Διαζύγιο. Λύση γάμου με διαζύγιο. Αίτημα συζύγου για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω βαριάς προσβολής της προσωπικότητας. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αναίτιου για το διαζύγιο συζύγου (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 2700/2011).
Περίληψη: Λύση γάμου. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος του αναίτιου για το διαζύγιο συζύγου, να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του από τα γεγονότα που αποτελούν το λόγο του διαζυγίου, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, δηλαδή να εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων ή να συνιστούν αδικοπραξία.
[...] Με την από 19.5.2009 αγωγή, η ενάγουσα ζητεί να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο, από αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα, διότι οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο, που αφορά στο πρόσωπο του, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη γι’ αυτή και, κατόπιν μερικού περιορισμού και παραδεκτής μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής πρωτοδίκως σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, να αναγνωριστεί, ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που η ενάγουσα υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, συνεπεία της οποίας προσβλήθηκε βάναυσα η προσωπικότητά της. Με την από 27.1.2009 αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής διορθώθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως έγγραφες προτάσεις του, ως προς την έναρξη του χρόνου διαστάσεως των συζύγων, ο ενάγων ζητεί τη λύση του γάμου του με την εναγομένη, από αποκλειστικά δική της υπαιτιότητα, διότι βρίσκονται σε διάσταση, με οριστική πρόθεση διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεως, συνεχώς από το Σεπτέμβριο του έτους 2005, δηλαδή για χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Για τις αγωγές αυτές που συνεκδικάστηκαν (άρθρο 246 ΚΠολΔ) εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αρ. 1325/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έκανε δεκτή την από 27.1.2009 αγωγή και εν μέρει την από 19.5.2009 αγωγή κι απήγγειλε τη λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων, που τελέστηκε στη Λάρισα, στις 29.4.1979. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονιέται η εκκαλούσα, με τους στην έφεση, αναφερόμενους λόγους και ζητεί, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αποδοχή της αγωγής της. Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 του ΑΚ, οι οποίες πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ίδιου Κώδικα, μετά την κατάργηση του άρθρου 1453 αυτού με το άρθρο 16 του Ν 1329/1983, ρυθμίζουν το δικαίωμα του αναίτιου για το διαζύγιο συζύγου, να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του από τα γεγονότα που αποτελούν το λόγο του διαζυγίου, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση ενός τέτοιου δικαιώματος, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, δηλαδή να εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων ή να συνιστούν αδικοπραξία (ΑΠ 686/2004 ΕλλΔνη 47,775, ΑΠΝ566/2003 ΕλλΔνη 45,1367). (ΑΠ 686/2004 ΕλλΔνη 2006,775, ΑΠ 29/1999 ΕλλΔνη 1999,580,592, ΑΠ 1086/1995 ΕλλΔνη 1996,1544, ΑΠ 1610/1991 ΕλλΔνη 1992,1596, ΕφΑθ 8064/1999 ΕλλΔνη 1999,1116, ΕφΑθ 10144,1995 Αρμ 1996,189, ΕφΑθ 4565/1992 ΑρχΝ 1992,728, ΕφΘεσ 2033/2003 Αρμ 2005,1048). Ως εκ τούτου, το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, προσέβαλαν την προσωπικότητα της και ειδικότερα: α) η ενσωμάτωση της προίκας της στην περιουσία του συζύγου της, με την ψευδή, εκ μέρους του, διαβεβαίωση ότι η περιουσία που θα δημιουργείτο από την εκμετάλλευσή της, θα ανήκε και στους δύο συζύγους β) η εκτός των υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο αδιάκοπη εργασία στην επιχείρηση του συζύγου της, χωρίς μισθό και ασφάλιση, με την ψευδή, εκ μέρους του εναγομένου, διαβεβαίωση ότι πρόκειται για κοινή επιχείρηση των συζύγων και γ) η συνεπεία των ανωτέρω ψευδών διαβεβαιώσεων οικτρή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ενάγουσα, τόσο οικονομικά, αφού δεν έχει πόρους ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, όσο και ηθικά, αφού υπήρξε καθόλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου των διαδίκων στοργική και αφοσιωμένη σύζυγος, ενώ ο εναγόμενος επέδειξε έναντι αυτής απαράδεκτη και αντισυζυγική συμπεριφορά, αποτελούν συνήθη περιστατικά, που δημιουργούν λόγους διαζυγίου και δε δημιουργούν και αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ αφού οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβαν χώρα, δεν είναι τέτοιες, που να εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση, εκ μέρους του άλλου συζύγου, των συζυγικών του καθηκόντων. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και ο σχετικός λόγος έφεσης. Επίσης το πρωτοδίκως υποβληθέν αίτημα λύσεως του γάμου των διαδίκων, από αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, ορθά απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμο, αφού, μετά την τροποποίηση του Οικογενειακού Δικαίου με το Ν 1329/1983, η υπαιτιότητα έπαυσε να αποτελεί προϋπόθεση του διαζυγίου και δε συνιστά στοιχείο της έννοιας του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσεως (ΑΠ 1301/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 260/2007 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
[...] Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, στη Λάρισα, στον Ιερό Ναό …, στις 29.4.1979, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Κατ’ αρχήν, η έγγαμη συμβίωση τους υπήρξε ομαλή, στη συνέχεια, όμως, οι σχέσεις τους διαταράχτηκαν με προστριβές, φιλονικίες και διαπληκτισμούς. Κύρια αιτία της προκλήσεως αυτών ήταν η αντισυζυγική και αδιάφορη συμπεριφορά του εναγομένου-ενάγοντος προς τη σύζυγό του, με αποτέλεσμα το Σεπτέμβριο του έτους 2005, να διασπαστεί η έγγαμη συμβίωσή τους, με την αποχώρηση του εναγομένου-ενάγοντος από τη συζυγική οικία. Η διάσταση συνεχίστηκε έκτοτε χωρίς διακοπή έως τη συζήτηση της από 27.1.2009 αγωγής (11.1.2010), ενώ κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, οι διάδικοι διαμένουν σε διαφορετικές οικίες, χωρίς θέληση να διατηρηθεί ο μεταξύ τους γάμος. Η έναρξη της διαστάσεως των διαδίκων το Σεπτέμβριο του έτους 2005 και η συνέχισή της έως και την συζήτηση της 11.1.2010, επιβεβαιώνεται κατά την εκτίμηση και του Παρόντος Δικαστηρίου και από τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας-εναγομένης Ε.Λ. και Β.Γ., που περιέχονται, αντιστοίχως, στις ως άνω, υπ’ αρ. 1198/2007 και 8183/2008 ένορκες βεβαιώσεις. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται πλήρως η διάσταση των διαδίκων συζύγων συνεχώς, από διετίας, τουλάχιστον, πριν από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 14 του Ν 3719/2008, από αυτήν δε (υπερδιετή διάσταση), τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός των μεταξύ τους σχέσεων. Ακόμη αποδείχθηκε ότι από το έτος 1999, ο εναγόμενος-ενάγων άρχισε να απουσιάζει συχνότατα από τη συζυγική οικία, τις νυχτερινές κυρίως ώρες, ενώ παράλληλα επεδείκνυε παντελώς αδιάφορη συμπεριφορά έναντι της συζύγου του, η οποία δούλευε με εξαντλητικούς ρυθμούς καθημερινά, στην επιχείρηση τροχόσπιτων που διατηρεί ο ενάγων στο …, με αποτέλεσμα οι διάδικοι, σταδιακά, να παύσουν να έχουν οποιαδήποτε εκδήλωση κοινής ζωής. Ο εναγόμενος-ενάγων, το έτος 2000, συνήψε εξωσυζυγικό δεσμό με άλλη γυναίκα. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και δεν αντικρούστηκαν από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο και επιβεβαιώνονται από την υπ’ αρ. 83/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων κατά της υπ’ αρ. 682/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η οποία δέχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη διέκοψε την έγγαμη συμβίωση των διαδίκων από εύλογη αιτία και, συνεπώς, δικαιούται διατροφής από το σύζυγό της.
Συνεπώς ορθά έγιναν πρωτοδίκως δεκτές οι δύο αγωγές ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες κατά το μέρος που ζητείται η λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων και ειδικότερα, ως προς μεν την από 27.1.2009 αγωγή, για το λόγο ότι οι διάδικοι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, συνεχώς, χωρίς πρόθεση να συμβιώσουν και πάλι, ως προς δε την από 19.5.2009 αγωγή, διότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου- ενάγοντος, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεώς τους να αποβαίνει αφόρητη για την ενάγουσα-εναγομένη. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε κι εφήρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου σχετικοί προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι του. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη από 22.4.2010 έφεση της Α.Κ. κατά της με αριθμό 1325/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της , σαν αβάσιμη στην ουσία της. Η δικαστική δαπάνη, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της συζυγικής τους σχέσεως (άρθρο 179, 183 ΚΠολΔ). [...]
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα