Επιδόσεις στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων (Κανονισμός 1393/2007).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.
Άρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής. 1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας ("acta iure imperii"). 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη. 3. Στον παρόντα κανονισμό ο όρος "κράτος μέλος" καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας.
Άρθρο 2. Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής. 1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής "υπηρεσίες διαβίβασης"), που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων προς επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος. 2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής "υπηρεσίες παραλαβής") που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλου κράτους μέλους. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν είτε μια υπηρεσία διαβίβασης και μια υπηρεσία παραλαβής, είτε μια μόνον υπηρεσία επιφορτισμένη και με τα δύο καθήκοντα. Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίσουν περισσότερες υπηρεσίες. Ο ορισμός αυτός ισχύει επί πέντε έτη με δυνατότητα ανανέωσης ανά πενταετία. 4. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες: α) τις ονομασίες και διευθύνσεις των υπηρεσιών παραλαβής που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 β) την κατά τόπο αρμοδιότητά τους γ) τα μέσα παραλαβής πράξεων, τα οποία έχουν στη διάθεσή τους και δ) τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταβολή αυτών των στοιχείων.
Άρθρο 3. Κεντρική αρχή. Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια κεντρική αρχή αρμόδια να: α) παρέχει πληροφορίες στις υπηρεσίες διαβίβασης β) επιλύει τυχόν προβλήματα κατά τη διαβίβαση των προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων γ) διαβιβάζει, εκτάκτως, στην αρμόδια υπηρεσία παραλαβής, αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης, μετά από αίτηση της υπηρεσίας διαβίβασης. Τα ομοσπονδιακά κράτη, τα κράτη μέλη με πλείονα νομικά συστήματα ή τα κράτη με αυτόνομες εδαφικές μονάδες δύνανται να ορίζουν περισσότερες κεντρικές αρχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II. ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ.
Τμήμα 1. Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων.
Άρθρο 4. Διαβίβαση πράξεων. 1. Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2. 2. Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών πράξεων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανομένης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της διαβιβαζομένης πράξης, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες. 3. Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του τυποποιημένου εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο. 4. Δεν απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας ή ανάλογη διατύπωση για τις διαβιβαζόμενες πράξεις και έγγραφα. 5. Όταν η υπηρεσία διαβίβασης επιθυμεί την επιστροφή ενός αντιγράφου της πράξεως συνοδευομένου από τη βεβαίωση του άρθρου 10, αποστέλλει την προς επίδοση ή κοινοποίηση πράξη εις διπλούν.
Άρθρο 5. Μετάφραση των πράξεων. 1. Η υπηρεσία διαβίβασης στην οποία κατατίθεται η προς διαβίβαση πράξη επισημαίνει στον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη αν αυτή δεν έχει συνταχθεί σε μια από τις γλώσσες που ορίζει το άρθρο 8. 2. Ο αιτών επιβαρύνεται με τυχόν έξοδα μετάφρασης πριν από τη διαβίβαση της πράξης, υπό την επιφύλαξη μεταγενέστερης απόφασης δικαστηρίου ή αρμόδιας αρχής περί καταλογισμού των εξόδων.
Άρθρο 6. Παραλαβή των πράξεων από την υπηρεσία παραλαβής. 1. Ευθύς ως της περιέλθει η πράξη, η υπηρεσία παραλαβής αποστέλλει το συντομότερο, και οπωσδήποτε εντός επτά ημερών από την παραλαβή, αποδεικτικό παραλαβής στην υπηρεσία διαβίβασης με το ταχύτερο μέσο και χρησιμοποιώντας το έντυπο που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. 2. Εάν η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν μπορεί να εκτελεσθεί με βάση τις διαβιβασθείσες πληροφορίες ή πράξεις, η υπηρεσία παραλαβής επικοινωνεί με το ταχύτερο μέσο με την υπηρεσία διαβίβασης ζητώντας τις ελλείπουσες πληροφορίες ή πράξεις. 3. Εάν είναι προφανές ότι η αίτηση επίδοσης ή κοινοποίησης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή εάν η μη τήρηση των απαιτουμένων τυπικών προϋποθέσεων καθιστά αδύνατη την επίδοση ή την κοινοποίηση, η αίτηση και οι διαβιβασθείσες πράξεις επιστρέφονται, άμα την παραλαβή τους, στην υπηρεσία διαβίβασης, μαζί με την έντυπη βεβαίωση επιστροφής που εμφαίνεται στο παράρτημα I. 4. Μια υπηρεσία παραλαβής που παραλαμβάνει πράξη για την επίδοση ή την κοινοποίηση της οποίας είναι κατά τόπον αναρμόδια διαβιβάζει την πράξη και τη σχετική αίτηση στην κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία παραλαβής του ίδιου κράτους μέλους, εφόσον η αίτηση πληροί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 3 και ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης διά του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. Η κατά τόπον αρμόδια υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει την υπηρεσία διαβίβασης για την παραλαβή της πράξης, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Άρθρο 7. Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων. 1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. 2. Η υπηρεσία παραλαβής φροντίζει ώστε η επίδοση ή κοινοποίηση να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός μηνός από την παραλαβή. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση ή η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής: α) ειδοποιεί αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι, η οποία συμπληρώνεται βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2 και β) συνεχίζει να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την υπηρεσία διαβίβασης, σε περίπτωση που η επίδοση ή κοινοποίηση φαίνεται εφικτή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Άρθρο 8. Άρνηση παραλαβής της πράξης. 1. Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες γλώσσες: α) σε γλώσσα την οποία ο παραλήπτης κατανοεί, ή β) στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση. 2. Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης με την έντυπη βεβαίωση του άρθρου 10, και επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων ζητείται η μετάφραση. 3. Εάν ο παραλήπτης αρνήθηκε να παραλάβει την πράξη βάσει της παραγράφου 1, τούτο μπορεί να θεραπευθεί μέσω της επίδοσης και κοινοποίησης στον παραλήπτη, βάσει του παρόντος κανονισμού, της πράξης συνοδευόμενης από μετάφραση σε μια από τις γλώσσες που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Στην περίπτωση αυτή, η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της πράξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη, συνοδευόμενη από μετάφραση, επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του πρωτοτύπου της πράξης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2. 4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται και στους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στο τμήμα 2. 5. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διπλωματικοί ή προξενικοί υπάλληλοι, όταν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 13, ή η αρχή ή το πρόσωπο όταν η επίδοση ή η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 14, ενημερώνουν τον παραλήπτη ότι μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη και ότι κάθε πράξη για την οποία υπάρχει άρνηση παραλαβής πρέπει να αποσταλεί στους συγκεκριμένους υπαλλήλους, αρχή ή πρόσωπο, αντιστοίχως.
Άρθρο 9. Ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης. 1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 8, η ημερομηνία της επίδοσης ή της κοινοποίησης μιας πράξης, βάσει του άρθρου 7, είναι η ημερομηνία κατά την οποία η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής. 2. Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται στους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων που προβλέπονται στο τμήμα 2.
Άρθρο 10. Βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης και αντίγραφο της επιδοθείσας ή κοινοποιηθείσας πράξης. 1. Αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης, εκδίδεται σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης μαζί με αντίγραφο της οικείας πράξης, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 5. 2. Η βεβαίωση συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους προέλευσης ή σε άλλη γλώσσα που το κράτος μέλος προέλευσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μια ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτός από τη δική του, στην οποία ή στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο.
Άρθρο 11. Έξοδα επίδοσης ή κοινοποίησης. 1. Για την επίδοση ή την κοινοποίηση δικαστικών πράξεων προερχομένων από άλλο κράτος μέλος, δεν καταβάλλονται ούτε επιστρέφονται τέλη ή έξοδα για τις υπηρεσίες που προσέφερε το κράτος μέλος παραλαβής. 2. Ωστόσο, ο αιτών καταβάλλει ή επιστρέφει τα έξοδα από: α) την παρέμβαση δικαστικού λειτουργού ή αρμοδίου προσώπου κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής β) τη χρήση ειδικού τύπου επίδοσης ή κοινοποίησης. Τα έξοδα από την παρέμβαση δικαστικού λειτουργού ή αρμοδίου προσώπου κατά το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής αντιστοιχούν σε ενιαίο πάγιο τέλος, το οποίο προκαθορίζεται από αυτό το κράτος μέλος και τηρεί της αρχές της αναλογικότητας και της μη εισαγωγής διακρίσεων. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν αυτά τα πάγια τέλη στην Επιτροπή. Τμήμα 2 Άλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων.
Άρθρο 12. Διαβίβαση διά της προξενικής ή διπλωματικής οδού. Κάθε κράτος μέλος δύναται, εκτάκτως, να χρησιμοποιεί την προξενική ή τη διπλωματική οδό για την προώθηση δικαστικών πράξεων με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίησή τους στις υπηρεσίες άλλου κράτους μέλους, οι οποίες ορίζονται κατ` εφαρμογή των άρθρων 2 ή 3.
Άρθρο 13. Επίδοση ή κοινοποίηση από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους. 1. Κάθε κράτος μέλος δύναται να προβαίνει απευθείας μέσω των διπλωματικών ή προξενικών του υπαλλήλων στην επίδοση ή στην κοινοποίηση δικαστικών πράξεων σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους, χωρίς κανέναν καταναγκασμό. 2. Κάθε κράτος μέλος δύναται να δηλώσει, κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, ότι απαγορεύει την επίδοση ή κοινοποίηση αυτή στην επικράτειά του, εκτός εάν οι οικείες πράξεις πρόκειται να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν σε υπηκόους του κράτους μέλους προέλευσης των πράξεων.
Άρθρο 14. Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς. Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας διά των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο.
Άρθρο 15. Απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση. Οι έχοντες έννομο συμφέρον σε δίκη μπορούν να επιδώσουν ή να κοινοποιήσουν απευθείας δικαστικές πράξεις μέσω δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής αν αυτό επιτρέπεται από τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. ΕΞΩΔΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ.
Άρθρο 16. Διαβίβαση. Οι εξώδικες πράξεις μπορούν να διαβιβασθούν σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.
Άρθρο 17. Λεπτομέρειες εφαρμογής. Τα μέτρα που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την ενημέρωση ή τις τεχνικές τροποποιήσεις των τυποποιημένων εντύπων που εμφαίνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο του άρθρου 18 παράγραφος 2.
Άρθρο 18. Επιτροπή. 1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. 2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται το άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.
Άρθρο 19. Ερημοδικία εναγομένου. 1. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του ή β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί. 2. Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παράγραφο 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα κανονισμό β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν τον δικαστή να διατάξει προσωρινά ή ασφαλιστικά μέτρα, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης. 4. Όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού, και έχει εκδοθεί απόφαση κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απαλλάξει τον εναγόμενο από τα αποτελέσματα της παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο εναγόμενος, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν έλαβε εγκαίρως γνώση του εγγράφου ώστε να αμυνθεί, ή δεν έλαβε γνώση της απόφασης ώστε να ασκήσει ένδικο μέσο και β) οι ισχυρισμοί του εναγόμενου δεν φαίνονται παντελώς αστήρικτοι. Η αίτηση απαλλαγής μπορεί να υποβληθεί μόνο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα αφότου ο εναγόμενος έλαβε γνώση της απόφασης. Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να διευκρινίσει ότι αυτή η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν υποβληθεί μετά την πάροδο ορισμένου διαστήματος που θα ορίζεται στη γνωστοποίησή του, αλλά το οποίο ουδέποτε μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης. 5. Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που αφορούν την ικανότητα δικαίου ή τη δικαιοπρακτική ικανότητα.
Άρθρο 20. Σχέσεις με άλλες συμφωνίες ή διακανονισμούς στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη. 1. Για θέματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη, και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να επιταχύνεται ή να απλουστεύεται περαιτέρω η διαβίβαση των πράξεων. 3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή: α) αντίγραφο των συμφωνιών ή διακανονισμών της παραγράφου 2, που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών μελών, καθώς και τα σχέδια συμφωνιών ή διακανονισμών που προτίθενται να συνάψουν και β) κάθε καταγγελία ή τροποποίηση των εν λόγω συμφωνιών ή διακανονισμών.
Άρθρο 21. Δικαστική αρωγή. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 23 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία, της 17ης Ιουλίου 1905, του άρθρου 24 της σύμβασης για την πολιτική δικονομία, της 1ης Μαρτίου 1954, και του άρθρου 13 της σύμβασης για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη δικαιοσύνη, της 25ης Οκτωβρίου 1980, μεταξύ των κρατών μελών που είναι μέρη αυτών των συμβάσεων.
Άρθρο 22. Προστασία των διαβιβαζομένων πληροφοριών. 1. Οι πληροφορίες και ειδικότερα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες παραλαβής μόνο για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν. 2. Οι υπηρεσίες παραλαβής διασφαλίζουν το απόρρητο των πληροφοριών αυτών, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους να ενημερώνονται για το πώς χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν κατ` εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. 4. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των οδηγιών 95/46/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ.
Άρθρο 23. Ανακοίνωση και δημοσίευση. 1. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 2, 3, 4, 10, 11, 13, 15 και 19. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή εάν, κατά τη νομοθεσία τους, μία πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 9 παράγραφος 2. 2. Η Επιτροπή δημοσιεύει την πληροφορία που της ανακοινώθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξαιρουμένων των διευθύνσεων και των λοιπών στοιχείων επαφής των υπηρεσιών και κεντρικών οργάνων και των γεωγραφικών περιοχών οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. 3. Η Επιτροπή καταρτίζει και ενημερώνει τακτικά ένα εγχειρίδιο που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το οποίο διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή, συγκεκριμένα μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου για Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις.
Άρθρο 24. Επανεξέταση. Το αργότερο την 1η Ιουνίου 2011, και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με έμφαση στην αποτελεσματικότητα των οργάνων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 και στην πρακτική εφαρμογή του άρθρου 3 στοιχείο γ) και του άρθρου 9. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, εφόσον κριθεί αναγκαίο, από προτάσεις για προσαρμογές του παρόντος κανονισμού ανάλογα με την εξέλιξη των συστημάτων κοινοποίησης.
Άρθρο 25. Κατάργηση. 1. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. 2. Κάθε παραπομπή στον καταργούμενο κανονισμό νοείται ως παραπομπή στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα III.
Άρθρο 26. Έναρξη ισχύος. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από τις 13 Νοεμβρίου 2008, πλην του άρθρου 23 που εφαρμόζεται από τις 13 Αυγούστου 2008. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. [...]
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα