Κατάταξη δανειστών. Κατάταξη του προσημειούχου στο εκπλειστηρίασμα. Ανακοπή για την ακύρωση πίνακα κατάταξης δανειστών. Ανακοπές αναγγελθέντων δανειστών κατά του πίνακα κατάταξης (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1134/2012).
Περίληψη: Συνεκδίκαση αιτήσεων αναίρεσης. Κατάταξη του προσημειούχου στο εκπλειστηρίασμα. Ανακοπή για την ακύρωση πίνακα κατάταξης δανειστών. Απλή ομοδικία. Προσημείωση υποθήκης. Αναγγελία. Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Ανακοπές αναγγελθέντων δανειστών κατά του πίνακα κατάταξης. Κάθε δανειστής ασκεί αυτοτελή ανακοπή που στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους δανειστές κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι όλων των αναγγελθέντων δανειστών. Μεταξύ των δανειστών που μετέχουν στη σχετική δίκη υφίσταται απλή ομοδικία. Ο προσημειούχος δανειστής μπορεί να ασκήσει την εμπράγματη αγωγή και κατά τρίτου κυρίου ή κατά εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το προσημειωμένο ακίνητο και ο οποίος έτσι ευθύνεται εμπράγματα εφόσον έχει τίτλο εκτελεστό. Εξομοιούται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη την διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης (ΟλΑΠ 14/06). Αν πριν από την τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη λάβει χώρα αναγκαστικός πλειστηριασμός του βαρυνομένου ακινήτου, με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση των υποθηκών και των προσημειώσεων που υπάρχουν στο ακίνητο, αλλά ο προσημειούχος δανειστής δεν αποστερείται του δικαιώματος να αναγγείλει την εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτησή του με την προσημείωση, προκειμένου αυτή να καταταγεί στον πίνακα κατατάξεως. Αν το βαρυνόμενο με την προσημείωση ακίνητο έχει περιέλθει σε τρίτο, οπότε κατατάσσεται κατά την σειρά της εγγραφής της προσημειώσεως «τυχαίως», ήτοι με μόνη την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασής της, μετά την πλήρωση της οποίας (αιρέσεως) μπορεί ο δικαιούχος να την εισπράξει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με τα άρθρ. 975 και 980 ΚΠολΔ (ΑΠ 1229/08). Απαιτείται ωστόσο προσημειούχος δανειστής να αναγγείλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την εξοπλισμένη με προσημείωση υποθήκης απαίτησή του, η οποία δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με την απαίτηση που έχει από το νέο κύριο του ακινήτου (τρίτο), την οποία αναγγέλλει και η οποία δεν έχει εξοπλισθεί με προσημείωση. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός και η εσφαλμένη υπαγωγή της περιγραφόμενης στην αναγγελία απαίτησης στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που ρυθμίζουν την προνομιακή κατάταξη των δανειστών, όπως είναι και οι διατάξεις των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ.
[...] Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του παρόντος δικαστηρίου (21-05-2012), συζητήθηκαν η από 24-01-2011 αίτηση αναιρέσεως των 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ και το διακριτικό τίτλο "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." κατά των α) Πιστωτικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ.", β) Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Κηφισιάς, γ) Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, δ) Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ε) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε." και 2) Ελληνικού Δημοσίου κατά Πιστωτικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ.", στρεφόμενες αμφότερες κατά της υπ" αριθμ. 884/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές, πρέπει να συνεκδικασθούν, γιατί είναι συναφείς και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατά του νικήσαντος διαδίκου του αναιρεσείοντος ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων του, όχι δε και κατά του ομοδίκου του ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη, λόγω της έλλειψης εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέχει διάταξη υπέρ αυτού, η οποία βλάπτει τον αναιρεσείοντα (Ολ.ΑΠ 24/1991), εκτός αν συντρέχει αναγκαστική ομοδικία, οπότε πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 11/1992). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 985 έως 980 του ίδιου Κώδικα, όταν το εκπλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν ο υπέρ ου η εκτέλεση και όλοι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών για τη διανομή του γίνεται μεν με ενιαία πράξη ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι' αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή και τη στρέφει εναντίον εκείνων μόνο από τους δανειστές κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Έτσι, μεταξύ των δανειστών που μετέχουν στη σχετική δίκη δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών και για τον ίδιο λόγο δεν είναι απαράδεκτο και το ένδικο μέσο, κατά της απόφασης που εκδόθηκε για την ανακοπή, αν δεν απευθύνεται εναντίον όλων των δανειστών που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι, ούτε το ένδικο μέσο που ασκεί ο ένας από τους ομόδικους δανειστές μπορεί να το απευθύνει κατά των άλλων ομοδίκων του δανειστών (ΑΠ 1321/2009, ΑΠ 1510/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση του το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του πρώτου αναιρεσίβλητου πιστωτικού συνεταιρισμού κατά της υπ' αριθ. 4443/2008 πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει την ανακοπή του ίδιου αναιρεσίβλητου, με αντικείμενο τη μεταρρύθμιση του ένδικου προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δέχθηκε την ίδια ανακοπή κατά ένα μέρος της, μετά την παραδοχή ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος είχε αναγγείλει εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτηση διά προσημειώσεως, ακολούθως δε μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης, αφενός μεν απέβαλε την αναιρεσείουσα της από 24-01-2011 αίτησης και την πέμπτη αναιρεσίβλητη σ' αυτήν από τον πίνακα κατάταξης, αφετέρου δε, αφού περιόρισε το γενικό προνόμιο του Δημοσίου στο 1/3 του επιτευχθέντος πλείστηριασματος, κατέταξε, το μεν Ελληνικό Δημόσιο (ΔΟΥ Κηφισιάς και ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά) σε μέρος μόνον των αναγγελθεισών απαιτήσεων του (129.819,09 ευρώ) και όχι στο σύνολο αυτών, όπως είχε γίνει στον πίνακα κατάταξης, στο δε υπόλοιπο του πλειστηριάσματος (259.624,19 ευρώ) τον πρώτο αναιρεσίβλητο συνεταιρισμό (ανακόπτων). Ήδη, με το σύνολο των λόγων της ένδικης από 24-01-2011 αίτησης αναίρεσης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ -ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑΣ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." προσβάλλεται η υπ αριθ. 884/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος της αποκλειστικά που αφορά την αποβολή από τον πίνακα κατάταξης της αναιρεσείουσας, στον οποίο είχε καταταγεί για το ποσό των 88.906,61 ευρώ και είχε επικυρωθεί η κατάταξη της αυτή με την πρωτόδικη απόφαση, και την κατάταξη (μετά τη μεταρρύθμιση) του πρώτου αναιρεσίβλητου στο ποσό αυτό. Με τα πιο πάνω δεδομένα, εφόσον οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης δεν αφορούν τους δεύτερο έως και πέμπτη των αναιρεσίβλητων, ούτε επηρεάζουν την πιο πάνω κατάταξη τους στον πίνακα κατάταξης και δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας με το δεδομένο, ότι η κατάταξη των λοιπών αναιρεσίβλητων δεν αφορά και το ποσό για το οποίο κατατάχθηκε η αναιρεσείουσα, η ως άνω αίτηση αναίρεσης, δεν είναι αναγκαίο να στραφεί κατά των δεύτερου έως και πέμπτης των αναιρεσίβλητων (Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζα "EFG Eurobank Ergasias A.E."), γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα (αρθ. 68,577 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ) και πρέπει ως προς τους αναιρεσίβλητους αυτούς, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 1274, 1276, 1277 ΑΚ και 1007 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι η προσημείωση είναι εγγραφή υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση, δηλαδή υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης, και ότι η πλήρωση της αίρεσης δεν εμποδίζεται από το ότι το ακίνητο στο οποίο έχει εγγραφεί η προσημείωση περιήλθε στην κυριότητα άλλου. Η προσημείωση ασφαλίζει ορισμένη απαίτηση και ειδικώς εκείνη που αναγράφεται και περιγράφεται στη δικαστική απόφαση, που χορηγεί την άδεια για την εγγραφή προσημείωσης. Μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που ασφαλίζεται με την προσημείωση, η τελευταία τρέπεται σε υποθήκη και ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημείωσης και θεωρείται σαν να έχει έκτοτε εγγραφεί. Η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη προϋποθέτει, ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της απαίτησης που έχει ασφαλιστεί με την προσημείωση και εκείνης που επιδικάζεται τελεσίδικα με δικαστική απόφαση ή με διαταγή πληρωμής, που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Επίσης, επί αναγγελίας προς κατάταξη σε πίνακα κατάταξης, απαιτείται η απαίτηση που αναγγέλλεται να ταυτίζεται με την απαίτηση που εξοπλίζεται με το προνόμιο της προσημείωσης ή της υποθήκης, διαφορετικά ο αναγγέλων δανειστής έχει χαρακτήρα εγχειρογράφου και όχι εμπραγμάτως ασφαλισμένου (προνομιούχου) πιστωτή (ΑΠ 1330/2006, ΑΠ 119/2003). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1257, 1258,1265, 1268, 1291,1292,1297,1295 ΑΚ, 977 παρ. 2, 993 παρ. 1 εδ. β. και 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαίωμα υποθήκης παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή, παράλληλα με την ενοχική αγωγή κατά του προσωπικού οφειλέτη του και εμπράγματη αγωγή στην οποία υπόκειται και ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη, καθώς και κάθε τρίτος που απέκτησε κυριότητα μετά την εγγραφή της υποθήκης ή που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο ακίνητο. Η εμπράγματη αυτή υποθηκική αγωγή, δηλαδή η αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του ενυπόθηκου ακινήτου μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο από τον ενυπόθηκο δανειστή αλλά και από τον προσημειούχο, αφού η προσημείωση υποθήκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση. Η δυνατότητα αυτή της έγερσης της ως άνω εμπράγματης αγωγής και από τον προσημειούχο o οποίος έχει τίτλο εκτελεστό για την αξίωση υπέρ της οποίας εγγράφηκε προσημείωση υποθήκης, παρέχεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 993 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ και 41 του ΕισΝομΚΠολΔ.
Επομένως, ο προσημειούχος δανειστής μπορεί, κατ' εφαρμογή των άνω διατάξεων να ασκήσει την εμπράγματο αγωγή και κατά του τρίτου κυρίου ή κατά εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το προσημειωμένο ακίνητο και ο οποίος έτσι ευθύνεται εμπράγματα, εφόσον βέβαια έχει, ως προαναφέρθηκε τίτλο εκτελεστό. Συνεπώς, εξομοιούται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη την διαφορά ως προς τον τρόπο οριστικής ή τυχαίας κατάταξης κατ' άρθρο 1007 παρ. 1 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 14/2006). Ενόψει των ανωτέρω, αν πριν από την τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη λάβει χώρα αναγκαστικός πλειστηριασμός του βαρυνομένου ακινήτου, με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση των υποθηκών και των προσημειώσεων που υπάρχουν στο ακίνητο, αλλά ο προσημειούχος δανειστής δεν αποστερείται του δικαιώματος να αναγγείλει την εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτησή του δια της προσημειώσεως στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, προκειμένου αυτή να καταταγεί στον πίνακα κατατάξεως που συντάσσεται από αυτόν, και στην περίπτωση που το βαρυνόμενο με την προσημείωση ακίνητο έχει περιέλθει σε τρίτο (άρθρο 1281 ΑΚ), οπότε κατατάσσεται κατά την σειρά της εγγραφής της προσημειώσεως "τυχαίως" ήτοι με μόνη την αίρεση της τελεσιδίκου επιδικάσεώς της, μετά την πλήρωση της οποίας (αιρέσεως) μπορεί ο δικαιούχος να την εισπράξει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σύμφωνα με το αρθρ. 975 και 980 ΚΠολΔ (ΑΠ 1229/2008). Προς τούτο, όμως, απαιτείται ο προσημειούχος δανειστής να αναγγείλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την εξοπλισμένη με προσημείωση υποθήκης απαίτησή του, η οποία δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με την απαίτηση που έχει από το νέο κύριο του ακινήτου (τρίτο), την οποία αναγγέλλει και η οποία δεν έχει εξοπλισθεί με προσημείωση, έστω κι αν αυτή προέρχεται από την ίδια αιτία με εκείνη του δικαιοπαρόχου του, οφειλέτη του προσημειούχου δανειστή, ως προς τον οποίο και για την απαίτηση απ' αυτόν, είχε εγγραφεί η προσημείωση. Περαιτέρω, ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός και η εσφαλμένη υπαγωγή της περιγραφόμενης στην αναγγελία απαίτησης στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που ρυθμίζουν την προνομιακή κατάταξη των δανειστών, όπως είναι και οι διατάξεις των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, στοιχειοθετούν τον προβλεπόμενο στο άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή κανόνων ουσιαστικού δικαίου, τον οποίο ερευνά ο Άρειος Πάγος, όταν προβάλλεται σχετική αιτίαση με το αναιρετήριο.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με την 1135/14-11-2005 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ..., κατασχέθηκε αναγκαστικά, για την ικανοποίηση απαίτησης της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." σε βάρος της οφειλέτριας Ά. Α. Κ., ένα ακίνητο επιφάνειας 1368,41 τ.μ., με τη διώροφη οικία που είναι κτισμένη πάνω σ' αυτό και μάλιστα το 1/4 εξ αδιαιρέτου, το οποίο βρίσκεται στην Κοινότητα Εκάλης και στην οδό ... αριθ. 8. Το ποσοστό του ακινήτου αυτού εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά στις 15-11-2006 με την .../15-11-2006 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Θεοδ. Γεροστάθη και κατακυρώθηκε στον Ι.-Ι. Ρ., με πλειστηρίασμα 393.300 ευρώ. Στον πιο πάνω υπάλληλο του πλειστηριασμού είχαν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους και ζήτησαν την προνομιακή κατάταξή τους οι ακόλουθοι πιστωτές: α) το Ελληνικό Δημόσιο διά του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Κηφισιάς (τρίτο καθού), με την από 16-11-2006 αναγγελία για το ποσό των 8.814,48 ευρώ, β) το Ελληνικό Δημόσιο διά του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά (δεύτερο καθού), με την από 21-11-2006 αναγγελία, για το ποσό των 145.186,97 ευρώ (ήδη αναιρεσείων και στις δύο περιπτώσεις), γ) ο ανακόπτων πιστωτικός συνεταιρισμός με την Επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ.", με την από 31-3-2006 αναγγελία, για το ποσό των 2.168.472,01 ευρώ, δ) η επισπεύδουσα εταιρία με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." (δεύτερη καθής), με την από 31-11-2006 αναγγελία, για το ποσό των 80.395,00 ευρώ και ε) η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS A.E.", με την από 24-11-2006 αναγγελία για το ποσό των 310.961,65 ευρώ. Λόγω του ότι το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε, για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού κατάρτισε τον με αριθμό .../22-1-2007 πίνακα κατάταξης δανειστών. Στον πίνακα αυτό η υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 11.078,72 ευρώ, για τα έξοδα εκτέλεσης και μάλιστα α) 474,00 ευρώ, για δικαιώματα του πληρεξουσίου δικηγόρου της επισπεύδουσας, β) 7.015,00 ευρώ, για έξοδα εκτέλεσης και τα δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή και γ) 3.489,72 ευρώ, για τα έξοδα κατάρτισης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, στο υπόλοιπο ποσό των 382.421,28 ευρώ, κατέταξε τους ακόλουθους πιστωτές α) ΔΟΥ Κηφισιάς στο ποσό των 8.979,61 ευρώ, β) ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά στο ποσό των 149.111.41 ευρώ, γ) την επισπεύδουσα στο ποσό των 88.906,61 ευρώ, δ) τον ανακόπτοντα στο ποσό των 118.338,30 ευρώ και ε) την "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε." στο ποσό των 17.085,35 ευρώ. Κατά του πίνακα κατάταξης άσκησε την από 29-1-2007 ανακοπή του ο πιστωτικός συνεταιρισμός (ανακόπτων). Η ανακοπή έγινε δεκτή, κατά ένα μέρος, ως προς το ποσό των εξόδων εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή, μεταρρυθμίστηκε ο πίνακας ως προς το ποσό των 7.015,00 ευρώ και κατατάχθηκε στο ποσό αυτό ο ανακόπτων, κεφάλαιο ως προς το οποίο δεν πλήττεται η εκκαλουμένη. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο ο ανακόπτων ισχυριζόταν ότι έπρεπε να καταταγεί ως ειδικός προνομιούχος πιστωτής στα 2/3 του πλειστηριάσματος και όχι τυχαίως ως εγχειρόγραφος δανειστής, τον απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία. Επίσης, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι με την .../18-2-2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ του ανακόπτοντος πιστωτικού συνεταιρισμού και της εταιρείας με την επωνυμία "ALPHANET ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ - ΔΙΑΝΟΜΗΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ - ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΠΛΟΙΩΝ - ΠΟΤΩΝ - ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΚΑΠΝΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ - ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ", που εκπροσωπήθηκε από τον Α. Κ., που ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ο πρώτος χορήγησε στη δεύτερη πίστωση με ανοικτό λογαριασμό, μέχρι του ποσού των 720.000 ευρώ. Το ποσό αυτό αυξήθηκε διαδοχικά σε 1.000.000, 1500.000, 2.000.000 και 3.000.000 ευρώ, με τις .../1/27-5-2003, .../2/9-7-2003, .../3/21-10-2003 και .../4/16-6-2003 αυξητικές συμβάσεις. Την εξόφληση κάθε ποσού και μάλιστα μέχρι 3.000.000 ευρώ, που θα προέκυπτε από τις συμβάσεις αυτές εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης ο Α. Κ.. Για την εξόφληση της απαίτησής του ο ανακόπτων-πιστωτικός συνεταιρισμός, με την 23839/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενέγραψε προσημείωση υποθήκης, στην Α' σειρά, στις 23-6-2004, μέχρι του ποσού των 700.000 ευρώ, στο προαναφερόμενο ακίνητο, επιφάνειας 1368,41 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ... αριθ. 8 (Εκάλη), με διώροφη οικία που ήταν κτισμένη πάνω σ' αυτό, ιδιοκτησίας του Α. Κ.. Στη συνέχεια η πιο πάνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό αυξήθηκε και πάλι μέχρι του ποσού των 3.500.000 ευρώ, με την .../5/15-11-2004 αυξητική σύμβαση. Την πιο πάνω πιστούχο εταιρεία εκπροσώπησε ως πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος η Ά. Κ. (πρώτη καθής), η κόρη του Α. Κ.. Την εξόφληση κάθε οφειλής, που θα προέκυπτε από την αυξητική αυτή σύμβαση, μέχρι του ποσού των 3.500.000 ευρώ, εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτριες η πιο πάνω Ά. Κ. και η αδελφή της Α. Κ..
Με βάση τη σύμβαση του ανοικτού λογαριασμού και την ως άνω εγγυητική σύμβαση ο ανακόπτων εξέδωσε σε βάρος της πιστούχου εταιρείας και των εγγυητριών την με αριθμό 2909/2-3-2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το ποσό των 2.078.434,77 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Εξάλλου ο ανακόπτων για την απαίτηση του και το προνόμιο του κατέθεσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, στις 4-4-2006, την από 31-3-2006 αναγγελία του, στην οποία ανέφερε τα ακόλουθα: Στις 10-5-2006 πρόκειται να εκπλειστηριασθεί, με την επίσπευση της εταιρείας "ΑΜΒΥΞ Α.Ε.", το 1/4 εξ αδιαιρέτου του πιο πάνω ακινήτου, που ανήκει στην οφειλέτριά του Ά. Κ.. Η απαίτηση του (συνεταιρισμού) προέρχεται από την με αριθμό 2909/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ανέρχεται, σύμφωνα και με την από 7-3-2006 επιταγή, κάτω από την εν λόγω διαταγή πληρωμής, στο συνολικό ποσό των 2.168.472,01 ευρώ και μάλιστα α) 2.078.434,73 ευρώ, για κεφάλαιο, β) 18.677,44 ευρώ, για τους τόκους από 3-2-2006 μέχρι 7-3-2006, γ) 71.312 ευρώ, για δικαστικά έξοδα, δ) 2,30 ευρώ, για το επιδοθέν αντίγραφο, ε) 0,50 ευρώ, για το απόγραφο (μεγαρόσημο), στ) 30 ευρώ, για την σύνταξη της επιταγής και η) 15 ευρώ, για την επίδοση της επιταγής. Επίσης ανέφερε ότι επί του κατασχεθέντος ακινήτου (1/4 εξ αδιαιρέτου) στις 23-6-2004, είχε γράψει προσημείωση υποθήκης στην Α' σειρά, μέχρι του ποσού των 700.000 ευρώ, την οποία σύντομα θα τρέψει σε υποθήκη. Για την απαίτηση και το προνόμιό του ο ανακόπτων είχε καταθέσει στην υπάλληλο του πλειστηριασμού την υπ' αριθ. 2909/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τη διαταγή πληρωμής αποδεικνύεται ότι η απαίτηση του ανακόπτοντος προέρχεται από την με αριθμό .../5/15-11-2004 αυξητική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, της οποίας την εξόφληση κάθε ποσού που θα προέκυπτε από αυτήν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης και η πρώτη καθής η ανακοπή Ά. Κ. με βάση την με αριθμό .../18-2-2003 αρχική σύμβαση. Επίσης στα χέρια της υπαλλήλου του πλειστηριασμού υπήρχαν α) το με αριθμό 490/25-2-2006 πιστοποιητικό βαρών του Υποθηκοφύλακα Ν. Ερυθραίας, από το, οποίο προκύπτει ότι στο εκπλειστηριασθέν ακίνητο, εκτός των άλλων, υπήρχε και προσημείωση υποθήκης, στη Α' σειρά, η οποία γράφηκε στις 23-6-2004, υπέρ του ανακόπτοντος, σε βάρος του Α. Κ., μέχρι του ποσού των 700.000 ευρώ με βάση την με αριθμό 23938/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) η με αριθμό 1172/5-6-2004 Γ' περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ..., από την οποία προκύπτει ότι η οφειλέτρια Ά. Κ. (πρώτη καθής η ανακοπή) απέκτησε το εκπλειστηριασθέν ποσοστό (1/4 εξ αδιαιρέτου) επί του παραπάνω ακινήτου, αρχικά την ψιλή κυριότητα, με το με αριθμό 13554/2004 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Γουβέλη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, λόγω γονικής παροχής του πατέρα της Α. Κ., σε βάρος του οποίου γράφηκε η προσημείωση υποθήκης, με βάση την αρχική σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό και μετά το θάνατο του τελευταίου στις 24-11-2004, περιήλθε σε αυτήν η επικαρπία. Από τα περιστατικά αυτά αποδεικνύεται ότι η αναγγελία του ανακόπτοντος είναι σαφής και ορισμένη και προέκυπτε με ασφάλεια το προνόμιο του, αφού υπήρχε ταυτότητα μεταξύ της απαίτησης που ασφάλιζε το προνόμιο και της απαίτησης σε βάρος της πρώτης καθής η ανακοπή (οφειλέτριας). Το μερίδιο της τελευταίας, που απέκτησε με γονική παροχή από τον αρχικό οφειλέτη που παραχώρησε το προνόμιο, είναι υπέγγυο, λόγω του αδιαιρέτου της υποθήκης, αφού η προσημείωση υποθήκης είναι υποθήκη με αναβλητική αίρεση, για ολόκληρη την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Επομένως, η απαίτηση του ανακόπτοντος είναι προνομιακή και προηγείται του προνομίου των λοιπών αναγγελθέντων πιστωτών.
Για το λόγο αυτό στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την αφαίρεση του ποσού των 4.063,72 ευρώ, για έξοδα εκτέλεσης, που ανέρχεται σε 389.436,28 ευρώ (393.500 - 4.063,72), έπρεπε να καταταγούν α) στο 1/3 αυτού, δηλαδή 129.812,09 ευρώ το Ελληνικό Δημόσιο, ως γενικός προνομιούχος πιστωτής και μάλιστα η ΔΟΥ Κηφισιάς στο ποσό των 7.429,50 ευρώ (129.812,09 ευρώ : 145.196,97 ευρώ συνολική απαίτηση των ΔΟΥ Χ 8.814,48 ευρώ απαίτηση αυτής) και η ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά στο υπόλοιπο ποσό των 122.382,59 ευρώ (129.819,09 -7429,50) και β) στο υπόλοιπο ποσοστό των 2/3 ο ανακόπτων πιστωτικός συνεταιρισμός, τυχαίως, με αίρεση τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής του, ως ειδικός προσημειούχος πιστωτής, στη Α σειρά και μάλιστα στο συνολικό ποσό των 259.624,19 ευρώ". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το Εφετείο, μετά την παραδοχή της εφέσεως του ανακόπτοντος συνεταιρισμού (αναιρεσίβλητου), εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί ότι ο ανακόπτων δεν είναι ειδικός προνομιούχος πιστωτής, επικυρώνοντας τον πίνακα κατάταξης, που τον είχε κατατάξει τυχαίως ως απλό εγχειρόγραφο πιστωτή, ακολούθως δε έκανε δεκτή την ανακοπή και μεταρρύθμισε τον πίνακα κατάταξης, κατατάσσοντας σ' αυτόν το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στο 1/3 του πλειστηριάσματος και τον αναιρεσίβλητο (ανακόπτοντα), στα 2/3 του πλειστηριάσματος, όπως ανωτέρω αναφέρεται, αποβάλλοντας απ' αυτόν τους λοιπούς καταταγέντες στον πίνακα κατάταξης που συνέταξε η υπάλληλος του πλειστηριασμού. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 975, 976 αρ. 2, 977 και 1007 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., καθώς και εκείνες των άρθρων 1257, 1258, 1274, 1276 και 1277 ΑΚ, που εφάρμοσε, καθ' όσον τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή τους στις τελευταίες. Ειδικότερα, η απαίτηση, σε εξασφάλιση της οποίας δέχεται το Εφετείο ότι ενεγράφη η προσημείωση της υποθήκης, δηλαδή η απαίτηση του αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού κατά της εταιρίας "ALFA NET" του αρχικού εγγυητή Α. Κ., ως προς την οποία θα μπορούσε να υπάρχει το ειδικό προνόμιο του προσημειούχου δανειστή, δεν ταυτίζεται με την αναγγελθείσα απαίτηση του αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού, η οποία συνιστά άλλη απαίτηση, που αφορά άλλον οφειλέτη και συγκεκριμένα την Ά. Κ., που εγγυήθηκε δυνάμει άλλης μεταγενέστερης αυξητικής της αρχικής σύμβασης του ανοικτού λογαριασμού, η οποία (απαίτηση) έχει έρεισμα, όχι κατ' ευθείαν στην εγγυητική αυτή σύμβαση, αλλά στην διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με βάση την τελευταία. Αλλά κι αν ακόμη, σύμφωνα με όσα δέχεται το Εφετείο, η εκδοθείσα ως άνω διαταγή πληρωμής κάλυπτε την υποκείμενη αιτία για την οποία εκδόθηκε, η αιτία αυτή δεν ήταν άλλη, από την σύμβαση εγγύησης της Ά. Κ. υπέρ της πιστούχου πρωτοφειλέτριας εταιρίας, που συνήφθη το πρώτον με την υπ' αριθ. .../5/15-11-2004 αυξητική σύμβαση (πέμπτη), η οποία όμως δεν κάλυπτε και την απαίτηση για την οποία ενεγράφη η από 23-6-2004 προσημείωση υποθήκης, που ως αιτία είχε τη σύμβαση εγγυήσεως του Α. Κ., προς εξασφάλιση της αρχικής και των τεσσάρων αυξητικών συμβάσεων του αλληλόχρεου λογαριασμού υπέρ της πιστούχου εταιρίας. Οι παραδοχές δε της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι περιήλθε στην καθής ο πλειστηριασμός Ά. Κ. με ειδική και καθολική διαδοχή το εκπλειστηριασθέν ποσοστό (1/4) εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, επί του οποίου είχε εγγραφεί η προσημείωση της υποθήκης, σε βάρος του αρχικού κυρίου αυτού Α. Κ., δυνάμει της υπ' αριθ. 23839/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν εξασφάλιζε με το προνόμιο των άρθρων 976 αρ. 2, 977 και 1007 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. και την αναγγελθείσα απαίτηση του αναιρεσίβλητου, που δεν ταυτιζόταν με αυτήν που αναφέρεται στην απόφαση της εγγραφής της προσημείωσης, ούτε εξομοιωνόταν αυτή προς την τελευταία, αλλά παρείχε σ' αυτόν (συνεταιρισμό), μόνο το δικαίωμα, ως προσημειούχος δανειστής να αναγγείλει την ως άνω εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτησή του δια της προσημειώσεως, στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο προκειμένου αυτή να καταταγεί στον πίνακα κατατάξεως που συνέταξε η τελευταία, κατά την σειρά της εγγραφής της προσημειώσεως "τυχαίως", ήτοι με μόνη την αίρεση της τελεσιδίκου επιδικάσεώς της, μετά την πλήρωση της οποίας (αιρέσεως) μπορούσε να την εισπράξει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Επομένως, οι εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. πρώτος και τρίτος λόγοι της αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και ο από την ίδια διάταξη πρώτος λόγος αναιρέσεως της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑΣ -ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΜΒΥΞ Α.Ε.", με τους οποίους αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων σχετικά με το προνόμιο κατατάξεως του αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού, λόγω μη ταυτίσεως της αναγγελθείσας από αυτόν απαιτήσεως προς εκείνη που είχε εγγραφεί η προσημείωση της υποθήκης, είναι βάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μετά την παραδοχή των παραπάνω λόγων των συνεκδικαζομένων αναιρέσεων, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τις διατάξεις της που αφορούν τους αναιρεσείοντες και τον αναιρεσίβλητο πιστωτικό συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ.", να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4055/2012 και κατά τη διορθωτική ερμηνεία αυτού, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του άνω αναιρεσίβλητου πιστωτικού συνεταιρισμού, ενώ εκείνα των λοιπών αναιρεσίβλητων στην από 24-01-2011 αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της αναιρεσείουσας σ' αυτήν (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ και 22 ν. 3693/1957). Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβλήθηκε αίτημα με το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, (που κατατίθενται τα δύο τελευταία στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης), διατάσσει με την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη εκτέλεση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει αυτή είτε εκούσια είτε αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι με άλλη ή άλλο εκτελεστό τίτλο, γιατί στην τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση (ΑΠ 1877/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 980 του Κ.Πολ.Δ αν ασκήθηκε από κάποιον από τους δανειστές ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε καταβολή προς δανειστή του οποίου η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή, που σημαίνει ότι η διαταγή του πλεΙστηριάσματος προϋποθέτει "τελεσιδικία" του πινάκα κατάταξης (ΑΠ 1380/1994). Στην περίπτωση που η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης γίνει τελεσίδικα δεκτή το Δικαστήριο δεν αναπέμπει την υπόθεση στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αλλά μεταρρυθμίζει τον πίνακα, αποβάλλει τον καθού η ανακοπή και κατατάσσει στην θέση του τον ανακόπτοντα (ΑΠ 1779/2007 και 756/2001). Έτσι, όταν η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης γίνει τελεσίδικα δεκτή, εκτελεστό τίτλο για τη διανομή του εκπλειστηριάσματος στους καταταχθέντες δανειστές από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπου έχει κατατεθεί το εκπλειστηρίασμα, αποτελεί πλέον η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, γι' αυτό, σε περίπτωση αναίρεσης της τελεσιδικίας από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ για επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, υπό την έννοια όμως ότι το καταβληθέν, δυνάμει της αναιρεθείσης τελεσίδικης απόφασης πλειστηρίασμα στον ηττηθέντα αναιρεσίβλητο, για το οποίο είχε καταταγεί στον πίνακα κατάταξης ο νικήσας αναιρεσείων, δεν επιστρέφεται σ' αυτόν, αλλά στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αφού, με μόνη την αναίρεση της απόφασης που έγινε δεκτή η ανακοπή και μεταρρυθμίσθηκε ο πίνακας κατάταξης, δεν επικυρώνεται αυτοδικαίως ο τελευταίος, το κύρος του οποίου θα κριθεί στην μετ' αναίρεση κατά παραπομπή δίκη από το Εφετείο, που θα ερευνήσει το κύρος αυτό, εφόσον, κατ' άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε.
Επομένως, το αίτημα της αναιρεσείουσας στην από 24-01-2011 αίτηση αναιρέσεως, που υποβλήθηκε διαδικαστικά παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν πέντε ημέρες πριν από τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με το οποίο ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στη πρότερα κατάσταση και συγκεκριμένα να κριθεί οριστικός και τελεσίδικος ο ανωτέρω με αριθμό .../2007 πίνακας κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Γεροστάθη, όπως μεταρρυθμίσθηκε με την υπ' αριθ. 4443/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να υποχρεωθεί ο πρώτος αναιρεσίβλητος πιστωτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ.", που με εκτελεστό τίτλο την προσβαλλόμενη με την αναίρεση τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου καταβλήθηκε σ' αυτόν το πλειστηρίασμα κατά το προαναφερόμενο ποσόν, στην επιστροφή σ' αυτήν του ποσού των 88.906,61 ευρώ, κατά το οποίο κατετάγη στον πίνακα κατάταξης, κρίνεται μη νόμιμο και απορριπτέο, αφού κατά τα προετεθέντα, με μόνη την αναίρεση της γενομένης δεκτής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης απόφασης, δεν επικυρώνεται αυτοδικαίως και ο προσβληθείς πίνακας κατάταξης, το κύρος του οποίου θα κριθεί στην μετ' αναίρεση κατά παραπομπή δίκη από το Εφετείο, που θα ερευνήσει το κύρος αυτό ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 24-01-2011 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑΣ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ -ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." με την από 28-06-2011 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 884/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει την από 24-01-2011 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ -ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑΣ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." για αναίρεση της υπ' αριθμ. 884/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, καθόσον αφορά τους δεύτερο έως και πέμπτο εκ των αναιρεσίβλητων Ελληνικό Δημόσιο και την εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS A.E.". Καταδικάζει την άνω αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων αυτών, την οποία ορίζει, για μεν το Ελληνικό Δημόσιο σε τριακόσια σαράντα (340) ευρώ, για δε την εταιρεία "ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε." σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ. Αναιρεί την ίδια υπ' αριθμ. 884/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που οι διατάξεις της αναφέρονται στους αναιρεσείοντες των δύο αιτήσεων και στον αναιρεσίβλητο πιστωτικό συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ.". Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο πιστωτικό συνεταιρισμό με την επωνυμία "ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΥΝ. ΠΕ." στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει, για μεν το Ελληνικό Δημόσιο σε τριακόσια σαράντα (340) ευρώ, για δε την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΑΜΒΥΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΠΟΤΟΠΟΙΙΑΣ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΙ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΜΒΥΞ Α.Ε." , σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Απορρίπτει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση που υποβλήθηκε από την αναιρεσείουσα της από 24-01-2011 αίτηση αναιρέσεως με τις έγγραφες προτάσεις της.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα