Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη, νόμος 3869/2010) - Περιορισμός της εμπορικής δραστηριότητας και απόκτηση της ιδιότητας του μικροεμπόρου δεν εμποδίζει την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010 (Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας, αριθμός απόφασης 48/2013).
Περίληψη: Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Υπαγωγή στο ν.3869/2010. Προϋποθέσεις. Εξαίρεση εμπόρων - Υπαγωγή μικροεμπόρων. Εννοια μικροεμπορίας. Αποκομιδή κέρδους ως αμοιβή σωματικού μόχθου και όχι ως αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών. Περιορισμός της εμπορικής δραστηριότητας και απόκτηση της ιδιότητας του μικροεμπόρου δεν εμποδίζει την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010. Περίπτωση προσώπου που διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας μηχανών και μοτοποδηλάτων και επισκευής αυτών, η οποία στη συνέχεια κατέληξε σε δραστηριότητα επισκευής μοτοποδηλάτων με παροχή προσωπικής εργασίας. Παροχή εγγύησης από τη σύζυγο για χρηματοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας του συζύγου δεν προσδίδει εμπορική ιδιότητα. Διαδικασία ρευστοποίησης περιουσίας και εξαίρεση κύριας κατοικίας του οφειλέτη.
[...] Ι. Φέρονται προς συζήτηση οι υπό στοιχεία (Α) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 15/04.09.2012 και (Β) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 23/20.11.2012 εφέσεις, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν, αφού στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, αφορούν εν μέρει τους ίδιους διάδικους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 και 299 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Ο περιορισμός του αιτήματος θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο. Αν η αγωγή ασκηθεί πάλι, ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει στην αγωγή εωσότου καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, εκτός αν για την πρώτη δίκη είχε παραχωρηθεί στον ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας. Οι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 εφαρμόζονται και στην ανταγωγή, την κύρια και πρόσθετη παρέμβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα μέσα, την ανακοπή κατά εξώδικων και δικαστικών πράξεων, την τριτανακοπή και σε οποιαδήποτε άλλη πράξη. Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται. Σε περίπτωση όμως παραίτησης από το δικόγραφο της έφεσης, για την οποία στο σχέδιο ΚΠολΔ υπήρχε ρητή καταφατική προς τούτο διάταξη, είναι επιτρεπτή η άσκηση νέας, αν η παραίτηση χώρησε νομίμως, δηλαδή κατά τον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 τρόπο (299), γιατί, κατ` άρθρα 295 και 299, η παραίτηση έχει ως αποτέλεσμα ότι η νέα έφεση δεν είναι δεύτερη αλλά πρώτη (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδοση 1995, Τόμος Γ`, υπό άρθρο 514, παρ. 10 και εκεί παραπομπές στη νομολογία). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας απ` αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων τους. Με την εν λόγω διάταξη, κατ` αντίστοιχο προς την ενεργητική νομιμοποίηση (761 ΚΠολΔ) τρόπο, η έφεση ασκείται μόνον εναντίον όσων έλαβαν μέρος στην πρωτοβάθμια δίκη ως διάδικοι (ΑΠ 868/1995 ΕλλΔνη 1996.1561.1562), των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους, και όχι κατά τρίτων προσώπων, ακόμη και αν ενδιαφέρονται αμέσως για την απόφαση (βλ. Αρβανιτάκη σε ΕρμηνείαΚΠολΔ, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, έκδοση 2000, υπό άρθρο 762, παρ. 1). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης εκκαλούσης στην υπό στοιχείο (Α) έφεση, με δήλωση του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και πριν τη συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως, δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της εφέσεως ως προς αυτήν (δεύτερη εκκαλούσα), με αποτέλεσμα ως προς αυτήν να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε το δικόγραφο της εφέσεως. Επίσης ο ίδιος πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εκκαλούντος στην υπό στοιχείο (Β) έφεση, με δήλωση του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και πριν τη συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως, δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της εφέσεως ως προς αυτόν (πρώτο εκκαλούντα), με αποτέλεσμα ως προς αυτόν να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε το δικόγραφο της εφέσεως. Συνεπώς, ως προς αυτούς καταργήθηκε η δευτεροβάθμια δίκη, χωρίς η άσκηση των ίδιων προσώπων κατά της ίδιας εκκαλουμένης να συνεπάγεται το απαράδεκτο των εφέσεων για το λόγο ότι ασκήθηκαν δυο φορές και τούτο διότι κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, είναι επιτρεπτή η άσκηση νέας εφέσεως, αν η παραίτηση χώρησε νομίμως, δηλαδή κατά τον διαγραφόμενο από το άρθρο 297 τρόπο (299), γιατί, κατ` άρθρα 295 και 299 ΚΠολΔ, η παραίτηση έχει ως αποτέλεσμα ότι η νέα έφεση δεν είναι δεύτερη αλλά πρώτη. Περαιτέρω, η υπό στοιχείο (Β) έφεση της δεύτερης εκκαλούσης πρέπει να απορριφθεί ως παθητικά ανομιμοποίητη καθ` ο μέρος αφορά τις δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων και τούτο διότι η υποκειμενικά σωρευόμενη αίτηση της δεύτερης αιτούσης, δεν απευθυνόταν σε βάρος των ως άνω Τραπεζών, αφού δεν διελάμβανε την παράθεση οφειλών αυτής έναντι των ως άνω πιστωτριών. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος της εκκαλούσης, αφού η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν.3869/2010, τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη Κατά τα λοιπά οι υπό κρίση και υπό στοιχεία (Α) και (Β) εφέσεις των ηττηθέντων αιτούντων, ήδη εκκαλούντων, κατά της με αριθμό 71/2012 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πρεβέζης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκαν εμπροθέσμως και συγκεκριμένα εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των τριών (3) ετών (προ πάσης επιδόσεως), αφού από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 145 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 11.04.2012 και άσκηση των εφέσεων στις 04.09.2012 και 20.11.2012 αντιστοίχως) και νομοτύπως, με κατάθεση των σχετικών δικογράφων (εφετηρίων) στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού για το παραδεκτό τους καταβλήθηκε από καθένα των εκκαλούντων το παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου εκ ποσού 200,00 ευρώ, όπως τούτο βεβαιώνεται στις πράξεις καταθέσεως των δικογράφων (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012). Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες, ήδη εκκαλούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τους πιστωτές, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητούν τη ρύθμιση των χρεών τους, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης κύριας κατοικίας τους, ιδιοκτησίας της δεύτερης των αιτούντων, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλαν και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, με σκοπό την μερική απαλλαγή τους απ` αυτά. Επί της εν λόγω αιτήσεως, με αντικείμενο τη ρύθμιση οφειλών κατά το ν. 3869/2010, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ` αριθ. 71/2012 οριστική απόφαση του, με την οποία, αφού δέχθηκε ότι ο πρώτος των αιτούντων ασκούσε εμπορική δραστηριότητα και συνεπώς έχει πτωχευτική ικανότητα και η δεύτερη των αιτούντων εγγυήθηκε για τον έμπορο σύζυγο της προβαίνοντας η ίδια σε αντικειμενικώς εμπορικές πράξεις δεδομένης της εμπορικότητας και των δυο πράξεων πρωτοφειλής και εγγυήσεως, απέρριψε την κρινόμενη αίτηση ως ενεργητικά ανομιμοποίητη λόγω μη συνδρομής της ουσιαστικής προϋποθέσεως της ελλείψεως πτωχευτικής δυνατότητας στο πρόσωπο των αιτούντων. Ήδη οι αιτούντες, με τις υπό στοιχεία (Α) και (Β) εφέσεις τους, παραπονούνται κατά της εν λόγω αποφάσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση τους.
III. Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι «1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι ο νόμος αυτός αφορά μόνο σε φυσικά πρόσωπα, από τα οποία αποκλείονται εκείνα που έχουν πτωχευτική ικανότητα. Ο νόμος δηλαδή θέτει ως αρνητική υποκειμενική προϋπόθεση για την υπαγωγή φυσικού προσώπου στις ρυθμίσεις του, την έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας. Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα πρόσωπα που έχουν την εμπορική ιδιότητα, την οποία τα φυσικά πρόσωπα αποκτούν κυρίως κατά το υποκειμενικό (ουσιαστικό) σύστημα, όταν δηλαδή ενεργούν κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις (άρθρο 1 ΕμπΝ). Επίσης, στη ρύθμιση δεν υπάγονται και όσοι έπαυσαν μεν την εμπορία τους πλην όμως κατά τη διακοπή της είχαν ήδη παύσει τις πληρωμές τους (άρθρα 2 παρ. 3 του ΠτΚ). Επομένως, κριτήριο για την υπαγωγή φυσικού προσώπου στη ρύθμιση του νόμου αποτελεί η πτωχευτική του ικανότητα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και όχι η φύση των χρεών του, αν δηλαδή αυτά είναι εμπορικά ή αστικά. Έτσι υπάγονται στο νόμο και οι πρώην έμποροι ακόμη και για τα εμπορικά τους χρέη, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι την απώλεια της εμπορικής τους ιδιότητας δεν είχαν τεθεί σε κατάσταση παύσης των πληρωμών τους, αλλά εξυπηρετούσαν κανονικά τα χρέη τους. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου δεν νοείται έμπορος αν δεν υπάρχει στη δραστηριότητα του διαμεσολάβηση, ριψοκίνδυνη ανάληψη οικονομικού κινδύνου από το πρόσωπο, ελπίδα αλλά όχι εξασφάλιση του κέρδους. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κάποιο πρόσωπο αν και διενεργεί πράξεις εμπορικές να κριθεί ότι είναι μικρέμπορος και να μην εξαιρεθεί από την εφαρμογή του ν. 3869/2010, αφού δεν είναι έμποροι αυτοί που ασκούν μικροεμπορία. Μικροεμπορία ασκούν πρόσωπα που διενεργούν εμπορικές πράξεις κατά το β.δ. 1835, αλλά δεν δραστηριοποιούνται σε ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και κατ` ουσίαν παρέχουν προσωπική εργασία με αντίτιμο κάποια αμοιβή, με διαφορετική δε διατύπωση, είναι πρόσωπα που ασκούν εμπορικές πράξεις και αποκομίζουν απ` αυτές κέρδος, το οποίο όμως αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού τους κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών κ.λ.π. (βλ. Ιάκωβο Βενιέρη κ. Θεόδωρο Κατσά - Εφαρμογή του ν. 3869/2010). Κατόπιν όλων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 1 του προρρηθέντος νόμου, μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υπαγωγή ενός φυσικού προσώπου στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, είναι το φυσικό αυτό πρόσωπο να μη διαθέτει πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή να μην είναι έμπορος. Από την τελεολογική ερμηνεία του νόμου συνάγεται ότι και έμποροι που έπαψαν την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 Πτωχευτικού Κώδικα), υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, Αθήνα 2010, σελ. 38). Η εμπορική ιδιότητα, είτε υφιστάμενη, είτε αναγόμενη στο παρελθόν κατά το χρονικό όμως σημείο κατά το οποίο έπαυσαν οι πληρωμές, είναι η προϋπόθεση που προσδίδει πτωχευτική ικανότητα στο φυσικό πρόσωπο, αποκλείοντας την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του νόμου (Ευδ. Κιουπτσίδου, εφέτη, Η απόφαση διευθέτησης οφειλών κατά το νόμο 3896/2010, Αρμενόπουλος 2010, σελ. 1476 επ.). Εν κατακλείδι, αν κάποιος απώλεσε την εμπορική του ιδιότητα, είτε γιατί διέκοψε την επιχείρηση του, είτε γιατί μεταγενεστέρως κατέστη μικρέμπορος και μέχρι την απώλεια της ιδιότητας του αυτής δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, δεν εμποδίζεται η υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου αυτού, χωρίς να ενδιαφέρει ο χαρακτήρας, η προέλευση και το ύψος του χρέους. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και απ` όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος των αιτούντων, ..........................., κατά το παρελθόν και δη μέχρι τις αρχές του έτους 2010, διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας μηχανών και μοτοποδηλάτων και επισκευής αυτών, σε χώρο τον οποίο μίσθωνε από τον ......................., κείμενο στην πόλη της Πρέβεζας επί της οδού .......................... Από τη δραστηριότητα του αυτή αποκέρδαινε σημαντικά οικονομικά ποσά, όπως τούτο αποδεικνύεται από φορολογικά έντυπα που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι και αφορούν το έτος 2009 -οικονομικό έτος 2010 (βλ. το μηχανογραφικό δελτίο οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών Ε3 έτους 2009 -οικονομικού έτους 2010, όπου δήλωνε έσοδα από χονδρική πώληση εμπορευμάτων 88.177,16 ευρώ, από λιανική πώληση εμπορευμάτων 19.367,21 ευρώ και από επισκευές 4.836,4 ευρώ). Στα πλαίσια της διευρυμένης αυτής οικονομικής και επιχειρηματικής του δραστηριότητας, είχε λάβει πιστώσεις από διάφορα τραπεζικά ιδρύματα, τα τελευταία δε του παρείχαν πίστωση αφού διέβλεπαν ότι συνεπεία της ως άνω δραστηριότητας του αιτούντος και των ικανών εισοδημάτων του, οι απαιτήσεις τους δεν ήταν επισφαλείς. Συγκεκριμένα, στις 09.07.2008 κατήρτισε με την Τράπεζα υπό την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος» σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ποσού 38.500,00 ευρώ, για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησης εμπορίας και επισκευής μοτοποδηλάτων σε κεφάλαια κίνησης, με την τέταρτη των εφεσίβλητων κατήρτισε επιχειρηματικό δάνειο και με την πέμπτη των εφεσίβλητων κατήρτισε δυο συμβάσεις δι` ανοικτού λογαριασμού. Συνεπώς, ο πρώτος αιτών - εκκαλών στην υπό στοιχείο (Α) έφεση μέχρι και τις αρχές του έτους 2010 διέθετε την ιδιότητα του εμπόρου και όχι μικρεμπόρου, αφού ασκούσε κατά σύνηθες επάγγελμα και με σκοπό το κέρδος εμπορία, είχε μισθώσει ικανό χώρο για την επαγγελματική του εγκατάσταση, διέθετε κεφάλαια για την αγορά μηχανημάτων και εργαλείων, χαρακτηριστικό δε στοιχείο της επιχείρησης του ήταν η αβεβαιότητα (ελπίδα κέρδους - κίνδυνος ζημίας από ενδεχόμενη μη συγκέντρωση πελατείας), το κέρδος του δε από την πιο πάνω δραστηριότητα, αδιάφορο αν ήταν μικρό ή μεγάλο, παρίσταται ως κέρδος συνέπεια ριψοκίνδυνης εμπορικής διαμεσολάβησης στην πώληση αγαθών και στην επεξεργασία ξένης πρώτης ύλης και δεν ήταν μόνο η αμοιβή της καθημερινής για το έργο αυτό καταπόνησης του (σωματικής και πνευματικής) έτσι ώστε να μην μπορεί να χαρακτηριστεί αυτός, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ως μικρέμπορος μικροτέχνης. Πλην όμως στις αρχές του έτους 2010 και χωρίς ο αιτών να έχει παύσει τις πληρωμές του μέχρι και το χρονικό αυτό σημείο, απώλεσε την εμπορική του ιδιότητα. Ειδικότερα, κατά τον χρόνο αυτό και συνεπεία της οικονομικής ύφεσης που πλήττει τη χώρα μας, αφού προέβη στη διακοπή της ως άνω εμπορικής του επιχείρησης - την οποία στέγαζε κατά τα προαναφερόμενα σε μίσθιο κείμενο στην οδό ..................................... - μεταφέρθηκε στο επί της οδού ......................ακίνητο, το οποίο του παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα τρίτο πρόσωπο, προκειμένου να λειτουργεί σ` αυτό συνεργείο μοτοσικλετών. Ειδικότερα, δυνάμει του από 18.05.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού χρησιδανείου που κατήρτισε με τον .................., ο τελευταίος του παραχώρησε ένα ακίνητο της ιδιοκτησίας του και δη ένα ισόγειο ακίνητο επιφανείας 57,36 τ.μ., προκειμένου να λειτουργήσει σ` αυτόν το χώρο (αποκλειστικά και μόνο) συνεργείο μοτοσικλετών και δη εξουσιοδοτημένο συνεργείο των εταιριών PIAGGIO, VESPA, GILERA, APRILIA, KAWASAKI, PEUGEOT (βλ. προσκομισθέν συμφωνητικό), με τις οποίες (εταιρίες) συνεργάζεται ο ως άνω χρήσης και δη ο ................ Έκτοτε η δραστηριότητα του αιτούντος περιορίστηκε σε υπηρεσίες συντήρησης και επισκευής μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων και δη μοτοσικλετών με εταιρίες που δεν συνεργαζόταν ο ίδιος, αλλά ο χρήσης, ενώ τα εισοδήματα του μειώθηκαν δραστικά (βλ. προσκομισθέντα φορολογικά έντυπα, όπου το εισόδημα του από μισθωτές υπηρεσίες για το έτος 2010 - οικονομικός έτος 2011 ανέρχεται στο ποσό των 18.498,76 ευρώ και για το έτος 2011 -οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 6.800,00 ευρώ). Συνεπώς, ο πρώτος αιτών δεν έχει προβεί σε σημαντική επένδυση κεφαλαίου για να λειτουργήσει την επιχείρηση του αυτή, για την οποία μάλιστα δεν καταβάλει οποιοδήποτε μίσθωμα. Επίσης, το συνεργείο αυτό δεν διαθέτει σημαντική οργάνωση κεφαλαίου και συνεπώς δεν αποτελεί οργανωμένη επιχείρηση. Αντιθέτως, η άσκηση της δραστηριότητας του στο εν λόγω κατάστημα συνδέεται προεχόντως με τη σωματική του καταπόνηση, αφού με την προσωπική του εργασία προβαίνει στις επιδιορθώσεις δίκυκλων μοτοσυκλετών και μοτοποδηλάτων, χωρίς να απασχολεί στο συνεργείο λοιπό εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, ενώ το κέρδος που αποκομίζει από τη δραστηριότητα του αυτή αποτελεί αμοιβή της προσωπικής του εργασίας. Τούτο κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τον πιο πειστικό τρόπο και ο μάρτυρας του της απόδειξης, .......................... Ειδικότερα, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο πρώτος αιτών διατηρεί συνεργείο επισκευής μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, ότι το συνεργείο αυτό λειτουργεί σε ακίνητο που του έχει παραχωρηθεί δωρεάν, ότι δουλεύει μόνος του χωρίς να απασχολεί προσωπικό και ότι στην εν λόγω επιχείρηση δεν προβαίνει σε πώληση αγαθών. Ομοίως και ο μάρτυρας της απόδειξης των καθ` ων η αίτηση -ήδη εφεσίβλητων, ερωτηθείς σχετικά, κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι πράγματι ο αιτών κατά το παρελθόν ήταν έμπορος και εμπορεύονταν μηχανάκια σε κατάστημα το οποίο έχει ήδη κλείσει και ότι τώρα δεν βλέπει μηχανάκι (εννοεί καινούργιες προς πώληση) ή εμπορία εκεί που έχει εγκατασταθεί (βλ. τις καταθέσεις τους, όπως αυτές διαλαμβάνονται στα πρακτικά που τηρήθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο). Συνεπώς, η δραστηριότητα αυτή που ασκεί ο αιτών από τις αρχές του έτους 2010 έχει προσδώσει σ` αυτόν την ιδιότητα του μικρεμπόρου, αφού αποτελεί μεν εμπορική δραστηριότητα, όμως το κέρδος που αποκομίζει αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού του κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών. Σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα δεν δύναται να αχθεί το Δικαστήριο εκ του γεγονότος ότι ο αιτών κατά το παρελθόν ήταν έμπορος και ότι στα πλαίσια της εμπορικής αυτής δραστηριότητας του είχε λάβει από τραπεζικά ιδρύματα εμπορικά δάνεια, όπως εσφαλμένα διατείνονται οι εφεσίβλητοι. Και τούτο διότι, όπως ήδη εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, όταν ένα φυσικό πρόσωπο απώλεσε την εμπορική του ιδιότητα διακόπτοντας τη σχετική επιχείρηση του, χωρίς κατά τον χρόνο αυτό να έχει παύσει τις πληρωμές του (άρθρο 2 παρ. 3 Πτωχευτικού Κώδικα) και μεταγενεστέρως κατέστη μικρέμπορος, όπως εν προκειμένω ο πρώτος αιτών, υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των ευεργετικών διατάξεων του ν. 3869/2010. Άλλωστε, κατά τα διαλαμβανόμενα ομοίως στην ανωτέρω νομική σκέψη, κριτήριο για την υπαγωγή του φυσικού προσώπου στη ρύθμιση του νόμου αυτού αποτελεί η πτωχευτική του ικανότητα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και όχι η φύση των χρεών του, αν δηλαδή είναι εμπορικά ή αστικά ή το ύψος αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως (ήτοι στις 13.01.2011), που αποκλειστικά και μόνον είναι ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο κρίνεται και ελέγχεται η εμπορική ιδιότητα ενός προσώπου, ο αιτών, ασκώντας τη δραστηριότητα της επισκευής μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων και δη με τον τρόπο που εκτέθηκε ανωτέρω σε χώρο που του έχει παραχωρηθεί χωρίς αντάλλαγμα και σε μοτοσικλέτες συγκεκριμένων εταιριών που είναι εξουσιοδοτημένες από τον χρήση ....................., δεν έχει αναλάβει κίνδυνο για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, ούτε έχει επενδυμένο κεφάλαιο σ` αυτήν και συνεπώς εξομοιώνεται με ημερομίσθιο εργάτη, γεγονός το οποίο επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι τα μηνιαία εισοδήματα του πλέον ανέρχονται στο ποσό των 700,00 ή 800,00 ευρώ. Επίσης προβαίνει ο ίδιος στην επισκευή των μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, χωρίς να διαθέτει οργανωμένη επιχείρηση με μηχανήματα ή και λοιπό προσωπικό. Περαιτέρω οι εφεσίβλητοι, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι ο πρώτος αιτών - εκκαλών διαθέτει την εμπορική ιδιότητα αφού η διατήρηση απ` αυτόν συνεργείου επισκευής μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων αποτελεί - κατά τους ισχυρισμούς τους - επιχείρηση χειροτεχνίας, προσκομίζουν σχετική νομολογία των Δικαστηρίων. Πλην όμως το γεγονός της άσκησης εμπορίας ή μικρεμπορίας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση και αφού ελεγχθούν σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν την ιδιότητα του εμπόρου σε ένα φυσικό πρόσωπο. Άλλωστε ο νόμος πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά στις περιπτώσεις εκείνες που το αντάλλαγμα από τις εμπορικές πράξεις είναι, αποκλειστικά ή κύρια, αμοιβή σωματικής καταπόνησης, έτσι ώστε κάποιος που διαθέτει συνεργείο επισκευής μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων σε χώρο που του έχει παραχωρηθεί χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς να χρησιμοποιεί μηχανήματα και χωρίς να απασχολεί εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, δηλαδή ασκεί τη δραστηριότητα του χωρίς κεφάλαιο και προσωπικό, να μη μπορεί να χαρακτηρισθεί έμπορος. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος αιτών, κατά το χρόνο που είχε την ιδιότητα του εμπόρου δεν είχε περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία να πληρώσει τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εμπορικά του χρέη, γεγονός το οποίο προκύπτει και από τους ισχυρισμούς των καθ` ων. Κατόπιν όλων αυτών, ο πρώτος αιτών, ήδη εκκαλών, κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αιτήσεως και δη στις 13.01.2011 δεν διέθετε την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά την ιδιότητα του μικρεμπόρου και ως εκ τούτου υπάγεται στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 και όσα περί του αντιθέτου δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και συγκεκριμένα ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης για το λόγο ότι διαθέτει την εμπορική ιδιότητα και ως εκ τούτου πτωχευτική ικανότητα, ελέγχονται ως αβάσιμα και απορριπτέα, δεκτού γενόμενου και του σχετικού λόγου της υπό στοιχείο (Α) εφέσεως ως κατ` ουσίαν βάσιμου, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών.
IV. Περαιτέρω, η εγγύηση είναι, καταρχήν, αστική πράξη, αφού παρέχεται χαριστικά για εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος. Αν όμως, αυτή δίνεται από τον εγγυητή κατ` εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη απ` αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος, που αντλείται από το λόγο για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε αυτή είναι εμπορική πράξη για τον εγγυητή και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ` αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 β.δ/τος 2/14-5-1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», διότι συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου, προς το σκοπό απόλαυσης οικονομικού οφέλους. Επομένως, η κατά σύνηθες επάγγελμα παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει σ` αυτόν που τις παρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, την ιδιότητα του εμπόρου (ΟλΑΠ 1513/1980, ΑΠ 1692/1998 ΕλλΔνη 1999.101, ΑΠ 48/1996 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΕφΘεσ 1903/2003 Αρμ 2005.1056, ΕφΘεσ 1534/1996 Αρμ 1996.1106, ΠΠρΘεσ 7802/1995 Αρμ 1996.469). Συνεπώς, η μεμονωμένη παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση η προσδοκία κτήσης οφέλους, δεν αρκεί για να προσδώσει στον εγγυητή την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι συστηματική και κατά σύνηθες επάγγελμα (βλ. ΠΠρΑθ 646/2005, ΠΠρΑΘ 739/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα προμνησθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δεύτερη αιτούσα, ήδη εκκαλούσα, δεν απέκτησε την εμπορική ιδιότητα και τούτο διότι το γεγονός της παροχής εγγύησης εκ μέρους της για τη χρηματοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας του συζύγου της, έστω και με την τυχόν απόκτηση έμμεσου οφέλους για την ίδια από την επαύξηση της συμμετοχής του στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, δεν είναι ικανό να της προσδώσει την εμπορική ιδιότητα, αφού γι` αυτό απαιτείται, κατά τα αναφερόμένα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η παροχή εγγύησης να γίνεται συστηματικά και κατά σύνηθες επάγγελμα και κυρίως να παρέχεται από τον εγγυητή, κατ` εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη απ` αυτόν αμοιβής ή άλλης που αντλείται από την πράξη για την οποία έγινε η εγγύηση. Στην κρινόμενη περίπτωση, η παροχή εγγυήσεων της δεύτερης αιτούσας υπέρ του συζύγου της δεν έγινε στα πλαίσια εκμετάλλευσης της όποιας πίστης παρείχε το όνομα της, ενώ περαιτέρω δεν έλαβε καμία απολύτως αμοιβή ή χρηματική ωφέλεια εκ μέρους του συζύγου της - πρωτοφειλέτη. Άλλωστε η παροχή εγγυήσεων εκ μέρους της δεύτερης αιτούσας δεν αποδείχθηκε ότι γινόταν κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό βιοπορισμού της και ως εκ τούτου (η παροχή τους) δεν προσδίδει με την έννοια του άρθρου 1 του Εμπορικού Νόμου την ιδιότητα της εμπόρου στη δεύτερη αιτούσα που παρείχε εγγυήσεις για χρέη του συζύγου της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι η δεύτερη αιτούσα διαθέτει για την ανωτέρω αιτία την εμπορική ιδιότητα και μάλιστα και για χρέη και δη για στεγαστικά δάνεια που ή ίδια ευθύνεται ως πρωτοφειλέτιδα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προρρηθείσες διατάξεις, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ και κακώς εξετίμησε τις προσαχθείσες αποδείξεις και ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών.
V. Στη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 3689/2010 ορίζεται η διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας και προστασίας της κύριας κατοικίας του οφειλέτη και, ειδικότερα, όσον αφορά στη δεύτερη ορίζεται ότι «Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καν χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας δεν είναι τελείως ανώδυνη για τον οφειλέτη, αλλά αυτός αναλαμβάνει μία πρόσθετη υποχρέωση, πέραν αυτής που του επιβάλλεται από το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του άρθρου 8 ν. 3869/2010, η απαλλαγή από τα οποία είναι ανεξάρτητη από την εξυπηρέτηση του πρόσθετου χρέους για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Ειδικότερα, όταν το Δικαστήριο, κατ` εφαρμογή της προβλεπόμενης από την ανωτέρω διάταξη ευνοϊκής ρύθμισης, αφού θα μπορούσε να διατάξει, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου, τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας, την εξαιρεί από την εκποίηση, ρυθμίζει την ικανοποίηση των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις ανέρχονται μέχρι το 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας, επιβάλλοντας στον οφειλέτη την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει ποσό ίσο με το 85% της αξίας αυτής. Έτσι, με βάση τη ρύθμιση αυτή, το Δικαστήριο καλείται, ουσιαστικά, να προβεί σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 4ετία του άρθρου 8 παρ. 2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σ` αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων των παλαιών χρεών του. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κατοικίας με ανώτατο όριο το 85% της εμπορικής της αξίας της, έχοντας τη δυνατότητα να καθορίσει το ανωτέρω ποσό σε μικρότερο από το προκύπττον από το ανωτέρω ποσοστό (έτσι: Αθ. Κρητικός, ό.π., σ.217, παρ. 24, Ιακ. Βενιέρης-Θεοδ. Κατσάς , ό.π., σ. 297), δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση «μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό...» αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσοστού, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι, εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μεγαλύτερο του 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του, θα απαλλαγεί του πέραν του 85% ποσού της οφειλής. Μία αντίθετη ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5, ακόμα και με μηδενικές καταβολές και, με την παράλληλη ρύθμιση του αρθρ. 9 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, σε μικρές καταβολές, δυσανάλογες της αξίας της κύριας κατοικίας του, με διατήρηση του περιουσιακού του αυτού στοιχείου. Ταυτόχρονα, οι πιστωτές θα στερούνταν ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη τους για την ικανοποίηση μέρους, έστω, των απαιτήσεων τους, πράγμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, όπως αυτός συνάγεται τόσο από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και απ` αυτή του άρθρου 4 παρ. 1 που επιβάλλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών που θα υποβάλει να λαμβάνει υπόψη, με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσία και τα εισοδήματα του. Εξάλλου, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, μ` αυτόν δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν συνίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών του, ειδικά, δε, επί διάσωσης της κύριας κατοικίας του, η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και διαδικασίες που δεν θα θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση, εναπόκειται στη βούληση του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημα του και όχι αυτεπάγγελτα. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του αρθρ. 9 παρ. 2 του ν.3869/2010, εφόσον τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη, μετά τις καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του ιδίου νόμου, υπερβαίνουν το ποσό του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση, επιβάλλοντας του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 85%, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον, όμως, τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 85%, θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του οφειλόμενου ποσού. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και τη διάρκεια της σύμβασης δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε η πίστωση στον οφειλέτη, καθορίζει περίοδο τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης της οφειλής, η διάρκεια της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις καταβολές στο πλαίσιο του άρθρου 8 παρ. 2, ο νόμος, στην περίπτωση εξαίρεσης της κύριας κατοικίας, δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών. Γενικά κριτήρια είναι η ηλικία του οφειλέτη, η παρούσα οικονομική του κατάσταση και η προοπτική βελτίωσης της, χωρίς να τυγχάνει, στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 5 του νόμου, κατά την οποία υπάρχει δυνατότητα ορισμού και μηδενικών καταβολών. Ο οφειλέτης, προκειμένου να διασώσει την κύρια κατοικία του, είναι αναγκασμένος να καταβάλει στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ.2 του νόμου, τις δόσεις που θα ορίσει το Δικαστήριο, έστω και αν έχει ελάχιστα εισοδήματα που μόλις επαρκούν για τη διαβίωση του. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, να ορίσει κάποια περίοδο χάριτος, κάποια, δηλαδή, χρονική περίοδο, κατά την οποία ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να καταβάλει κανένα ποσό στο πλαίσιο της παραπάνω διάταξης. Για τη χορήγηση της περιόδου χάριτος δεν απαιτείται αίτημα του οφειλέτη, η διάρκεια της, δε, δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά επαφίεται στην εύλογη κρίση του Δικαστηρίου. Εξάλλου, η εμπορική αξία της κύριας κατοικίας αποτιμάται από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που εφαρμόζεται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση της Εφορίας ως προς την αξία του ακινήτου, την περιοχή στην οποία βρίσκεται, την παλαιότητα του και άλλα χαρακτηριστικά του, τα οποία προσδίδουν ή αφαιρούν αξία, χωρίς να δεσμεύεται από την αντικειμενική της αξία, ήτοι δυνάμενο να εκτιμήσει την εμπορική αξία σε ποσό μικρότερο αυτής (Contra: Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη Αρμ 2010. σελ. 1474, ΜονΠρΘεσ 17753/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).
Από τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτέθηκαν ανωτέρω, αποδείχθηκαν τα παρακάτω ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Οι αιτούντες είναι σύζυγοι, από το γάμο τους δε αυτό έχουν αποκτήσει δυο τέκνα ηλικίας 10 και 4 ετών. Ο πρώτος των αιτούντων διατηρεί συνεργείο επισκευής μοτοσικλετών και τυγχάνει μικρέμπορος, ενώ η δεύτερη σύζυγος του κατά το χρόνο κατάθεσης της αιτήσεως εργαζόταν ως λατζέρα σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (ταβέρνα) με σύμβαση μερικής απασχόλησης, από την οποία αποκέρδαινε το ποσό των 420,00 ευρώ περίπου, πλην όμως την 21.03.2011 απολύθηκε. Στις 23.07.2012 απασχολήθηκε με ημερομίσθιο 25,00 ευρώ σε επιχείρηση με σύμβαση ορισμένου χρόνου η οποία έληξε την 20.12.2012, έκτοτε δε παραμένει άνεργη, όπως τούτο προκύπτει από το προσκομισθέν δελτίο ανεργίας του Ο.Α.Ε.Δ. Το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα τους για το έτος [ 2010 - οικονομικό έτος 2011 ανερχόταν στα 23.113,5 ευρώ (18.498,76 Α ευρώ και 4.614,74 ευρώ € αντίστοιχα) και για το έτος 2011 - οικονομικό έτος 2012 στα 8.124,56 ευρώ (6.800 ευρώ και 1.324,56 ευρώ αντίστοιχα), όπως προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2011 και 2012. Όλα τα ανωτέρω και δη η πτώση των εισοδημάτων τους και η αύξηση των οικογενειακών τους δαπανών, έχουν φέρει τους αιτούντες σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των χρεών τους προς τις πιστώτριες τράπεζες, σύμφωνα με τους όρους των σχετικών δανειακών συμβάσεων. Η αδυναμία αυτή κρίνεται μόνιμη λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, του υψηλού ποσοστού ανεργίας των πολιτών, του χαμηλού ύψους των μηνιαίων αποδοχών και των εργαζόμενων ακόμη, γεγονότων γνωστών σε όλους, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο κατ` εφαρμογή του άρθρου 336 ΚΠολΔ. Κατά το χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους πριν από την κατάθεση της αίτησης, ο πρώτος των αιτούντων είχε δανεισθεί από τις καθ` ων, στις οποίες οφείλει: 1) Δυνάμει της υπ` αριθ. 384/09.07.2008 σύμβασης που συνήψε με την πρώτη των καθ` ων έχει έναντι αυτής συνολική απαίτηση 39.016,10 ευρώ (ήτοι 35.000,00 για κεφάλαιο + 4.016,10 για τόκους, 2) Στη δεύτερη των καθ` ων οφείλει από προσωπικό - καταναλωτικό δάνειο συνολική απαίτηση 13.775,86 ευρώ (ήτοι 12.224,26 ευρώ για κεφάλαιο και 284,23 ευρώ για τόκους). 3) Στην τρίτη των καθ` ων οφείλει από δάνειο το ποσό των 15.219,47 ευρώ (ήτοι 15.100,16 ευρώ για κεφάλαιο, 112,32 ευρώ για τόκους και 6,99 ευρώ για έξοδα) και από πιστωτικές κάρτες ποσό 79,47 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 78,22 ευρώ και για τόκους 1,25 ευρώ) και 469,27 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 462,49 ευρώ και για τόκους 6,78 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 15.768,21 ευρώ, 4) Στην τέταρτη των καθ` ων οφείλει από επιχειρηματικό δάνειο το ποσό των 20.499,15 (ήτοι 20.307,57 ευρώ για κεφάλαιο και 191,58 ευρώ για τόκους), από καταναλωτικό δάνειο το ποσό των 10.384,69 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 10.182,34 ευρώ και 202,35 ευρώ για τόκους), ήτοι συνολικά το ποσό των 30.883,84 ευρώ. Επίσης στην τέταρτη των καθ` ων οφείλει από πιστωτικές κάρτες το ποσό των 1.745,11 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 1.717,47 ευρώ και για τόκους 27,64 ευρώ) και το ποσό των 2.686,11 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 2.606,89 ευρώ και για τόκους 79,22 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 4.431,22 ευρώ. 5) Στην πέμπτη των καθ` ων οφείλει από συμβάσεις δι` ανοικτού λογαριασμού τα ποσά των 20.914,22 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 19.925,45 ευρώ και για τόκους 983,31 ευρώ) και των 93.735,41 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 91.370,8 ευρώ και για τόκους 2.212,31 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 114.649,63 ευρώ. 6) Στην έκτη των καθ` ων οφείλει για κεφάλαιο και τόκους το συνολικό ποσό των 16.219,49 ευρώ. 7) Στην έβδομη των καθ` ων η αίτηση οφείλει για κεφάλαιο και τόκους το συνολικό ποσό των 19.968,34 ευρώ και 8) Στην όγδοη των καθ` ων η αίτηση οφείλει ως εγγυητής υπέρ της πρωτοφειλέτιδος - δεύτερης των αιτούντων για στεγαστικά δάνεια και συγκεκριμένα για την υπ` αριθ. .................. σύμβαση το ποσό των 52.401,10 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 52.299,41 ευρώ και για τόκους 101,69 ευρώ), για την υπ` αριθ. ..................... σύμβαση το ποσό των 47.984,32 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 47.959,41 ευρώ και για τόκους το ποσό των 24,91 ευρώ) και για την υπ` αριθ. ........................... σύμβαση το ποσό των 59.668,29 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 59.629,86 ευρώ και για τόκους 38,43 ευρώ), ήτοι συνολικά οφείλει ως εγγυητής το ποσό των 160.053,72 ευρώ. Η δεύτερη των αιτούντων οφείλει ως εγγυήτρια του πρώτου εξ αυτών -πρωτοφειλέτη : 1) Στην πρώτη των καθ` ων δυνάμει της υπ` αριθ. 384/09.07.2008 σύμβασης συνολική απαίτηση ποσού 39.016,10 ευρώ (ήτοι 35.000,00 για κεφάλαιο + 4.016,10 για τόκους), 2) Στην τέταρτη των καθ` ων οφείλει ως εγγυήτρια από επιχειρηματικό δάνειο του συζύγου της το ποσό των 20.499,15 ευρώ (ήτοι 20.307,57 ευρώ για κεφάλαιο και 191,58 ευρώ για τόκους) και από καταναλωτικό δάνειο το ποσό των 10.384,69 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 10.182,34 ευρώ και 202,35 ευρώ για τόκους), ήτοι συνολικά το ποσό των 30.883,84 ευρώ. 3) Στην πέμπτη των καθ` ων η αίτηση οφείλει ως εγγυήτρια από συμβάσεις δι` ανοικτού λογαριασμού το ποσό των 20.914,22 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 19.925,45 ευρώ και για τόκους 983,31 ευρώ) και το ποσό των 93.735,41 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 91.370,8 ευρώ και για τόκους 2.212,31 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 114.649,63 ευρώ. 4) Στην έκτη των καθ` ων οφείλει ως εγγυήτρια για κεφάλαιο και τόκους το συνολικό ποσό των 16.219,49 ευρώ. 5) Στην έβδομη των καθ` ων η αίτηση οφείλει ως εγγυήτρια για κεφάλαιο και τόκους το συνολικό ποσό των 19.968,34 ευρώ και 6) Στην όγδοη των καθ` ων η αίτηση οφείλει ως πρωτοφειλέτιδα για στεγαστικά δάνεια και συγκεκριμένα για την υπ` αριθ. .....................σύμβαση το ποσό των 52.401,10 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 52.299,41 ευρώ και για τόκους 101,69 ευρώ), για την υπ` αριθ. ................. σύμβαση το ποσό των 47.984,32 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 47.959,41 ευρώ και για τόκους το ποσό των 24,91 ευρώ) και για την υπ` αριθ. .................... σύμβαση το ποσό των 59.668,29 ευρώ (ήτοι για κεφάλαιο 59.629,86 ευρώ και για τόκους 38,43 ευρώ), ήτοι συνολικά οφείλει το ποσό των 160.053,72 ευρώ. Τα δάνεια αυτά κατά πλάσμα του νόμου θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και ο εκτοκισμός τους συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της παρούσας απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/10). Εξάλλου, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε πραγματική μόνιμη αδυναμία να πληρώνουν τις ληξιπρόθεσμες αυτές χρηματικές οφειλές τους, η οποία οφείλεται αφενός στη μείωση των εισοδημάτων τους, καθώς και στο γεγονός ότι η δεύτερη εξ αυτών είναι άνεργη, αφετέρου στο ύψος των μηνιαίων δόσεων που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, που έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό το εισόδημα τους, με αποτέλεσμα να μην επαρκεί για την αντιμετώπιση των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης. Η αδυναμία τους αυτή δεν οφείλεται σε δόλο. Επ` αυτού οι καθ` ων ισχυρίζονται όχι οι αιτούντες δόλια περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμής, και ότι ο δόλος τους συνίσταται στην ενσυνείδητη από μέρους τους ανάληψη πολλών χρεών χωρίς να έχουν την απαιτούμενη οικονομική - εισοδηματική δυνατότητα ν` ανταποκριθούν στην αποπληρωμή αυτών. Η ένσταση αυτή πρέπει ν` απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη για τους εξής λόγους : Η αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών, που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής και στην επαναφορά της ισορροπίας των παροχών, που διαταράχθηκε από διάφορα περιστατικά - προβλεπτά ή απρόβλεπτα - με κριτήρια αντικειμενικά, για την ασφάλεια των συναλλαγών και γενικότερα του δικαίου (βλ. σχετ Βασ. Βαθρακοκοίλη -«Αναλυτική ερμηνεία - νομολογία του ΑΚ», τ. Ι, έκδοση 1994, άρ. 288, σελ. 423). Με το ν.3869/2010 παρέχεται στο φυσικό πρόσωπο η δυνατότητα της ρύθμισης των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά και βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία - χωρίς διέξοδο και προοπτική - κατάσταση, από την οποία - άλλωστε - και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί κι ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν - μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη, προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ν. 3869/2010, εξειδικεύοντας τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής του οφειλέτη, καθότι καθορίζει τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών και απαλλαγής του από αυτά και έχει σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία των παροχών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών, που - κατά κύριο λόγο - είναι οι τράπεζες, γι` αυτό και η αλόγιστη περιέλευση του οφειλέτη σε υπερχρέωση δυσανάλογη με την επάρκεια των εισοδημάτων του για την αποπληρωμή των αναληφθέντων χρεών δεν συνιστά λόγο μη νομιμότητας του αιτήματος του να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου. Η δολιότητα που προβλέπει ο νόμος αναφέρεται στην αδυναμία πληρωμής και όχι στον τρόπο περιέλευσης του οφειλέτη σε αδυναμία. Δεν νοείται δολιότητα κατά την ανάληψη δανείου αλλά μόνο κατά το διάστημα μετά την ανάληψη του (Κρητικός σελ. 44, παρ. 14). Εξάλλου ο δανειολήπτης που αιτείται τη λήψη δανείου δεν έχει τη δυνατότητα να υποχρεώσει τον πιστωτή του ν" αποδεχθεί την πρόταση του. Τα πιστωτικά ιδρύματα όμως έχουν το εξαιρετικό προνόμιο να ερευνήσουν τις οικονομικές δυνατότητες του αιτουμένου το δάνειο (μέσω του εκκαθαριστικού σημειώματος και βεβαίωσης αποδοχών), καθώς και τις λοιπές προηγούμενες δανειακές του υποχρεώσεις ή την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά (ύπαρξη ακάλυπτων επιταγών, απλήρωτων συναλλαγματικών, κατασχέσεων κλπ) μέσω του συστήματος «Τειρεσίας» (σύστημα οικονομικής συμπεριφοράς και σύστημα συγκέντρωσης κινδύνων). Γι αυτό στην υπ` αριθ. Ζ1-199 απόφαση περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23.04.2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης (ΦΕΚ 917/2010) θεσπίζεται ρητά στο άρθρο 8 η υποχρέωση από τα πιστωτικά ιδρύματα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, δηλαδή το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα υποχρεώνεται, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης να ερευνά και να αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα και φερεγγυότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων κατά το προσυμβατικό στάδιο και κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις για την εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δολιότητα νοείται μόνο όταν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους της τράπεζας προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους (Δημητρίου Μακρή Ερμηνεία Ν.3869/2010 παρ. 17, σελ.37) και τέτοιου είδους εξαπάτηση δεν επικαλούνται οι ενιστάμενες. Οι καθ` ων ισχυρίζονται επίσης ότι οι αιτούντες καταχρηστικά ασκούν το δικαίωμα του ν. 3869/2010, διότι το ποσοστό του χρέους από το οποίο ζητούν ν` απαλλαγούν είναι υπερβολικό, σε συνδυασμό με τη μη μόνιμη περιέλευσή τους σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους και τη μη συνδρομή έκτακτων περιστάσεων που έφεραν αυτούς σε κατάσταση αδυναμίας αποπληρωμής αυτών. Η ένσταση αυτή πρέπει ν" απορριφθεί καθόσον στόχος των διατάξεων του ν.3 869/2010 είναι να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία στον υπερχρεωμένο οφειλέτη να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Αδυναμία, άλλωστε, συνιστά όχι απαραίτητα κάποιο έκτακτο γεγονός, αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως αστοχία σχετικά με τις οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη, ατυχείς προγραμματισμοί, επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, εισοδηματική στενότητα, υψηλά επιτόκια κλπ. Περαιτέρω οι αιτούντες ζητούν να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία τους, επί της οποίας διαθέτει κυριότητα η δεύτερη εξ αυτών και συγκεκριμένα : α) το υπ` αριθ. Β2 διαμέρισμα του ΑΛ ορόφου της οικοδομής ΑΛΦΑ, το οποίο αποτελείται από τρία δωμάτια, σαλόνι, τραπεζαρία, κουζίνα, λουτρό και εξώστες, έχει ιδιόκτητη επιφάνεια 105,00 τ.μ., επιφάνεια κοινοχρήστων 9,60 τ.μ., ήτοι μικτή επιφάνεια 114,60 τ.μ., ιδιόκτητο όγκο 315,00 τ.μ., μικτό όγκο 343,80 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 206,44/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει γύρωθεν και εν όλω Βόρεια εν μέρει με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, εν μέρει με διαμέρισμα του πρώτου ορόφου και εν μέρει με κλιμακοστάσιο και ακάλυπτο χώρο, Ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του ισογείου, Νότια με το υπ` αριθ. 45Ν οικόπεδο ιδιοκτησίας ........................... και Δυτικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου έκτασης 607,50 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του επεκταθέντος ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης και του Δήμου Πρέβεζας στην περιοχή «.................» στο υπ` αριθ. Γ 202 Ο.Τ. και το οποίο συνορεύει, Βόρεια με ιδιοκτησία ............................., Ανατολικά με κοινόχρηστο χώρο, Νότια με το υπ` αριθμ΄οικόπεδο ιδιοκτησίας .................................. και με ιδιοκτησία ..................... και Δυτικά με δημοτική οδό .............................. και β) ο με στοιχεία Ρ4 χώρος στάθμευσης υπογείου (γκαράζ), της με στοιχεία ΑΛΦΑ οικοδομής, επιφανείας 16,31 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 32,07/1000 εξ αδιαιρέτου και όρια γύρωθεν και εν όλω με κοινόχρηστο χώρο του υπογείου, με το υπ` αριθ. 45Ν οικόπεδο ιδιοκτησίας ..................και με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου. Το άνω ακίνητο περιήλθε στην αιτούσα δυνάμει του υπ` αριθ. 7272/19.10.2004 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Πρέβεζας,................., νομίμως μεταγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Η παραπάνω υπό στοιχεία (α) ιδιοκτησία αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων και της οικογένειας τους. Η εμπορική τους αξία, με βάση τις ιδιότητες του ακινήτου, ήτοι την παλαιότητα του, την περιοχή και τον όροφο στον οποίο βρίσκεται, αλλά και τις σημερινές δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες, με τη γνωστή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σημαντική πτώση της αγοραίας αξίας των ακινήτων λόγω της ελάχιστης ζήτησης τους, προσδιορίζεται στο ποσό των 120.000,00 ευρώ.
Με βάση τα προλεχθέντα συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή των αιτούντων στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα αυτή των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 1 και 2. Θα πρέπει, δηλαδή, θα γίνει συνδυασμός των ρυθμίσεων του νόμου και συγκεκριμένα αυτής του άρθρου 8 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές επί 4ετία και αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 για σταδιακές καταβολές προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία τους. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής κατ` άρθρο 8 παρ. 2 ν. 3869/2010, το προς διάθεση στις πιστώτριες τους ποσό θα πρέπει να ορισθεί στα 850,00 ευρώ τον μήνα και για χρόνο που δεν υπερβαίνει την 4ετία, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αιτούντες στην αίτηση τους αναφέρουν ότι προσφέρουν συνολικά το ποσό αυτό. Ειδικότερα, και με δεδομένο ότι το σύνολο των οφειλών τους στις πιστώτριες ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 414.768,18 ευρώ (ήτοι 39.016,10 + 13.775,86 + 15.768,21 + 35.315,06 + 114.649,63 + 16.219,49 + 19.968,34 + 160.055,49), οι αιτούντες θα πρέπει να καταβάλουν μηνιαίως ευθυνόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών : 1) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «..........................................», της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 9,41 % επί του συνόλου των απαιτήσεων (ήτοι 39.016,10 : 414.768,18 Χ 100%) το ποσό των 79,99 ευρώ (ήτοι 850,00 Χ 9,41%), 2) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «....................................» της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 8,51 % επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 72,34 ευρώ, 3) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «.........................................» της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 27,64 % επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 234,94 ευρώ, 4) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «........................» της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 3,91 % επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 33,23 ευρώ, 5) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «.............................» της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 4,81 % επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 40,88 ευρώ και 6) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «....................................................) Ανώνυμη Εταιρία» της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 38,6 % επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 328,1 ευρώ, ενώ ο πρώτος των καθ` ων πρέπει να καταβάλει ευθυνόμενος αποκλειστικά ο ίδιος επί 4ετία : 1) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «................................», όπως μετονομάσθηκε η Τράπεζα με την επωνυμία «..................................» και έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα με την εμπορική επωνυμία/διακριτικό τίτλο «.....................», της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 3,32 % επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 28,22 ευρώ και 2) Στην Τράπεζα με την επωνυμία «...................» της οποίας η απαίτηση ανέρχεται σε ποσοστό 3,80% επί του συνόλου των απαιτήσεων το ποσό των 32,3 ευρώ. Μετά δε την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της 4ετίας η κάθε Τράπεζα - καθ` ης αίτηση θα έχει λάβει 3.939,52 ευρώ (ήτοι 79,99 Χ 48 μήνες), 1.354,56 ευρώ, 1.550,4 ευρώ, 3.472,32 ευρώ, 11.277,12 ευρώ, 1.595,04 ευρώ, 1.962,24 ευρώ και 15.748,8 ευρώ αντιστοίχως, ήτοι συνολικά το ποσό των 40.800,00 ευρώ, με υπόλοιπο απαίτησης σε κάθε Τράπεζα - καθ` ης αίτηση ποσών 35.176,58 ευρώ στην πρώτη (ήτοι 39.016,10 - 3.839,52), 12.421,3 ευρώ στη δεύτερη, 14.217,81 ευρώ στη τρίτη, 31.842,74 ευρώ στη τέταρτη, 103.372,51 ευρώ στη πέμπτη, 14.624,45 ευρώ στην έκτη, 18.006,1 ευρώ στην έβδομη και 144.306,69 ευρώ στην όγδοη. Περαιτέρω, η παραπάνω πρώτη ρύθμιση θα συνδυαστεί για τους αιτούντες με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον με τις καταβολές επί τετραετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών των αιτούντων (και δη όπως θα εκτεθεί κατωτέρω των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών) και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας από την εκποίηση, μετά το οποίο η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο (Αθαν. Κρητικός, 6.π., αρ, 16, σελ. 148). Έτσι, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων, για την οποία οι αιτούντες θα πρέπει να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το 85% της εμπορικής του αξίας, δηλαδή το ποσό των 102.000,00 ευρώ (120.000X85%). Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι παρακάτω απαιτήσεις της πέμπτης και όγδοης των καθ` ων (ήτοι της Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «...................................» και της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «.............................) Ανώνυμη Εταιρία») και συγκεκριμένα : 1) από τα ως άνω στεγαστικά δάνεια ποσού μαζί με τους τόκους 114.649,63 ευρώ (που έλαβε η δεύτερη των αιτούντων), έχοντας η όγδοη των καθ` ων εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου αυτού ποσού 156.000,00 ευρώ και 2) από σύμβαση πιστώσεως ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού με αριθμό ΑΛ ................/2-4-2007 ποσού μαζί με τους τόκους 160.055,49 ευρώ (που κατήρτισε ο πρώτος των αιτούντων), έχοντας η πέμπτη των καθ` ων προσημείωση υποθήκης ποσού 80.000,00 ευρώ, καθόσον οι απαιτήσεις τους απ` αυτά, όπως προαναφέρθηκε, είναι εξοπλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και ως εκ τούτου πρέπει να ικανοποιηθούν προνομιακά. Εφόσον οι αιτούντες ανταποκριθούν στις ως άνω υποχρεώσεις τους, ήτοι αφού έχουν καταβάλει τελικά έναντι του χρέους τους προς την πέμπτη και όγδοη των καθ` ων τα ποσά των 11.277,12 ευρώ και 15.748,8 ευρώ αντιστοίχως, ως προς το υπόλοιπο ποσό των παραπάνω απαιτήσεων των μόνων μετεχουσών πιστωτριών, αφού μόνον αυτές διαθέτουν εμπράγματη ασφάλεια επί του προρρηθέντος ακινήτου, κατά το μέρος που αυτές δεν καλύφθηκαν πρέπει να ικανοποιηθούν μέχρι την εξάντληση των 102.000,00 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πέμπτης και όγδοης των καθ` ων, μετά τις καταβολές επί 4ετία, ανέρχεται σε 103.372,51 ευρώ και 144.306,69 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικά στο ποσό των 247.679,2 ευρώ. Η ικανοποίηση των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτριών θα γίνει μέχρι το ποσό των 102.000,00 ευρώ, ήτοι του 85%, της εμπορικής αξίας της κατοικίας τους, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών τους, με την τήρηση και αυτής της ρύθμισης με μηνιαίες καταβολές επί 15 χρόνια, που θα αρχίσουν μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος δηλαδή αυτή της 4ετίας από τη δημοσίευση της απόφασης. Η μηνιαία δόση που θα καταβάλλουν οι αιτούντες στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής, ανέρχεται στο ποσό των 566,7 ευρώ (ήτοι 102.000 ευρώ : 180 μήνες της δεκαπενταετίας), το οποίο επιμερίζεται στην πρώτη Τράπεζα, ήτοι στην πέμπτη των καθ` ων (ποσοστό 41,74% επί του συνόλου των απαιτήσεων τους) στο ποσό των 236,54 ευρώ (ήτοι 566,7 Χ 41,74%) και στην όγδοη των καθ` ων (ποσοστό 58,26% επί του συνόλου των απαιτήσεων τους) στο ποσό των 330,16 ευρώ (ήτοι 566,7 Χ 58,26%). Η καταβολή των δόσεων αυτών θα γίνει χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τα χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κατόπιν όλων αυτών πρέπει να γίνει δεκτές οι εφέσεις ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να διακρατηθεί η αίτηση προς διερεύνηση της ουσιαστικής της βασιμότητας της, αφού : α) δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και των πιστωτριών, β) η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει ορισμένη - παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις των καθ` ων η αίτηση -εφεσίβλητων, καθόσον περιέχει τα στοιχεία που, όπως αυτά αναφέρονται παραπάνω, είναι απαραίτητα κατά το άρθρο 1 του Ν.3869/2010 για τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης, ενώ περαιτέρω τα ελλείποντα στοιχεία που επικαλούνται οι καθ` ων είναι αντικείμενα αυτεπάγγελτου ελέγχου από τον δικαστή κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας καν ειδικότερα της συνδρομής των όρων της υπαγωγής των αιτούντων στη ρύθμιση του Ν.3 869/2010, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης - περαιτέρω δε και νόμω βάσιμη τυγχάνει, διότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010 και αφού ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, να γίνει εν μέρει δεκτή και να ρυθμιστούν τα χρέη των αιτούντων - εκκαλούντων, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας τους, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010 (η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη) και τα καταβληθέντα από τους εκκαλούντες παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ολικής νίκης τους, πρέπει να επιστραφούν σ` αυτούς (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις υπό στοιχεία (Α) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 15/04.09.2012 και (Β) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 23/20.11.2012 εφέσεις.
ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την υπό στοιχείο (Α) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 15/04.09.2012 έφεση ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα και ως μη ασκηθείσα την υπό στοιχειό (Β) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 23/20.11.2012 έφεση ως προς τον πρώτο εκκαλούντα.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την υπό στοιχείο (Β) από 10.08.2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 23/20.11.2012 έφεση ως προς τη δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά τυπικά και κατ` ουσίαν τις εφέσεις.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ` αριθ. 71/2012 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πρέβεζας.
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από 04.01.2011 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 1/13.01.2011 αίτηση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τις επί τετραετία (48 μήνες) ισόποσες μηνιαίες καταβολές, των αιτούντων απευθείας προς τις πιστώτριες Τράπεζες, οι οποίες θα αρχίσουν την 1η ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση της παρούσης και θα είναι καταβλητέες την 1η εργάσιμη ημέρα εκάστου του μηνός ως εξής 1) Στην πρώτη καθ` ης η αίτηση το ποσό των 79,99 ευρώ, 2) Στη δεύτερη το ποσό των 28,22 ευρώ, 3) Στην τρίτη το ποσό των 32,3 ευρώ, 4) Στη τέταρτη το ποσό των 72,34 ευρώ, 5) Στη πέμπτη το ποσό των 234,94 ευρώ, 6) Στην έκτη το ποσό των 33,23 ευρώ, 7) Στην έβδομη το ποσό των 40,88 ευρώ και 8) Στην όγδοη το ποσό των 328,1 ευρώ, εκ των ανωτέρω δε ποσών προς την πρώτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη και όγδοη των καθ`ων οι αιτούντες θα ευθύνονται εις ολόκληρον έκαστος, ενώ προς τη δεύτερη και τρίτη των καθ` ων θα ευθύνεται αποκλειστικά ο πρώτος των αιτούντων.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την κύρια κατοικία των αιτούντων, ήτοι α) της ιδιοκτησίας της αιτούσας με στοιχεία Β2 οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του Α` ορόφου της οικοδομής ΑΛΦΑ, που βρίσκεται επί της οδού ............................... και στο υπ` αριθ. Γ-202 Ο.Τ. στην Πρέβεζα, το οποίο (διαμέρισμα) έχει ιδιόκτητη επιφάνεια 105,00 τ.μ., επιφάνεια κοινοχρήστων 9,60 τ.μ., ήτοι συνολική μικτή επιφάνεια 114,60 τ.μ., ιδιόκτητο όγκο 315,00 τ.μ. και συνολικό μικτό όγκο 343,80 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 206,44/1000 εξ αδιαιρέτου και συνορεύει γύρωθεν και εν όλω, Βόρεια εν μέρει με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, εν μέρει με διαμέρισμα του πρώτου ορόφου και εν μέρει με κλιμακοστάσιο και κοινόχρηστο χώρο, Ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του ισογείου, Νότια με τοπ υπ` αριθ. 45Ν οικόπεδο ιδιοκτησίας ..............και Δυτικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου έκτασης 607,50 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του επεκταθέντος ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης και του Δήμου Πρέβεζας στην περιοχή «..................» στο υπ` αριθ. 202 Ο.Τ. και το οποίο συνορεύει, Βόρεια με ιδιοκτησία ......................., Ανατολικά με κοινόχρηστο χώρο (πλατεία), Νότια με το υπ` αριθ. 45Ν οικόπεδο ιδιοκτησίας ............................. και με ιδιοκτησία ...................και Δυτικά με δημοτική οδό ......................... και β) του ιδιοκτησίας της αιτούσας με στοιχεία Ρ4 χώρου στάθμευσης υπογείου (γκαράζ), της με στοιχεία ΑΛΦΑ οικοδομής, επιφανείας 16,31 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 32,07/1000 εξ αδιαιρέτου και όρια γύρωθεν και εν όλω με κοινόχρηστο χώρο του υπογείου, με το υπ` αριθ. 45Ν οικόπεδο ιδιοκτησίας.....................και με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους αιτούντες την υποχρέωση να καταβάλουν μηνιαίως και εις ολόκληρον έκαστος, για τη διάσωση της παραπάνω κατοικίας τους, στην πέμπτη των καθ` ων το ποσό των 236,54 ευρώ και στην όγδοη των καθ` ων το ποσό των 330,16 ευρώ, επί 180 μήνες, που θα αρχίσουν την 1η ημέρα του επόμενου μήνα μετά την πάροδο των καταβολών της τετραετίας και θα είναι καταβλητέες την 1η εργάσιμη ημέρα εκάστου μηνός. Η καταβολή των δόσεων θα γίνει χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά τα χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των καταβληθέντων παραβόλων στους καταθέσαντες - εκκαλούντες.
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα