Διαζύγιο - Διατροφή ανηλίκου - Ένσταση διακινδύνευσης ιδίας διατροφής
Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 2, 1487, 1489 παρ. 2 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι τα ανήλικα τέκνα και αν έχουν περιουσία και εφ όσον τα εισοδήματα της περιουσίας τους, ή το προϊόν της εργασίας τους, δεν επαρκεί για την διατροφή τους, έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι και των δύο γονέων τους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να τα διατρέφουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Κατ αρχήν δεν μπορούν να προβάλουν κατ αυτών την ένσταση διακινδύνευσης της ιδίας αυτών διατροφής (ΕφΛαρ 84/2011). Ο γονέας όμως, που ενάγεται για διατροφή ανηλίκου τέκνου, δύναται να προβάλει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, αρκεί να επικαλεσθεί ότι το τέκνο μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υποχρέου, ή ότι μπορεί να διατραφεί από την περιουσία του, την οποία στην περίπτωση αυτή οφείλει να αναλώσει κατ εξαίρεση του κανόνα της ΑΚ 1486 παρ. 2 (ΑΠ 676/00, ΕφΘεσ.1439/2005). Ως άλλος υπόχρεος νοείται και ο άλλος γονέας, προς τον οποίο μπορεί ο εναγόμενος να παραπέμψει το ανήλικο τέκνο, προκειμένου να αναζητηθεί από εκείνον το μέρος της διατροφής, που δεν μπορεί να πληρώνει ο εναγόμενος χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (ΕφΠειρ 195/2010).
Ενδεικτική νομολογία:
Α. Εφετείο Λαμίας, αριθμός απόφασης 98/2009. Περίληψη: Διατροφή συζύγου και ανηλίκων τέκνων. Επιμέλεια αυτών. Διακοπή έγγαμης συμβίωσης. Υπαιτιότητα. Προϋποθέσεις καταβολής διατροφής στην σύζυγο. Αποχώρηση αυτής από την οικογενειακή εστία για εύλογη αιτία. Ελαττωμένη διατροφή λόγω της νεαρής της ηλικίας και της δυνατότητας αυτής να εργασθεί. Συνεισφορά των συζύγων για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Προσδιορισμός αυτής. Πραγματικά περιστατικά. Επιδικάστηκε μηνιαία διατροφή 300 ευρώ σε ανήλικο τέκνο ηλικίας 7 ετών, 250 ευρώ σε τέκνο ηλικίας 5 ετών και 170 ευρώ στην σύζυγο. Ενστάσεις εναγομένου για συνεισφορά της μητέρας στη διατροφή των τέκνων και για δική του διακινδύνευση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Η δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση που καταχωρείται στα πρακτικά ότι θα εξετάσει μάρτυρες επέχει θέση κλητεύσεως. Στην ειδική διαδικασία δεν υπάρχει περιορισμός του αριθμού των ενόρκων που κάθε πλευρά θα προσκομίσει. Επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων στην κατ`έφεση δίκη. Αποδεικτικά μέσα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Δε λαμβάνεται υπόψη υπεύθυνη δήλωση που δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη δίκη. Απορρίπτει αντίθετες εφέσεις.
[...] Ι. Οι υπό κρίση δύο αντίθετες εφέσεις, αφ` ενός της ενάγουσας (αριθμ. εκθ. 102/2008) και αφ` ετέρου του εναγομένου (αριθμ. εκθ. 47/2008), που νίκησαν και νικήθηκαν κατά ένα μέρος, κατά της υπ` αριθ. 52/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (αρθ. 681Β΄, 666επ. του ΚΠολΔ), φέρονται νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 19 και 498 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθ. 495 επ., 499, 511 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ, άλλωστε, ούτε από τα προσκομιζόμενα απ` αυτούς έγγραφα προκύπτει επίδοσή της. Κατά συνέπεια πρέπει αφ` ενός να συνεκδικαστούν γιατί αφορούν την ίδια απόφαση και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (αρθ. 246, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και αφ` ετέρου να γίνουν τυπικά δεκτές (αρθ. 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια, όπως και πρωτόδικα, διαδικασία (αρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα - εφεσίβλητη με την από 26- 5-2006 (αριθ. εκθ. 2152/ΕΓδ 230/2006) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την οποία άσκησε ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων ......... τέκνων αυτής και του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου - εκκαλούντος, με τον οποίο τέλεσε νόμιμο γάμο το έτος 1998, ισχυριζόμενη ότι έχει την επιμέλεια (προσωρινά) των ανηλίκων τέκνων και ότι από εύλογη αιτία διέκοψε, τον Απρίλιο του έτους 2005, την έγγαμη συμβίωση, ζητούσε, κατά το μέρος που αυτή μεταβιβάζεται με τις δύο εφέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 522 του ΚΠολΔ, ΕφΛαρ. 747/2003 Δικογραφία 2004-253): α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει μηνιαίως τα αναφερόμενα ειδικότερα ποσά, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, σ` αυτή μεν ατομικά, ως διατροφή της και στην ίδια, ως διατροφή των δύο, ως άνω, ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία δεν έχουν περιουσία ή εισοδήματα και δεν μπορούν να διαθρέψουν τους εαυτούς τους και β) όπως παραδεκτά περιόρισε το αντίστοιχο καταψηφιστικό αίτημά της (αρθ. 223, 295 παρ. 1, 297, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 30/2007), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει, για τις παραπάνω αιτίες, τα ίδια ποσά και μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος άσκησε ανταγωγή με το αναφερόμενο σ` αυτή αίτημα (της ρύθμισης της επικοινωνίας), ως προς την οποία, μετά τα όσα έγιναν δεκτά από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται, με τις εφέσεις, στο Δικαστήριο τούτο. Για την υπόθεση αυτή εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Με αυτή το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά το μέρος που τώρα ενδιαφέρει, αφού έκρινε ότι η ενάγουσα από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και ότι τα δύο ανήλικα τέκνα αδυνατούν να διατραφούν μόνα τους, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και: α) υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει μηνιαίως, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, στην ενάγουσα, ατομικά μεν το ποσό των 170 ευρώ και για λογαριασμό δε των τέκνων τα ποσά των 233 ευρώ (για την ....) και των 194 ευρώ (για τη ..) και β) αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα, για τις ίδιες αιτίες, τα παραπάνω ποσά μηνιαίως για τον μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι τη λύση του γάμου τους χρονικό διάστημα, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι διάδικοι, οι οποίοι με τις εφέσεις τους, για λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, κατά το μέρος που καθένας την προσβάλλει: α) η μεν ενάγουσα να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος και μόνο που με αυτή δεν επιδικάστηκε ολόκληρη η αιτούμενη διατροφή αυτής και των τέκνων της, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της και κατά το παραπάνω αίτημα της, στο σύνολο της και β) ο δε εναγόμενος να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος και μόνο που επιδικάζει διατροφή, ατομικά, στην ενάγουσα, έτσι ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το παραπάνω αίτημά της. ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 671 παρ. 1 εδ. Γ΄ και 681 Β΄ του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, λαμβάνει υπόψη και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμ/φου μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Στην ειδική αυτή διαδικασία δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, τις οποίες κάθε πλευρά μπορεί να προσκομίσει (βλ. ΑΠ 875/2007 ΕΔΠ 2007/65, ΑΠ 160/2006 Δ2007-93, ΑΠ 160/2005 Ελλ.Δ/νη 2006-766 για όμοια διάταξη του άρθρου 650 του ΚΠολΔ). Εξάλλου, από το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. Α΄ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Ένορκες βεβαιώσεις που έχουν δοθεί μετά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό και μέσα στην προθεσμία για την προσθήκη και αντίκρουση ή προσκομίστηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκπρόθεσμα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του, έστω και αν απαραδέκτως προσκομίζονται ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007- 1823, ΑΠ 66/2007 ΔΕΕ 2007-1230 για το απαράδεκτο αυτών, ΑΠ 1167/1999 και 206/1999 για το παραδεκτό τους), νόμιμα λαμβάνοντας υπόψη αν, με την τήρηση των διατυπώσεων του ως άνω άρθρου 671 παρ. 1 εδ. Γ΄ του ΚΠολΔ, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 879/2007 ΕΣΔ 2007-212, ΑΠ 1909/2007 ΕΣΔ 2007- 544, ΑΠ 728/2005 ΕΕργΔ 2005-1270). Η δήλωση δε του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμ/φου, με την πάροδο 24 τουλάχιστον ωρών, επέχει θέση κλητεύσεως του παρισταμένου διαδίκου και η ένορκη βεβαίωση που έγινε ύστερα από τέτοια δήλωση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο (βλ. ΑΠ1910/2006 ΝοΒ 2007-937, ΑΠ 457/2005 ΕλΔ/νη 2007-140). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με το σχετικό λόγο της έφεσης της (υπό στοιχ. 2-7) παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις υπ` αριθ. 402, 403 και 404/11-6-2007 ένορκες βεβαιώσεις των .... ενώπιον του συμ/φου Λαμίας Ηρακλή Αλεξανδρή, αν και αυτές, χωρίς να χρησιμεύουν για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις ή στο ακροατήριο, έχουν ληφθεί μετά τη συζήτηση ενώπιον του και προσκομίσθηκαν με την προσθήκη των προτάσεων. Ωστόσο, και αν ακόμη οι ένορκες βεβαιώσεις ήταν απαράδεκτες για την πρωτοδίκη δίκη και η χρήση αυτού του αυτοτελούς αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 121/2007 Δ2007-613, ΑΠ 697/2006 ΕΕργαΔ 2007-412) δεν επιτρεπόταν, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη ταύτα από το Δικαστήριο τούτο, εφόσον αφ` ενός λήφθηκαν μετά νομότυπη κλήτευση της αντίδικης ενάγουσας (βλ. το πρακτικό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον τέτοια κλήτευση αποτελεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου για εξέταση των ως άνω μαρτύρων) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες και αφ` ετέρου προσκομίζονται νόμιμα, με επίκληση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος προβάλλεται πλέον αλυσιτελώς από την εκκαλούσα (ενάγουσα) και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από μόνος του δεν άγει (και βάσιμος ακόμη), στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Και τούτο γιατί το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της ίδιας έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη νόμιμα τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, νομίμως προσκομιζόμενα, αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (βλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33-1710, ΕφΘεσ. 1004/1994 αδημ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2008, σελ. 233, Α. Μπακόπουλου, μελέτη στην ΕλΔ/νη 33-437). IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Το μέτρο δε της συνεισφοράς αυτής προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία και την απρόσοδη ακόμη (ΟλΑΠ 9/1991) των συζύγων (άρθρα 1389, 1390). Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η υποχρέωση διατροφής, που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η τελευταία, κανόνες των παραπάνω άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ (ΟλΑΠ 9/1991). Η διατροφή, στην περίπτωση αυτή, προκαταβάλλεται σε χρήμα κατά μήνα και προσδιορίζεται λαμβανομένων, επί πλέον, υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλΔ/νη 95-352). Ομως, για τη θεμελίωση αυτής της αξίωσης (διατροφής) απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ` επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υποχρέου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 1217/2007, ΑΠ 613/1999, ΕφΔωδ. 169/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 83/2007 ΝΟΜΟΣ). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΑΠ 1031/1993 ΕΕΝ 1994-612, ΕφΔωδ. 169/2007). Το εύλογο ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει αφ` ενός του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 του ΑΚ αμοιβαίας υποχρεώσεως των συζύγων για συμβίωση ¨εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος¨ και αφ` ετέρου των εισαγομένων, με το άρθρο 1387 του ίδιου κώδικα, αρχών ρυθμίσεως του συζυγικού βίου, ότι ¨οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού βίου τους πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει την σφαίρα της προσωπικότητάς του¨ (ΑΠ 1217/2007, ΑΠ 565/2002 Χρ. ΙΔ 2002-612). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνο όταν η διάσταση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία και υπαιτιότητα παρά την αντίθετη θέληση του υπόχρεου, που επιθυμεί την εξακολούθηση της. Τέτοια, όμως, περίπτωση δεν συντρέχει όταν η διακοπή της συμβιώσεως έγινε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, είτε με την πρόθεση αυτών να λύσουν συναινετικά το γάμο, είτε για άλλη αιτία, διότι η ευθύνη της εν λόγω διακοπής βαρύνει και τον ίδιο τον υπόχρεο, που επιθυμεί την διακοπή, για την οποία υπάρχει πλέον εύλογος αιτία στο πρόσωπο του άλλου συζύγου, χωρίς τη συνδρομή περίστασης που να επιβάλλει την παύση ή τη μείωση της διατροφής αυτού (βλ. ΑΠ 662/1990 ΑρχΝ 1990- 649). Τέλος, ο σύζυγος ο οποίος είναι υπόχρεος σε διατροφή του συζύγου του, οφείλει να καταβάλλει τη διατροφή και αν ακόμη αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 1207/2008 Δ 2008-1063). Στην τελευταία περίπτωση, αν το παράπτωμα τούτο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης αυτού διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή), μετ` ένσταση του εναγομένου για την πληρότητα της οποίας απαιτείται αφ` ενός η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου και αφ` ετέρου αντίστοιχο αίτημα και επί πλέον προσδιορισμός, από τον ενιστάμενο σύζυγο, του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης διατροφής (ΑΠ 1207/2008, Ο.Π., ΑΠ 132/2003, ΑΠ 1346/1995 ΕΕΝ 1997-426). Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τη χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων (αρθ. 270 παρ. 3, 352 επ. και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, τις υπ` αριθ. 11903 και 11904/7-6- 2007 ένορκες βεβαιώσεις των ....... , αντίστοιχα, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη γιατί δόθηκαν, κατ` αρθ. 671 παρ. 1 εδ. γ΄, 674 παρ. 2, 681Β΄ του ΚΠολΔ, ύστερα από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (εναγομένου) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες (βλ. την υπ` αριθ. 11953/6-6- 2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Ιωάννη Αλεξανδρή), τις υπ` αριθ. 402, 403 και 404/11-6-2007 ένορκες βεβαιώσεις των....... ενώπιον του συμ/φου Λαμίας Ηρακλή Αλεξανδρή, που προσκομίζονται από τον εναγόμενο και νόμιμα, κατά τα παραπάνω, λαμβάνοται υπόψη και τις υπ` αριθ. 688, 689 και 690/10-11-2008 ένορκες βεβαιώσεις των ........ , αντίστοιχα, ενώπιον του ίδιου, όπως παραπάνω, συμ/φου Λαμίας, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει, επίσης, ο εναγόμενος και που παραδεκτώς λαμβάνονται και αυτές υπόψη, έστω και αν δόθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί έγιναν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδικής του (ενάγουσας) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες (βλ. την υπ` αριθ. 7170/7-11-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Δημ. Ρίζου) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 529 παρ. 1α΄ του ΚΠολΔ), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικό μέσο είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν όλους τους όρους του νόμου (αρθ. 681Β΄, 671 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35-513), όπως μερικά απ` αυτά, μεταξύ των οποίων και η από 31-12-2004 χειρόγραφη (γνήσια, όπως προκύπτει) επιστολή της ενάγουσας (βλ. ΕφΔωδ. 129/2007 ΝΟΜΟΣ), αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτός από την με ημεροχρονολογία 24-3-2008 υπεύθυνη δήλωση της ............. (αρθ. 8 του ν. 1599/1986) η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί και στην παρούσα δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλΔ/νη 28-628, ΑΠ 540/2003), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 20-4-1998, στη Λαμία. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, την ....... και τη .. , που γεννήθηκαν στις 19-4-1999 και στις 20-2-2001, αντίστοιχα. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Λαμία και από το έτος 2004 στην πόλη της Στυλίδας. Στην αρχή η έγγαμη συμβίωση τους ήταν καλή, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις. Όμως, από το έτος 2001, ο εναγόμενος άρχισε να επιδεικνύει επιθετική συμπεριφορά απέναντι στην ενάγουσα, ήταν εριστικός και δημιουργούσε επεισόδια σε βάρος της. Κατά το τέλος του έτους 2002 διέκοψαν για λίγους μήνες την έγγαμη συμβίωση τους. Μετά την αποκατάσταση της συμβίωσης τους αρχικά οι σχέσεις τους ήταν καλές. Όμως μετά το έτος 2004 και πάλι ο εναγόμενος άρχισε να επιδεικνύει την ίδια, όπως και πριν, επιθετική συμπεριφορά. Και τούτο γιατί αντιδρούσε στην πρόθεση της να εργαστεί σε πρατήριο υγρών καυσίμων της θείας της ......... , στη Στυλίδα. Η αντίθεση του αυτή ήταν πιο έντονη όταν μάλιστα η ενάγουσα άρχισε να εργάζεται στο πρατήριο και πολύ περισσότερο όταν αυτή επέλεξε, ως υπεύθυνη πλέον του πρατηρίου, να απασχολείται πολλές ώρες καθημερινά. Θεωρούσε ότι η απασχόληση της αυτή ήταν σε βάρος της ανατροφής των τέκνων τους και εν γένει της οικογένειας. Ωστόσο, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ίδιος ο εναγόμενος ή χωρίς πειστικότητα, οι μάρτυρες του, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η ως άνω απασχόληση της ενάγουσας είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανατροφή των τέκνων της ή ότι αυτή αδιαφορούσε για την οικογένεια της. Εν τέλει, ο εναγόμενος, στην επιμονή της ενάγουσας να συνεχίσει, όπως είχε δικαίωμα, την ως άνω επαγγελματική δραστηριότητα της, την 1/4/2005 απώθησε βίαια την ενάγουσα, ζητώντας απ` αυτή να αποχωρήσει αμέσως από την κατοικία τους, στη Στυλίδα (βλ. και το από 1-4-2005 ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο συμβάντων του Α.Τ. Στυλίδας). Η ενάγουσα, τότε, αν και ακόμη αγαπούσε τον εναγόμενο σύζυγο της (βλ. την με ημεροχρονολογία 31-12-2004 χειρόγραφη επιστολή της προς τον εναγόμενο, την οποία και προσκομίζει ο τελευταίος), αποχώρησε από τη συζυγική οικία, μη επιθυμώντας πλέον και αυτή, ως εκ της πιο πάνω συμπεριφοράς του συζύγου της, τη συνέχιση της έγγαμης συμβίωσης. Από τότε (αρχές Απριλίου 2005) η ενάγουσα εγκαταστάθηκε στην οικία των γονέων της, στη Νέα Μαγνησία Λαμίας, μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της, των οποίων έχει την επιμέλεια προσωρινά μεν με την υπ` αριθ. 1028/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και ήδη οριστικά με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, κατ` αυτό το κεφάλαιο, δεν προσβάλλεται με τις δύο εφέσεις. Με όσα αναφέρθηκαν η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε από λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του εναγομένου. Η διακοπή οφείλεται στην ως άνω αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγομένου και επομένως η ενάγουσα έχει αποστεί αυτής (της έγγαμης συμβίωσης) από εύλογη αιτία. Άρα, αυτή, κατ` αρχήν δικαιούται διατροφής από τον υπόχρεο εναγόμενο σύζυγό της, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Το δικαίωμα δε αυτό έχει έστω και αν η ίδια, εν τέλει, μετά την ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, συμφώνησε στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, καθόσον η ευθύνη αυτής της διακοπής βαρύνει τον εναγόμενο. Η ίδια η ενάγουσα δεν συντέλεσε σ` αυτή τη διακοπή με υπαίτιο παράπτωμα της, που να συνιστά λόγο διαζυγίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Δεν επιβεβαιώνονται με πειστικότητα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ίδιος (ή και καταθέτουν οι μάρτυρες του στο ακροατήριο ή με τις ένορκες βεβαιώσεις) ότι η ενάγουσα αδιαφορούσε για την οικογένεια ή και ειδικότερα για την ανατροφή των τέκνων τους, ότι αυτή είχε επιθετική συμπεριφορά εναντίον του και ότι, τέλος, η ίδια, παρά την εκφρασμένη αντίθεση του, εγκατέλειψε την 1/4/2005, τη συζυγική οικία. Τέτοιο παράπτωμα δεν μπορεί βέβαια να θεμελιώσει η καθημερινή, έστω και επί πολλές ώρες, απασχόληση της ενάγουσας στο ως άνω πρατήριο υγρών καυσίμων, έστω και παρά την αντίρρηση του εναγομένου συζύγου της. Η απασχόληση της αυτή, αναγκαία για την αντιμετώπιση των αυξημένων οικογενειακών υποχρεώσεων, δεν μπορούσε να παρεμποδιστεί από τον εναγόμενο σύζυγό της. Και μπορεί βέβαια η ενάγουσα, αρχικά, στην από 27-2-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, να μην κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην πιο πάνω συμπεριφορά του εναγομένου και να εκθέτει μόνο ότι υπήρχε δυσαρμονία στις σχέσεις τους και γι` αυτό διέκοψαν την έγγαμη συμβίωση τους (βλ. σχετικό δικόγραφο), πλην όμως, η ενάγουσα με την ως άνω αίτηση της ζητούσε μόνο την επιμέλεια των τέκνων τους και την καταβολή διατροφής αυτών (και όχι και της ίδιας) και έτσι δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των λόγων διακοπής της συμβίωσης τους. Σε κάθε περίπτωση δεν επικαλείται όψιμα τα ως άνω, σε βάρος του εναγομένου, περιστατικά, όπως υποστηρίζει ο τελευταίος, καθόσον αυτή, κατά τα παραπάνω, την 1/4/2005 με τη διακοπή, δηλαδή, της συμβίωσης τους, επισκέφθηκε το Αστ. Τμήμα Στυλίδας, όπου και δήλωσε τη βίαιη απώθηση της από τον εναγόμενο και την απαίτηση του να αποχωρήσει από τη συζυγική οικία. Επομένως, δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός (ένσταση) του εναγομένου ότι η ενάγουσα δικαιούται ελαττωμένης μόνο διατροφής (αρθ. 1391 εδ. β΄ του ΑΚ), όπως τον ισχυρισμό του πρότεινε, επικουρικά, παραδεκτά πρωτόδικα (αρθρ. 262 παρ. 1, 591 παρ. ιγ΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 2/2005). Έτσι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε την ίδια, κρίνοντας με την αυτή αιτιολογία ότι η ενάγουσα από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και ότι, απορρίπτοντας κατ` ουσία την ως άνω ένσταση (της ελαττωμένης διατροφής), η τελευταία (ενάγουσα) δικαιούται, κατ` αρχήν, να αξιώσει πλήρη διατροφή σε χρήμα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Δεν έσφαλε, λοιπόν και γι` αυτό ο συναφής (πρώτος, υπό στοιχ. Δικ. 2.1.2.1) λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο, υποστηρίζοντας τα αντίθετα, επαναφέρει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια, όπως παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι τα δύο ανήλικα τέκνα, μαθητές ήδη Δημοτικού Σχολείου, δεν έχουν περιουσία και εισοδήματα και φυσικά, λόγω της ηλικίας τους, δεν μπορούν να εργαστούν. Συνεπώς, δεν μπορούν να διατραφούν μόνα τους και δικαιούνται, κατ` αρχήν, να αξιώσουν διατροφή από τον εναγόμενο πατέρα τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να στραφούν και κατά των δύο γονέων τους (βλ. ΑΠ 687/2004, ΕφΘεσ. 683/2004 Αρμ. 2005-1583).- Η ενάγουσα είναι μεν πτυχιούχος ΤΕΙ (φυσικοθεραπεύτρια), πλην όμως δεν απασχολήθηκε μέχρι τώρα με αυτή την ειδικότητα. Από το έτος 2004 εργάστηκε, όπως αναφέρθηκε, ως υπάλληλος στο πρατήριο υγρών καυσίμων της θείας της ...... , στη Στυλίδα. Στο ίδιο πρατήριο εργαζόταν και κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής της (Μάιο 2006) και μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2006. Κατά το διάστημα αυτό λάμβανε μηνιαίως, με συνυπολογισμό των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας (βλ. ΑΠ 826/1996 ΕλΔ/νη 1997-1077) το καθαρό ποσό των 650 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 11/12/2006 μέχρι 10/12/2007 λάμβανε μηνιαίως, ως επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, το καθαρό ποσό των 395,14 ευρώ (βλ. τη σχετική βεβαίωση του ΟΑΕΔ). Από την 1/11/2007 απασχολείται στο Δήμο Στυλίδας με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και δη διάρκειας μέχρι 30-4- 2009, με μηνιαίες (καθαρές) αποδοχές ύψους 496 ευρώ, μαζί με τα δώρα και το επίδομα αδείας (βλ. την από 4-3-2008 βεβαίωση του δημάρχου του ως άνω Δήμου). Ωστόσο, η ενάγουσα είναι νέα (γεννήθηκε το έτος 1969), υγιής και είχε και έχει τη δυνατότητα, απασχολούμενη ως φυσικοθεραπεύτρια (κυρίως) ή σε άλλη θέση εργασίας, να έχει μόνιμη εργασία (κατά το προηγούμενο, ως άνω διάστημα, που δεν είχε ή και καθ` όλη την ένδικη περίοδο) ή να συμπληρώνει το εισόδημα της. Έστω δε και αν έχει και την επιμέλεια των τέκνων της, είχε τη δυνατότητα για εργασία, όπως προκύπτει και από την προηγούμενη απασχόληση της (2004-2006) σε χρόνο που τα τέκνα της είχαν μικρότερη ηλικία. Έτσι, η ενάγουσα από την εργασία της, κύρια ή συμπληρωματική, όπως, με βάση τα παραπάνω, είχε (και έχει) υποχρέωση να αναζητήσει (βλ. Εφ Λαρ. 61/2007 Δικογραφία 2007-232, ΕφΑθ. 951/2004 ΕλΔ/νη 2005-199, ΕφΑθ. 2218/1996 Αρμ 1997-361) και μπορούσε (και μπορεί) να εξασφαλίσει συνολικά (είτε κύρια είτε και συμπληρωματικά) εισόδημα 700 ευρώ το μήνα, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος με επίκληση, με την έφεση του, όχι μόνο γεγονότων που επικαλέστηκε πρωτόδικα, αλλά και εκείνων που γεννήθηκαν (σε σχέση με την εργασία και τις αποδοχές της ενάγουσας ή και του ίδιου) μετά την πρωτόδικη συζήτηση (αρθρ. 269 παρ. 1, 2β΄, 527 περ. 2, 3 του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 2070/2007 οπ, ΑΠ 900/2005 ΕλΔ/νη 2005-1077, ΕφΠειρ. 155/2004 ΕλΔ/νη 2005- 1518). Άλλα εισοδήματα δεν έχει η ενάγουσα. Έχει δε την ψιλή κυριότητα ενός κατ/τος 90τ.μ. στη Λαμία (βλ. και τις προτάσεις της ενάγουσας), χωρίς όμως απ` αυτό να έχει πρόσοδο αφού οι γονείς της, που έχουν την επικαρπία αυτού, εισπράττουν τα μισθώματα. Άλλη περιουσία δε έχει. Διαμένει (από την αρχή της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης) μαζί με τα τέκνα της σε οικία, όπως αναφέρθηκε, των γονέων της, στη Νέα Μαγνησία Λαμίας. Μαζί τους διαμένουν και οι γονείς της. Η οικία των γονέων της εξυπηρετεί τις οικογενειακές ανάγκες της. Δεν προκύπτει με πειστικότητα κάτι το διαφορετικό. Έτσι δεν απαιτείται, προς το παρόν τουλάχιστον, η μίσθωση νέας κατοικίας. Δεν επιβαρύνεται, έτσι, με ενοίκιο και δεν συμμετέχει στις κοινόχρηστες δαπάνες. Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζει και η ίδια ή οι μάρτυρες της με πειστικότητα. Είναι ιδιοκτήτρια ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου (SEAT LEON), που αγόρασε το έτος 2005 (μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης) αντί τιμήματος 15.290 ευρώ (βλ. το ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης). Η αγορά του ήταν αναγκαία για τις μετακινήσεις της ίδιας και των τέκνων της, ενώ για την αποπληρωμή του τιμήματος θα καταβάλει μηνιαίως 159,27 ευρώ μέχρι τις 19-8-2009 (βλ. σχετικό παραστατικό). Το ποσό αυτό δεν αφαιρείται από το εισόδημα της, γιατί με την καταβολή του αποκτά περιουσιακό στοιχείο. Ακόμη, η ενάγουσα καταβάλει το ποσό των 493,52 ευρώ ετησίως (και μηνιαίως 41,10 ευρώ) για αναγκαία όπως κρίνεται, ιδιωτική ασφάλισης ζωής της (βλ. την από 25-1-2007 βεβαίωση της ασφαλιστικής εταιρείας σε «...»). Τέλος, η ενάγουσα το Μάρτιο του έτους 2006, για την αντιμετώπιση, δικαιολογημένων, οικογενειακών υποχρεώσεων της, έλαβε από την τράπεζα ... προσωπικό δάνειο 6.000 ευρώ. Για την αποπληρωμή αυτού θα καταβάλλει μηνιαία δόση 192,20 ευρώ μέχρι τις 8-3-2009 (βλ. σχετικό πίνακα δόσεων). Τα πιο πάνω ποσά των δόσεων (ασφάλισης και δανείου) συνεκτιμώντας ως βιοτική της ανάγκη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι δάσκαλος, διορισμένος από ετών σε οργανική θέση δημόσιου δημοτικού σχολείου. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, όπως προκύπτει από τη συνεκτίμηση των βεβαιώσεων αποδοχών και των εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, ανέρχονται κατά την ένδικη περίοδο στο ποσό, μαζί με τα δώρα και το επίδομα αδείας, των 1.600 ευρώ κατά μέσο όρο, κατά την κρίσιμη περίοδο. Άλλα εισοδήματα δεν αποδείχθηκε ότι έχει για το χρονικό διάστημα μετά την έγερση της αγωγής (Μάιο 2006). Δεν αποδείχθηκε ότι παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, ή ότι συνέχισε να απασχολείται ως ελεύθερος συνεργάτης της εταιρείας σταθερής τηλεφωνίας -.......... , όπως πράγματι απασχολήθηκε το προηγούμενο έτος 2005. δεν προσκομίζεται βεβαίωση της εταιρίας αυτής ή και άλλης για επί πλέον εισοδήματα του. Είναι, περαιτέρω, ιδιοκτήτης ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου (SEAT IBIZA) που αγόρασε το έτος 2005 (μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης) αντί 13.650 ευρώ. Για την αποπληρωμή του τιμήματος του θα καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 113,50 ευρώ μέχρι τις 8/9/2010 (βλ. την άδεια κυκλοφορίας του και το ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης), χωρίς όμως το ποσό αυτό να αφαιρείται από το εισόδημα του, γιατί με την καταβολή του αποκτά περιουσιακό στοιχείο (βλ. Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, Αστ. Κωδ. Αρθρ. 1487, αριθμ. 41). Αλλη περιουσία δεν έχει. Διαμένει δε σε μισθωμένη οικία στη Λαμία και καταβάλει από το 2006 και εφεξής μηνιαίο μίσθωμα 300 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα από 6-10-2006 και 1-8- 2008 μισθωτήρια). Επιβαρύνεται επίσης με κοινόχρηστες δαπάνες (ΔΕΗ, ύδρευσης, πετρελαίου θέρμανσης, καθαριότητας) ύψους 150 ευρώ μηνιαίως, αλλά και με δαπάνες τηλεφώνου (κινητού και σταθερού) ποσού 40 ευρώ μηνιαίως, το οποίο και κρίνεται αναγκαίο για την επικοινωνία του με τα τέκνα του ή για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του. Ακόμη καταβάλει για ασφάλεια ζωής κ.λ.π. των δύο τέκνων του 753,03 ευρώ ετησίως (= 62,75 ευρώ το μήνα), όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις της εταιρίας «.....». Τα παραπάνω ποσά, όπως και εκείνα των 168 ευρώ και 340 ευρώ ετησίως, αντίστοιχα, για τέλη κυκλοφορίας και ασφάλιστρα του αυτοκινήτου, δεν αφαιρούνται από το εισόδημα του εναγομένου, αλλά απλώς συνεκτιμώνται ως επί πλέον βιοτικές ανάγκες του (βλ. ΕφΘεσ. 1896/1999 Αρμ 1999-1062, ΕφΘεσ. 873/1989 ΕλΔ/νη 1989-1016, Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, Αστ. Κωδ., άρθρ. 1487, αριθμ. 40-44). Τέλος, ο εναγόμενος το Μάρτιο του έτους 2008 έλαβε, από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων, δάνειο 5.000 ευρώ. Για την αποπληρωμή αυτού θα καταβάλλει μηνιαία δόση 147,62 ευρώ (γίνεται παρακράτηση από το μισθό του). Το δάνειο αυτό το έλαβε σε πλήρη εξόφληση προηγουμένου δανείου, αντίστοιχου ποσού, που έλαβε από την τράπεζα ......... (βλ. σχετικά παραστατικά του παραπάνω Ταμείου και της Τράπεζας). Το δάνειο κρίνεται ότι το έλαβε πράγματι για να ανταποκριθεί στις άμεσες υποχρεώσεις του (ληξιπρόθεσμες) από την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης (για καταβολή της επιδικαζόμενης διατροφής). Έτσι ως τέτοιο (το δάνειο) ήταν απαραίτητο και η μηνιαία δόση του συνεκτιμάται ως επί πλέον βιοτική ανάγκη του (βλ. και Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, ο.π., αρθρ. 1487, αριθμ. 41-44). Αντίθετα το επί πλέον δάνειο των 3.000 ευρώ που έλαβε από την τράπεζα Κύπρου το ίδιο, ως άνω, διάστημα (2008) δεν κρίνεται απαραίτητο, δεν είναι ανάλογο των εν γένει υποχρεώσεων και δεν δικαιολογείται με πειστικότητα η λήψη του για την αντιμετώπιση οικογενειακών υποχρεώσεων του. Ως εκ τούτου δεν αφαιρείται από το εισόδημά του αλλά και δεν συνεκτιμάται ως επί πλέον βιοτική ανάγκη του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα δύο τέκνα (η ....) ήταν, κατά το κρίσιμο χρόνο της εγέρσεως της αγωγής (Μάιος 2006), ηλικίας 7 ετών και 5 ετών, αντίστοιχα. Ήταν τότε και στη συνέχεια μαθητές Δημοτικού Σχολείου, αντίστοιχα, και η ενάγουσα από το έτος 2006 καταβάλει για μαθήματα Αγγλικών και πιάνου της .... τα ποσά των 80 ευρώ και 15 ευρώ αντίστοιχα. Και κατά τα επόμενα έτη της ένδικης περιόδου θα δαπανά τουλάχιστον τα ίδια ποσά για ιδιαίτερα μαθήματα γλώσσας και πιάνου. Οι υπόλοιπες δαπάνες της ενάγουσας, σύμφωνα με τα παραπάνω, για την εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανηλίκων είναι οι συνηθισμένες τέκνων ίδιας ηλικίας με αυτά, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται με πειστικότητα, ούτε άλλωστε προκύπτει, επί πλέον ιδιαίτερες δαπάνες (ΑΠ 1801/1985 ΕΕΝ 53-663 Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, ο.π., αρθρ. 1493, αριθμ. 89). Με βάση τις παραπάνω αναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων γονέων των ανηλίκων τέκνων και τις εν γένει περιστάσεις η κατά μήνα διατροφή τους, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 838/1995 ΕλΔδ/νη 1997- 577), προσδιορίζεται στα ποσά των 300 ευρώ, για την Ευαγγελία και των 250 ευρώ, για τη Ζωή. Τα ποσά αυτά είναι ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από την κοινή πείρα (ΑΠ 838/1995 ο.π.) και τις συνθήκες ζωής τους (αρθ. 1493 του ΑΚ) που αναφέρθηκαν παραπάνω και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, συντήρηση και την εν γένει εκπαίδευση τους (αρθ. 1493 εδ. β΄ του ΑΚ).- Στα ποσά αυτά συνυπολογίζεται και η προσωπική εργασία που προσφέρει η ενάγουσα μητέρα τους για την περιποίηση και φροντίδα αυτών, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα (ΑΠ 397/1993 ο.π., ΕφΑθ. 10762/1997 ΕλΔ/νη 1998-1354). Με τη διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων βαρύνονται και οι δύο γονείς τους, ο καθένας ανάλογα με τις ως άνω δυνάμεις τους (εισοδήματα ή περιουσία και υποχρεώσεις τους), κατά τη βάσιμη ουσιαστικά κατά ένα μέρος ένσταση συνεισφοράς στη διατροφή τους και της ενάγουσας (αρθρ. 1389, 1390, 1485 επ., και 1489 εδ. β΄ του ΑΚ), όπως παραδεκτά πρότεινε πρωτόδικα ο εναγόμενος (αρθρ. 262 παρ. 1, 591 παρ. 1γ΄ του ΚΠολΔ) και σε κάθε περίπτωση επαναφέρει ή και προτείνει τώρα προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας (αρθρ. 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ). Για τον προσδιορισμό της αναλογίας που βαρύνει τον εναγόμενο πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας κάθε γονέα στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω η αναλογία που βαρύνει τον μεν εναγόμενο ανέρχεται στο ποσό των 233 ευρώ, για την .... και των 194 ευρώ, για τη .. , τη δε ενάγουσα στα ποσά (υπόλοιπα) των 67 ευρώ και 56 ευρώ, αντίστοιχα. Η ενάγουσα τα πιο πάνω ποσά τα καλύπτει με τις προσωπικές υπηρεσίες της (ΑΠ 377/1993), που αποτιμώμενες σε χρήμα (ΑΠ 373/1993), ανέρχονται στο παραπάνω ύψος. Ο εναγόμενος μπορεί δε να καταβάλει τα ως άνω ποσά, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, δεδομένου ότι από το νόμο δεν έχει υποχρέωση να διατρέφει άλλα πρόσωπα. Γι` αυτό και η ένσταση του εναγομένου (για διακινδύνευση της δικής του διατροφής), που είναι νόμιμη, γιατί επικαλείται ότι τα τέκνα του μπορούν να στραφούν εναντίον της υπόχρεης μητέρας τους (αρθρ. 1487 εδ. β΄ του ΑΚ, βλ. ΑΠ 676/2000 ΕλΔ/νη 2000-597 ΕφΘεσ.1439/2005) την οποία παραδεκτά προτείνει προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας (αρθρ. 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά συνέπεια η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τα ίδια και έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, επιδίκασε τα ίδια ποσά ως διατροφή των ανηλίκων, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Δεν έσφαλε και γι` αυτό, μετά την παράθεση των ορθών αιτιολογιών χωρίς εξαφάνιση της εκκαλούμενης (αρθρ. 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι αντίθετοι λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους παραπονείται για το ως άνω ύψος των ποσών διατροφής των ανηλίκων που επιδικάστηκαν, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τέλος, με βάση τις παραπάνω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις ανάγκες της ενάγουσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από τις συνθήκες της ζωής της, στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο, αλλά και από τις νέες ανάγκες της, που προέκυψαν μετά τη διακοπή της και συνεπεία της χωριστής διαβίωσης, η ενάγουσα, που, κατά τα παραπάνω, από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση, ως έχουσα μικρότερα (όπως προσδιορίστηκαν) εισοδήματα από τον εναγόμενο σύζυγο της, δικαιούται διατροφής απ` αυτόν. Η διατροφή αυτή προσδιορίζεται στο ποσό των 170 ευρώ, το οποίο και αποτελεί την αναλογία, που ο εναγόμενος θα ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει για τη διατροφή της στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια και, έστω με διάφορη αιτιολογία, προσδιόρισε τη διατροφή της ενάγουσας στο παραπάνω ποσό μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου (βλ. ΕφΠειρ. 155/2004 ΕλΔ/νη 2005-1518), ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι` αυτό και οι συναφείς λόγοι τόσο της έφεσης της ενάγουσας όσο και του εναγομένου με τους οποίους, ο καθένας από την πλευρά του, παραπονείται για το ύψος της διατροφής αυτής που επιδικάστηκε, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατά συνέπεια τούτων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα πρέπει και οι δύο εφέσεις να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες στο σύνολό τους. Τέλος, ο εκκαλών κάθε έφεσης πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αντιστοιχού εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο σχετικό αίτημα τους (αρθρ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζονται κατ` αντιμωλία των διαδίκων. Συνεκδικάζει τις δύο, από 6-5-2008 (της ......) και 25-2-2008 (του ........), εφέσεις κατά της υπ` αριθ. 52/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (διαδικασία διαφορών από διατροφή συζύγου και τέκνων). Δέχεται αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ` ουσία. Καταδικάζει τον εκκαλούντα κάθε έφεσης στα δικαστικά έξοδα του αντίστοιχου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού, τα οποία, για κάθε έφεση, ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Β. Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 1439/2005. Περίληψη: Διατροφή ανηλίκου τέκνου. Σχέση μεταξύ των ισχυρισμών διακινδύνευσης και συνεισφοράς. Για τη νομική θεμελίωση ιχυρισμού καταχρηστικής ασκήσεως του διατροφικού δικαιώματος απαιτούνται πρόσθετα περιστατικά, επί πλέον εκείνων που αναφέρονται στο συσχετισμό των οικονομικών δυνάμεων των γονέων ή τη διακινδύνευση της ιδίας διατροφής του εναγομένου. Μεταρρυθμίζει την 14595/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
[...] 1. Η από 21-9-2004 έφεση στρέφεται κατά της 14595/2004 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 5-2-2004 αγωγή της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος, με αντικείμενο την επιδίκαση διατροφής ανηλίκου τέκνου. Η έφεση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και με τη συνδρομή των υπολοίπων, νομίμων προϋποθέσεων (ΚΠολΔ 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, σύμφωνα με τους ορισμούς της ίδιας διαδικασίας, ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με τους οποίους ο εκκαλών παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. 2. Από όλα τα νομίμως και με επίκληση (βλ. τις προ τάσεις των διαδίκων) προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται στο ταυτάριθμο με την εκκαλουμένη πρακτικό συνεδριάσεως αυτού, από την ένορκη βεβαίωση που δόθηκε ύστερα από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες (ΚΠολΔ 671 παρ. 1, βλ. την 4483/3-3-2005 έκθεση επιδόσεως του Τρ. Τεξακαλίδη, δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και την 262/9-3-2005 έκθεση του Ειρηνοδίκη Λάρισας), από όλα τα έγγραφα και από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται παρακάτω, αποδεικνύονται τα εξής: Οι διάδικοι τέλεσαν αρχικώς πολιτικό γάμο στη Λάρισα [15-8-1992] και κατόπιν θρησκευτικό γάμο στην ........ Σερρών [8-1-1994]. Απέκτησαν ένα τέκνο, την ..........., που γεννήθηκε την 28-7-1993. Η έγγαμη συμβίωση διασπάσθηκε την 16-1-1995 και το διαζύγιό τους απαγγέλθηκε με την 38/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που έχει καταστεί αμετάκλητη. Η ενάγουσα [μη δικαιούχος διάδικος] με το ανήλικο τέκνο κατοικούν στη Θεσσαλονίκη, σε ιδιόκτητο διαμέρισμα. Ο εναγόμενος διαμένει σε ιδιόκτητη μονοκατοικία, στη ............ Λάρισας. Εχει τελέσει νέο γάμο, από τον οποίο έχει αποκτήσει δεύτερο τέκνο (όλα αυτά συνομολογούνται). Ο εναγόμενος απασχολείται ως μισθωτός σε επιχείρηση γύψινων κατασκευών, από την οποία έχει καθαρές, μηνιαίες αποδοχές περίπου 1.050 ευρώ, με συνυπολογισμό της αναλογίας των νομίμων επιδομάτων εορτών και αδείας. Δεν αποδεικνύεται ότι ασκεί, πέραν της ως άνω, ελεύθερη και ομοειδή επαγγελματική δραστηριότητα, διότι αυτό απαγορεύεται από τον εργοδότη του. Εκτός από τη μονοκατοικία που αναφέρθηκε, δεν έχει άλλη ακίνητη περιουσία. Εχει, όμως, ένα μέτριας αξίας αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως. Οι μηνιαίες, οικονομικές δυνάμεις του, με συνυπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος από την ιδιοκατοίκηση, είναι περίπου 1.200 ευρώ. Κατά τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας (καρδιοπάθεια, βουβωνοκήλη). Εχει πρόσθετες, διατροφικές υποχρεώσεις απέναντι στη δεύτερη σύζυγό του και το τέκνο που απέκτησε με αυτήν. Επιβαρύνεται, τέλος, με στεγαστικό δάνειο, το οποίο χρησιμοποίησε για την ανακαίνιση της κατοικίας του. Η ενάγουσα απασχολείται κατά διαστήματα [περίπου τέσσερις μήνες το χρόνο] ως εργάτρια σε βιοτεχνίες, με καθαρές, μηνιαίες αποδοχές περίπου 630 ευρώ. Οταν είναι άνεργη, παίρνει το σχετικό επίδομα από τον ΟΑΕΔ, που είναι περίπου 330 ευρώ, μηνιαίως. Κατά μέσο όρο, τα έσοδά της είναι περίπου 450 ευρώ το μήνα. Εκτός από το διαμέρισμα που αναφέρθηκε, δεν έχει άλλη ακίνητη περιουσία. Εχει και αυτή ένα μέτριας αξίας αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως. Οι μηνιαίες οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας, με συνυπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος από την ιδιοκατοίκηση και της χρηματικής αποτίμησης των οικιακών φροντίδων που παρέχει στο τέκνο, είναι περίπου 700 ευρώ. 3. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου ασκείται από την ενάγουσα, ύστερα από την 791/ 19-1-1996 απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου της πόλης ................ του Βελγίου, που έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα (αυτό συνομολογείται). Κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η .................. [δικαιούχος διάδικος] είχε ηλικία περίπου 11 ετών. Αυτή διαμένει στην κατοικία της μητέρας της, η οποία φροντίζει για την ικανοποίηση όλων των αναγκών της. Κατά τη διετία, για την οποία ζητείται διατροφή, θα πηγαίνει στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου και θα παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής γλώσσας. Κατά τα λοιπά, έχει τις συνηθισμένες ανάγκες των συνομηλίκων της. Το χρηματικό ποσό που απαιτείται, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής με χωριστή διαβίωση των γονέων και σύμφωνα με την οικονομική τους κατάσταση, για την τροφή, την ένδυση, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την εκπαίδευση, την περίθαλψη και την ψυχαγωγία της, είναι περίπου 450 ευρώ, μηνιαίως. Η ....... δεν έχει προσωπικά εισοδήματα ούτε περιουσία. Κατά συνέπεια, δικαιούται διατροφή έναντι των γονέων της. Στο παρελθόν, ο πατέρας της είχε υποχρεωθεί να πληρώνει 60.000 δραχμές μηνιαίως (με την απόφαση ΜονΠρωτΘεσ 13758/00) και, κατόπιν, 200 ευρώ μηνιαίως (με την απόφαση ΜονΠρωτΘεσ 10388/02). Από το ποσό που εκφράζει τις διατροφικές ανάγκες της δικαιούχου για το επίδικο χρονικό διάστημα, ο εναγόμενος, ανάλογα προς τις δυνάμεις του σε σχέση με τις δυνάμεις αμφοτέρων των γονέων, θα πρέπει να καταβάλλει 250 ευρώ, μηνιαίως. Το υπόλοιπο μέρος μπορεί και πρέπει να το συνεισφέρει η ενάγουσα, με παροχές σε είδος ή χρήμα, ανάλογα προς τις δικές της δυνάμεις, πράγμα το οποίο πραγματοποιεί ήδη, όπως ομολογεί στην αγωγή, όπου προαφαιρεί τη δική της συνεισφορά (την οποία, βέβαια, αποτιμά σε μικρότερο ποσό). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου το ποσό των 300 ευρώ, αξιολόγησε εσφαλμένως το αποδεικτικό υλικό που είχε τεθεί στην κρίση του. Επομένως, οι πρώτος, τρίτος και πέμπτος λόγοι της εφέσεως του εναγομένου είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Το Δικαστήριο αυτό, κρατώντας την υπόθεση, πρέπει να δικάσει εκ νέου την αγωγή (ΚΠολΔ 535 παρ. 1). 4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1390 εδ. α`, 1487 και 1489 παρ. 2 συνάγεται ότι η διατροφή των τέκνων αποτελεί υποχρέωση των γονέων και είναι ανάλογη προς τις δυνάμεις τους. Ειδικότερα, ο γονέας που ενάγεται για τη διατροφή ανηλίκου τέκνου δεν μπορεί να προβάλει, κατ` αρχήν, την ένσταση διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής, εκτός αν επικαλεσθεί ότι το τέκνο μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υποχρέου ή ότι μπορεί να διατραφεί από την περιουσία του (βλ. ΑΠ 676/00 [Θ. Λαφαζάνος] ΕλλΔνη 41 [2000].1597), την οποία στην περίπτωση αυτή οφείλει να αναλώσει (κατ` εξαίρεση προς τον κανόνα της ΑΚ 1486 παρ. 2, βλ. Ανδρουλιδάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 1487 αρ. 47 και 58). Ως άλλος υπόχρεος νοείται και ο άλλος γονέας, προς τον οποίο μπορεί ο εναγόμενος να παραπέμψει το ανήλικο τέκνο, προκειμένου να αναζητηθεί από εκείνον το μέρος της διατροφής που δεν μπορεί να πληρώνει ο εναγόμενος χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή (βλ. Ανδρουλιδάκη, ό.π., άρθρο 1487 αρ. 51). Σε αναφορά προς τον άλλο γονέα, όμως, υφίσταται και λειτουργεί υπέρ του εναγομένου και η ένσταση συνεισφοράς. Η ένσταση διακινδύνευσης είναι ανεξάρτητη από την ένσταση συνεισφοράς του άλλου γονέα στη διατροφή του τέκνου. Ετσι, εάν, μετά την προβολή ένστασης συνεισφοράς και τον [κατόπιν αυτής] υπολογισμό του ποσοστού συμμετοχής εκάστου γονέα στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου, προκύπτει ότι ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να καταβάλλει το ποσό συμμετοχής του χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, τότε είναι δυνατό με την προβολή της ενστάσεως διακινδύνευσης και με την προϋπόθεση ότι ο άλλος γονέας είναι σε θέση να πληρώνει το σύνολο της οφειλόμενης διατροφής, να απαλλαγεί πλήρως ο εναγόμενος από τη δική του υποχρέωση (βλ. Ανδρουλιδάκη, ό.π., άρθρο 1487 αρ. 55 επ., ΕφΑθ 5089/96 [A. Λίτινα] Αρμ ΝΒ[1998].562, ΕφΘεσ 3172/04 [Χ. Κοσμίδης] ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος προέβαλε τον ισχυρισμό διακινδύνευσης της δικής του διατροφής σε περίπτωση που θα υποχρεωθεί να πληρώνει στην κόρη του το ποσό που ζητείται με την αγωγή (450 ευρώ μηνιαίως), το οποίο, πάντως, είναι σε θέση να καταβάλλει η μητέρα της. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος. Ελέγχεται, όμως, ως ουσιαστικώς αβάσιμος, αφού οι μηνιαίες, οικονομικές δυνάμεις του εναγομένου, σε συνδυασμό με όλες τις υποχρεώσεις αυτού, όπως παρατίθενται σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας (βλ. παραπάνω, αρ. 2), επαρκούν για την αντιμετώπιση τόσο της προσωπικής του δια τροφής όσο και αυτής της νέας συζύγου του, του τέκνου που απέκτησε με αυτήν και της ανήλικης θυγατέρας του από τον πρώτο γάμο, στην αναλογία που θεωρείται ορθή από το παρόν Δικαστήριο (250 ευρώ μηνιαίως). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση [αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα, ΚΠολΔ 534] δέχθηκε τα ίδια, εφάρμοσε ορθώς τις ως άνω διατάξεις και εκτίμησε προσηκόντως το αποδεικτικό υλικό που είχε τεθεί στην κρίση του. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρεται ο ισχυρισμός διακινδυνεύσεως της ιδίας διατροφής του εναγομένου, είναι αβάσιμος. 5. Η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (ΑΚ 281) είναι δυνατό να προβληθεί και κατά της αγωγής διατροφής. Για τη θεμελίωσή της, όμως, απαιτείται η προβολή ιδιαίτερων περιστατικών, τα οποία, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καταδεικνύουν προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος διατροφής, κατά την άσκησή του από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου. Εν προκειμένω, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος είχε ισχυρισθεί ότι η άσκηση του διατροφικού δικαιώματος της ανήλικης θυγατέρας του γίνεται καταχρηστικώς. Για τη θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού, δεν επικαλείται κανένα περιστατικό, επί πλέον εκείνων τα οποία αναφέρονται παραπάνω με σκοπό τον περιορισμό της δικής του υποχρέωσης και την αύξηση της αναλογίας της πρώην συζύγου του, ως προς τη διατροφή του κοινού τέκνου και τα οποία αξιολογούνται αυτοτελώς στην οικεία θέση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ισχυρισμός του εναγομένου είναι μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση τον απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμο, δεν έσφαλε κατ` αποτέλεσμα. Επομένως, με αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας (ΚΠολΔ 534), ο τέταρτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρεται ο ισχυρισμός καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος διατροφής της ανήλικης θυγατέρας, είναι αβάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να επιδικασθεί στην ενάγουσα, με την ιδιότητα που παρίσταται, το ποσό των 250 ευρώ, μηνιαίως, ως διατροφή σε χρήμα για το κοινό ανήλικο τέκνο των διαδίκων, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης. Ο εναγόμενος, που ηττάται κατά το μεγαλύτερο μέρος, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή αναλόγου μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και το ποσό που έχει προκαταβληθεί και που πρέπει να αφαιρεθεί κατά την εκτέλεση (ΚΠολΔ 174 παρ. 4, 176, 183, 191 παρ. 2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση του εναγομένου κατά της 14595/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ εκ νέου κατ` ουσίαν. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως νόμιμη αντιπρόσωπο του κοινού, ανηλίκου τέκνου, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, μηνιαίως, ως χρηματική διατροφή για το χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, στην αρχή κάθε μήνα και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο να πληρώσει στην ενάγουσα πεντακόσια (500) ευρώ, για μέρος από τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Γ. Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 676/2000. Περίληψη: Διατροφή του ενός συζύγου προς τον άλλον συνεπεία διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης. Αυτή αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες. Διατροφή τέκνων. Σε αγωγή διατροφής ανηλίκου κατά γονέα, ο τελευταίος δεν μπορεί να προτείνει παραδεκτά την ένσταση της διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, εκτός αν αποδείξει ότι το τέκνο μπορεί να διατραφεί από άλλη πηγή. Η συγκεκριμένη υποχρέωση διατροφής βαρύνει τους γονείς του τέκνου. Κρίνεται αβάσιμης ο αναιρετικός λόγος περί παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου αναφορικά με τη διατροφή συζύγου, επειδή δεν ελήφθη υπόψη ο ισχυρισμός του υποχρέου σε διατροφή της διακινδύνευσης της δικής του διατροφής. Επίσης ο ίδιος λόγος αναιρέσεως αναφορικά με τη διατροφή ανηλίκων τέκνων είναι απαράδεκτος, γιατί δεν αναφέρει τη διακινδύνευση της δικής του διατροφής αφενός και την άλλη πηγή διατροφής αυτών. Ο αναιρετικός λόγος που πλήττει την κρίση της αναιρεσίβλητης απόφασης αναφορικά με την επιδίκαση του ύψους των εισοδημάτων του υποχρέου σε διατροφή είναι απαράδεκτος γιατί αναφέρεται σε ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης. Κρίνεται αβάσιμος ο αναιρετικός λόγος που πλήττει την αναιρεσίβλητη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη του όλα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης επειδή δεν ποιείται μνεία χωριστά για το καθένα. Αρκεί και έμμεση αναφορά σ` αυτά που προκύπτει η λήψη υπόψη τους από το δικανικό συλλογισμό της απόφασης. Επίσης είναι ο αβάσιμος ο αναιρετικός λόγος περί αντιφατικών αιτιολογιών της αναιρεσίβλητης απόφασης που καθόρισε το ύψος της μηνιαίας διατροφής υπέρ των ανηλίκων τέκνων αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων κάθε γονέα. Ο συγκεκριμένος επιμερισμός δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ο προσδιορισμός των χρονικών ορίων του δικαιώματος επικοινωνίας, του πατέρα μετά τα τέκνα του γίνεται αναλόγως του ελεύθερου χρόνου που διαθέτουν αυτά, αφαιρεθέντος του χρόνου που απαιτείται για τη σχολική και φροντιστηριακή του εκπαίδευση.
[...] Επειδή, όπως προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως με αριθμό 9359/12-11-1999 της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Αγγελικής Κωνσταντινίδου, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσειων, επιδόθηκε, με επιμέλειά του, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξεις κατάθεσης, ορισμού τμήματος και δικασίμου και εγγραφής στο πινάκιο, καθώς και κλήση προς την αναιρεσίβλητη για να παρασταθεί στη συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 15-12-1999, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας. Επομένως, αφού η αναιρεσίβλητη κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, παρότι δεν εμφανίστηκε, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση, με την κανονική σειρά του πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην και να προχωρήσει η συζήτηση, σαν να ήταν παρούσα ( άρθρο 576 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.) Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1391 ΑΚ, όσο υπάρχει γάμος, έστω κι αν έχει διασπαστεί η έγγαμη συμβίωση, η διατροφή που οφείλεται από τον ένα σύζυγο στον άλλον, είναι συνέπεια της υποχρέωσης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες (Ολ.ΑΠ 9/1991). Επομένως η διατροφή αυτή δεν εξομοιώνεται με τη διατροφή από το νόμο, η οποία ρυθμίζεται από τα άρθρα 1485 επ ΑΚ. Εξάλλου η διατροφή των τέκνων χαρακτηρίζεται, από τα άρθρα 1390 εδ. ?α και 1489 εδ. β? ΑΚ ως κατά υποχρέωση των γονέων και είναι ανάλογη με τις δυνάμεις τους. Ο γονέας που ενάγεται για την παροχή διατροφής στο ανήλικο τέκνο του δεν μπορεί να προβάλει την, από το άρθρο 1487 παρ. 2 ΑΚ προβλεπόμενη ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, εκτός αν επικαλεστεί, ότι το τέκνο μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου ή να διατραφεί από την περιουσία του. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, που έκρινε, ότι είναι υπόχρεος να καταβάλει διατροφή στην αναιρεσίβλητη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα τέκνα του δεν ερεύνησε, αν κινδυνεύει η δική του διατροφή και αν η σύζυγός του μπορεί να εξασφαλίσει διατροφή από τα εισοδήματά της και έτσι παραβίασε τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1487 (από παραδρομή μνημονεύεται στο αναιρετήριο το άρθρο 1478) και 1442 ΑΚ. ξμως η αιτίαση αυτή, σχετικά με τη διατροφή της συζύγου του, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον τα άρθρα αυτά, που αναφέρονται αντίστοιχα σε διατροφή από το νόμο και σε διατροφή πρώην συζύγου, δεν εφαρμόστηκαν από το Εφετείο, ούτε έπρεπε να εφαρμοστούν. Κατά συνέπεια ο ερευνώμενος λόγος, κατά το μέρος που αναφέρεται στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. και αφορά τη διατροφή της αναιρεσίβλητης, ως συζύγου, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, σχετικά με τη διατροφή των ανήλικων τέκνων, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, ως προς την αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 1487 ΑΚ είναι απαράδεκτος, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, αν ο αναιρεσείων είχε προβάλλει στο Εφετείο τον ισχυρισμό, ότι, καταβάλλοντας διατροφή στα τέκνα του, θα κινδυνεύσει η δική του διατροφή και ότι υπήρχε άλλος υπόχρεος, εναντίον του οποίου θα μπορούσαν να στραφούν τα ανήλικα, ενώ δεν υπάγεται η περίπτωση αυτή σε καμία από τις εξαιρέσεις της ίδιας παραγράφου (παράβαση, που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας ή σφάλμα που προκύπτει από την προσβαλλομένη ή ισχυρισμός που αφορά τη δημόσια τάξη). Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη, ως αποδεικτικά μέσα, τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα έγγραφα και τις ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισαν, με επίκληση, οι διάδικοι. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ως προς το μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 10 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή ότι το Εφετείο δέχτηκε, χωρίς απόδειξη, ως μισθό της αναιρεσίβλητης, το ποσό των δρχ. 201.500, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος, όπως συμπληρώνεται με τον πρώτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων, ως προς την αιτίαση, ότι το Εφετείο δέχτηκε, ως μισθό της αναιρεσίβλητης το πιο πάνω ποσό, αντί των δρχ. 250.000 και επιδίκασε διατροφή, με βάση εισοδήματά του δρχ 800.000 το μήνα, χωρίς να ερευνήσει το πραγματικό ύψος των εισοδημάτων του και χωρίς το ποσό αυτό να προκύπτει από έγγραφα, πλήττει την , ανέλεγκτη αναιρετικά κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., κρίση του Εφετείου για πραγματικά γεγονότα και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Επειδή, σχετικά με την επιδίκαση διατροφής στην αναιρεσίβλητη ατομικά ( ως σύζυγο), προβάλλεται, με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων, η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1477 και 1986 ΑΚ, τα οποία ορίζουν, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, ότι διατροφή δικαιούται όποιος δεν μπορεί να διαθρέψει τον εαυτό του και ότι ο σύζυγος δικαιούται μόνο τη στοιχειώδη διατροφή, που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του. Ο λόγος αυτός που αναφέρεται στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον τα εν λόγω άρθρα δεν έχουν το περιεχόμενο, που τους αποδίδει ο αναιρεσείων και, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, δεν τα εφάρμοσε το Εφετείο ούτε διέλαβε παραδοχή, ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται την κατά τα άρθρα 1492 εδ. 2 και 1495 στοιχειώδη διατροφή. Επομένως ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Επειδή, όπως συνάγεται από τα άρθρα, 335, 338 έως 340 και 346 Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, η δε παράβαση της υποχρεώσεώς του αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθμ.11 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και με τον έκτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμά του για το ύψος των εισοδημάτων των διαδίκων, δεν έλαβε υπόψη τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στην ΔΟΥ για τη φορολογία του εισοδήματος ατομικώς επιχείρησης, σε συνδυασμό με το ύψος των ετήσιου ?τζίρου? και του δηλούμενου ΦΠΑ και επομένως δεν υπολόγισε σωστά τις πραγματικές αποδοχές του. Από την προσθήκη των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου, με ημερομηνία 5-2-1996, προκύπτει, ότι είχε επικαλεστεί δύο εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1994 και 1995, από τα οποία προέκυπταν τα εισοδήματα, που είχε δηλώσει, για την ατομική του επιχείρηση. ?ξμως από την προσβαλλομένη προκύπτει, ότι το Εφετείο μνημόνευσε τη δήλωση του οικονομικού έτους 1994, που περιείχε εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες 12.285.342 δρχ. και από ελεύθερο επάγγελμα 778.636 δρχ. Στη δήλωση του οικονομικού έτους 1995 δεν αναφέρθηκε ειδικά το Εφετείο. Πλην όμως ο αναιρεσείων στις προτάσεις του αναφέρει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 11.113.578 δρχ. και από ελεύθερο επάγγελμα 647.639 δρχ. Εξάλλου από τη διατύπωση της προσβαλλομένης, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη ? τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα? χωρίς καμία εξαίρεση, προκύπτει, ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικό του πορίσματος, ότι ο αναιρεσείων, που έπαυσε, την 31-1-1995 να απασχολείται στην ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία INTERSCOPE AEE- ΙΑΤΡΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ, θα μπορούσε, αν ήθελε, ενόψει προϋπηρεσίας, ηλικίας και υγείας ν? απασχολείται σε παρόμοια θέση μ? εκείνη που κατείχε στην εν λόγω εταιρεία και να λαμβάνει τις ίδιες αποδοχές και τουλάχιστον 800.000 δρχ, συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και την πιο πάνω δήλωση του οικονομικού έτους 1995. Κατά συνέπεια οι ερευνώμενοι λόγοι αναιρέσεως, που αναφέρονται στην πιο πάνω πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ., πρέπει ν? απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, προβάλλεται αιτίαση, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην ίδια πλημμέλεια, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το σχετικό συμβόλαιο αγοράς, κατά το ? εξ αδιαιρέτου από κάθε διάδικο, ενός διαμερίσματος στη Νέα Σμύρνη (Ικονίου 38), το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία από την αναιρεσίβλητη και τα τέκνα τους και έτσι δεν υπολόγισε στο εισόδημά της δρχ. 50.000 το μήνα, λόγω ιδιοκατοίκησης. ξμως από τη γενική διαβεβαίωση του Εφετείου, που περιέχεται στην προσβαλλομένη ότι έλαβε υπόψη τα έγγραφα, που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι και από τις παραδοχές του ότι αυτοί είναι συγκύριοι του εν λόγω διαμερίσματος και ότι η αναιρεσίβλητη, που διαμένει σ? αυτό, με τα ανήλικα, δεν βαρύνεται με την καταβολή μισθώματα, προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και το συμβόλαιο αυτό, έστω και αν δεν το μνημονεύει, με τα προσδιοριστικά της ταυτότητάς του στοιχεία. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν με σαφήνεια, από το αιτιολογικό της, τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή για τη μη συνδρομή τους, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και, όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών, που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 30/1997 και 1/1999). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη, σχετικά με το ύψος των εισοδημάτων του, υπόχρεου σε καταβολή διατροφής, αναιρεσείοντος, τις εξής παραδοχές: ξτι αυτός, που είναι τεχνικός ηλεκτρονικός, εργαζόταν στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ?ΙΝΤΕRSCOPE AEE ΙΑΤΡΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ, ως τεχνικός-ηλεκτρονικός ιατρικών μηχανημάτων, από 21-11- 1991, με μηνιαίο μισθό, που ανήλθε, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, σε 280.000 δραχμές και ποσοστά επί των πωλήσεων, που πραγματοποιεί, που ανέρχονταν, τον ίδιο άνω χρόνο, σε 520.000 δραχμές μηνιαίως. Παράλληλα διατηρούσε ατομική επιχείρηση, με την επωνυμία ?RIO ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ?, επισκευής ιατρικών μηχανημάτων, στη Ν.Σμύρνη, μέχρι 19-12- 1994, και από αυτή την πρόσθετη απασχόλησή του εισέπραττε μηνιαίως τουλάχιστον 300.000 δραχμές. Στις 31-1-1995 έπαυσε να απασχολείται στην άνω εταιρεία και την επομένη (1-2-1995) προσλήφθηκε από την εταιρεία ?Α.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ MEDICALS Α.Ε.Ε. ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΑ ΕΙΔΗ με μηνιαίες αποδοχές 375.000 δραχμές, πλεον προμηθειών, που δεν ήταν λιγότερες των 400.000 δραχμών μηνιαίως, ως τεχνικός ηλεκτρονικός και απασχολήθηκε σ?αυτή με την επισκευή ιατρικών μηχανημάτων μέχρι 11-5-1995, που φέρεται, ότι έπαυσε ν?απασχολείται και σ?αυτή. ξτι και το μετέπειτα χρονικό διάστημα και μέχρι τη συζήτηση της έφεσης (Φεβρ. 1996) αλλά και μέχρι συμπλήρωσης της τότε ένδικης διετίας (Δεκεμ. 1996), λαμβανομένης υπόψη της εμπειρίας του, ως ηλεκτρονικού, ο οποίος δήλωσε στη φορολογική δήλωση οικονομικού έτους 1994, ότι κατά το έτος 1993 είχε εισοδήματα 12.285.342 δραχμές από μισθωτές υπηρεσίες και 778.636 από ελεύθερο επάγγελμα, της προϋπηρεσίας του, της ηλικίας του των 42 ετών και της άριστης κατάστασης της υγείας του, θα μπορούσε, ν?απασχολείται σε παρόμοια θέση μ' εκείνη την οποία κατείχε στην άνω εταιρεία INTERSOPE AEE ΙΑΤΡΙΚΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ και να λαμβάνει τις ίδιες πιο πάνω αποδοχές εκ δραχμών 800.000 μηνιαίως τουλάχιστον. Είναι συγκύριος κατά ποσοστό ? εξ αδιαιρέτου του ενός διαμερίσματος της Ν.Σμύρνης (άλλοτε συζυγική οικία) και συγκύριος κατά τα 20% εξαδιαιρέτου ενός οικοπέδου, μ.τ. 73, που βρίσκεται στην Καισαριανή Αττικής και στη οδό Βρυούλων αριθ.130, με δικαίωμα ανεγέρσεως δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου. Ακόμη είναι κύριος ενός Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, τύπου SEAT ΤOLEDO, που απέκτησε πρόσφατα (το έτος 1995), αφού πριν πώλησε ένα άλλο τύπου CITROEN GX. Διαμένει σε διαμέρισμα στον Κορυδαλλό, για το οποίο καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα 63.250 δραχμές, Εξάλλου, η αναιρεσίβλητη εργάζεται στον τομέα Οικονομικής Γεωλογίας και Γεωχημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές, με συνυπολογισμό των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, 201.500 δραχμές. Είναι κυρία ενός Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, τύπου LA LANTRA 1600 c.c. Διαμένει, στο πιο πάνω διαμέρισμα της Ν.Σμύρνης (άλλοτε συζυγική στέγη) με τα τέκνα της κι έτσι δεν βαρύνεται με την καταβολή μισθώματος. Τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων στερούνται περιουσίας ή εισοδημάτων και δεν μπορούν να εργαστούν, λόγω της ηλικίας τους και επομένως να αυτοδιατροφούν. Αυτά φοιτούν στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο ?Χρυσόστομος Σμύρνης?, στη Ν.Σμύρνη, με ετήσια δίδακτρα 481.000 δραχμές για το καθένα ήτοι 40.000 δραχμές μηνιαίως, παράλληλη δε σε φροντιστήριο εκμάθησης της Αγγλικής γλώσσας, με ετήσια δίδακτρα 95.000 δραχμές για τον Αθανάσιο και 33.500 για τη Γεωργία-Μαρία, ήτοι δραχμές 7.900 και 2800 μηνιαίως αντίστοιχα. Επί πλεόν παρακολουθούν μαθήματα κολύμβησης, στον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο, για τα οποία καταβάλλεται μηνιαίως ποσό δραχμών 5.000 για το καθένα. Ακόμη παρακολουθούν μαθήματα Γαλλικής γλώσσας, στο φροντιστήριο Γαλλικής Γλώσσας Νικολάου Μαρίνας, με μηνιαία δίδακτρα δραχμές 22.000 ο Αθανάσιος και 17.000 η Γεωργία-Μαρία, επί πλέον δε αυτής (Γεωργία-Μαρία) και μαθήματα μπαλλέτου, στη Σχολή Μπαλλέτου Σοφίας Καρτάση- Σταθακοπούλου, με μηνιαία δίδακτρα 12.000 δραχμές. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά μήνα διατροφή, για το κάθε ανήλικο τέκνο, κατά το κρίσιμο πιο πάνω χρονικό διάστημα, ανέρχεται σε 150.000 δραχμές, το ποσό δε αυτό, στο οποίο περιλαμβάνεται και η παροχή της προσφερόμενης από την αναιρεσίβλητη προσωπικής της υπηρεσίας για την περιποίηση και φροντίδα του, είναι ανάλογο με τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, συντήρηση και εκπαίδευσή του. Από το ποσό αυτό της διατροφής ο αναιρεσείων βαρύνεται με το ποσό των δραχμών 120.000 το μήνα, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 30.000 δραχμών βαρύνει την αναιρεσίβλητη. ?ξτι, με βάση τα προαναφερόμενα περιστατικά και τις πιο πάνω συνθήκες διαβιώσεως της οικογένειας του αναιρεσείοντος και τις ανάγκες της ζωής της ενάγουσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της συμβιώσεως, καθώς και τις νέες προσωπικές ανάγκες της, που διαμορφώθηκαν από τη χωριστή διαβίωση, η ανάλογη μηνιαία διατροφή, την οποία δικαιούται η αναιρεσίβλητη από το σύζυγό της, κατά το επίδικο πιο πάνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 50.000 δραχμών. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, σχετικά με την υποχρέωση του αναιρεσείοντος για καταβολή διατροφής στη σύζυγο και το ανήλικα τέκνα του, οι οποίες καθιστούν ευχερή τον αναιρετικό έλεγχο. Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων, που αναφέρονται στην πιο πάνω πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ. και με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω η αιτίαση που προβάλλεται με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ότι το Εφετείο, σχετικά με την επιδίκαση διατροφής στα ανήλικα τέκνα του αναιρεσείοντος, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των γονέων, οι οποίοι, κατά την άποψή του, έχουν ίση συμμετοχή στα βάρη της διατροφής των τέκνων, ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. είναι αόριστη, αφού δεν αναφέρεται σε παραβίαση συγκεκριμένης διάταξης νόμου και επομένως πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός, ως απαράδεκτος. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 1520 παρ. 1 και 3 ΑΚ προκύπτει, ότι ο γονέας, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό, όπως η επικοινωνία καθορίζεται ειδικότερα από το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και με τον πέμπτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο, κατά τον καθορισμό του τρόπου επικοινωνίας του με τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα του, παραβίασε την πιο πάνω διάταξη, καθόσον ο τρόπος που καθορίστηκε είναι, κατά την άποψή του, απαράδεκτος και αντίθετος προς κάθε αρχή ισότητας και ισονομίας, δεν αποβλέπει στο συμφέρον των τέκνων και εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της αναιρεσίβλητης, να τον αποστερήσει από την επικοινωνία. Από την προσβαλλομένη προκύπτει, ότι το Εφετείο διέλαβε σ? αυτή τις εξής παραδοχές: ξτι, ενόψει του ότι: α) τα ηλικίας 12 και 8 ετών τέκνα των διαδίκων παρακολουθούν τα προαναφερόμενα φροντιστηριακά μαθήματα, παράλληλα με τα σχολικά, β) ο αναιρεσείων, από τη διάσπαση της συμβίωσης δεν αξίωσε, ούτε με την ανταγωγή του, επικοινωνία κάθε Σάββατο, αλλά κάθε τρίτο Σαββατοκύριακο, γ) η αναιρεσίβλητη ανήκει στο προσωπικό των εργαστηρίων του Πανεπιστημίου Αθηνών και της χορηγείται κανονική άδεια από 20 Ιουλίου μέχρι 30 Αυγούστου και δ) ο αναιρεσείων μπορεί να πραγματοποιεί θερινές διακοπές και το υπόλοιπο τμήμα του θέρους, επιβάλλεται να επικοινωνεί: α)Το πρώτο και τρίτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα από την 10:00 ώρα του Σαββάτου μέχρι την 17:00 ώρα της Κυριακής, εκτός από τα Σαββατοκύριακα που εμπίπτουν στο από 20 Ιουλίου μέχρι 30 Αυγούστου χρονικό διάστημα, β) Από την 10:00 ώρα της 24ης Δεκεμβρίου μέχρι την 21:00 ώρα της 29ης Δεκεμβρίου και από την 10:00 ώρα της Μεγάλης Δευτέρας μέχρι την 17:00 ώρα της Μεγάλης Παρασκευής το πρώτο έτος, γ) Από την 10:00 ώρα της 31 Δεκεμβρίου μέχρι την 21:00 ώρα της 4 Ιανουαρίου και από την 10:00 ώρα του Μεγάλου Σαββάτου μέχρι την 21:00 ώρα της Τετάρτης της Διακαινησίμου το δεύτερο έτος και εφεξής εναλλάξ, όπως πιο πάνω, δ) Από 1 Ιουλίου μέχρι 20 Ιουλίου. ξτι τακτικότερη επικοινωνία κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή από την 17:00 ώρα μέχρι την 21:00 ώρα, όπως ζητά ο αναιρεσείων, θα αποβεί εις βάρος του συμφέροντος των ανηλίκων και θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην εκπαίδευσή τους. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δεν έσφαλε, ως προς την υπαγωγή των πιο πάνω πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του άρθρου 1520 παρ. 1 και 3 ΑΚ, και επομένως δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΑΚ. Κατά συνέπεια οι ερευνώμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Επειδή, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ., όταν προβάλλεται αιτίαση για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντιτιθέμενα μέρη προκύπτει, ποιες είναι οι ανεπαρκείς αιτιολογίες και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, καθώς επίσης πρέπει να αναφέρονται όλες οι σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας. Διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορρίπτεται, ως απαράδεκτος, κατά τα άρθρα 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 32/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, σχετικά με τη ρύθμιση της επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με τα τέκνα του. Κατά το μέρος που αναφέρεται σε αντιφατικές αιτιολογίες, ο ερευνώμενος λόγος είναι αόριστος, καθόσον δεν διευκρινίζεται στο αναιρετήριο ποιες είναι οι αντιφάσεις και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλομένης, που παραθέτει ο αναιρεσείων στον πέμπτο λόγο του κυρίου δικογράφου, προβάλλει την αιτίαση, ότι ο τρόπος επικοινωνίας του ρυθμίζεται αόριστα, χωρίς να προσδιορίζεται, στην προσβαλλομένη, επακριβώς ποίο είναι το συμφέρον των ανηλίκων και πως θίγεται από τον τρόπο που είχε καθορίσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. ξμως, από τις παραδοχές του Εφετείου, που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, προκύπτει, ότι διέλαβε στην προσβαλλομένη, για το ζήτημα αυτό πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν ευχερή τον αναιρετικό έλεγχο και επομένως ο ερευνώμενος λόγος, κατά το σχετικό με την ανεπάρκεια των αιτιολογιών μέρος του, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-1-1997 αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με τους από 8-11-1999 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της απόφασης 7627/1996 του Εφετείου Αθηνών.
πηγή: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.