Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη, νόμος 3869/2010) - Αρχή του υπεύθυνου δανεισμού (Ειρηνοδικείο Λάρισας, αριθμός απόφασης 78/2013)
Διατάξεις: άρθρα 3, 4 παρ. 1 και 3, 5 παρ. 1, 6 Ν 3869/2010 , 8 ΚΥΑ Ζ1-699/2010, Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ, Οδηγίας 2008/ 48
Περίληψη: Αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 6 Ν 3869/2010. Δεν απαιτείται επίδοση στις πιστώτριες τράπεζες χωριστού εγγράφου σχεδίου διευθέτησης οφειλών και χωριστής κατάστασης της περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη, εφόσον τα ανωτέρω περιέχονται (έχουν ενσωματωθεί αυτούσια) στο δικόγραφο της αίτησης που εμπροθέσμως επιδόθηκε στην τράπεζα. Δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές. Συνυπαιτιότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Υποχρέωση «υπεύθυνου δανεισμού» των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό των οφειλετών τους και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του, αν δε διαπιστώσουν ότι αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να απέχουν από το δανεισμό.
[…] Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα ζητά να ανασταλεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν 3869/2010, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της από την δεύτερη και τρίτων των καθ` ων η αίτηση δυνάμει της από 28.10.2012 επιταγής προς εκτέλεση που έχει τεθεί κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο, της υπ` αριθμό 51.641/2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, της από 5.4.2012 επιταγής προς εκτέλεση που έχει τεθεί κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 651/2012 διαταγής πληρωμής του παρόντος Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Λάρισας) και της από 16.9.2010 επιταγής προς εκτέλεση που έχει τεθεί κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 35.191/2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθώς και κάθε άλλου μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικό μέτρο εναντίον της περιουσίας της αιτούσης από τους καθ’ ων, η κρινόμενη αίτηση και πιστωτές αυτής, καθώς επίσης να απαγορευτεί στις καθ’ ων η αίτηση η εγγραφή προσημείωσης κατά της ακίνητης περιουσίας της που περιγράφεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης που περιέχεται στην από 20.7.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 343/25.7.2012 αίτησή της που υποβλήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου - της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 14.2.2014 - για ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών της σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010 , επειδή πιθανολογείται η απόκτηση ουσιώδους βλάβης στα συμφέροντά της καθώς και η ευδοκίμηση της αίτησης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο κρινόμενο δικόγραφο. Τέλος, ζητά να καταδικαστούν οι καθ’ ων η κρινόμενη αίτηση στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Mε τo αμέσως, ανωτέρω προδιαληφθέν περιεχόμενο, και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση, αρμόδια και παραδεκτά, εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (βλ. άρθρα 3 και 6 παρ. 1 του Ν 3869/2010 , 683 παρ. 3 και 686 επ. ΚΠολΔ), είναι δε πλήρως ορισμένη (βλ. σχετικά με τις περί αοριστίας της προκείμενης αίτησης σχετική κρίση αμέσως παρακάτω) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν 3869/2010 και 85 του Ν 3996/2011 που συμπλήρωσε το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν 3869/2010 , καθώς και του άρθρου 781 του ΚΠολΔ. Το παρεπόμενο όμως αίτημα αυτής (κρινομένης αίτησης) που αφορά την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας σε βάρος των καθ` ων η αίτηση, κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον συμφώνα με το άρθρο 178 παρ. 3 εδ. γ΄ του Ν 3026/1954 «Κώδικας περί Δικηγόρων», στην περίπτωση αίτησης χορήγησης αναστολής εκτέλεσης, «τα δικαστικά έξοδα επιδικάζονται πάντοτε υπέρ του καθ’ ου (εφόσον βέβαια τούτος υποβάλει σχετικό αίτημα κατ’ άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και σε βάρος του αιτούντα (βλ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα κατά τον ΚΠολΔ, 1985, σελ. 61, 505 και 514, ΜΠρΜεσολ 1069/2008 Nomos), κατά πλήρη παραδοχή ως νομικά βάσιμων των σχετικών ισχυρισμών της τετάρτης των καθ’ ων η αίτηση (βλ. 12η σελ. του εγγράφου σημειώματος προτάσεων αυτής). Πρέπει συνεπώς η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε νόμιμη κατά τα αμέσως ανωτέρω, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Κατά τη συζήτηση κρινόμενης της υπόθεσης στο ακροατήριο, η (μοναδική άλλωστε) εκπροσωπούμενη στο ακροατήριο τέταρτη των καθ’ ών η αίτηση - πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία ... , με προφορική δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου αυτής που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης αλλά και με το έγγραφο σημείωμα προτάσεών της που κατέθεσε στο Δικαστήριο, προέβαλε τους παρακάτω ισχυρισμούς: 1) Τον ισχυρισμό ότι ελλείπουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν 3869/2010 , δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση η αιτούσα-οφειλέτρια δεν επέδωσε στην ανωτέρω πιστώτρια ούτε την κατάσταση της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων της ούτε το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, ελλείψεις που ουδόλως θεραπεύονται από το γεγονός και μόνο ότι περιέχονται στο περιεχόμενο του δικογράφου της σχετικής αίτησης (διευθέτησης των οφειλών της - εκούσια δικαιοδοσία), επί της οποίας άλλωστε εδράζεται και η υπό κρίση αίτηση αναστολής. Ο ανωτέρω όμως ισχυρισμός κρίνεται νομικά αβάσιμος και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί διότι όλα τα έγγραφα που προβλέπει η διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, περιέχονται (έχουν ενσωματωθεί αυτούσια) στο δικόγραφο της σχετικής αίτησης που επιδόθηκε στην ενιστάμενη τράπεζα εντός της (μηνιαίας) προθεσμίας της ανωτέρω διάταξης νόμου (βλ. παρακάτω αναφερόμενη έκθεση επίδοσης) και, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι έχουν νόμιμα κοινοποιηθεί στην ανωτέρω πιστώτρια τράπεζα (βλ. σχετικά ενδεικτικά και μόνο ΕιρΠατρ 4/2011 , ΕιρΠατρ 3/2011 , ΕιρΑθ 15/Φ1/2011, ΕιρΘεσ 5029/ 2011, ΕιρΘεσ 5175/2011 Nomos).
Σε κάθε δε περίπτωση, το ανωτέρω θέμα λύθηκε πλέον με την διορθωτική παρέμβαση του ιδίου του νομοθέτη, δεδομένου ότι, με τη διάταξη του άρθρου 85 παρ. Α3 του Ν 3996/2011 (ΦΕΚ Α΄ 170/5.8.2011) «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» που τροποποιεί το Ν 3869/2010 , η αρχική διατύπωση του άρθρου 5 παρ.1 του τελευταίου νομοθετήματος (Ν 3869/ 2010 ) σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης όφειλε να επιδίδει στους πιστωτές το αργότερο σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης «...αντίγραφα: α) της αίτησης με ορισμό δικασίμου για τη συζήτησή της, β) της κατάστασης της υπάρχουσας περιουσίας και των εισοδημάτων του οφειλέτη, και γ) του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών...», αντικαταστάθηκε πλέον με τη φράση «...αντίγραφο της αίτησης με ορισμό δικασίμου για τη συζήτηση της...». 2) Την ένσταση αοριστίας της κρινόμενης αίτησης, ισχυριζόμενη ότι η αιτούσα δεν αναφέρει στην κρινόμενη αίτηση «...τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησής (υπερδανεισμού) της ούτε και τα αίτια της δημιουργίας υπέρογκων και μη αντιμετωπίσιμων για τις οικονομικές της δυνατότητες οφειλών: αλλά ούτε και τις συγκυρίες που την οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών της...» αλλά ούτε και «...το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις...» (βλ. σχετικές αναφορές στην 7η σελίδα του από 10.1.2013 εγγράφου σημειώματος προτάσεων αυτής που κατατέθηκε στο Δικαστήριο). Η έλλειψη όμως των ανωτέρω στοιχείων, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ουδόλως μπορεί να οδηγήσει στην κρίση περί απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης λόγω αοριστίας (που αβάσιμα ισχυρίζεται η εδώ ενιστάμενη), καθόσον αυτά μπορούν ευχερώς να προκύψουν από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας.
Σε κάθε δε περίπτωση, ο ανωτέρω ισχυρισμός, που ορθώς εκλαμβάνεται από το παρόν Δικαστήριο ως ισχυρισμός περί έλλειψης αναφοράς του τρόπου εξυπηρέτησης των δανείων που έχει λάβει η αιτούσα κατά το χρόνο λήψης τους, έτσι ώστε να προκύπτει η μεταβολή των συνθηκών κατά τον χρόνο άσκησης της σχετικής αίτησης διευθέτησης των οφειλών της, θα πρέπει νά απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να διαλαμβάνονται στην σχετική αίτηση (βλ. σχετικά Αθ. Κρητικού, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, 2010, σελ. 64, Ε. Κιουπτσίδου, Αρμ 64,1477, ΕιρΘεσ 5106/2011 δημοσίευση Nomos). 3) […] Ο ισχυρισμός όμως αυτός της ενιστάμενης τράπεζας, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος και, ως εκ τούτου, ως νόμω αβάσιμος διότι, ακόμη και αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, συντρέχει συνυπαιτιότητα και του ιδίου του τραπεζικού ιδρύματος ως προς την χρηματοδότηση της αιτούσης καθώς αυτό, επιδεικνύοντας το ίδιο βαρεία αμέλεια, δεν εξακρίβωσε την τυχόν επιπρόσθετη δανειακή επιβάρυνση της τελευταίας σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα - μολονότι ήταν σε θέση και μπορούσε εύκολα με τη συνδρομή της υπάρχουσας τεχνολογίας (ηλεκτρονικά συστήματα βάσεων δεδομένων «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ», «ΔΙΑΣ», κ.λ.π.) (βλ. σχετικά μεταξύ πολλών τις ΕιρΑθ 143/2011 , ΕιρΑθ 102/2011 , ΕιρΑθ 61/2011 , ΕιρΧαλανδρ 4/2011, ΕιρΧαλανδρ 11/2011, ΕιρΘεσ 5182/2011 δημοσιευμένες στη Nomos, ΕιρΑθ 15/2011 ΕφΑΔ 2011,677, ΕιρΠατρών 89/2012 Δημοσίευση Nomos, Ι. Βενιέρη/Θ. Κατσά, Εφαρμογή του Ν 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 2011, σελ. 69επ.) - ενώ ουδόλως πρέπει να αγνοηθεί και η επιθετική στρατηγική πώλησης τραπεζικών προϊόντων μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων, που χαρακτήριζε τον σχετικό οικονομικό τομέα στη χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία και σχεδόν επέβαλλε στους καταναλωτές την λήψη ιδίως καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών (βλ. σχετικά όμοια κρίση στην ΕιρΚαλυμν 1/2012 δημοσίευση Nomos).
Για τους ανωτέρω λόγους άλλωστε, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν στον λεγόμενο «...υπεύθυνο δανεισμό...», ο οποίος έχει πλέον θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008» των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. σχετικά Λιβαδά, Το νέο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο για την καταναλωτική πίστη, 2008, Περάκη, Η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού και η πρόσφατη κοινοτική Οδηγία για την καταναλωτική πίστη, ΧρηΔικ 2009,352επ., Τασίκα, Εκφάνσεις της αρχής του υπεύθυνου δανεισμού στην καταναλωτική πίστη, η παροχή επαρκών εξηγήσεων στον καταναλωτή και η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, ΕπισκΕΔ 2011,337επ., Πελλένη Παπαγεωργίου, Η νέα Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις καταναλωτικές συμβάσεις, ΝοΒ 2010,275επ.), σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας και κατά κοινοτική πλέον επιταγή, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό των οφειλετών τους και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του. Αν επομένως δεν το πράξουν αυτό, τότε, όχι μόνο δεν δύνανται να αρνηθούν την υπαγωγή του ανωτέρω οφειλέτη τους στην εφαρμογή του Ν 3869/2010 (όπως δηλαδή νομικά αβάσιμα στην προκείμενη περίπτωση επιχειρεί η τέταρτη των καθ’ ων η αίτηση προβάλλοντας τον ανωτέρω ισχυρισμό), αλλά αντίθετα, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανωτέρω ΚΥΑ, ο τελευταίος, (οφειλέτης) απαλλάσσεται από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης περιλαμβανομένων των τόκων και έχει την υποχρέωση να καταβάλει μόνο το ποσό του κεφαλαίου σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση πίστωσης δόσεις (βλ. Ι. Βενιέρη/Θ. Κατσά, ό.π. σελ. 73 και άρθρο 8 παρ. 3 της ανωτέρω ΚΥΑ).
Συνεπώς σε τέτοιες περιπτώσεις και όταν πρόκειται για τραπεζικά ιδρύματα, αναγνωρίζεται πλέον ένα είδος συνευθύνης και συνυπαιτιότητας των δανειστών καθόσον δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές (βλ. σχετικά ΕιρΘηβών 2/2011 Δημοσίευση Nomos), επομένως, θα μπορούσε να νοηθεί μόνο αν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους (βλ. σχετικά Αθ. Κρητικού, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2012, σελ. 57 και ενδεικτικά και μόνο τις ΕιρΚαλυμν 1/2012 ΝοΒ 2012,563, ΕιρΜουδ 2/2012 Δημοσίευση Nomos, ΕιρΑλμωπ 60/2012 Δημοσίευση Nomos, ΕιρΝέαςΙωνίας 4/2011 Nomos), πραγματικά γεγονότα όμως που ουδόλως προβάλλονται από την ενιστάμενη των καθ’ ων η κρινόμενη αίτηση στην προκείμενη περίπτωση. Η πλέον πρόσφατα νομολογιακά εκφρασθείσα αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή «...η τελική απόφαση για την κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης, είτε δοθούν επαρκείς εξηγήσεις από τον πιστωτικό φορέα είτε όχι, βαρύνει αποκλειστικά τον πιστολήπτη και, ως εκ τούτου, επ’ ουδενί δεν πρέπει να θεωρείται ότι ο τελευταίος καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να επιδείξει επιμέλεια και πρόνοια για την επιλογή της κατάλληλης πίστωσης κατά την κατάρτιση της σύμβασης...» (βλ. σχετική άποψη που διατυπώνεται στην ΕιρΤυρν 15/2012 Δημοσίευση Nomos), κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, ουδόλως βρίσκει επαρκές έρεισμα στο νόμο αντιτιθέμενη επιπρόσθετα πλήρως στην υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων περί «...υπεύθυνου δανεισμού...» που θεσμοθετήθηκε πλέον νομοθετικά και στη χώρα μας με το άρθρο 8 της αμέσως ανωτέρω αναφερόμενης ΚΥΑ (Ζ1- 699/ΦΕΚ B΄ 917/2010 ), σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας και όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό των οφειλετών τους και, ως εκ τούτου, υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του, αν δε διαπιστώσουν ότι αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να απέχουν από το δανεισμό ακόμη και σε βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων (να μην καταρτίσουν τη σύμβαση) εφόσον αυτό προβλέπεται πλέον από το νόμο και η συμπεριφορά αυτή συμβάλει στην παγίωση της ασφάλειας στις συναλλαγές (μη επισφάλεια των χορηγούμενων πιστώσεων) και στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών που προσφεύγουν στον συνεχή τραπεζικό δανεισμό προφανώς για να αντιμετωπίσουν επείγουσες και ανεπίδεκτες αναβολής οικονομικές τους ανάγκες χωρίς την απαραίτητη προς τούτο προηγούμενη και νηφάλια ώριμη σκέψη ως προς τις μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις, ήτοι σε πλήρη αντίθεση με τα αντισυμβαλλόμενα αυτών πιστωτικά ιδρύματα.
Σε κάθε δε περίπτωση, όπως προκύπτει από την απλή και μόνο επισκόπηση του κρινόμενου δικογράφου, από το σύνολο των συμβάσεων που κατήρτισε η αιτούσα με τα αντισυμβαλλόμενα αυτής τραπεζικά ιδρύματα (26 συνολικά συμβάσεις διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων ήτοι καταναλωτικής πίστης, στεγαστικής πίστης, πιστωτικών καρτών, καταναλωτικών δανείων, επαγγελματικού δανείου), οι οκτώ (8) αυτών έχουν καταρτισθεί με την ίδια την εδώ ενιστάμενη πιστώτρια αυτής και τέταρτη των εναγομένων (μία σύμβαση πίστωσης, τρείς συμβάσεις καταναλωτικού δανείου, μία σύμβαση επαγγελματικού δανείου και τρεις συμβάσεις πιστωτικών καρτών) και, ως εκ τούτου, δυσχερώς νοείται δολιότητα της δανειολήπτριας (αιτούσης) και μόνο με την ανάληψη των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, δεδομένης της συνυπαιτιότητας του δανείζοντος τραπεζικού ιδρύματος λόγω της σαφούς και συγκεκριμένης γνώσης αυτού της επισφάλειας της χρηματοδότησης της αιτούσας (υπερχρέωση), χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να ανατρέξει σε τυχόν επιπρόσθετες δανειακές επιβαρύνσεις της τελευταίας σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα. Ενόψει επομένως όλων των ανωτέρω παραδοχών και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ο περί δολιότητας της δανειολήπτριας -οφειλέτριας ισχυρισμός της ανωτέρω πιστώτριας αυτής θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος και ως εκ τούτου ως νόμω αβάσιμος. Από την εκτίμηση της μαρτυρικής κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε ένορκα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης, όλα τα έγγραφα που οι (εκπροσωπούμενοι, κατά την προκείμενη δίκη) διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν ύποψη είτε σαν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για, συναγωγή τεκμηρίων, τους ισχυρισμούς αυτών, όπως τους ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο άλλα και με τα έγγραφα σημειώματα προτάσεων αυτών οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών και γενικά από όλη τη συζήτηση της υπόθεσης πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα έχει ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 20.7.2012 αίτησή της κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας που έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 343/25.7.2012, προκειμένου να γίνει δεκτό το από αυτήν υποβαλλόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της άλλως να ενταχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του Ν 3869/2010 για να ρυθμιστούν από το Δικαστήριο οι οφειλές της προς τις πιστώτριές της με σκοπό την απαλλαγή της από το υπόλοιπο αυτών και να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της και ειδικότερα ένα διαμέρισμα (αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία) δευτέρου ορόφου, εμβαδού 40,15 τετραγωνικών μέτρων που βρίσκεται στην πόλη της Λάρισας και επί της οδού *** που ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σ’ αυτή και που αποτελεί την κύρια κατοικία της. Η αίτηση αυτή έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων η αίτηση, ήτοι εντός της προθεσμίας του ενός μήνα από την κατάθεση της ανωτέρω αίτησης (βλ. σχετικά τις με αριθμούς 7.565Β΄, 7.566Β΄, 7.567Β΄ και 7.568Β/30.7.2012 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών *** που προσκομίζονται με επίκληση από την αιτούσα) και ορίστηκε να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 4.2.2014.
Για το παραδεκτό δε της ανωτέρω αίτησης προσκομίστηκαν επίσης τα προβλεπόμενα από την παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν 3869/2010 αμέσως παρακάτω αναφερόμενα έγγραφα, ήτοι: 1) κατάσταση της προσωπικής περιουσίας της αιτούσης και των εισοδημάτων της καθώς και το εκτιμώμενο μηνιαίο κόστος των βιοτικών της αναγκών, 2) σχέδιο διευθέτησης οφειλών της, 3) κατάσταση των πιστωτών της, στην οποία περιλαμβάνονται όλοι οι καθ` ων και οι απαιτήσεις τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) η από 26.6.2012 βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού που υπογράφεται από την δικηγόρο *** καθώς και, τέλος, 5) η από 20.7.2012 υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας για την ορθότητα και πληρότητα της κατάστασης της περιουσίας της και των εισοδημάτων της και των πιστωτών της και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων κατά την τελευταία τριετία (προσκομίζονται με επίκληση από την αιτούσα). Εκ των πιστωτριών δε αυτής (αιτούσας) εναντίον των οποίων στρέφεται και η κρινόμενη αίτηση, α) η δεύτερη αυτών Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία *** επισπεύδει σε βάρος της αιτούσας οφειλέτριας αναγκαστική εκτέλεση καθόσον την 14.11.2012 της κοινοποίησε πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμό 51.641/14.9.2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών μετά της από 28.10.2012 επιταγής προς εκτέλεση που έχει τεθεί παρά πόδας αυτού, η δε τέταρτη αυτών Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία *** επισπεύδει επίσης σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, καθόσον τις κοινοποίησε στις 27.4.2012, και 21.9.2010 αντίστοιχα, β) πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 651/30.3.2012 διαταγής πληρωμής του παρόντος Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Λάρισας) με την παρά πόδας αυτού από 5.4.2012 επιταγή προς εκτέλεση καθώς και γ), πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό 35.191/1.9.2010 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την παρά πόδας αυτού από 16.9.2010 επιταγή προς εκτέλεση (βλ. προσκομιζόμενα με επίκληση από την αιτούσα έγγραφα με τις επ’ αυτών επισημειώσεις των επιμελούμενων τις εκτελέσεις Δικαστικών Επιμελητών στην πρώτη σελίδα αυτών). Περαιτέρω πιθανολογήθηκε από το παρόν Δικαστήριο ότι η ως άνω αίτηση της αιτούσας περί ρύθμισης των οφειλών της (επί της οποίας εδράζεται και η ήδη κρινόμενη αίτηση αναστολής) θα ευδοκιμήσει, αφού συντρέχουν στο πρόσωπό της οι οριζόμενες στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου προϋποθέσεις και η τελευταία βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της, η δε παραπάνω αναφερόμενη κατοικία (αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία - διαμέρισμα) αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία της (άρθρο 9 παρ. 2 Ν 3869/2010 ). Ειδικότερα, όπως προέκυψε από τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα έγγραφα και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια της ***, η αιτούσα είναι φυσικό πρόσωπο ηλικίας 57 ετών, συνταξιούχος χηρείας που θεμελιώνεται σε συνταξιοδοτικό δικαίωμα του αποβιώσαντος το έτος 1996 δεύτερου συζύγου αυτής *** με ποσοστό αναπηρίας 69% πάσχουσα από σκλήρυνση κατά πλάκας, είναι δε μητέρα τριών τέκνων ηλικίας 37, 36 και 31 ετών αντίστοιχα που απέκτησε με τον πρώτο σύζυγό της *** με τον οποίον είχε λυθεί αμετάκλητα η έγγαμη συμβίωση το έτος 1987. Τα μόνα δε συνολικά εισοδήματα αυτής είναι της τάξης των 495,31 Ευρώ μηνιαίως που λαμβάνονται από το ΙΚΑ - ΕΤAM και προέρχονται από τη σύνταξη χηρείας που θεμελιώνεται σε συνταξιοδοτικό δικαίωμα του αποβιώσαντος δευτέρου συζύγού αυτής σε συνδυασμό με το συμπεριλαμβανόμενο στο ανωτέρω ποσό σχετικό επίδομα που λαμβάνει από τον αντίστοιχο γερμανικό ασφαλιστικό οργανισμό για τον ίδιο λόγο.
Συνεκτιμώντας, επομένως, α) τα εισοδήματα αυτής, β) την περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας που αποτελεί την κύρια κατοικία της, καθώς και το γεγονός ότι αυτή στερείται κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου πλην του ανωτέρω ακινήτου και ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής M.M.C. AG, τύπου ***, διθέσιου, έτους κατασκευής 2001 και, τέλος, γ) την κατάσταση της υγείας της και τις βιοτικές ανάγκες της, πιθανολογείται από το παρόν Δικαστήριο και κατά την κρίση αυτού ότι η αιτούσα έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις καθ’ ων η αίτηση - πιστώτριές της, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος των από αυτή (αιτούσα) αναληφθεισών δανειακών υποχρεώσεων έχουν λάβει χώρα, εκτός από την κάλυψη των τρεχουσών οικονομικών αναγκών αύτης, για την οικονομική ενίσχυση των τέκνων της και κυρίως του τρίτου αυτών *** του *** (ως εγγυήτρια) με στόχο την διατήρηση της επιχείρησής του, η οποία όμως έχει εν τω μεταξύ κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης δυνάμει της με αριθμό 3/10.1.2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Τέλος, από τη συνεκτίμηση των ιδίων ανωτέρω αναφερόμενων και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα θα υποστεί ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντά της σε σχέση με τους επιδιωκόμενους με την αίτηση του άρθρου 4 του Ν 3869/2010 σκοπούς, καθόσον, αν αντικείμενο της εκτέλεσης αποτελέσει το ακίνητο που χρησιμοποιείται ως πρώτη και μοναδική κατοικία της, θα ματαιωθεί η επιδιωκόμενη με την αίτηση του άρθρου 4 ανωτέρω νομοθετήματος εξαίρεση από την εκποίηση του παραπάνω ακινήτου, η οποία είναι υποχρεωτική από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η εμπορική αξία του ακινήτου αυτού ανέρχεται στις σαράντα δύο χιλιάδες (42.000,00) Ευρώ (βλ. σχετική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε ένορκα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο οποίος δηλώνει ρητά ότι «...το διαμέρισμα πωλείται 40 - 42.000,00 Ευρώ...») και, συνεπώς, δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο αφορολόγητο όριο για την απόκτηση της πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50% και μπορεί να εξαιρεθεί.
Συνακόλουθα επομένως όλων των ανωτέρω παραδοχών, η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να ανασταλεί η ήδη επισπευδόμενη σε βάρος της περιουσίας της τέλεση καθώς και κάθε άλλο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικό μέτρο εναντίον της περιουσίας της αιτούσης από τους καθ’ ων η κρινόμενη αίτηση και πιστωτές αυτής (βλ. σχετικά ΕιρΑθ 37/2012 Δημοσίευση Nomos, ΕιρΕλευσ 23/2012 Δημοσίευση Nomos, ΕιρΝιγρ 17/2011 Δημοσίευση Nomos), μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης που περιέχεται στην από 20.7.2012 αίτησή της (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 343/25.7.2012) που κατατέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών της σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010 και προσδιορίστηκε να εκδικαστεί κατά τη δικάσιμο της 4.2.2014 όπως ειδικότερα ορίζεται, στο διατακτικό. Τέλος η αιτούσα θα πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της τετάρτης των καθ` ων η αίτηση, όπως επίσης ειδικότερα αναφέρεται, στο διατακτικό, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ΝΔ 3026/1954) που προβάλλεται με το από 10.1.2013 έγγραφο σημείωμα προτάσεων αυτής που κατατέθηκε στο Δικαστήριο (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μη επιβαλλόμενης δικαστικής δαπάνης για τις λοιπές των καθ` ων η αίτηση εφόσον αυτές ερημοδίκησαν.
[Δέχεται την αίτηση.]