Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας - Πράγματα εκτός συναλλαγής (Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας, αριθμός απόφασης 223/2012)
Περίληψη: Κατάσχεση σε βάρος ΟΤΑ στα χέρια τρίτου (Τράπεζας). Αναστολή εκτελέσεως. Περιουσία του Δημοσίου, νπδδ και Ο.Τ.Α. Διάκρισή της σε δημόσια και ιδιωτική ως προϋπόθεση για την δυνατότητα της κατασχέσεως, η οποία είναι δυνατή μόνο για την ιδιωτική περιουσία. Πράγματα εκτός συναλλαγής που εξαιρούνται εκ του νόμου. Έννοια δημοσίου σκοπού μια δημόσιας υπηρεσίας. Δεν αρκεί η φερόμενη ως δημόσια περιουσία να είναι ικανή να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη αφιερωθεί σ΄ αυτό. Στην ακατάσχεση δημόσια περιουσία εντάσσονται και τα χρήματα που προορίζονται για την κάλυψη των υποχρεωτικών δαπανών του Δήμου και έχουν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό αυτού. Δεκτή η αίτηση αναστολής, καθόσον το ποσό του Δήμου που κατασχέθηκε ήταν η μισθοδοσία των υπαλλήλων του που ανήκει στην ως άνω ακατάσχετη περιουσία του.
[...] Ο αιτών, Δήμος Πρέβεζας, με την υπό κρίση αίτηση του, ζητεί την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ` ης σε βάρος του, δυνάμει της από 26-3-2012 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ` αριθμ. 96/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων και του από 6-4-2012 κατασχετήριου εγγράφου εις χείρας της .......................ως τρίτης, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας ανακοπής του κατά της καθ` ης, για το λόγο ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα επιφέρει ο" αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη, ενώ πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής του, για τους λόγους που αναφέρει ειδικότερα στην αίτηση. Η αίτηση αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπο φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933 και 938 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ` ουσίαν. Η περιουσία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης διακρίνεται: Α) σε πράγματα (ενσώματα αντικείμενα), τα οποία έχουν ως προορισμό να εξυπηρετούν δια της χρήσεως τους σκοπούς δημοσίουσυμφέροντος και δεν είναι δεκτικά μονομερούς επαύξησης και Β) στην ιδιωτική περιουσία, η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία εμμέσως μόνο δια της αξίας ή των προσόδων τους παρέχουν στα οικονομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου οικονομικά μέσα για την αντιμετώπιση των αναγκών και τη λειτουργία τους (ΟλΑΠ 17/2002, ΑΠ 2354/2009). Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ 1 ν. 3068/2002 «Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημοσίου σκοπού». Για τη διάκριση δε ανάμεσα στη δημόσια και ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων και εν γένει ΟΤΑ, αναγκαία είναι, κατ` αρχήν, η ανίχνευση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων, έτσι όπως τα ορίζει η διάταξη του άρθρου 966 ΑΚ. Στη διάταξη αυτήν ορίζεται ότι «πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημοτών, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών». Το άρθρο 966 ΑΚ κηρύσσει τα δημόσια πράγματα εκτός συναλλαγής και απαγορεύει επομένως κάθε πράξη, όπως η κατάσχεση ή η αναγκαστική εκτέλεση που μπορεί να οδηγήσει στην απαλλοτρίωση τους, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η μεταβίβαση τους από ένα δημόσιο οργανισμό σε άλλο, που άλλωστε δεν αποτελεί αναγκαστική απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 του Συντάγματος. Εξαιρούνται, ως εκ τούτου, τα δημόσια πράγματα, από τις συναλλαγές και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, χάριν ακριβώς του εξυπηρετουμένου αυτού συμφέροντος, το οποίο, ειδικότερα, διαφέρει ανάλογα με την κατηγορία: Για τα κοινά σε όλους το εξυπηρετούμενο συμφέρον συνίσταται, κυρίως, στην απόλαυση από όλους βασικών στοιχείων του περιβάλλοντος (αέρας, θάλασσα), για τα κοινόχρηστα στην εξυπηρέτηση της κοινής χρήσης υδάτων, οδών, πλατειών, αιγιαλών, λιμανιών, όρμων, οχθών πλεύσιμων ποταμών, μεγάλων λιμνών και οχθών τους (ΑΚ 967), για τα πράγματα που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών στη δυνατότητα ειδικής χρήσης τους κατά το σκοπό τους. Τα πράγματα ειδικής χρήσεως, που είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών σκοπών, συνθέτουν την έννοια τους υπό το πρίσμα δύο στοιχείων: α) το σκοπό που τα πράγματα αυτά εξυπηρετούν και β) τον προορισμό τους προς εξυπηρέτηση. Δημόσιος γενικά σκοπός είναι εκείνος που έχει αναχθεί σε σκοπό της πολιτείας και επιδιώκεται μέσα από τον μηχανισμό μιας δημόσιας υπηρεσίας με τη χρήση των μέσων του δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, δημόσιος σκοπός είναι ο σκοπός μιας δημόσιας υπηρεσίας, αλλά και οι επιδιωκόμενοι σκοποί από όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που ασκούν διοίκηση. Περαιτέρω, η έννοια του προορισμού του πράγματος σε εξυπηρέτηση σημαίνει την ειδική, αποκλειστική και ουσιαστική αφιέρωση του πράγματος στις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα ο δημόσιος σκοπός (Σπ. Παππάς σε Κατ" άρθρο Ερμηνεία ΑΚ, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος V, 2004, υπό άρθρο 966).
Εξάλλου, η δημόσια περιουσία του κράτους περιλαμβάνει τα πράγματα που υπηρετούν αυτούσια δημόσιους σκοπούς και είναι αμέσως απαραίτητα για την εκπλήρωση των λειτουργιών του κράτους, ενώ η ιδιωτική περιουσία του κράτους αποτελείται από τα πράγματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία συμβάλλουν στην εκπλήρωση δημόσιων σκοπών όχι αυτουσίως και άμεσα αλλά έμμεσα με τις προσόδους και την αξία τους. Κρίσιμο λοιπόν κριτήριο εν προκειμένω είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί το πράγμα. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εξετάζεται ο σκοπός που επιδιώκεται με το πράγμα, ώστε στη συνέχεια να ενταχθεί αυτό στη δημόσια ή την ιδιωτική περιουσία του κράτους και εντεύθεν να ελεγχθεί αν υπόκειται ή όχι σε αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση των δανειστών του. Εν κατακλείδι, δεν αρκεί ότι η φερόμενη ως δημόσια περιουσία του κράτους (ενσώματο αντικείμενο κινητό ή ακίνητο) είναι ικανή να θεραπεύσει δημόσιους σκοπούς, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη και αφιερωθεί στη θεραπεία συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού. Επιπροσθέτως, θα πρέπει τούτη η αφιέρωση, κατά της αρχές της αναλογικότητας, να είναι απολύτως απαραίτητη, με αντικειμενικά μέτρα, ελεγχόμενα από το Δικαστήριο, για την εκπλήρωση του δημοσίου αυτού σκοπού. Τέλος, τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν μέσο ασκήσεως κρατικής οικονομικής πολιτικής, ανήκουν στη δημόσια περιουσία και όχι στην ιδιωτική (ορ. Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 1997, σελ. 667 επ.). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα χρήματα που προορίζονται για την κάλυψη των υποχρεωτικών δαπανών του δήμου και έχουν συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό αυτού κατά τις διατάξεις των άρθρων 159 επ. Ν. 3463/2006 (αποδοχές προσωπικού, γραφική ύλη, δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, τέλη ταχυδρομικών και τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, κ.λ.π.). Τα χρήματα αυτά, είναι ακατάσχετα διότι είναι αφιερωμένα στην εξυπηρέτηση των ανωτέρω αναγκών, μη υποκείμενα σε επαύξηση, ενώ ενδεχόμενη κατάσχεση τους θα είχε βαρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις, αφού στην ουσία θα οδηγούσε στην αναστολή της λειτουργίας του Δήμου, δεδομένου ότι τα έργα και οι υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούνται (ακόμη και αυτές που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση της απλής καθημερινότητας των πολιτών) δε θα μπορούν να εκτελεσθούν ελλείψει της επερχόμενης ανικανότητας του δήμου να προμηθευθεί ακόμη και πρώτη ύλη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών ζητεί την ακύρωση της από 26-3-2012 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου ε§ απογράφου της υπ` αριθμ. 96/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων και του από 6-4- 2012 κατασχετήριου εγγράφου εις χείρας της ................... ως τρίτης, για τον λόγο ότι το ποσό που κατασχέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην παραπάνω τράπεζα είναι ακατάσχετο, καθώς ως μισθοδοσία των υπαλλήλων του ανήκει στην δημόσια περιουσία του. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του αιτούντος, ........................ που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως και κατ` ουσίαν βάσιμος, καθώς το ποσό των 38.788,20 ευρώ που κατέσχεσε ο καθ`ου η αίτηση εις χείρας της .................... της Ελλάδος βρίσκεται κατατεθειμένο στον υπ` αριθμ. 448/540421-55 τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί ο αιτών για την μισθοδοσία των υπαλλήλων του. Ο λογαριασμός αυτός τηρείται κατά την διάταξη του άρθρου 12 της ΥΑ 2/37345/0004/2010 και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την καταβολή των μισθολογικών αμοιβών του προσωπικού του που αμείβεται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Είναι δηλαδή ο ενδιάμεσος λογαριασμός στον οποίο κατατίθεται από την Ε.Α.Π. η μισθοδοσία των ως άνω προσώπων και στην συνέχεια το σύστημα ΔΙΑΣ φροντίζει για την μεταφορά των ποσών στους ατομικούς λογαριασμούς των αμειβομένων (άρθρο 13 της παραπάνω ΥΑ). Τα ποσά αυτά της μισθοδοσίας όσο βρίσκονται στον εν λόγω ενδιάμεσο λογαριασμό αποτελούν δημόσια περιουσία που προορίζεται αποκλειστικά για την μισθοδοσία του προσωπικού του Ν.Π.Δ.Δ. και εξυπηρετεί ειδικά προσδιορισμένο δημόσιο σκοπό. Κατόπιν αυτών, πιθανολογείται ότι ακύρως επιβλήθηκε κατάσχεση στο παραπάνω ποσό. Συνεπώς πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, όπως επίσης πιθανολογείται και ότι η συνέχιση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτούντα. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως κατ`ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η επισπευδόμενη από την καθ` ης η αίτηση αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αιτών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ`ου η αίτηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, κατόπιν της υποβολής σχετικού νομίμου αιτήματος από τον τελευταίο, με το έγγραφο σημείωμα του (άρθρα 178 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση. ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτελεστική διαδικασία που επισπεύδεται από τον καθ`ου σε βάρος του αιτούντος, δυνάμει της από 26-3-2012 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ` αριθμ. 96/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων και του από 6-4-2012 κατασχετήριου εγγράφου εις χείρας της ............................................ως τρίτης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 18-4-2012 ανακοπής που άσκησε ο αιτών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και υπό τον όρο ότι η ανακοπή θα συζητηθεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ` ου η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα