Νομή. Αγωγή αποβολής από τη νομή. Απαιτείται να αναφέρεται ο τρόπος κτήσης της από τον ενάγοντα (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 388/2010)
Περίληψη: Νομή. Αγωγή αποβολής από τη νομή. Απαιτείται να αναφέρεται ο τρόπος κτήσης της από τον ενάγοντα, ενώ είναι αδιάφορος ο τρόπος κτήσης της νομής επί του επιδίκου από τον εναγόμενο. Εάν το ακίνητο πράγμα καταλήφθηκε εν αγνοία του νομέα, η νομή δεν χάνεται πριν πληροφορηθεί την κατάληψη ο νομέας. Πραγματικά περιστατικά.Λόγος αναίρεσης. Λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων. Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 2775/1992 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
[...] Επειδή, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 περ. β` του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως ( ο οποίος ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της πρώτης συζήτησης της ένδικης αγωγής (11-5-1984) αφού η κατάργησή του με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001 αφορά τις εκκρεμείς υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση προσδιορίστηκε να γίνει μετά την 1-1-2002, σύμφωνα με τα άρθρα 22 παρ.1, 38 του ίδιου ως άνω νόμου και 15 του Ν. 2943/2001), δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει, κατά νόμο, υποχρέωση να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, όπως σε υποθέσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου η συζήτηση είναι προφορική και οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να προσκομίσουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο προαποδεικτικώς όλα τα αποδεικτικά μέσα τους, σύμφωνα με το άρθρο 270 § 1 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 733/1977 και ακολούθως με το άρθρο 11 του ν. 1478/1984, που ισχύει από 1 Μαρτίου 1985, κατά το άρθρο 32 του τελευταίου νόμου. Ωσαύτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 4 και 6 του άρθρου 270 του Κ.Πολ.Δ και της παρ. 1 του άρθρου 524 του ίδιου Κώδικος, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 11 και 19 του Ν. 1478/1984 και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο προκύπτει ότι, επί υποθέσεως υπογομένης στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν εκδίδεται προδικαστική απόφαση περί αποδείξεων ούτε όταν η υπόθεση δικάζεται κατ` έφεση στο αρμόδιο εφετείο, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται οριστικώς σε μία και μόνη συζήτηση, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Ενόψει αυτών, ο μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 29-6-1988 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 1313/1988 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (που είχε δικάσει κατά την ίδια διαδικασία την ένδικη από 8-6-1982 αγωγή του περί αποβολής από τη νομή ακινήτου), παρά το νόμο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη 2775/1992 απόφασή του, πράγματα και ειδικότερα τον αναφερόμενο στο αναιρετήριο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ως αληθινά χωρίς να διατάξει απόδειξη, είναι απαράδεκτος.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 976 εδ. α` , 984 παρ. 1 εδ. β` και 987 εδ. α` ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της βάσης της αγωγής αποβολής από τη νομή είναι ότι ο ενάγων είχε τη νομή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή την κατοχή με διάνοια κυρίου, κατά το χρόνο της αποβολής και προσβολή της νομής αυτής παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Η κτήση της νομής ακινήτου και η άσκησή της επ` αυτού μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια, που μαρτυρεί, κατά τις αντιλήψεις που υπάρχούν στις συναλλαγές, φυσική και με διάνοια κυρίου εξουσίαση αυτού. Αλλά η νομή, που άπαξ έχει κτηθεί, εξακολουθεί να διατηρείται από το νομέα και χωρίς την διαρκή ενεργό παρουσία των κτητικών όρων αυτής, χωρίς δηλαδή να είναι ανάγκη ο νομέας να διατελεί διαρκώς σε σωματική επαφή προς το πράγμα, ούτε να είναι σε συνεχή εγρήγορση και να έχει αδιάκοπα κατευθυνόμενη τη διάνοια κυρίου προς αυτό. Εξάλλου η απώλεια της νομής επέρχεται όταν παύσει η φυσική εξουσία επί του πράγματος ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα (άρθρο 981 ΑΚ). Εάν όμως το ακίνητο πράγμα καταλήφθηκε από άλλον εν αγνοία του νομέα, η νομή επ` αυτού δεν χάνεται πριν ο νομέας πληροφορηθεί την κατάληψη και εφησυχάσει ή επιχειρήσει την ανάκτηση αυτοδυνάμως ή δικαστικώς και αποτύχει. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής: "Ο ενάγων, ο οποίος είναι εργολάβος οικοδομών, με το ... προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Απαλλά υποσχέθηκε να πωλήσει και μεταβιβάσει στον αντίδικό του, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, ένα διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου οικοδομής που βρίσκεται επί των οδών ...του συνοικισμού ...δών. Στον ίδιο όροφο έχει ένα διαμέρισμα και ο ενάγων, που έχει πρόσοψη προς την πρασιά. Επίδικο στην εξεταζόμενη υπόθεση είναι ένα τμήμα εμβαδού 14 τ.μ. περίπου του εξώστη, προς την οδό ..., του διαμερίσματος του εναγομένου. Ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στο εν λόγω διαμέρισμά του τον Απρίλιο του 1979, οπότε του παραδόθηκε, και από τότε κατέχει και νέμεται αυτό ως αποκλειστικός κύριος. Όταν ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε στο διαμέρισμά του δεν είχε τοποθετηθεί ακόμη διαχωριστικό κιγκλίδωμα στον εξώστη του διαμερίσματός του. Το κιγκλίδωμα τοποθετήθηκε από τον ενάγοντα, όταν ο εναγόμενος απουσίαζε σε διακοπές, το καλοκαίρι του 1979, σε τέτοια όμως θέση, ώστε ένα τμήμα του εξώστη του διαμερίσματος του εναγομένου να εμφανίζεται ότι ανήκει στο διαμέρισμα του ενάγοντος. Την τοποθέτηση του κιγκλιδώματος στην ανωτέρω θέση ανέχτηκε ο εναγόμενος προσωρινά και ύστερα από παράκληση του ενάγοντος να παραμείνει στη θέση αυτή, προκειμένου να διευκολυνθεί αυτός στην εκμίσθωση του δικού του διαμερίσματος, του οποίου η πρόσοψη είναι προς την πρασιά και δεν έχει θέα από την οδό ..., προς την οποία βρίσκεται ο εξώστης του διαμερίσματος του εναγομένου.
Έτσι και μετά την εκμίσθωση από τον ενάγοντα του εν λόγω διαμερίσματός του το Νοέμβριο 1979 το κιγκλίδωμα εξακολούθησε να παραμένει στην ίδια θέση και να χρησιμοποιείται το επίδικο τμήμα του εξώστη από τη μισθώτρια του διαμερίσματος με την ανοχή και πάλι του εναγομένου. Από το Φεβρουάριο του 1980 όμως άρχισαν ουσιαστικά να δημιουργούνται μεταξύ των διαδίκων διενέξεις για το επίδικο τμήμα του εξώστη και να μετακινείται απ` αυτούς το διαχωριστικό κιγκλίδωμα, από το ένα στο άλλο σημείο και συγκεκριμένα από μεν τον εναγόμενο στη φυσική του θέση, ήτοι στο όριο του εξώστη του, με τον ισχυρισμό ότι ο εξώστης ολόκληρος ανήκει στη δική του νομή και κατοχή, από δε τον ενάγοντα στην αρχική του θέση, με τον ισχυρισμό ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του ως άνω διαμερίσματος στον εναγόμενο, είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους το επίδικο τμήμα του εξώστη του διαμερίσματος αυτού να κατέχει και νέμεται ο ενάγων. Τέτοιες μετακινήσεις του διαχωριστικού κιγκλιδώματος από τους διαδίκους έγιναν κατά το μήνα Φεβρουάριο 1980 και το μήνα Ιούνιο 1981. Τελικά το κιγκλίδωμα τοποθετήθηκε στη φυσική του θέση κατά το 1981 και από τότε παραμένει αμετακίνητο στη θέση αυτή. Η επικαλούμενη από τον ενάγοντα συμφωνία για νομή από τον ίδιο του επιδίκου τμήματος του εξώστη του εναγομένου δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ τους. Από τα αποδειχθέντα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά γίνεται ολοφάνερο, ότι ο ενάγων δεν απέκτησε ποτέ τη νομή του επιδίκου εξώστη και συνεπώς ο περιεχόμενος στην αγωγή του αντίθετος ισχυρισμός και ότι αποβλήθηκε από τη νομή του εξώστη από τον αντίδικό του στις 30-6-1981 είναι αβάσιμος".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την περί αποβολής από τη νομή του ως άνω ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του αναιρεσιβλήτου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρονται στην αρχή αυτής της σκέψης και διέλαβε στην απόφασή του σαφή, πλήρη και μη αντιφατική αιτιολογία ως προς την ουσιαστική αβασιμότητα της ένδικης αγωγής, αφού δέχθηκε α) ότι τουλάχιστον από τον Απρίλιο 1979 και εφεξής, συνεπώς και στις 30-6-1981, οπότε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος αποβλήθκε από τη νομή του επίδικου ακινήτου, αυτός δεν είχε τη νομή επ`αυτού, την οποία μάλιστα (νομή) ουδέποτε απέκτησε, όντος αδιαφόρου για την ουσιαστική αβασιμότητα της ένδικης αγωγής του τρόπου κτήσεως της νομής του επιδίκου από τον εναγόμενο, και β)ότι ο τελευταίος κατά τους μήνες Φεβρουάριο του 1980 και Ιούνιο του 1981 δεν απώλεσε τη νομή επ` αυτού από τις επανειλημμένες μετακινήσεις του διαχωριστικού κιγκλιδώματος, αφού αυτοδυνάμως την ανακτούσε με τη επαναφορά του στο όριο του εξώστη του. Συνεπώς, οι αντίθετοι από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ πρώτος και δεύτερος των προσθέτων λόγων αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Επειδή με τον τρίτο, κατά το πρώτο μέρος αυτού, πρόσθετο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 8 περ. β` του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, που συνίσταται στη μη λήψη υπόψη του συνόλου των αναφερομένων στην ένδικη αγωγή περιστατικών, που προσδιόριζαν το επίδικο ακίνητο, ενώ με τον ίδιο, κατά το δεύτερο μέρος αυτού, λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση από τον αριθ. 11 περ. γ` του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ περί της μη λήψεως υπόψη των αναφερομένων δύο εγγράφων, τα οποία νομίμως επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων προς απόδειξη της αγωγής του και συγκεκριμένα α) το ... προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Απαλλά, και β) το σχεδιάγραμμα κατόψεως γ` εσοχής της αρχιτέκτονος μηχανικού .... Αμφότεροι οι ανωτέρω επικαλούμενοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθόσον, όπως αναμφίβολα προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή αφενός μεν έλαβε υπόψη το σύνολο των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικών περιστατικών, αφετέρου δεν έλαβε υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεώς της και τα ως άνω επικαλούμενα έγγραφα, τα οποία ρητώς μνημονεύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 7-11-1992 αίτηση του Χ, και τους από 16-10-2009 προσθέτους λόγους αυτής για αναίρεση της 2775/1992 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα