Αποζημίωση σε περίπτωση αναπηρίας (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης: 123/2010)
Περίληψη: Σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτωσης ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, η αξίωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου, που απορρέει από το άρθρο 929 ΑΚ κατά του υποχρέου, μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση. Για να λειτουργήσει όμως το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης στο ΙΚΑ της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντα και του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχει ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο και των αξιώσεων αποζημίωσης του παθόντος και του υπόχρεου τρίτου. Εσφαλμένα απορρίφθηκε η αγωγή του αναιρεσείοντος για την επιδίκαση αποζημίωσης για απολεσθέντα εισοδήματα λόγω ανικανότητάς του για εργασία, που προκλήθηκε εξαιτίας του πρώτου αναιρεσιβλήτου, διότι το γεγονός ότι καταβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ασφαλισμένο του ΙΚΑ το παραπληγικό επίδομα δεν δικαιολογούσε την κρίση ότι υποκαταστάθηκε το ΙΚΑ αυτοδικαίως στην ένδικη αγωγική αξίωση του αναιρεσείοντος για την επιδίκαση αποζημίωσης για τα διαφυγόντα εισοδήματά του λόγω της ανικανότητάς του για εργασία. ΙΙ. Η ΑΚ 931 θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση του ζημιωθέντος για εύλογη χρηματική παροχή στην περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσής του που επιδρά στο μέλλον του. H παροχή αυτή δεν συνιστά αποζημίωση, αφού δεν συνδέεται με την απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, ούτε όμως και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος. Η δικαιολογητική βάση της επιδίκασής της αναζητείται στην ίδια την προστασία της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας του προσώπου ως αυτοτελών εννόμων αγαθών. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με το ύψος του εύλογου ποσού που επιδικάστηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Διατάξεις: άρθρα 928, 929, 930 [παρ. 3], 931, 932 ΑΚ
[...] Από την υπ’ αριθ. …/28.1.2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων …, που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων, προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση καθώς και κλήση προς συζήτηση της αίτησης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο, ο οποίος όμως δεν εμφανίσθηκε κατά την ως άνω συνεδρίαση, κατά την οποία, η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της, από το πινάκιο. Επομένως και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση που επισπεύδουν από τον αναιρεσείοντα, παρά την απουσία του πιο πάνω πρώτου αναιρεσίβλητου Ψ. Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ Ολ 7/2006, ΑΠ Ολ 4/2005). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία ΑΠ Ολ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μη καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ Ολ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Εν συνέχεια, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ΝΔ 4104/1965, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Ν 1654/1986, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτωσης ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, η αξίωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου, που απορρέει από το άρθρο 929 ΑΚ κατά του υποχρέου, μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση. Για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης στο ΙΚΑ της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντα κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχει ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο και των αξιώσεων αποζημίωσης του παθόντος κατά του υποχρέου τρίτου. Η αντιστοιχία αυτή συντρέχει, όταν αμφότερες οι παροχές είναι ομοειδείς και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Τούτο συμβαίνει, όταν οι παροχές αυτές τελούν μεταξύ τους υπό χρονική και ποιοτική άποψη, σε μία εσωτερική συνάφεια. Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης στο ΙΚΑ. Εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, στην οποία στηρίζεται η σωρευτική απόληψη της σύνταξης και της αποζημίωσης κατά το άρθρο 928 ΑΚ, που ισχύει για τους λοιπούς, πλην του ΙΚΑ ασφαλιστικούς οργανισμούς. Σκοπός της παραπάνω νομοθετικής ρύθμισης είναι κυρίως, η παρεμπόδιση μιας διπλής, ουσιαστικά αποζημίωσης του θύματος, της αδικοπραξίας ή σε περίπτωση θανάτου του των δικαιούχων διατροφής. Εφόσον, συνεπώς, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω νόμων, περιορίζεται αντίστοιχα, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ αναφορικά με το δικαίωμα του ζημιωθέντα να απαιτήσει, αθροιστικά, την αποζημίωση από τον υπόχρεο και την ασφαλιστική παροχή από το ΙΚΑ (ΑΠ 803/2004). Εξ άλλου, με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 42 του Ν 1140/1981 ορίσθηκαν τα εξής: «Ησφαλισμένοι φορέων Κοινωνικής Ασφαλίσεως, … πάσχοντες εκ τετραπληγίας ως και παραπληγίας, κρινόμενοι από Ειδικήν Επιτροπήν ως ανίκανοι προς πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν, δικαιούνται μηνιαίου εξωϊδρυματικού επιδόματος. … 3. Το ποσόν της καταβαλλομένης συντάξεως λόγω αναπηρίας εις συνταξιούχους Ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητος Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 50% εφόσον ο ανάπηρος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασιν απαιτούσαν συνεχή επίβλεψη, περιποίησιν και συμπαράστασιν ετέρου προσώπου [απόλυτος αναπηρία]». Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι μεταξύ των χρηματικών παροχών που καταβάλει το ΙΚΑ στον παθόντα ασφαλισμένο του περιλαμβάνεται και το παραπληγικό επίδομα που προβλέπεται από το άρθρο 42 παρ. 1 Ν 1140/1981. Το ΙΚΑ όμως εκ μόνου του λόγου ότι καταβάλει το ως άνω επίδομα δεν σημαίνει αναγκαίως ότι υποκαθίσταται αυτοδικαίως σε κάθε σχετική ισόποση αξίωση του παθόντος κατά του υποχρέου. Για την υποκατάσταση αυτή προϋποτίθεται ότι ο παθών ασφαλισμένος έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση σχετική αξίωση αποζημιώσεως κατά του υποχρέου. Τέτοια δε αξίωση κατά του υποχρέου έχει ο παθών, επειδή λόγω της ειδικής καταστάσεως στην οποία περιέχεται έχει ανάγκη πρόσθετης υποστήριξης από άλλο πρόσωπο [αύξηση δαπανών, ΑΚ 929]. Για την κάλυψη αυτής της ανάγκης παρέχεται από το ΙΚΑ το ως άνω παραπληγικό επίδομα, το οποίο δεν τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με την έννοια που προαναφέρθηκε με τα διαφυγόντα εισοδήματα του τραυματισμένου ασφαλισμένου λόγω ανικανότητάς του για εργασία, που νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώνει δικαστικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 929 και 930 παρ. 3 ΑΚ, ανεξάρτητα από την καταβολή του παραπληγικού επιδόματος σ’ αυτόν εκ μέρους του ΙΚΑ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα που αφορούν τους ερευνώμενους εδώ αναιρετικούς λόγους: «Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο παθών για την περίοδο από 1.1.2006 μέχρι 31.1.2006 έλαβε από το ΙΚΑ το συνολικό ποσό των 997,31 ευρώ ήτοι ελάμβανε κατά μήνα 453,71 ευρώ για σύνταξη και 543,60 ευρώ για παραπληγικό επίδομα, γεγονός που δεν αμφισβητείται. Επομένως, το ποσό των 654,01 ευρώ που λάμβανε ο Χ ως μισθό, υπερκαλύπτεται από τις παροχές που λαμβάνει από το ΙΚΑ και συνεπώς το αιτούμενο κονδύλιο για διαφυγόντα κέρδη θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο». Το Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος, κατά της ομοίως κρινάσας πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, που είχε ασκήσει για την επιδίκαση αποζημίωσης γι' απωλεσθέντα εισοδήματα λόγω της ανικανότητάς του για εργασία για το χρονικό διάστημα από 28.6.2006 μέχρι 28.6.2036 κατά των αναιρεσίβλητων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε και παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 929, 930 παρ. 3 του ΑΚ, 10 παρ. 5 του ΝΔ 4104/1965, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ 18 παρ. 1 του Ν 4476/1965 σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Ν 1654/1986, και του άρθρου 42 παρ. 1 και 3 του Ν 1140/1981, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ότι καταβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ασφαλισμένο του ΙΚΑ το παραπληγικό επίδομα δεν δικαιολογούσε την κρίση ότι υποκαταστάθηκε το ΙΚΑ αυτοδικαίως στην ένδικη-αγωγική αξίωση του αναιρεσείοντος για την επιδίκαση αποζημιώσεως για τα διαφυγόντα εισοδήματά του λόγω της ανικανότητάς του για εργασία. Ούτε δικαιολογούσε την απόρριψη της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά τον αντίστοιχο λόγο της, αλλά και του αντίστοιχου αγωγικού κονδυλίου. Επομένως, τα όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται βάσιμα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ΄ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, και β) από την κατ’ άρθρο 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 774/2007, ΑΠ 765/2007, ΑΠ 514/2007, ΑΠ 154/2007). Τέλος, με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (ΑΠ Ολ 43/2005). H αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ’ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ ΑΚ), και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής αποζημίωσης, ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 931 ΑΚ, όπως και στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τη χρηματική ικανοποίηση, ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική αποζημίωση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκαν. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της εύλογης χρηματικής αποζημίωσης. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής αυτής αποζημίωσης στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 931 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα (ΑΠ Ολ 6/2009). Στην προκειμένη περίπτωση με τον εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 δεύτερο λόγο του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου η αιτίαση ότι με το να επιδικάσει στον αναιρεσείοντα το χρηματικό ποσό των 64.000 € εύλογη αποζημίωση για την αναπηρίά που προξενήθηκε σ’ αυτόν και την επίδρασή της που είχε στο μέλλον του, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνεται με το άρθρο 25 του Συντάγματος. Σύμφωνα, όμως, με τα όσα αναπτύχθηκαν στη σκέψη που προηγήθηκε, η εν λόγω διάταξη του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται ευθέως στην προκείμενη περίπτωση και, συνεπώς, η πληττόμενη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς, με βάση το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίασή της. Κατ’ ακολουθίαν, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως και κατά τα δύο μέρη του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξ άλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του κατά το τελευταίο μέρος του, με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίαση της παραβίασης με την ίδια επιδίκαση διατάξεων της ΕΣΔΑ που δεν προσδιορίζονται ειδικότερα. Μετά τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προαναφερθέν μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (αρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ). [...]
πηγή: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.