Λύση κοινωνίας - συγκυριότητας (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 106/2013).
Περίληψη: Κοινωνία δικαιώματος. Συγκυριότητα. Ο επικαρπωτής δεν είναι συγκύριος του κοινού πράγματος. Δικαστική διανομή. Αίτημα και περιεχόμενο αγωγής. Υποχρεωτική η προσεπίκληση του επικαρπωτή στη δίκη της διανομής, εκτός και αν ασκεί από κοινού με τον ψιλό κύριο την εν λόγω αγωγή. Πότε είναι δυνατή η αυτούσια διανομή. Περίπτωση επίκοινων οριζόντιων ιδιοκτησιών (κατάστημα και αποθήκη). Πολιτική δικονομία. Τα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα. Δεν θεωρούνται τέτοια εκείνα τα έγγραφα που αποτυπώνουν στο περιεχόμενο τους άλλα αποδεικτικά μέσα. Απορρίπτει την αναίρεση της με αριθμό 2840/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
[...] Επειδή από την 3288γ/18-5-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι επισπεύδοντες τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναιρεσίβλητοι μετά την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης της με την 1874/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της 55/2012 πράξης της Προέδρου του Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία μετά από αίτηση των αναιρεσιβλήτων ορίστηκε συντομότερη δικάσιμος για συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας (της 5-12-2012) αντί της 2-10-2013 που είχε οριστεί μετά από κλήση του αναιρεσείοντος και κλήση για συζήτηση σ` αυτή τη δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τον απολειπόμενο αναιρεσείοντα. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία αυτή εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να προχωρήσει παρά την απουσία του. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 795 επ., 1113 και 1142 επ. Α.Κ., 480 παρ. 1, 482 παρ. 1 κα. 484 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι το δικαίωμα λύσης της κοινωνίας, μορφή της οποίας αποτελεί και η συγκυριότητα, ανήκει στους κοινωνούς συγκυρίους μεταξύ των οποίων και ο ψιλός κύριος, όχι όμως και στον επικαρπωτή, αφού αυτός δεν είναι συγκύριος του κοινού. Ο επικαρπωτής προσεπικαλείται υποχρεωτικά στη δίκη της διανομής ο οποίος ανεξαρτήτως παρεμβάσεως του ή μη καθίσταται αναγκαίος ομόδικος. Τέτοια προσεπίκληση δεν απαιτείται αν ο επικαρπωτής ασκεί από κοινού με τον ψιλό κύριο την αγωγή διανομής. Βέβαια η επικαρπία σε ιδανικό μερίδιο του κοινού ακινήτου αν χωρήσει αυτούσια διανομή του περιορίζεται στα μερίδια τα οποία περιέρχονται με τη διανομή στον κοινωνό-ψιλό κύριο. Ο περιορισμός αυτός επέρχεται εκ του νόμου και δεν απαιτείται να απαγγελθεί από το δικαστήριο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., γιατί το Εφετείο εχώρησε στην παραδοχή της έφεσης των αναιρεσιβλήτων κατά της εκκαλουμένης απόφασης, που είχε απορρίψει κατά την κυρία βάση την αγωγή και είχε δεχτεί αυτήν κατά την επικουρική βάση της και είχε διατάξει την πώληση με πλειστηριασμό των επικοίνων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και δίκασε την υπόθεση και δέχτηκε την κυρία βάση της αγωγής, διάταξαν την αυτούσια διανομή των επικοίνων οριζοντίων ιδιοκτησιών, χωρίς να διατάξει την άσκηση της επικαρπίας από τους επικαρπωτές, δύο πρώτους αναιρεσιβλήτους, στο μερίδιο το οποίο θα περιέλθει στους ψιλούς κυρίους, δύο τελευταίες αναιρεσίβλητες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν ήταν αναγκαίο να περιλάβει στην απόφαση του διάταξη ότι η επικαρπία των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων περιορίζεται στο λαχόν στις ψιλές κυρίες λοιπές αναιρεσίβλητες. Οι περιεχόμενες στον ίδιο λόγο λοιπές αιτιάσεις από τους αριθ. 8β και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού η άρνηση της νομιμοποιήσεως των επικαρπωτών δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων στην άσκηση της ένδικης αγωγής δεν αποτελεί "πράγμα" κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. και ούτε "αίτηση" κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, "η άσκηση δικαιώματος απαγορεύεται, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κανονισμός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή και των δικαιοπαρόχων του ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου τις ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 17/1995 Ολ.ΑΠ 7/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί το Εφετείο σιγή απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, άλλως δεν έλαβε τούτην υπόψη, άλλως άφησε αίτηση αδίκαστη. Οι επικαλούμενες αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 8β και 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων δεν πρόβαλε παραδεκτά ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, τα δε αναφερόμενα στην προσθήκη των προτάσεων του μετά τη συζήτηση της έφεσης ότι από εμπάθεια και εκδικητική μανία οι αντίδικοι του ζητούν την αυτούσια διανομή των επικοίνων ακινήτων, η οποία θα είναι καταστροφική αφού εκμηδενίζεται η αγοραία αξία αυτών, αλλά και η χρηστικότητα τους, ανεξάρτητα αν συνιστούν νόμιμη ένσταση εκ του άρθρου 281 Α.Κ., απαραδέκτως προτάθηκαν με την προσθήκη των προτάσεων. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798, 799, 800, 801 ΑΚ και 480, 481 και 484 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1113 ΑΚ, εφαρμόζονται επί διανομής κοινού πράγματος, συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: α) Αν δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ β) Αίτημα της αγωγής διανομής πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας που υπάρχει επ` αυτού, ο δε τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση αυτής θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση δια πλειστηριασμού, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του αρμόδιου δικαστηρίου, Η διανομή γίνεται αυτουσίως αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατό χωρίς μείωση της αξίας να διανεμηθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: "Τα επίκοινα ακίνητα είναι δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα ένα κατάστημα και μία αποθήκη, που βρίσκονται στον ισόγειο και υπόγειο, αντίστοιχα, όροφο μιας διώροφης οικοδομής, που έχει κατασκευασθεί επί οικοπέδου 280,90 τ.μ. η οποία βρίσκεται στη θέση "...." του Δήμου Χαλανδρίου, στο 562 Ο. Τ. επί της οδού ... αρ. .. . Η οικοδομή αυτή που αποτελείται από Υπόγειο, Ισόγειο, Πρώτο και Δεύτερο όροφο έχει υπαχθεί στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας, δυνάμει της νομίμως μεταγραφείσας υπ` αριθμ. .../19-2-2001 πράξης συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας και ρύθμισης σχέσεως των συνιδιοκτητών της συμβολαιογράφου .. .................................................... (τόμος 340 αριθμός ...). Από τα επίκοινα ακίνητα η μεν αποθήκη έχει επιφάνεια 99,60 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 250%ο, συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέραν τούτου με την οδό ..., νότια με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Α. Μ., ανατολικά με ακάλυπτο χώρο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Α. Μ. και δυτικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Κ., το δε ισόγειο κατάστημα, εντός του οποίου υπάρχει WC, έχει επιφάνεια 99,60 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 250%ο και συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο και πέραν αυτού με την οδό ..., νότια και ανατολικά με ακάλυπτο το χώρο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Α. Μ. και δυτικά με κλιμακοστάσιο, ακάλυπτο χώρο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Κ.. Όπως συνομολογούν οι διάδικοι στις εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες είναι συγκύριος με ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο εναγόμενος, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου κατανέμεται στους ενάγοντες ως ακολούθως: Α) η υπόγεια αποθήκη ανήκει κατά ψιλή κυριότητα και ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου σε κάθε μία από τις ενάγουσες Μ. -Δ. Ξ. και Μ. Ξ., ενώ η επικαρπία ανήκει επίσης κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τους ενάγοντες Κ. Ξ. και Ε. Ξ., β) το ισόγειο κατάστημα ανήκει κατά ψιλή κυριότητα και ποσοστό 21,25% εξ αδιαιρέτου σε κάθε μία από τις ενεργούσες Μ. -Δ. Ξ. και Μ. Ξ., ενώ η επικαρπία ανήκει επίσης κατά ποσοστό 21,25% εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τους ενάγοντες Κ. Ξ. και Ε. Ξ. και το υπόλοιπο ποσοστό 7,5% της πλήρους κυριότητας ανήκει στην ενάγουσα Ε. Ξ.. περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι με βάση το εμβαδόν των επίκοινων ακινήτων (οριζόντιων ιδιοκτησιών) και τις μερίδες των διαδίκων (δύο μερίδες, ενόψει ότι οι ενάγοντες ζητούν να λάβουν κοινή μερίδα) τόσο το ισόγειο κατάστημα που είναι από παντού ελεύθερο και έχει πρόσοψη 8,05μ. επί της οδού ..., όσο και η υπόγεια αποθήκη είναι δυνατόν το καθένα να χωριστεί σε δύο μέρη, καθένα από τα οποία θα αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία. Δηλαδή είναι δυνατόν να διανεμηθούν αυτουσίως το μεν ισόγειο κατάστημα με τη φυσική διαίρεση του σε δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες (καταστήματα) εμβαδού το ένα (ανατολικό) 49,37 τ.μ. και το άλλο (δυτικό) 50,16 τ.μ., καθένα από τα οποία θα είναι γωνιαίο και θα έχει πρόσοψη και ανεξάρτητη κύρια είσοδο από την οδό ..., η δε υπόγεια αποθήκη με τη φυσική διαίρεση της σε δύο επίσης αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες (αποθήκες) εμβαδού η μία (ανατολική) 49,37 τ.μ. και η άλλη (δυτική) 50,16 τ.μ. Τον ως άνω τρόπο διανομής υποδεικνύει και ο διορισθείς κατά τα ως άνω πραγματογνώμονας, πολιτικός μηχανικός Κ. Θ. με τη σχετική 347/2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, στην οποία κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα και στοιχεία που του παρέδωσαν οι διάδικοι και αφού διενήργησε αυτοψία παρουσία των διαδίκων και του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή είναι εφικτή η αυτούσια διανομή των επί κοινών ακινήτων με τη δημιουργία δύο μερών για το ισόγειο κατάστημα και δύο μερών για την υπόγεια αποθήκη σε σχήμα ορθογωνίου ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών (κοινή μερίδα οι ενάγοντες και μία μερίδα ο εναγόμενος).
Eτσι, μπορεί να δημιουργηθούν τόσο για το ισόγειο κατάστημα όσο και για την υπόγεια αποθήκη το ανατολικό μέρος, που αναφέρεται ως τμήμα Α και το Δυτικό, που αναφέρεται ως τμήμα Β στις επισυναπτόμενες στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης από Νοεμβρίου 2007 κατόψεις ισογείου και υπογείου. Και για τα δύο ακίνητα (ισόγειο κατάστημα και υπόγεια αποθήκη) το τμήμα Α έχει εμβαδόν 49,37 τ.μ. και το τμήμα Β 50,16 τ.μ. Στο σημείο Α η υπόγεια αποθήκη θα είναι επισκέψιμη από το εσωτερικό μέσω της ήδη υπάρχουσας εσωτερικής σκάλας, στο δε τμήμα Β η υπόγεια αποθήκη θα είναι επισκέψιμη μέσω θύρας από το κατάστημα προς το ήδη υπάρχον κλιμακοστάσιο. Oσον αφορά τα WC είναι δυνατόν αυτά να κατασκευαστούν στους υπόγειους χώρους, η δε αποχέτευση τους θα γίνει μέσω αντλητικής διάταξης, ενώ η ανεξαρτητοποίηση των εγκατεστημένων δικτύων (ηλεκτρικού ρεύματος / ύδρευσης / θέρμανσης, αποχέτευσης) είναι τεχνικά εφικτή. Εξάλλου για την υλοποίηση της πιο πάνω λύσης θα απαιτηθεί δαπάνη που δεν είναι σημαντική και πιο συγκεκριμένα α) για την κατασκευή του διαχωριστικού τοίχου, το κόστος που θα περιλαμβάνει την εργασία, τα υλικά για την τοιχοποιία, τα επιχρίσματα και το χρωματισμό θα ανέλθει στο ποσό των 6.000 ευρώ, β) για την κατασκευή των δύο WC διαστάσεων 1,85 Χ 1,30μ. θα απαιτηθεί δαπάνη 7.000 ευρώ, που περιλαμβάνει την εργασία και τα υλικά για την αποπεράτωση τους (πλακίδια, είδη υγιεινής, υδραυλικές εγκαταστάσεις, αξεσουάρ, αντλία) και γ) για την σφράγιση της υπάρχουσας καταπακτής θα απαιτηθεί δαπάνη 1000 ευρώ. Περαιτέρω η αληθινή αγοραία αξία (συναλλακτική αξία) των καταστημάτων που θα δημιουργηθούν με τη διανομή ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 80.000 ευρώ, για κάθε κατάστημα και συνολικά στο ποσό των 160.000 ευρώ, ενώ για κάθε αποθήκη στο ποσό των 12.500 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 25.000 ευρώ, ενώ η αξία τους πριν από τη διανομή ανέρχεται επίσης στα ίδια πιο πάνω ποσά των 160.000 και 25.000 ευρώ, αντίστοιχα, η δε αντικειμενική αξία τους ανέρχεται των μεν καταστημάτων στο ποσό των 69.000 ευρώ για έκαστο, των δε αποθηκών στο ποσό των 10.300 ευρώ για κάθε μία, ενώ η αντικειμενική τους αξία πριν από τη διανομή, η οποία λόγω της συγκυριότητας απομειώνεται κατά 10% ανέρχεται του μεν καταστήματος στο ποσό των 143.100 ευρώ (159.000 - 15.900) της δε αποθήκης στο ποσό των 20.901 ευρώ. Eτσι, τα πιο πάνω δημιουργούμενα δύο καταστήματα και δύο αποθήκες είναι ισάξια ενόψει του εμβαδού τους και λοιπών χαρακτηριστικών τους, ενώ η διαίρεση του όλου καταστήματος και της όλης αποθήκης δεν θα μειώσει την αξία που αυτά είχαν πριν αυτή (διαίρεση) . Εξάλλου, η περιοχή που βρίσκονται τα επίκοινα ακίνητα δεν χαρακτηρίζεται από εμπορική κίνηση, αφού η πλειονότητα των κτιρίων είναι κατοικίες, έτσι η εκμίσθωση των καταστημάτων και των αποθηκών, που θα δημιουργηθούν, λόγω του μικρότερου εμβαδού τους και συνακόλουθα χαμηλότερου μισθώματος τους θα είναι ευχερέστερη και οικονομικά περισσότερο συμφέρουσα για τους ιδιοκτήτες τους, αφού θα μπορούν να τα εκμισθώσουν, ως παντοπωλεία, οπωρολαχανοπωλεία, πρατήρια ειδών ζαχαροπλαστικής, πρατήρια άρτου, έτοιμων φαγητών, κρεοπωλεία, φαρμακεία, ιατρεία, κτηνιατρεία, κομμωτήρια, τεχνικά γραφεία κλπ, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται ως χώρος εναπόθεσης άχρηστων υλικών.
Με την ως άνω έκθεση του πραγματογνώμονα, η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη και σαφής και ως εκ τούτου κρίνεται ακριβής, συμπορεύεται και η πολιτικός μηχανικός Μ. Α. στη σχετική έκθεση της, η οποία με πρωτοβουλία των εναγόντων εξετάστηκε και ως μάρτυρας. Το αντίθετο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων πολιτικός μηχανικός Ι. Κ., ο οποίος εντοπίζει το ανέφικτο και ασύμφορο της κατά τον ανωτέρω τρόπο διανομής στο ότι τα δύο καταστήματα που θα προκύψουν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω της μείωσης του εμβαδού τους για πολλές επαγγελματικές χρήσεις καθώς επίσης ότι θα μειωθεί η συνολική αντικε.ιμενική αξία τους, ενώ θα απαιτηθεί δαπάνη για τη δημιουργία δύο καταστημάτων, και δύο αποθηκών, δεν κρίνεται πειστικό και δεν δύναται να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση το Δικαστήριο καθόσον οι αιτιάσεις του αναιρούνται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Με δεδομένο τα όσα πιο πάνω αναφέρονται αποδεικνύεται ότι η αυτούσια διανομή, φυσική διαίρεση, κατά τον παραπάνω τρόπο των επί κοινών ακινήτων είναι προδήλως δυνατή και συμφέρουσα για τους διαδίκους κοινωνούς, αφού τα διανεμητέα εν όψει της φύσης και του είδους τους μπορούν να διανεμηθούν σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των διαδίκων - κοινωνών και μάλιστα με μικρή δαπάνη, ενόψει ότι οι υπάρχοντες ήδη χώροι είναι ενιαίοι, θα έχουν δε αγοραία αξία που δεν θα υπολείπεται της αντίστοιχης σημερινής του όλου καταστήματος και της όλης αποθήκης. Τέλος, η παραπέρα διαίρεση των επίκοινων οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν απαγορεύεται από τον κανονισμό της πιο πάνω οικοδομής, ούτε μειώνει την ασφάλεια τους και την ασφάλεια του οικοδομήματος, ενώ δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία των οροφοκτητών". Ακολούθως το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία είχε δεχτεί την αγωγή κατά την επικουρική βάση της και είχε διατάξει την πώληση με πλειστηριασμό των επικοίνων ακινήτων και δέχτηκε την αγωγή κατά την κυρία βάση της, διάταξαν την αυτούσια διανομή των κοινών ακινήτων. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το κρίσιμο ζήτημα ότι είναι εφικτή η αυτούσια διανομή των επιδίκων κοινών ακινήτων, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 800 Α.Κ. και 480 Κ.Πολ.Δ., αφού ορθά εφάρμοσε αυτές και περιέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή τους. Επομένως η περιεχόμενη στον τρίτο, μέρος πρώτο, λόγο αναίρεσης αιτίαση από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμη, ενώ η αιτίαση που περιέχεται στον ίδιο λόγο για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται τα διδάγματα κοινής πείρας που παραβιάστηκαν κατά την εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ, ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο, μέρος δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι η αυτούσια διανομή των επιδίκων ακινήτων δεν ήταν εφικτή. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί που φέρονται ως αγνοηθέντες από το Εφετείο, δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την προεκτεθείσα έννοια. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού τους ισχυρισμούς αυτούς τους έλαβε υπόψη το Εφετείο ως εκ του πράγματος και τους απέρριψε. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ, έγγραφα, που η παραμόρφωση του περιεχομένου τους ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν είναι έγγραφα εκείνα που αποτυπώνουν στο περιεχόμενο τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, οι τεχνικές εκθέσεις, τα πρακτικά των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητού δικαστού, κατά το μέρος που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου. Συνεπώς ο τρίτος, μέρος τρίτο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, των τεχνικών εκθέσεων, τα σχεδιαγράμματα κατόψεως και τις μαρτυρικές καταθέσεις είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 26-7-2010 αίτηση του Ε. Ξ. για αναίρεση της 2840/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα