Χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο αποβιώσαντος ασφαλισμένου (Συμβούλιο της Επικρατείας - Αριθμός απόφασης: 3649/2010)
Περίληψη: ΙΚΑ και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου των θετών τέκνων του ασφαλισμένου. Εξομοίωση των θετών προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα, ανεξάρτητα από το χρόνο που τελούν σε υιοθεσία. Η διάταξη του εδάφ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, κατά το μέρος που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΙΚΑ να έχει τελεσθεί η υιοθεσία ένα τουλάχιστον έτος πριν από το θάνατο του θετού γονέα, αντίκειται στο Σύνταγμα. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθ. 4510/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 902/2009 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος.
[...] 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 – Α 31). 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4510/2004 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 2870/2003 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η 208/Συν. 28Α/27-3-2002 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος Συντάξεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθηνών. Η Τ.Δ.Ε. με την απόφαση αυτή είχε απορρίψει ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της 17231/2001 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα για χορήγηση σύνταξης στη θυγατέρα της, λόγω θανάτου του θετού πατέρα της ......... ..........., ασφαλισμένου του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ. 3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την υπ΄ αριθμ. 902/2009 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε προς επίλυση λόγω μείζονος σπουδαιότητας, ζήτημα αναφερόμενο στη συνταγματικότητα και την ερμηνεία των διατάξεων της περ. β της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951. 4. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «Η οικογένεια. . . και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του κράτους». Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 10 της Διεθνούς Σύμβασης «περί υιοθεσίας ανηλίκων», που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 24-4- 1967 που κυρώθηκε με το ν. 1049/1980 (Α 114), διάταξη που ανήκει στις «ουσιώδεις» διατάξεις της Σύμβασης αυτής, οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή, ορίζεται ότι: «Η υιοθεσία συνεπάγεται δια τον υιοθετούντα, ως προς τον υιοθετούμενον τα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις, ας υπέχει ο πατήρ ή η μήτηρ προς το νόμιμον τέκνον έναντι του πατρός ή της μητρός του». Εξάλλου, η υιοθεσία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1542-1588 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση του δικαίου της υιοθεσίας με το ν. 2447/1996 (Α 278). Ειδικότερα, στο άρθρο 1542 προβλέπεται ότι «Η υιοθεσία επιτρέπεται. . . μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος. Η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετουμένου». Στο άρθρο 1543 ορίζεται ότι «Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει. . . να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα». Στο άρθρο 1544 ότι «Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από σαρανταπέντε χρόνια. . .». Στο άρθρο 1549 ότι «Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση. . .». Στο άρθρο 1557 ορίζεται ότι «Πριν από την τέλεση της υιοθεσίας διεξάγεται από την κοινωνική υπηρεσία. . . επιστάμενη κοινωνική έρευνα και κατατίθεται εμπρόθεσμα στο δικαστήριο. . . σχετική έκθεση για το αν με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν, η συγκεκριμένη υιοθεσία συμφέρει ή όχι τον υιοθετούμενο». Στο άρθρο 1558 ορίζεται ότι «Το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση του προηγούμενου άρθρου, ότι, εν όψει της προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο». Στο άρθρο 1561 προβλέπεται ότι «Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια. . . και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. . .». Και στο άρθρο 1569 ορίζεται ότι «Η υιοθεσία προσβάλλεται μόνο με την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή βοηθημάτων κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης, αν δεν συνέτρεξαν οι όροι του νόμου ή αν η συναίνεση ενός από τα πρόσωπα που σύμφωνα με το νόμο ήταν αρμόδια να συναινέσουν υπήρξε άκυρη για οποιοδήποτε λόγο ή δόθηκε υπό την επήρεια πλάνης ως προς την ταυτότητα του προσώπου του θετού γονέα ή του θετού τέκνου, απάτης ως προς τα ουσιώδη περιστατικά ή παράνομης ή ανήθικης απειλής». Τέλος στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (Α 179), όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α 374), ορίζονται τα εξής: «Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας. . . ή ασφαλισμένου έχουν δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια: α) . . . β) Τα νόμιμα τέκνα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθέντα, ως η υιοθεσία έλαβε χώραν εν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου του ή της χορηγήσεως συντάξεως. . . εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαμβάνουνουσιν οπωσδήποτε σύνταξιν εκ του ΙΚΑ. . .». Από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι επιβάλλεται η προστασία των θετών ανήλικων (και συνήθως ευρισκομένων σε παιδική ηλικία) τέκνων ως μελών της θετής οικογένειας και η εξομοίωσή τους προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα, καθώς και η προστασία των θετών τέκνων, μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το χρόνο που τελούν σε υιοθεσία. Ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα διεμόρφωσε προς τον σκοπό αυτό τον θεσμό της υιοθεσίας καθιερώνοντας εγγυήσεις που αποβλέπουν στη διασφάλιση καθεστώτος προστασίας των θετών ανήλικων τέκνων και την εξομοίωσή τους προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα. Βασική εγγύηση αυτού του συστήματος προστασίας αποτελεί η έκδοση δικαστικής απόφασης τόσο για την τέλεση της υιοθεσίας, όσο και για τη λύση της. Με τις παραπάνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 2447/1996, έχουν τεθεί κατ΄ επιταγή των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, προβλέπεται πλέον η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας πριν την τέλεση της υιοθεσίας προκειμένου να διακριβωθεί αν η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του υιοθετούμενου, ενώ ρητά ορίζεται ότι το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία, αφού συνεκτιμήσει τα πορίσματα της έρευνας καθώς και την προσωπικότητα, την υγεία και την εν γένει κατάσταση του υιοθετούντος. Ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα εξομοιώνει εξάλλου τα θετά προς τα φυσικά τέκνα, ενώ με τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα έχει θεσπισθεί πλέγμα ρυθμίσεων που διασφαλίζει την εξομοίωση αυτή, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση έχει το άρθρο 1561 που προβλέπει την πλήρη ένταξη του θετού τέκνου στην οικογένεια του θετού γονέα. Ακόμη, οι προβλεπόμενοι με τις ίδιες διατάξεις συσχετισμοί και περιορισμοί στην ηλικία υιοθετούντος και υιοθετούμενου συμβάλλουν στη δημιουργία θετών οικογενειών στα συνήθη φυσιολογικά πλαίσια ηλικίας και αποκλείουν την καταστρατήγηση των φυσικών ορίων ηλικίας. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του εδάφ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, κατά το μέρος που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος να έχει τελεσθεί η υιοθεσία ένα τουλάχιστον έτος πριν από το θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου θετού γονέα, αντίκειται στην επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις προστασία των θετών τέκνων και την εξομοίωσή τους προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα, αλλά και την εξίσωση των θετών τέκνων μεταξύ τους ανεξάρτητα από το χρόνο υιοθεσίας τους, χωρίς να συντρέχει αποχρών λόγος που να δικαιολογεί αυτή τη μεταχείριση (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2105/1999, 2858/1982). 5. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσίβλητη με αίτησή της προς το Υποκατάστημα Συντάξεων ΙΚΑ ....... ζήτησε να συνταξιοδοτηθούν η ίδια και η ανήλικη θετή θυγατέρα της, λόγω θανάτου στις 21-11-2000 του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, .......... ............, ασφαλισμένου του Ιδρύματος. Ο Διευθυντής του ανωτέρω Υποκαταστήματος με την 17231/31-12-2001 απόφασή του χορήγησε σύνταξη στην αναιρεσίβλητη όχι όμως και στην ανήλικη θετή θυγατέρα της, γιατί από την υιοθεσία της τελευταίας, δυνάμει της 178/26-1-2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι το θάνατο του πατέρα της (21-11-2000) δεν είχε παρέλθει ένα έτος. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θετής θυγατέρας της άσκησε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την ίδια αιτιολογία με την 208/Συν.28Α /27-3-2002 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία προέβαλε ότι η διάταξη της παρ. 6 εδάφ. β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, με την οποία τίθεται ως προϋπόθεση για τη συνταξιοδότηση θετού τέκνου η παρέλευση ενός έτους από την υιοθεσία μέχρι το θάνατο του ασφαλισμένου, αντίκειται στα άρθρα 2, 4 και 21 του Συντάγματος και στη διεθνή σύμβαση περί υιοθεσίας ανηλίκων. Η προσφυγή έγινε δεκτή με την 28070/2003, απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ η έφεση που άσκησε το ΙΚΑ κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 περ. β του α.ν. 1846/1951 κατά το μέρος που θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό ανήλικο τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα την παρέλευση ενός έτους από την τέλεση της υιοθεσίας έως το θάνατο του αμέσως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος θετού γονέα, αντίκειται στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και στη διεθνή σύμβαση για την υιοθεσία ανηλίκων και επομένως είναι ανίσχυρη και δεν μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής. Συνεπώς, έκρινε το Εφετείο, η πρωτόδικη απόφαση που έκρινε με τον ίδιο τρόπο, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε. 6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την πιο πάνω διάταξη του α.ν. 1846/1951, με την οποία ο νομοθέτης θέλησε να διασφαλίσει τα συμφέροντα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και συνεπώς του συνόλου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ιδρύματος) από την τέλεση υιοθεσιών που αποβλέπουν στην καταστρατήγηση της πιο πάνω διάταξης και να αποκλείσει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υιοθεσία γίνεται για το σκοπό της διατήρησης των σχετικών παροχών με τη μεταβίβασή τους στα θετά τέκνα, η υιοθεσία των οποίων γίνεται σε προχωρημένη ηλικία του θετού γονέα. Εξάλλου, κατά το αναιρεσείον, για τον ίδιο σκοπό έχει θεσπισθεί και η διάταξη της περ. β΄ της παραγράφου 7 του πιο πάνω άρθρου, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της χήρας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, διάταξη που έχει κριθεί άλλωστε σύμφωνη με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 4, η περ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 κατά το μέρος που θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό ανήλικο τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα την παρέλευση έτους από την τέλεση της υιοθεσίας έως το θάνατο του αμέσως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος θετού γονέα, αντίκειται για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί στις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις και επομένως είναι ανίσχυρη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκείμενη περίπτωση. Ο δε ισχυρισμός ότι η επίμαχη προϋπόθεση (πάροδος έτους) τίθεται προς αποφυγή της περιγραφής του νόμου, δεν συνιστά λόγο που να δικαιολογεί τη δυσμενή μεταχείριση των θετών ανήλικων τέκνων, εφόσον η ρύθμιση του θεσμού της υιοθεσίας από το νομοθέτη, όπως λεπτομερώς παρατέθηκε, παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την αποφυγή καταστρατηγήσεων (προηγούμενος διοικητικός και δικαστικός έλεγχος, περιορισμοί και συσχετισμοί των ορίων ηλικίας υιοθετούμενου και υιοθετούντος, ο οποίος, πάντως σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υιοθετήσει αν έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του). Ακόμη, το γεγονός ότι έχει κριθεί σύμφωνη προς το Σύνταγμα η διάταξη της περ. β΄ της παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου, που αφορά τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της χήρας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη διάταξη είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα. Τούτο δε διότι, σε αντίθεση με την υιοθεσία, ο γάμος συνάπτεται χωρίς να προηγηθεί διοικητικός και δικαστικός έλεγχος, δεν υπάρχουν οι προαναφερθέντες περιορισμοί και συσχετισμοί της ηλικίας για την τέλεσή του, είναι δε σαφής η θέληση του νομοθέτη να εξομοιώσει τα θετά προς τα φυσικά τέκνα όχι μόνο στο πεδίο του αστικού, αλλά και του δημόσιου δικαίου. Είναι δε ενδεικτικό ότι στην αντίστοιχη διάταξη του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (άρθρο 5 του π.δ. 166/2000) δεν υπάρχει ο εν λόγω περιορισμός. Τέλος, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι ο υιοθετήσας είχε υποστεί βαρύτατο έμφραγμα μυοκαρδίου πριν από την υιοθεσία, αργότερα δε πέθανε από την ίδια νόσο, εν όψει τούτου δε το Εφετείο όφειλε να αιτιολογήσει την εικονικότητα ή μη της εν λόγω υιοθεσίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον κατ΄ αναίρεση, καθόσον μάλιστα το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δεν προβάλλει πότε και με ποιο δικόγραφό του είχε προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας. 7. Επειδή, με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. Διά ταύτα Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.