηχογενούς εντέρου» του εμβρύου, ανιχνευόμενου με υπέρηχο κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, καθόσον το «υπερηχογενές έντερο» μπορεί να οφείλεται σε ινοκυστική νόσο ή σε χρωμοσωμικό σύνδρομο (σύνδρομο Down) ή σε συγγενή λοίμωξη του εμβρύου (βλ. την προσκομιζόμενη ιατρική μελέτη της Σ. Κίτσιου-Τζέλη με τον τίτλο «Πρόληψη της ινοκυστικής νόσου: αποκάλυψη φορέων και προγεννητικός έλεγχος», που αποτελεί περιεχόμενο της έκδοσης του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με την Ινοκυστική Νόσο, 2ο Μετεκπαιδευτικό Σεμινάριο Γενετικής με ομιλητές τους Αικατερίνη Μεταξωτού, Εμμανουήλ Καναβάκη και Χριστίνα Τσεγκή, Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης, σελ. 103 επ. και ιδίως 115). Επίσης, το υπεύθυνο γονίδιο της ινοκυστικής νόσου είναι το γονίδιο CFTR, το οποίο επέτρεψε στην ιατρική επιστημονική κοινότητα να αναλύσει τις βλάβες του, που είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην εκδήλωση της νόσου. Οι βλάβες αυτές στο DNA του γονιδίου CFTR, που ονομάζονται μεταλλάξεις, είναι υπεύθυνες για την παθολογική έκφραση του γονιδίου. Όταν και τα δύο αντίγραφα του γονιδίου έχουν μία τέτοια μετάλλαξη, τότε το άτομο πάσχει και λέγεται ομοζυγώτης (ίδια μετάλλαξη και στα δύο αντίγραφα) ή διπλός ετεροζυγώτης (διαφορετική μετάλλαξη στο κάθε αντίγραφο). Όταν η μετάλλαξη βρίσκεται μόνο στο ένα αντίγραφο τότε το άτομο είναι φορέας της νόσου. Ο αριθμός των μεταλλάξεων στο γονίδιο CFTR της ινοκυστικής νόσου, που είναι δυνατόν να προξενήσουν τη νόσο, είναι μεγάλος και συγκεκριμένα υπερβαίνει τις εννιακόσιες (900). Η χώρα μας εμφανίζει μεγάλη ποικιλομορφία στις μεταλλάξεις της ινοκυστικής νόσου, με αποτέλεσμα η κύρια μετάλλαξη ΔF508 της νόσου να εμφανίζεται στην Ελλάδα σε Έλληνες ασθενείς σε συχνότητα περίπου 53,4%, δηλαδή είναι πρώτη σε συχνότητα εμφάνισης και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη σε σειρά πιο κοινή μετάλλαξη, ήτοι την 621+1G>T, που εμφανίζεται σε Έλληνες ασθενείς σε συχνότητα 5,72% (βλ. τον προσκομιζόμενο Πίνακα 1 με τον τίτλο «Μεταλλάξεις στο CFTR γονίδιο σε έλληνες ασθενείς με ινοκυστική νόσο», που αποτελεί περιεχόμενο της προαναφερόμενης έκδοσης του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με την Ινοκυστική Νόσο, ό.π., σελ. 55). Σημειώνεται, επίσης, ότι τα διαγνωστικά κέντρα γενετικής στην Ελλάδα διενεργούν το μοριακό έλεγχο της εν λόγω νόσου με την ανίχνευση μέχρι 33 έως 36 μεταλλάξεων, που καλύπτουν ποσοστό 78% περίπου του συνόλου των μεταλλάξεων που εμφανίζονται στον ελληνικό πληθυσμό (βλ. τα αναγραφόμενα στο προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες από ... έγγραφο αποτέλεσμα του «μοριακού ελέγχου ινοκυστικής νόσου», που διενεργήθηκε στον πρώτο αυτών από το Διαγνωστικό Κέντρο Γενετικής, το οποίο διευθύνει ο Αναπληρωτής Καθηγητής ..., Ιατρός-Γενετιστής). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, αφού έλαβαν γνώση από τους προαναφερόμενους ιατρούς, της σοβαρότητας της ως άνω νόσου, αποφάσισαν ότι, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το μοριακό έλεγχο της κυστικής ίνωσης ήταν θετικά και αυτοί ήταν φορείς της νόσου, τότε η δεύτερη απ’ αυτούς, υλοποιώντας την κοινή με τον πρώτο ενάγοντα και αφορώσα στον οικογενειακό τους βίο απόφασή τους, θα προέβαινε σε τεχνητή διακοπή της κύησης για λόγους ευγονικούς, δεδομένου ότι υπήρχε χρόνος προς τούτο, αφού η δεύτερη ενάγουσα δεν είχε ακόμη συμπληρώσει την 24η εβδομάδα της κύησης. Για τον λόγο αυτό, οι ενάγοντες υποβλήθηκαν σε ειδικές για τη συγκεκριμένη ως άνω νόσο εξετάσεις μοριακού ελέγχου. Ειδικότερα την ... ο ιατρός ... προέβη σε αιμοληψία περιφερικού αίματος στους ενάγοντες και απέστειλε, για λογαριασμό τους, τα σχετικά δείγματα αίματος στο ιδιωτικό διαγνωστικό εργαστήριο της εδρεύουσας στον Πειραιά (επί της οδού ...) πρώτης εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ...» και το διακριτικό τίτλο «...», που αποτελεί Εργαστήριο Γενετικής, όπου πραγματοποιούνται εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου. Σημειώνεται, ότι στο από ... παραπεμπτικό έγγραφο του ως άνω ιατρού, ως αιτία παραπομπής των δύο δειγμάτων βιολογικού υλικού (αίματος), ανεγράφη η σαφής φράση «Έλεγχος για ινοκυστική ζευγαριού». Στο πλαίσιο της διαγνωστικής αυτής σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγόντων (για λογαριασμό των οποίων ενήργησε κατά τη σύναψη αυτής ο ιατρός ...) και της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η τελευταία ανέλαβε, έναντι αμοιβής ανερχομένης στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, διά των προστηθέντων αυτής συνεργατών, δηλαδή των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, ... και ... (μοριακού βιολόγου και ιατρού-γενετιστή, αντίστοιχα), να προβεί σε μοριακό έλεγχο της γενετικής ασθένειας της κυστικής ίνωσης και ειδικότερα να διαγνώσει εάν οι ενάγοντες ή ο ένας απ’ αυτούς ήταν φορείς της νόσου αυτής, δηλαδή εάν έφεραν μεταλλάξεις του γονιδίου της κυστικής ίνωσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο δεύτερος των εναγομένων είναι πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο αντικείμενο της Γενετικής στα Πανεπιστήμια Cambridge και Harvard, ενώ ο τρίτος αυτών είναι πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Κοπενχάγης Δανίας και Διευθυντής στον Τομέα Γενετικής του Ινστιτούτου ... Πράγματι, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων διενήργησαν από κοινού το μοριακό έλεγχο της κυστικής ίνωσης στους δύο ενάγοντες-γονείς, ήτοι προέβησαν σε έρευνα για την «ανίχνευση μεταλλαγών του γονιδίου CFTR με το σύστημα Elucigene CF29» και την ... (δηλαδή πριν παρέλθει η 24η εβδομάδα κύησης) απέστειλαν τόσο στους ενάγοντες όσο και στον ιατρό τους ... το έγγραφο αποτέλεσμα του ελέγχου αναφορικά με έκαστο των γονέων, υπογεγραμμένο και στις δύο περιπτώσεις από αυτούς (δεύτερο και τρίτο των εναγομένων) υπό την ως άνω επαγγελματική ιδιότητά τους, σύμφωνα με το οποίο (αποτέλεσμα) και στις δύο περιπτώσεις «Δεν ανιχνεύθηκε μεταλλαγή του γονιδίου CFTR» (βλ. τα προσκομιζόμενα ως άνω έγγραφα αποτελέσματα). Όμως, τα αποτελέσματα αυτά αναφορικά και με τους δύο ενάγοντες-γονείς ήσαν εσφαλμένα, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, γεγονός που διαπίστωσαν οι ενάγοντες αμέσως μετά τη γέννηση του τέκνου τους. Επίσης, στα ως άνω, με ημερομηνία απάντησης 26.5.2005, έγγραφα αποτελέσματα του μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης στους ενάγοντες, αναγραφόταν ως μοναδική παρατήρηση, στο κάτω μέρος αυτών και πριν από τις υπογραφές των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, ότι: «Η ανάλυση περιλαμβάνει το 75% των γνωστών μεταλλαγών του Ελληνικού πληθυσμού». Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων (ανεξαρτήτως της ιδιότητάς τους ως μετόχων της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας και μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτής κατά τον χρόνο της διενέργειας των εν λόγω εξετάσεων) συνδέονταν με την πρώτη εναγομένη και με σχέση ελεύθερης συνεργασίας λόγω ακριβώς της επαγγελματικής ειδικότητάς τους, αφού και οι δύο αυτοί διενήργησαν από κοινού τις επίδικες εξετάσεις των εναγόντων και συνυπέγραψαν τα αποσταλέντα, από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης στους ενάγοντες και στον ιατρό ..., αποτελέσματα, με την ιδιότητα του μοριακού βιολόγου και ιατρού-γενετιστή αντίστοιχα, ενεργώντας έτσι ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρίας, κατά την εκτέλεση των μοριακών εξετάσεων και την εξαγωγή των ιατρικών (εργαστηριακών-διαγνωστικών) αποτελεσμάτων τους και εντός της σφαίρας της επιχειρηματικής δραστηριότητας της τελευταίας, η οποία αντλεί από την επαγγελματική δραστηριότητα αυτών οφέλη και φέρει τον σχετικό κίνδυνο (ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011,664, ΑΠ 1226/2007 ΧρΙΔ 2008,324, ΑΠ 1362/2007 ΕφΑΔ 2008,62, ΑΠ 121/2002 ΕλλΔνη 2002,1614, ΕφΘεσ 692/2010 Αρμ 2011,1473). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, αφού στηρίχθηκαν στα ως άνω αρνητικά αποτελέσματα που τους έδωσαν οι εναγόμενοι, σύμφωνα με τα οποία, επειδή δεν ανιχνεύθηκε σ’ αυτούς μεταλλαγή του γονιδίου CFTR και συνακόλουθα δεν ήταν φορείς της κυστικής ίνωσης, αποκλειόταν να είναι το κυοφορούμενο φορέας της νόσου, πολύ δε περισσότερο να πάσχει από αυτήν, αποφάσισαν από κοινού να μην διακόψει η δεύτερη ενάγουσα την κύησή της αλλά να την συνεχίσει, ενώ η διάταση του εντέρου του εμβρύου, αφού δεν οφειλόταν, σύμφωνα με τα ως άνω αποτελέσματα, σε κυστική ίνωση αλλά ούτε και στην ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών (δηλαδή σε σύνδρομο Down), αποδόθηκε από τον ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο σε άλλους συγκυριακούς παράγοντες, αντιμετωπίσιμους μετά τη γέννησή του. Περαιτέρω, την ... και ενώ η δεύτερη ενάγουσα διήνυε την 33η εβδομάδα κύησης, ο προαναφερόμενος μαιευτήρας-γυναικολόγος ... έλαβε, με τη μέθοδο της αμνιοπαρακέντησης, αμνιακό υγρό του κυήματος από αυτήν (δεύτερη ενάγουσα), προκειμένου να διενεργηθεί διπλός προγεννητικός έλεγχος στο κυοφορούμενο, ήτοι: α) κυτταρογενετικός με σκοπό τον έλεγχο των χρωματοσωμάτων του εμβρύου (καρυότυπος) και β) μοριακός με σκοπό την ανίχνευση διπλής ετεροζυγωτίας αφορώσας στην κυστική ίνωση και απέστειλε αυθημερόν, για λογαριασμό των εναγόντων, το δείγμα στο ίδιο ως άνω διαγνωστικό εργαστήριο της πρώτης εναγομένης με αναγραφόμενη στο παραπεμπτικό έγγραφο αιτία παραπομπής τη φράση «εντερική απόφραξη». Πράγματι, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων διενήργησαν τους ως άνω προγεννητικούς ελέγχους στο έμβρυο. Ειδικότερα, επί του προγεννητικού μοριακού ελέγχου για την κυστική ίνωση στο έμβρυο εξήχθη την ... ως διάγνωση, υπογεγραμμένη από το δεύτερο εναγόμενο, ..., ότι: «δεν ανιχνεύθηκε η μεταλλαγή ΔF508» με την παρατήρηση ότι: «το έμβρυο είναι ΧΧ με φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων 13, 18 και 21», ενώ επί του προγεννητικού κυταρογενετικού ελέγχου του εμβρύου εξήχθη την ... ως διάγνωση, υπογεγραμμένη από τον τρίτο εναγόμενο, ..., ότι: «ο καρυότυπος του θήλεος εμβρύου είναι φυσιολογικός ως προς τον αριθμό και τη δομή των χρωμοσωμάτων» (βλ. τα προσκομιζόμενα ως άνω έγγραφα αποτελέσματα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την ..., κατά την προγραμματισμένη συνάντηση των εναγόντων με τον μαιευτήρα γυναικολόγο της δεύτερης αυτών, ..., για τον υπερηχογραφικό έλεγχο της πορείας της κύησης, ο τελευταίος διαπίστωσε υπερηχογραφικά ότι το έντερο του εμβρύου είχε περιέλθει σε κατάσταση αδράνειας, με αποτέλεσμα να υπάρχει άμεσος κίνδυνος να διαρρηχθεί. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο μαιευτήρας-γυναικολόγος της δεύτερης ενάγουσας, η οποία τότε διένυε πλέον την 35η εβδομάδα της κύησης, ανακοίνωσε στους ενάγοντες, επειδή υπήρχε πλέον άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του εμβρύου και συνακόλουθα και για τη ζωή της δεύτερης απ’ αυτούς, ότι θα διενεργηθεί αυθημερόν πρόωρος τοκετός με καισαρική τομή. Πράγματι, η δεύτερη ενάγουσα γέννησε την ... (ήτοι ένα μήνα προ της αναμενόμενης ημερομηνίας γέννησης) στο ιδιωτικό μαιευτήριο «...» στ. ... Αττικής ένα θήλυ τέκνο. Αμέσως οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τους ιατρούς ότι το τέκνο τους γεννήθηκε με απόφραξη εντέρου και ότι θα έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», προκειμένου να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το έντερό του. Έτσι, την επομένη ημέρα (...) το νεογνό μεταφέρθηκε σε κρίσιμη κατάσταση με ασθενοφόρο στο ως άνω Νοσοκομείο Παίδων και υποβλήθηκε αμέσως (σε ηλικία 20 ωρών) σε χειρουργική επέμβαση για ειλεό από μηκώνιο, κατά την οποία διενεργήθηκε σε αυτό ειλεοστομία (παραφύση έδρα). Μετεγχειρητικά νοσηλεύθηκε στην Εντατική Μονάδα Νεογνών της Πανεπιστημιακής Κλινικής του ως άνω Νοσοκομείου μέχρι την ... Όλες δε οι εκτιμήσεις μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης, λόγω και των ευρημάτων στο έντερο του νεογνού, συνέκλιναν στο ότι το νεογνό πάσχει από κυστική ίνωση. Για τον λόγο αυτό την ... (δηλαδή κατά την μετεγχειρητική περίοδο) εστάλη στο «...» Ερευνητικό Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής του ιδίου ως άνω Νοσοκομείου δείγμα βιολογικού υλικού του τέκνου για έλεγχο της νόσου της κυστικής ίνωσης. Σύμφωνα δε με το έγγραφο αποτέλεσμα (με ημερομηνία απάντησης ...) του ως άνω «... Ερευνητικού Εργαστηρίου», υπογεγραμμένο από τον ..., ... Καθηγητή, ...» και από τη ..., Βιολόγο, ανιχνεύθηκαν στο τέκνο των εναγόντων, μετά από έλεγχο του DNA του με τη μέθοδο DGGE (Denaturing Gradient Gel Electrophoresis), δύο μεταλλάξεις της κυστικής ινώδους νόσου και συγκεκριμένα δύο μεταλλάξεις του γονότυπου ΔF508, γεγονός που σημαίνει ότι το τέκνο των εναγόντων πάσχει από την ινοκυστική νόσο (βλ. το προσκομιζόμενο ως άνω έγγραφο αποτέλεσμα). Επίσης, και οι δύο ενάγοντες-γονείς, μετά από σχετικό έλεγχο του DNA τους με την προαναφερόμενη μέθοδο DGGE στο ίδιο ως άνω Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής, ανευρέθησαν φορείς της κυστικής ινώδους νόσου, φέροντας έκαστος αυτών από μία μετάλλαξη του γονιδίου ΔF508 της κυστικής ίνωσης (βλ. τα προσκομιζόμενα, με ημερομηνία απάντησης ..., ως άνω δύο έγγραφα αποτελέσματα). Το νεογνό, όπως προαναφέρθηκε, νοσηλεύθηκε, μετά την επέμβαση, στην Εντατική Μονάδα Νεογνών σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής για τρία εικοσιτετράωρα και παρέμεινε νοσηλευόμενο στο ως άνω Νοσοκομείο Παίδων μέχρι και την ..., οπότε και εξήλθε με σύσταση για παρακολούθηση της ινοκυστικής νόσου στο Τμήμα Κυστικής Ίνωσης του ιδίου Νοσοκομείου Παίδων, που λειτουργεί υπό τη Διεύθυνση του Παιδίατρου Σταύρου-Ελευθέριου Ντουντουνάκη. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα την ... το εν λόγω τέκνο επανεισήχθη στο ως άνω Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», όπου υποβλήθηκε σε πολύωρη και επώδυνη επέμβαση για σύγκλειση της ειλεοστομίας (ειλεοσιγμοειδική αναστόμωση), κατά την οποία (επέμβαση) στο χειρουργείο αφαιρέθηκε μεγάλο τμήμα του τελικού ειλεού καθώς και σχεδόν ολόκληρο το παχύ έντερο. Η δε μετεγχειρητική κατάσταση ήταν παρατεταμένη και, τελικώς, εξήλθε από το Νοσοκομείο την ..., με οδηγίες και από το Ειδικό Τμήμα της Ινοκυστικής Νόσου και με την ιατρική γνωμάτευση ότι: «Η ασθενής λόγω απώλειας μεγάλου μήκους του εντέρου παρουσιάζει συμπτώματα βραχέος εντέρου και έχει ανάγκη ειδικής σίτισης. Ολόκληρο το πεπτικό σύστημα δυσλειτουργεί λόγω της ινοκυστικής νόσου» (βλ. την προσκομιζόμενη με ημερομηνία ... ιατρική γνωμάτευση του Διευθυντή της ... Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία»). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, από τη γέννηση του ως άνω τέκνου τους, καθημερινά αντιμετωπίζουν συνεχή και δυσεπίλυτα προβλήματα υγείας, που αυτό εμφανίζει, ενώ προσπαθούν, επίσης, να αντιμετωπίσουν και το συνεχή κίνδυνο ζωής που αυτό διέρχεται, με συνέπεια να βιώνουν καθημερινά μεγάλη αγωνία για το εάν το τέκνο τους θα βρίσκεται στη ζωή την κάθε επόμενη ημέρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. ... ιατρική γνωμάτευση του Παιδίατρου ..., ... του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία», όπου παρακολουθείται έκτοτε το τέκνο των εναγόντων, «Η ... (ημερ. γέννησης ...), πάσχει από Κυστική Ινώδη Νόσο (Ινοκυστική). Η διάγνωση έγινε στο Τμήμα Ινοκυστικής του Νοσοκομείου μας στις ... (Αρ. Μητρ. Τμ. ...). Η Ινοκυστική είναι χρόνια κληρονομική νόσος χωρίς ριζική θεραπεία. Παρουσιάζει συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα (χρόνια εξελισσόμενη πνευμονοπάθεια που σε άλλους ασθενείς νωρίτερα και σε άλλους ασθενείς αργότερα θα οδηγήσει σε αναπνευστική ανεπάρκεια), το πεπτικό σύστημα (παγκρεατική ανεπάρκεια και σύνδρομο δυσαπορρόφησης) και τους ιδρωτοποιούς αδένες (όπου κάτω από ειδικές συνθήκες παρουσιάζεται απώλεια ηλεκτρολυτών από του δέρματος που οδηγεί σε αφυδάτωση). Η θεραπεία είναι συμπτωματική και διαρκεί ισόβια. Η μικρή ... μετά τη διάγνωση της νόσου παρακολουθείται στο Ειδικό Ιατρείο του Νοσοκομείου σε τακτά χρονικά διαστήματα και βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία με βλεννολυτικά φάρμακα, αντιβίωση από το στόμα ανάλογα με το αποτέλεσμα της καλλιέργειας φαρυγγικού και χρειάζεται να κάνει φυσικοθεραπεία του αναπνευστικού 2-3 φορές την ημέρα για 15 με 20 λεπτά κάθε φορά. Για τα προβλήματα από το πεπτικό βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία υποκατάστασης με παγκρεατικά ένζυμα πριν τη λήψη φαγητού και λιποδιαλυτές βιταμίνες A, D, Ε.». Ήδη, η κατάσταση του, ηλικίας πλέον επτά ετών, τέκνου των εναγόντων εξακολουθεί να είναι η ίδια, δηλαδή βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία με βλεννολυτικά φάρμακα, λαμβάνει αντιβίωση ανάλογα με το αποτέλεσμα καλλιέργειας φαρυγγικού, υποβάλλεται σε φυσιοθεραπεία του αναπνευστικού τρεις φορές την ημέρα από 15 με 20 λεπτά την φορά, και για τα προβλήματα του πεπτικού βρίσκεται σε συνεχή θεραπεία υποκατάστασης με παγκρεατικά ένζυμα πριν από τη λήψη φαγητού και λιποδιαλυτές βιταμίνες, ενώ εμφανίστηκε σ’ αυτό και πρόβλημα ψευδομονάδας που χρήζει ενδελεχούς αντιμετώπισης, οπότε υπόκειται σε ανάλογη θεραπεία για την αναστολή της εξέλιξής της (βλ. την χωρίς όρκο εξέταση της δεύτερης ενάγουσα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Απαιτείται δε τόσο για την παρακολούθηση του τέκνου από τους ειδικούς ιατρούς και την υποβολή του σε ειδικές εξετάσεις όσο και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων πού ανακύπτουν λόγω της νόσου του, η συχνή μετάβασή του, συνοδεία των εναγόντων-γονέων του, από τη ..., όπου κατοικεί, στην Αθήνα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρίας, χρησιμοποίησαν, κατά την εκτέλεση των εν λόγω μοριακών ελέγχων για την ανίχνευση μεταλλαγών του γονιδίου CFTR στα δύο δείγματα βιολογικού υλικού (αίματος) των εναγόντων-γονέων, το σύστημα «Elucigene CF29», που είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένο με σήμανση CE. Σύμφωνα δε με τις προδιαγραφές της παρασκευάστριας του ως άνω συστήματος Βρετανικής εταιρίας TEPNEL, «το Elucigene CF29 έχει αναπτυχθεί με σκοπό να παρέχει στα εργαστήρια ένα απλό και ακριβείας μέσο για τη συνήθη ανίχνευση των 29 επικρατέστερων μεταλλάξεων σε άτομα Ευρωπαϊκής και Καυκασιανής προέλευσης. Η γονοτυπική πληροφόρηση για τη ΔF508 (μετάλλαξη) καθιστά το τεστ μεγάλης αξίας και για τη διάγνωση της νόσου αλλά και για τις εφαρμογές ελέγχου. Σημειώνεται ότι το προϊόν αυτό δεν ανιχνεύει την Ι148Τ (μετάλλαξη)» (βλ. το προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους, σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, έγγραφο απόσπασμα από την ιστοσελίδα της ως άνω κατασκευάστριας εταιρίας TEPNEL). Επομένως, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του συγκεκριμένου συστήματος «Elucigene CF29», αφού με την χρήση του ανιχνεύονται οι 29 επικρατέστερες μεταλλάξεις σε άτομα ευρωπαϊκής προέλευσης, ανιχνεύεται με αυτό και η πλέον συχνή και πλέον κοινή στους Έλληνες ασθενείς μετάλλαξη της νόσου της κυστικής ίνωσης, δηλαδή η ΔF508, αφού η μετάλλαξη αυτή, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας παραγράφου, εμφανίζεται στην Ελλάδα σε Έλληνες ασθενείς σε συχνότητα περίπου 53,4%, δηλαδή είναι πρώτη σε συχνότητα εμφάνισης και μάλιστα με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη σε σειρά πιο κοινή μετάλλαξη, γεγονός που επιβεβαίωσε ρητώς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο μάρτυρας των εναγομένων ..., Ιατρός-Κλινικός Χημικός, ο οποίος κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι η μετάλλαξη αυτή είναι η πλέον κοινή στην Ελλάδα, αφού την φέρει το 60% περίπου των Ελλήνων, που έχουν κάποια μετάλλαξη της κυστικής ίνωσης (βλ. στην σελίδα 50 των ως άνω πρακτικών). Εξάλλου, και στα, με ημερομηνία απάντησης ..., δύο έγγραφα αποτελέσματα του εργαστηρίου της πρώτης εναγομένης επί των εν λόγω μοριακών ελέγχων, αναγράφεται ως παρατήρηση ότι: «Η ανάλυση περιλαμβάνει το 75% των γνωστών μεταλλαγών του Ελληνικού πληθυσμού». Επομένως, το πέραν του ποσοστού του 75% των γνωστών μεταλλάξεων που περιλαμβάνει και ανιχνεύει το ως άνω σύστημα, δηλαδή το 25%, αφορά, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγομένων, σε μη ανιχνεύσιμες, ακαθόριστες και άγνωστες μέχρι στιγμής μεταλλάξεις της ινοκυστικής ίνωσης (βλ. στην σελίδα 52 των ως άνω πρακτικών). Συνεπώς, ήταν επιστημονικά αποδεκτό, με βάση τους ιατρικούς κανόνες αλλά και την εξειδίκευση των εναγομένων, να απαιτηθεί από τους δεύτερο και τρίτο αυτών και ως εκ τούτου και από το εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ορθή διάγνωση στις εξετάσεις μοριακού ελέγχου των εναγόντων, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, ήταν τελικά φορείς της μετάλλαξης ΔF508 της κυστικής ίνωσης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη μέθοδος που ακολούθησαν οι εναγόμενοι ανιχνεύει το 75% των γνωστών μεταλλάξεων του Ελληνικού πληθυσμού, στις οποίες σαφώς περιλαμβάνεται και η ως άνω μετάλλαξη και μάλιστα ως η πλέον γνωστή και κοινή μετάλλαξη. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης, ότι η αιτία της μη ανίχνευσης από το εργαστήριό τους της μεταλλαγής του γονιδίου CFTR στα αποτελέσματα του μοριακού ελέγχου κυστικής ίνωσης αναφορικά με τους ενάγοντες-γονείς, δεν οφείλεται σε ιατρικό σφάλμα ή εσφαλμένη εκ μέρους τους διάγνωση, αλλά «στο παράθυρο μη διαγνωσιμότητας» που εμφανίζει σε ποσοστό 25% η εφαρμογή της μεθόδου που ακολουθήθηκε από αυτούς (δεύτερο και τρίτο εναγομένους), δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το «παράθυρο μη διαγνωσιμότητας» αφορά στις μη ανιχνεύσιμες και σπάνιες μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης στους Έλληνες ασθενείς, για τις οποίες δεν πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η μετάλλαξη ΔF508 της κυστικής ίνωσης, της οποίας τελικά οι ενάγοντες είναι φορείς και από την οποία πάσχει το τέκνο τους, είναι η πλέον συχνή στον Ελληνικό πληθυσμό και αποτελεί την πλέον κοινή μετάλλαξη, που συναντάται σε Έλληνες ασθενείς και φορείς κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, αναφορικά με τον προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό των εναγομένων, τον οποίο επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης, ότι μία ακόμη αιτία για τη μη ορθότητα των αποτελεσμάτων του εργαστηρίου τους είναι και η περίπτωση των «ψευδών αρνητικών αποτελεσμάτων», που ανέρχονται, κατ’ αυτούς, σε ένα ποσοστό 4%, το οποίο εμπίπτει στα πιστοποιημένα διεθνώς όρια ειδικότητας της χρησιμοποιούμενης μεθόδου, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Καταρχήν, ..., ... κατά την ημερίδα της 21ης Νοεμβρίου 2008, που διοργάνωσε η «Ελληνική Εταιρία για την Ινώδη Κυστική Νόσο», απαντώντας σε σχετική ερώτηση εάν υπάρχει πιθανότητα, κατά τον έλεγχο σε ένα ιδιωτικό εργαστήριο, να μην ανευρεθεί ένα μεγάλο ποσοστό φορέων, ανέφερε ότι για κάθε ιατρική πράξη υπάρχει ένα ποσοστό λάθους ανερχόμενο διεθνώς σε 1%, αλλά προσέθεσε χαρακτηριστικά ότι: «δεν χάνονται αυτές οι διαγνώσεις εάν πρόκειται για μεταλλάξεις που ανιχνεύονται» (δηλαδή εάν πρόκειται για το 86-87% των μεταλλάξεων που ανιχνεύει το «...» με τη μέθοδο που ακολουθεί ή το 75% των γνωστών μεταλλαγών που ανιχνεύει το σύστημα που χρησιμοποίησαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων στο εργαστήριο της πρώτης αυτών) και ότι: «... αν ελεγχθούν όμως και τα δύο άτομα στο ζευγάρι, μειώνει κανείς την πιθανότητα να είναι φορείς αν βρεθούν και οι δύο αρνητικοί, πάρα - πάρα πολύ μειώνεται αυτό το ποσοστό. Επομένως είναι, δηλαδή, πια η πιθανότητα πολύ, πολύ μικρή» (βλ. το προσκομιζόμενο απόσπασμα της ως άνω ημερίδας). Επίσης, ακόμη και ο μάρτυρας των εναγομένων, ... (Ιατρός-Κλινικός Χημικός) στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το εάν η πιθανότητα του λάθους εξαφανίζεται στην περίπτωση που ελεγχθούν και οι δύο γονείς, κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι: «Η πιθανότητα του εργαστηριακού λάθους δεν μπορεί να εξαφανιστεί ποτέ, απλώς μειώνεται πάρα πολύ από το 4% ... κατεβαίνει στο 1,6 τοις χιλίοις» (βλ. στην σελίδα 61 των ως άνω πρακτικών). Ακόμη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ιατρική μελέτη της Σ. Κίτσιου-Τζέλη με τον τίτλο «Πρόληψη της ινοκυστικής νόσου: αποκάλυψη φορέων και προγεννητικός έλεγχος» (που αποτελεί περιεχόμενο της προσκομιζόμενης έκδοσης του Εργαστηρίου Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με την Ινοκυστική Νόσο), γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση που ένα άτομο βρεθεί αρνητικό κατά τον μοριακό έλεγχο της ινοκυστικής νόσου ακόμα και σε ποσοστό 90% ανιχνεύσιμων μεταλλάξεων παραμένει η πιθανότητα 1: 241 (ήτοι 0,0041) να διέφυγε η ανίχνευση μετάλλαξης, ενώ σε ποσοστό 80% ανιχνεύσιμων μεταλλάξεων η πιθανότητα αυτή του ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος (δηλαδή της μη ανίχνευσης μετάλλαξης) είναι 1: 121, ήτοι 0,0082 (βλ. τον πίνακα 2 στη σελίδα 106 καθώς και τη σελίδα 112 της ως άνω έκδοσης). Συνεπώς, το ποσοστό λάθους με τη μορφή ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος ανέρχεται διεθνώς όχι σε 4%, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, αλλά σε 1% εάν ελεγχθεί ο ένας σύζυγος, ενώ είναι πολύ χαμηλότερο από 1% εάν ελεγχθούν και οι δύο σύζυγοι, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο προσκομιζόμενο με ημερομηνία ... έγγραφο αποτέλεσμα του υπό τη Διεύθυνση του Ιατρού-Γενετιστή ... Διαγνωστικού Κέντρου ... αναφορικά με τον μοριακό έλεγχο ινοκυστικής νόσου του πρώτου ενάγοντος αναγράφεται ως σημείωση (στη 2η σελίδα) ότι: «Για την παρούσα εξέταση (μοριακό έλεγχο ινοκυστικής νόσου με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης PCR) η ασφάλεια των αποτελεσμάτων, με την ακολουθούμενη πρακτική και μεθοδολογία του εργαστηρίου μας, είναι 99,8-99,9%», δηλαδή η απόκλιση είναι 0,1 - 0,2%. Επίσης, και στα έγγραφα αποτελέσματα του υπό τη Διεύθυνση του Αναπλ. Καθηγητή ... «...» του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» αναφορικά με τον μοριακό έλεγχο ινοκυστικής νόσου (με τη μέθοδο DGGE), αναγράφεται ως σημείωση ότι: «Η απόκλιση της μεθόδου με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία υπολογίζεται σε 1%» (βλ. το προσκομιζόμενο με ημερομηνία 3.5.2007 έγγραφο αποτέλεσμα). Αντιθέτως με τα δύο ανωτέρω εργαστήρια, το διαγνωστικό εργαστήριο της πρώτης εναγομένης στα, με ημερομηνία απάντησης ..., έγγραφα αποτελέσματα, που αφορούσαν τον μοριακό έλεγχο της ινοκυστικής νόσου στους ενάγοντες, δεν κάνει κάποια αναφορά για την ασφάλεια των αποτελεσμάτων (επί του αναφερόμενου σ’ αυτά ποσοστού 75% των γνωστών μεταλλαγών του ελληνικού πληθυσμού) με την χρησιμοποιούμενη από αυτό μέθοδο (του συστήματος Elucigene CF29), ούτε για την ύπαρξη τυχόν απόκλισης της μεθόδου αυτής με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία. Σημειώνεται, πάντως, ότι στις προδιαγραφές της ως άνω μεθόδου αναφέρεται από την κατασκευάστρια εταιρία, όπως ήδη προεκτέθηκε, ότι το «Elucigene CF29» είναι «ένα απλό και ακριβείας μέσο για τη συνήθη ανίχνευση των 29 επικρατέστερων μεταλλάξεων σε άτομα Ευρωπαϊκής και Καυκασιανής προέλευσης», στις οποίες σαφώς περιλαμβάνεται και η μετάλλαξη ΔF508. Παρόλα αυτά, στην κρινόμενη περίπτωση των εναγόντων-συζύγων, σε έκαστο των οποίων διενεργήθηκαν στο εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εξετάσεις για μοριακό έλεγχο της ινοκυστικής νόσου τον ... του έτους 2005, οι εναγόμενοι οδηγήθηκαν σε μη ορθό αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις των εναγόντων, αν και οι τελευταίοι φέρουν αλλά και το τέκνο τους πάσχει από την πιο κοινή και ανιχνεύσιμη μετάλλαξη (ΔF508), που απαντάται στον Ελληνικό πληθυσμό. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, αποδείχθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενης προσοχής, την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις, όπως κάθε μέσο συνετό άτομο του επαγγελματικού τους κύκλου, και μπορούσαν να καταβάλουν, λόγω της επαγγελματικής εξειδίκευσης και της εμπειρίας τους, ενήργησαν κατά παράβαση των ενδεδειγμένων αρχών και κανόνων της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας (lege artis) καθώς και κατά παράβαση των υποχρεώσεων επιμέλειας και πρόνοιας που επιβάλλουν οι θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης τους (τόσο της ιατρικής όσο και της μοριακής βιολογίας, η οποία τίθεται στην εξυπηρέτηση των διαγνωστικών σκοπών της ιατρικής, συμπληρώνοντας αυτήν στον εργαστηριακό τομέα) κατά την παροχή των υπηρεσιών τους και τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, και την οποία (προσοχή) όφειλαν επιπλέον να επιδείξουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η οποία παρέχει εξειδικευμένες διαγνωστικές ιατρικές υπηρεσίες στο κοινό, με αποτέλεσμα να καταλήξουν, κατά την από κοινού διενέργεια από αυτούς των ιατρικών εξετάσεων μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης στους ενάγοντες-γονείς, στα προαναφερόμενα εσφαλμένα αρνητικά διαγνωστικά (εργαστηριακά) αποτελέσματα - συμπεράσματα και μάλιστα δύο φορές, αν και υπήρχαν τόσο η τεχνική δυνατότητα όσο και οι σχετικές προδιαγραφές (standards) της μεθόδου που ακολούθησαν (για την ανίχνευση της μετάλλαξης της κυστικής ίνωσης, που έφεραν οι ενάγοντες), για να προβούν στην ορθή διάγνωση σύμφωνα και με τους κανόνες της επιστήμης τους και την εμπειρία τους, γεγονός που παρέλειψαν να πράξουν. Δηλαδή, από την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά των εναγομένων, αυτοί κατέληξαν στο εσφαλμένο διαγνωστικό αποτέλεσμα-πόρισμα ότι δεν ανιχνεύθηκε σ’ αυτούς μεταλλαγή του υπεύθυνου γονιδίου της ινοκυστικής νόσου, ήτοι του γονιδίου CFTR και ότι, κατά συνέπεια, κανένας από τους ενάγοντες δεν ήταν φορέας της νόσου αυτής, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν στους τελευταίους την εδραία πεποίθηση (λαμβανομένου υπόψη και ότι στις σχετικές έγγραφες απαντήσεις τους ουδόλως ανέφεραν οι εναγόμενοι ότι η χρησιμοποιούμενη από αυτούς μέθοδος παρουσιάζει κάποια απόκλιση ή ότι υπάρχει κάποιο ποσοστό λάθους με τη μορφή του ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος) ότι, αφού κανένας από τους δύο δεν είναι φορέας της νόσου, ούτε το κυοφορούμενο υπήρχε περίπτωση, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης κατά τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας παραγράφου, να πάσχει από ινοκυστική ίνωση. Ενισχυτικό δε της κρίσης του Δικαστηρίου περί της ύπαρξης αμέλειας στο πρόσωπο των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, αποτελεί και το γεγονός ότι αυτοί, ως προστηθέντες της πρώτης εναγομένης, κατέληξαν ομοίως σε εσφαλμένα αρνητικά αποτελέσματα: α) ως προς τον προγεννητικό μοριακό έλεγχο κυστικής ίνωσης του κυοφορούμενου των εναγόντων, τον οποίο διενήργησαν την ..., όταν και διέγνωσαν εσφαλμένα ότι σ’ αυτό δεν ανιχνεύθηκε η μεταλλαγή ΔF508, από την οποία τελικά έπασχε και β) ως προς τον μοριακό έλεγχο κυστικής ίνωσης του ζεύγους ..., τον οποίο διενήργησαν επίσης τον ... του έτους 2005, όταν και διέγνωσαν εσφαλμένα ότι σ’ αυτούς δεν ανιχνεύθηκε μεταλλαγή του υπεύθυνου γονιδίου της ινοκυστικής νόσου, ήτοι του γονιδίου CFTR, αν και αυτοί ήταν και οι δύο φορείς, όπως τελικά διαπίστωσαν μετά τη γέννηση του τέκνου τους, από τη μετάλλαξη 621+1G>T της νόσου της κυστικής ίνωσης, από την οποία έπασχε το εν λόγω τέκνο τους. Δηλαδή, οι εναγόμενοι, εντός του ιδίου μηνός (...) κατέληξαν σε εσφαλμένα αρνητικά αποτελέσματα σε τέσσερις (4) περιπτώσεις μοριακού ελέγχου κυστικής ίνωσης (ήτοι στο ζεύγος των εναγόντων και στο ζεύγος ...), ενώ εντός του αμέσως επόμενου χρονικού διαστήματος (τον ... 2005) κατέληξαν ομοίως σε εσφαλμένο αρνητικό αποτέλεσμα και στην περίπτωση του προγεννητικού μοριακού ελέγχου κυστικής ίνωσης του κυοφορούμενου τέκνου των εναγόντων και μάλιστα οδηγήθηκαν σ’ αυτά τα μη ορθά πέντε συνολικά αποτελέσματα αν και, όπως προαναφέρθηκε, επρόκειτο για τις δύο πιο συχνά απαντώμενες μεταλλάξεις σε ασθενείς ή φορείς του Ελληνικού πληθυσμού, τις οποίες (μεταλλάξεις) μάλιστα διέγνωσαν ορθώς, μετά από εξετάσεις μοριακού ελέγχου στις οποίες υποβλήθηκαν οι προαναφερόμενοι αμέσως μετά τη γέννηση των τέκνων τους, τόσο το Διαγνωστικό Κέντρο Γενετικής του Καθηγητή ... όσο και το «... Ερευνητικό Εργαστήριο» του Νοσοκομείου ...». Περαιτέρω, ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης, ότι από το έτος 2002, που λειτουργεί το εργαστήριο της πρώτης από αυτούς, μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής, έχουν προβεί σε εξετάσεις μοριακού ελέγχου για κυστική ίνωση σε περίπου 3.000 άτομα και ειδικότερα σε 2.500 άτομα για τη μετάλλαξη ΔF508 και σε 200 άτομα για τις λοιπές μεταλλάξεις της κυστικής ίνωσης και ότι η εσφαλμένη διάγνωσή τους στις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις των εναγόντων και του τέκνου τους καθώς και στις δύο περιπτώσεις του ζεύγους ... εμπίπτει στο επιστημονικά αποδεκτό ποσοστό ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος του 4%, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο, γιατί αφενός μεν, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, το αποδεκτό επιστημονικά ποσοστό λάθους με τη μορφή ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος ανέρχεται διεθνώς όχι σε 4%, αλλά σε 1% εάν ελεγχθεί ο ένας σύζυγος, ενώ είναι πολύ χαμηλότερο από 1% εάν ελεγχθούν και οι δύο σύζυγοι, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, αφετέρου δε μόνη η κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων δεν αρκεί, αφού δεν ενισχύεται από άλλα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, για να σχηματίσει το Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση, περί του αριθμού των ατόμων που υποβλήθηκαν κατά την αναφερόμενη χρονική περίοδο σε εξετάσεις στο εργαστήριο της πρώτης εναγομένης εταιρίας για μοριακό έλεγχο κυστικής ίνωσης. Εξάλλου, ο μάρτυρας των εναγομένων, όπως κατέθεσε ο ίδιος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσα γνωρίζει για την υπόθεση, τα γνωρίζει από τον δεύτερο εναγόμενο ... και ο ίδιος δεν έχει προσωπική αντίληψη, αφού ως κλινικός χημικός ναι μεν ασχολείται για λογαριασμό της ... με τον έλεγχο ποιότητας των εργαστηριακών αποτελεσμάτων σε κλινικά εργαστήρια του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, πλην, όμως, δεν ελέγχει εργαστήρια γενετικής, γιατί «δεν έχει μπει ο έλεγχος ποιότητας στα εργαστήρια της γενετικής», αλλά ελέγχει κλινικά εργαστήρια που διενεργούν πολύ πιο απλές εξετάσεις (βλ. στην σελίδα 34 των ως άνω πρακτικών). Επομένως, η κατάθεσή του ουδέν συνεισέφερε στην αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τον ισχυρισμό των εναγομένων περί έλλειψης υπαιτιότητάς τους λόγω της φύσης των εργαστηριακών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκαν οι ενάγοντες και της ασφάλειας των αποτελεσμάτων αυτών. Μάλιστα ο μάρτυρας των εναγομένων προσπάθησε να εξηγήσει ότι η αιτία των εσφαλμένων αποτελεσμάτων στις εξετάσεις μοριακού ελέγχου των εναγόντων ανάγεται σε τεχνικούς λόγους, οφειλόμενους στο σύστημα «Elucigene CF29» και συγκεκριμένα στο ότι: «για κάποιο λόγο δεν δούλεψε η αντίδραση» στο εν λόγω σύστημα εφαρμογής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι: «δεν δούλεψε η αντίδραση» και στους δύο ενάγοντες και μάλιστα όχι συνολικά αλλά επιλεκτικά μόνο ως προς το παθογόνο γονίδιο, αποτελεί περίπτωση η οποία εμπίπτει στην κατηγορία του «ψευδούς αρνητικού αποτελέσματος». Όμως, η κατάθεση αυτή του μάρτυρα των εναγομένων δεν είναι πειστική αφενός μεν λόγω του ότι η ανωτέρω εκδοχή του δεν μπορεί να ελεγχθεί γιατί, σύμφωνα πάντα με την κατάθεσή του, τα υλικά του εν λόγω συστήματος, που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση των εναγόντων, δεν υπάρχουν πλέον, ώστε να διακριβωθεί με αυτά εάν πράγματι δεν «δούλεψε» και για ποιο λόγο δεν «δούλεψε» η αντίδραση, αφετέρου δε γιατί στην προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ... ένορκη βεβαίωσή του αυτός αναφέρει, ερχόμενος σε αντίθεση με την κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι: «Η παρουσία άλλωστε έντονα ενισχυμένων των ταινιών-μαρτύρων στα παραπάνω ηλεκτροφορήματα δηλώνει, με μικρό ποσοστό αβεβαιότητας, τη σωστή εκτέλεση των προηγηθέντων αναλυτικών βημάτων και την ολοφάνερα πετυχημένη αντίδραση ενίσχυσης του εξετασθέντος DNA (αντίδραση PCR)». Επίσης, γεγονός ενισχυτικό της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή δεν ευθύνεται η εφαρμοστέα με το σύστημα «Elucigene CF29» μέθοδος, αποτελεί και το ότι οι εναγόμενοι δεν αναφέρθηκαν στην κατασκευάστρια του προϊόντος εταιρία για να διατυπώσουν παράπονα για τη μη λειτουργία του συστήματος αυτού σε καμία από τις ως άνω περιπτώσεις, κάτι που όφειλαν, κατά λογική αναγκαιότητα, να πράξουν (ενόψει και του κατέληξαν σε εσφαλμένα διαγνωστικά συμπεράσματα τέσσερις φορές εντός του ιδίου μηνός, ήτοι τόσο ως προς το ζεύγος των εναγόντων όσο και ως προς το ζεύγος ...), στην περίπτωση που η αντίδραση πράγματι δεν είχε λειτουργήσει, ενώ και η παρασκευάστρια εταιρία δεν απέσυρε το εν λόγω προϊόν έστω και εκ των υστέρων ούτε ανακοίνωσε ότι αυτό παρουσίασε προβλήματα ώστε να μην γίνεται χρήση του από τα ιατρικά εργαστήρια. Τέλος, οι εναγόμενοι πρωτοδίκως προέβαλαν τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης, ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι παράνομη και υπαίτια, γιατί, εάν είχαν περισσότερο χρόνο, θα προέβαιναν στην εξέταση των εναγόντων-γονέων με τη μέθοδο που εφάρμοσε το «...», πλην όμως, εάν ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη μέθοδο, λόγω του χρόνου που απαιτείται για αυτήν, οι ενάγοντες δεν θα μπορούσαν να υλοποιήσουν νομίμως την τεχνητή διακοπή της κύησης της δεύτερης απ’ αυτούς, αφού η τελευταία θα είχε διανύσει την 24η εβδομάδα της κύησης. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός ελέγχεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, γιατί όλες οι μέθοδοι, είτε πρόκειται για αυτήν που εφάρμοσε το «...» (δηλαδή τη μέθοδο DGGE) είτε γι’ αυτήν που εφαρμόστηκε στο εργαστήριο της πρώτης των εναγομένων από τους δεύτερο και τρίτο αυτών (δηλαδή το σύστημα Elucigene CF29), απαιτούν τον ίδιο περίπου χρόνο, δηλαδή είναι θέμα ωρών η λειτουργία των αντιδράσεων και η βάσει αυτών διάγνωση, και δεν έχει καμία σημασία, από άποψη χρόνου, η εφαρμοσθείσα μέθοδος, ενόψει και του ότι οι ενάγοντες ήταν φορείς της πλέον κοινής μετάλλαξης, η οποία περιλαμβανόταν στο 75% των γνωστών μεταλλάξεων που ανιχνεύει το ακολουθούμενο από τους εναγόμενους σύστημα «Elucigene CF29». Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, ..., η οποία περιλαμβάνεται στα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους εναγομένους-εφεσίβλητους υπ’ αριθμ. ... πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφορούν τη συζήτηση της υπόθεσης επί της συναφούς αγωγής του ζεύγους ... κατά των ιδίων εναγομένων και ο οποίος (μάρτυρας), απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το εάν η μέθοδος κάθε εξέτασης διαφοροποιεί τον χρόνο διενέργειάς της, κατέθεσε χαρακτηριστικά: «... η εξέταση παίρνει το χρόνο της για να γίνει ο οποίος είναι επιπέδου ωρών. Δεν είναι παραπάνω ... τη συγκεκριμένη μετάλλαξη πάλι με τον ίδιο τρόπο θα την ψάχνανε (οι εναγόμενοι). Δεν υπάρχει περίπτωση να την ψάχνανε με κάποιον άλλο τρόπο» (βλ. στη σελίδα 49 των ως άνω πρακτικών). Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες-σύζυγοι, βασιζόμενοι στα ανωτέρω αρνητικά αποτελέσματα των εν λόγω εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκαν ειδικά για τον μοριακό έλεγχο της κυστικής ίνωσης και ειδικά στο εργαστήριο της πρώτης εναγομένης (με την έννοια ότι επέλεξαν το εργαστήριο αυτής όχι τυχαία αλλά ως ένα ειδικό εργαστήριο γενετικής, όπου πραγματοποιούνται εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου) για να μπορέσουν να αποφασίσουν ακώλυτα και ανεμπόδιστα την άσκηση ή μη του δικαιώματος επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης της δεύτερης αυτών (εναγόντων) για ευγονικούς λόγους, τα οποία (αποτελέσματα) εξέλαβαν ως ορθά, αποφάσισαν από κοινού να συνεχιστεί η κύηση αυτής, με αποτέλεσμα να προσβληθεί σοβαρά η προσωπικότητά τους και να υποστούν εκ τούτου και ηθική βλάβη, συνιστάμενη στο ότι εμποδίστηκαν να κατευθύνουν ελεύθερα τη βούλησή τους και να ασκήσουν το δικαίωμά τους να φέρουν στο κόσμο ένα υγιές τέκνο και όχι ένα τέκνο πάσχον από την ως άνω βαρεία και ανίατη νόσο. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, εάν ελάμβαναν ορθά (ήτοι θετικά) διαγνωστικά αποτελέσματα από τις εν λόγω εξετάσεις τους περί μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης, θα προέβαιναν (όπως είχαν αποφασίσει, όταν οι ιατροί της δεύτερης απ’ αυτούς τους ανακοίνωσαν ότι το κυοφορούμενο, λόγω της υπερηχογένειας που εμφάνιζε στο έντερο, μπορεί να πάσχει από κυστική ίνωση και υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι θα ήταν, με βάση τα αποτελέσματα των ειδικών εξετάσεων, φορείς της νόσου αυτής), σε τεχνητή διακοπή της κύησης. Και τούτο γιατί, αν και γενικά η ύπαρξη φορείας και στους δύο γονείς οδηγεί μόνο στο 25% των περιπτώσεων στην γέννηση πάσχοντος τέκνου, υπήρχε στο κυοφορούμενο και η κλινική ένδειξη της υπερηχογένειας του εντέρου, οπότε η παροχή των ορθών-θετικών αποτελεσμάτων από τις ως άνω εξετάσεις των εναγόντων, θα επιβεβαίωνε ισχυρά την ένδειξη για την ύπαρξη της νόσου της κυστικής ίνωσης στο κυοφορούμενο. Μάλιστα η τεχνητή διακοπή της κύησης ήταν δυνατή νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 304 παρ. 4 περ. β’ ΠΚ, όπως εκτέθηκε και στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, αφού, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων στους ενάγοντες, η δεύτερη αυτών, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν είχε συμπληρώσει ακόμα την 24η εβδομάδα της κύησης και υπήρχαν ενδείξεις, όπως απαιτεί ο νόμος, για κυστική ίνωση, που αποτελεί, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου, η οποία επάγεται τη γέννηση παθολογικού νεογνού πάσχοντος από νόσο ανίατη, διαρκή και μη ανατάξιμη, έτσι ώστε να επιτρέπεται η διακοπή της κύησης για λόγους ευγονικούς. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν πρωτοδίκως (και τον ίδιο ισχυρισμό επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης) ότι δεν επέδειξαν αμέλεια ούτε υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας των εναγόντων, γιατί η κυστική ίνωση, από την οποία πάσχει το τέκνο των εναγόντων, δεν έχει γενεσιουργό λόγο δική τους πράξη ή παράλειψη, αλλά αποτελεί κληρονομική γενετική ασθένεια, η οποία, ακόμη και εάν είχε ανιχνευθεί, και πάλι το τέκνο τους θα είχε νοσήσει από τη συγκεκριμένη νόσο. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι από αμέλεια των εναγομένων προκλήθηκε ανίατη νόσος στο κυοφορούμενο αλλά ότι από αμέλεια των εναγομένων εμποδίστηκαν αυτοί να ασκήσουν ακώλυτα το συνυφασμένο με την προσωπικότητα δικαίωμά τους να επιλέξουν τη διακοπή της κύησης της δεύτερης απ’ αυτούς χάριν του δικαιολογημένου συμφέροντός τους να φέρουν στο κόσμο ένα υγιές τέκνο, το οποίο να μην πάσχει από ανίατη και μη ανατάξιμη γενετική ασθένεια. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, από την, από αμέλεια των δεύτερου και τρίτου εναγομένων, εξαγωγή εσφαλμένου διαγνωστικού συμπεράσματος αναφορικά με τα αποτελέσματα των εξετάσεων του μοριακού ελέγχου της κυστικής ίνωσης των εναγόντων, προσβλήθηκε παράνομα το δικαίωμα προσωπικότητας των τελευταίων, αφού αυτοί, όπως επίσης προεκτέθηκε, εμποδίστηκαν να ασκήσουν ελεύθερα και ανόθευτα το σοβαρό για τον οικογενειακό τους βίο και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους δικαίωμα να επιλέξουν να προχωρήσει η δεύτερη απ’ αυτούς σε τεχνητή διακοπή της κύησης για ευγονικούς λόγους, που ήταν από κάθε άποψη δυνατή και νόμιμη. Το δικαίωμα αυτό της επιλογής, στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της εντεύθεν ελευθερίας αναπαραγωγής και οικογενειακού προγραμματισμού, αποδείχθηκε ότι θα ασκούσε και ο πρώτος ενάγων από κοινού με τη δεύτερη ενάγουσα-σύζυγό του και μητέρα του κυοφορούμενου τέκνου τους, η οποία και θα υλοποιούσε την άσκησή του, κατά την κοινή απόφασή τους, δεχόμενη την επέμβαση (τεχνητή διακοπή κύησης) στο σώμα της, προκειμένου να αποφευχθεί η γέννηση πάσχοντος τέκνου για λόγους ευγονικούς. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ήτοι μεταξύ της από αμέλεια εσφαλμένης διάγνωσης κατά τη διενέργεια των εξετάσεων μοριακού ελέγχου και την εξαγωγή των αποτελεσμάτων επί αυτών, και της - συνεπεία αυτής - παρακώλυσης της ανεμπόδιστης άσκησης του δικαιώματος επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης, που συνιστά προσβολή της ανωτέρω έκφανσης της προσωπικότητας των εναγόντων, δεδομένου ότι η σύννομη και σύμφωνη με τις αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης συμπεριφορά των εναγομένων ήταν αντικειμενικά δυνατή και πρόσφορη να επιτρέψει στους ενάγοντες να ασκήσουν ανόθευτα και ακώλυτα το δικαίωμα επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια εκ μέρους των εναγομένων προσβολή στην προσωπικότητά τους, οι ενάγοντες υπέστησαν και ηθική βλάβη, αφού δοκίμασαν και δοκιμάζουν δυσβάστακτη ψυχική ταλαιπωρία και βαθύτατη θλίψη για τη μη ανόθευτη άσκηση του, αφορώντος στον οικογενειακό τους βίο, δικαιώματος επιλογής τεχνητής διακοπής της κύησης της δεύτερης απ’ αυτούς για ευγονικούς λόγους, που είχε ως άμεση συνέπεια να γεννηθεί τέκνο, που πάσχει από ανίατη γενετική και προκαλούσα τον πρόωρο θάνατό του νόσο, γεγονός που έχει ανατρέψει συντριπτικά την ψυχική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους, η οποία έχει εντελώς απορρυθμιστεί στις ανωτέρω εκφάνσεις της. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων επήλθε την ... με μόνη την εξαγωγή και ανακοίνωση σ’ αυτούς από την πρώτη εναγομένη των, υπογεγραμμένων από τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, εσφαλμένων αποτελεσμάτων των εξετάσεων μοριακού ελέγχου κυστικής ίνωσης, σύμφωνα με τα οποία αυτοί δεν ήταν φορείς μεταλλαγής του γονιδίου της κυστικής ίνωσης, αφού τότε νοθεύθηκε παράνομα ο σχηματισμός της ελεύθερης βούλησής τους να μη γεννηθεί από αυτούς ένα θνησιγενές τέκνο, πάσχον από ανίατη και μη ανατάξιμη ασθένεια και ελήφθη η απόφασή τους να συνεχιστεί η κύηση της δεύτερης από αυτούς. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ευθύνονται για την παράνομη και υπαίτια προσβολή του απόλυτου δικαιώματος της προσωπικότητας των εναγόντων, οι οποίοι υπέστησαν από την προσβολή αυτή και ηθική βλάβη. Επειδή δε η προσβολή της προσωπικότητάς και η ηθική βλάβη, που υπέστησαν οι ενάγοντες, έγιναν με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, προστηθέντων της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η οποία παρέχει, ως εξειδικευμένο εργαστήριο μοριακού ελέγχου γενετικής και βιοτεχνολογίας, ιατρικές διαγνωστικές υπηρεσίες στα πρόσωπα (αποδέκτες υπηρεσιών) - τα οποία ευλόγως προσδοκούν από αυτήν ασφάλεια κατά την εν λόγω παροχή - ευθύνεται αυτή (πρώτη εναγομένη) εις ολόκληρον με τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων για την ηθική βλάβη των εναγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν 2251/1994 κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV της παρούσας. Εξάλλου, οι παρέχοντες τις υπηρεσίες αυτές εναγόμενοι δεν απέδειξαν, ώστε να απαλλαγούν από την ευθύνη, την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης τους είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της βλάβης των εναγόντων με την παράνομη και υπαίτια πράξη τους είτε την συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 8 του Ν 2251/1994 , που είναι εφαρμοστέες, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις της ιατρικής (διαγνωστικής) ευθύνης και με τις οποίες (διατάξεις) καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη των παρεχόντων υπηρεσίες για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που αυτοί προκάλεσαν παράνομα και υπαίτια κατά την παροχή των υπηρεσιών, με την έννοια της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, εφάρμοσε στην προκειμένη υπόθεση ως προς την ευθύνη των παρεχόντων ιατρικές (διαγνωστικές) υπηρεσίες εναγομένων τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν 2251/1994 , με τις οποίες καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη των παρεχόντων τις υπηρεσίες-εναγομένων με την έννοια της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού πέμπτου πρόσθετου λόγου της έφεσης των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν αυτών και λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιγραφόμενων συνθηκών τέλεσης της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, του είδους και της έκτασης της προσβολής αυτής με τις προαναφερόμενες άμεσες συνέπειες στην ψυχική υγεία και στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους, της υπαιτιότητας των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, της εξειδίκευσης του εργαστηρίου της πρώτης εναγομένης, της επαγγελματικής εξειδίκευσης και εμπειρίας των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (ο πρώτος ενάγων είναι υπάλληλος ... και η δεύτερη ενάγουσα είναι καθηγήτρια ... αλλά δεν εργάζεται λόγω της ανάγκης να φροντίζει συνεχώς το άρρωστο τέκνο τους, ενώ οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι είναι μέτοχοι της πρώτης εναγομένης εταιρίας, η οποία εκτιμάται, βάσει των στοιχείων που προσκομίζονται και των διδαγμάτων την κοινής πείρας, ότι βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση), το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλουν να καταβάλουν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, στους ενάγοντες για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων τριάντα χιλιάδων (230.000) ευρώ για έκαστο από αυτούς. Σημειώνεται, ότι με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 ΑΚ, ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, η οποία ισχύει ως γενική αρχή του δικαίου, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της χρηματικής ικανοποίησης και ότι, συνεπώς, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, στην οποία αποτυπώθηκε ρητά η εν λόγω αρχή. Συνεπώς, η ευθεία επίκληση της αρχής αυτής από τους εναγομένους με τον υπό στοιχείο Δ΄ λόγο (κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης τους καθώς και με τον έκτο πρόσθετο λόγο αυτής (κατά το πρώτο, επίσης, σκέλος του), στερείται σημασίας, αφού δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε σχέση με τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης κατ’ εφαρμογή των άρθρων 59 και 932 ΑΚ (ΑΠ Ολ 5/2010 ΕφΑΔ 2010,407, ΑΠ Ολ 6/2009 ΕλλΔνη 2009,91, ΑΠ 1102/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011,975, ΑΠ 271/2011 ΔiΜΕΕ 2011,356, ΑΠ 999/2010 ΕφΑΔ 2011,79, ΑΠ 123/2010 ΧρΙΔ 2010,26, ΑΠ 71/2011, 373/2011 και 842/2011 Nomos, βλ. και Φουντεδάκη σε Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 59, σελ. 155, αριθμ. 27-29). Επομένως, οι, εκ της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, αναγόμενοι στο ζήτημα αυτό ως άνω λόγοι της έφεσης των εναγομένων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι. Κατόπιν όλων αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στις ίδιες κρίσεις ως προς τα ζητήματα της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων από την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες από την συμπεριφορά αυτή και του υφιστάμενου μεταξύ τους αιτιώδους συνδέσμου, δεν έσφαλε και ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί των εναγομένων, οι οποίοι περιέχονται στους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής τους καθώς και δεύτερο, τρίτο και τέταρτο πρόσθετους λόγους αυτής, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο προσδιόρισε την οφειλόμενη από τους εναγομένους χρηματική ικανοποίηση σε ποσό μεγαλύτερο του ως άνω ποσού, ήτοι σε ποσό 350.000 ευρώ για έκαστο ενάγοντα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και, ειδικότερα, την αξιολόγηση των προαναφερθέντων κριτηρίων για τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, γενομένων εν μέρει δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών υπό στοιχείο Δ΄ λόγου (κατά το τρίτο σκέλος του) της έφεσης των εναγομένων και έκτου πρόσθετου λόγου αυτής (κατά το δεύτερο σκέλος του).

VII. Με τον υπό στοιχείο ΣΤ΄ λόγο της κρινόμενης έφεσής τους οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη τα προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα αποσπάσματα ξενόγλωσσων εγγράφων επειδή δεν συνοδεύονταν από επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Ως προς τον ανωτέρω λόγο έφεσης πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με εκείνη του άρθρου 12 του Ν 2915/2001 από 1.1.2002 (άρθρο 15 του Ν. 2943/2001 ), στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου «συμπληρωματικά» στην παρ. 2 εδ. β΄ του προαναφερόμενου άρθρου 270 ΚΠολΔ (ΑΠ 1/2011 ΕλλΔνη 2011,730, ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη 2006,1100). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων του ως άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ και 454 ΚΠολΔ, τα ξενόγλωσσα έγγραφα, τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφραση, αποτελούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη υπό τους περιορισμούς, που προβλέπουν τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ, για το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (ΕφΠειρ 884/2005 ό.π., όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Επομένως, εφόσον στην προκείμενη υπόθεση επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, αφού δεν πρόκειται για απόδειξη σύμβασης ή συλλογικής πράξης, τα προσκομιζόμενα από τους εκκαλούντες-εναγομένους ξενόγλωσσα έγγραφα, τα οποία αυτοί επαναπροσκόμισαν στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (με αριθμούς σχετικών 17, 20, 22 και 23) χωρίς επίσημη επικυρωμένη μετάφρασή τους, λαμβάνονται υπόψη, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παραγράφου VI της παρούσας, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντιθέτως και δεν έλαβε υπόψη τα ως άνω ξενόγλωσσα έγγραφα, σύμφωνα με τον βάσιμο περί τούτου ισχυρισμό των εκκαλούντων-εναγομένων, που προβάλλεται με τον υπό στοιχείο ΣΤ΄ λόγο της έφεσής τους. Όμως, το σφάλμα αυτό δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΕφΠειρ 884/2005 ό.π., βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009. σελ. 233), αφού το Δικαστήριο τούτο, όπως προαναφέρθηκε, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις τα εν λόγω ξενόγλωσσα έγγραφα. Τέλος, τo προτεινόμενο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, αίτημα των εκκαλούντων-εναγομένων να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να ερευνηθεί «εάν ορθώς πραγματοποιήθηκαν από αυτούς όλα τα βήματα των επίδικων εργαστηριακών εξετάσεων και εάν ορθώς εκτιμήθηκαν - διαγνώστηκαν τα αποτελέσματα αυτών», είναι απορριπτέο πρωτίστως ως αλυσιτελές, αφού, όπως κατατέθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από τον ίδιο τον μάρτυρα των εναγομένων, ... (ιατρό-κλινικό χημικό) δεν υπάρχουν τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τη διενέργεια των εν λόγω εξετάσεων και, συνεπώς, «δεν μπορεί να επαναληφθεί η αντίδραση και να εξακριβωθεί, γιατί δεν έγινε η αντίδραση στο κομμάτι του γονιδίου που ερευνήθηκε» (βλ. σελ. 40 των οικείων πρακτικών).

VΙΙΙ. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν η ως άνω έφεση των εναγομένων καθώς και ο προαναφερόμενος σχετικός πρόσθετος λόγος αυτής και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τις διατάξεις της που αφορούν α) την περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής και την αντίστοιχη ευθύνη των εναγομένων και β) τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο πρέπει να διακρατήσει την υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να δικάσει επί της από 21.8.2008 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 7130/24.8.2006) αγωγής κατά το ανωτέρω μέρος της, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των διακοσίων τριάντα χιλιάδων (230.000) ευρώ σε έκαστο των εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος, σε βάρος των εναγομένων, λόγω της εν μέρει ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ καθώς και 100 παρ. 1, 107 παρ. 1, 110 παρ. 1 του ΝΔ 3026/1954 περί Κώδικος Δικηγόρων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς: Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από ... (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ...) έφεση και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο από ... (με αριθμ. εκθ. καταθ. ...) πρόσθετους λόγους αυτής. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση και τον αναφερόμενο στο σκεπτικό πρόσθετο λόγο αυτής. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. ... απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τις διατάξεις της που αφορούν α) την περί αδικοπραξίας βάση της από ... αγωγής και β) την δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Διακρατεί την υπόθεση και εκδικάζει, κατά το ως άνω μέρος της, την από ... (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ...) αγωγή. Δέχεται εν μέρει αυτήν. Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των διακοσίων τριάντα χιλιάδων (230.000) ευρώ σε έκαστο των εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Καταδικάζει τους εναγομένους-εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων-εφεσιβλήτων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων (23.000) ευρώ.

πηγή: nbonline.gr

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ - ΝΟΜΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΑΘΗΝΑ

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.