Δικαστική αναγνώριση της πατρότητας με αγωγή της μητέρας. Τεκμήριο πατρότητας, αν αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 389/2011)
Περίληψη: Δικαστική αναγνώριση της πατρότητας με αγωγή της μητέρας. Τεκμήριο πατρότητας, αν αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης (από την τριακοσιοστή έως την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό). Αναγνώριση της πατρότητας κατόπιν εκτίμησης της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο προσδιορισμού του D.N.A. Απορρίπτεται το αίτημα για τη διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης.
[...] Η ήδη εφεσίβλητη - ενάγουσα, με την υπ` αρ. κατ. 2603/245/2005 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος (και ήδη εκκαλών) είναι πατέρας του εκτός γάμου γεννηθέντος στη θεσσαλονίκη, στις 12.1.2002, ανηλίκου τέκνου της Α.-0, ισχυριζόμενη ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, ήτοι από το μήνα Σεπτέμβριο έτους 2000 έως τον τοκετό, είχαν επανειλημμένα σαρκικές σχέσεις, ενώ και μέχρι της γεννήσεως του τέκνου συμβίωναν σε κοινή κατοικία. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ` αρ. 61/2007 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης), με την οποία αναγνωρίστηκε ότι ο εναγόμενος είναι πατέρας του ανηλίκου τέκνου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο τελευταίος, για τους αναφερόμενους σ` αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της (εκκαλουμένης) προς τον σκοπό απόρριψης της εναντίον του αγωγής.
Συζητήσεως γενομένης ενώπιον του δικαστηρίου τούτου εκδόθηκε η προαναφερόμενη (υπ. αρ. 61/2008) απόφαση, με την οποία η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και, αναβληθείσης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να προβεί ο ορισθείς πραγματογνώμων Π.Μ. στη λήψη και στην εξέταση δείγματος αίματος από τον εκκαλούντα, την εφεσίβλητη και το ως άνω ανήλικο τέκνο, κατά τη μέθοδο DNA και στη συνέχεια να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα, με σχετική έκθεση, αν ο εναγόμενος είναι ή όχι φυσικός πατέρας του ως άνω τέκνου. Ηδη δε μετά τη νομότυπη διεξαγωγή της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση της συνταχθείσης σχετικής εκθέσεως στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, νομίμως επαναλαμβάνεται η συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως, κατά τα προεκτεθέντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1481, 1482 ΑΚ συνάγεται ευθέως ότι ο ΑΚ μοναδικό κριτήριο της τεκμαιρόμενης πατρότητας αναγνωρίζει την ύπαρξη σαρκικής συνάφειας με τη μητέρα του τέκνου (ΑΠ 14/2004 ΝοΒ 2005.52) κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης, που κατ` άρθρο 1468 θεωρείται εκείνο που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό (ΑΠ 1813/2005 ΕλλΔνη 206.822). Αρκεί μάλιστα και μία μόνον σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη ημέρα για το ορισμένο της οικείας αγωγής της μητέρας (ΑΠ 1813/2005 όπ. παρ. ΑΠ 1071/1995 ΕλλΔνη 1996.1604). Ανατροπή δε του άνω τεκμηρίου της πατρότητας επέρχεται αν από τις αποδείξεις προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες, οι οποίες θεωρείται ότι υπάρχουν μόνον όταν η πιθανότητα αυτή (της πατρότητας) είναι, σύμφωνα με τα πορίσματα των ιατρικών εξετάσεων, αλλά και του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, μικρότερη από την πιθανότητα να είναι κάποιος άλλος πατέρας (έτσι Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Οικδικ II, σελ. 90- 106, Γεωργιάδης Σταθόπουλος, Αστ Κωδ., 2007, υπ` άρθρο 1482 αρ. 11, όπως και όταν η μητέρα είχε σαρκικές επαφές με περισσότερους άνδρες, χωρίς όμως αυτό και μόνον το γεγονός να είναι αρκετό από μόνο του για την ανατροπή του τεκμηρίου.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων του και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, επικαλούμενος ότι με την ενάγουσα συνευρέθη μόνον τρεις φορές, χωρίς να διατηρούν οποιασδήποτε μορφής σχέση «καθόσον ο ίδιος στο κρίσιμο χρονικό διάστημα είχε δεσμό με άλλη γυναίκα, την Ε.Δ., με την οποία χώρισε το Σεπτέμβριο του 2001 και έκτοτε σύντροφος του είναι η τρίτη γυναίκα, η Α.Α.», ισχυρίστηκε περαιτέρω, για την ανατροπή του εκ του άρθρου 1481 ΑΚ τεκμηρίου πατρότητας, ότι υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την πατρότητα του ανηλίκου τέκνου της τελευταίας (ενάγουσας), διότι η «ενάγουσα αφού είχε ερωτικές συνευρέσεις με αρκετούς συναδέλφους του από τη ΔΕΗ, έμεινε έγκυος δίχως ποτέ να δηλώσει από ποιον». Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, όπως με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι αφενός δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες σχέσεις της ενάγουσας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (Εφθεσ 336/2000 Αρμ 2002.38) και αφετέρου εμφανίζεται να συμπεραίνεται αυθαίρετα από τον εναγόμενο επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, «η ενάγουσα ήταν ανύπαντρη και διατυμπάνιζε σε όλους ότι πρέπει να αποκτήσει ένα παιδί». Επομένως, ο σχετικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίο παραδεκτώς ενώπιον του δικαστηρίου τούτου επαναφέρεται ο ανωτέρω ισχυρισμός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Απορριπτέος εξάλλου ως αβάσιμος είναι και ο σχετικός λόγος της κρινομένης εφέσεως, με τον οποίο ο εναγόμενος επαναφέρει παραδεκτώς τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αποδυνάμωσης του επιδίκου δικαιώματος της ενάγουσας, κατά την ΑΚ 281, ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα για πρώτη φορά του γνωστοποίησε ότι είναι πατέρας του τέκνου της με την από 21.7.2004 εξώδικη δήλωση της, με την οποία τον καλούσε να την νυμφευθεί και να αναγνωρίσει το τέκνο της ως γνήσιο δικό του, προβαίνοντας παράλληλα σε άσκηση της ένδικης αγωγής, την οποία του επέδωσε στις 20.9.2005, ήτοι με την πάροδο 56 μηνών από της κυοφορίας και 44 μηνών από τη γέννηση του τέκνου, προκειμένου να επιτύχει την αναστολή της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 1483 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος σε κάθε περίπτωση, καθόσον με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθών ακόμη υποτιθεμένων αυτών, δεν στοιχειοθετείται η έννοια της ΑΚ 281, όπως με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεδομένης και της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 1483 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η (άγαμη) μητέρα έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της εντός της οριζόμενης από το ενλόγω άρθρο αποσβεστικής προθεσμίας πέντε ετών από του τοκετού.
Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των πρωτοδίκως εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), οι οποίες περιέχονται στα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα τα οποία και πάλι νομίμως προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3,339 και 395 ΚΠο-λΔ), συμπεριλαμβανομένης ειδικότερα της από 6.6.2009 και υπ` αρ. κατ. 57/2009 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος με την υπ` αρ. 236/2008 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου, πραγματογνωμονός Π.Ε.Μ., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη - ενάγουσα, που είναι διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός και υπάλληλος του τεχνικού τομέα της ΔΕΗ από το έτος 1989, κατά το έτος 1999, οπότε υπηρετούσε στο επί της οδού Α. Δ, στη θεσσαλονίκη, κατάστημα της ως άνω Δημόσιας Επιχείρησης, γνωρίστηκε με τον εναγόμενο, υπάλληλο του ιδίου καταστήματος με την ειδικότητα του τεχνίτη ηλεκτρολόγου, ο οποίος είναι διαζευγμένος από το έτος 1988 και πατέρας (από το λυθέντα γάμο του) δύο ενηλίκων τέκνων, ηλικίας αντιστοίχως 30 και 28 ετών. Πολύ σύντομα η συναδελφική και φιλική κατ` αρχήν σχέση τους εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό, ο οποίος έγινε γνωστός τόσο στον επαγγελματικό τους χώρο όσο και στο οικογενειακό περιβάλλον της ενάγουσας, καθόσον ειδικότερα το Σεπτέμβριο του έτους 2000 άρχισαν και να συζούν στο διαμέρισμα της ενάγουσας επί της οδού .... στην Α. Πόλη θεσσαλονίκης και ακόμη να επισκέπτονται την πατρική οικία της τελευταίας στα Α. Πιερίας. Η σχέση αυτή των διαδίκων διήρκεσε περί τα 2,5 έτη (με μια μικρή ενδιάμεση διακοπή ενός μηνός περίπου) και διεκόπη οριστικά με τη γνωστοποίηση από την ενάγουσα στον εναγόμενο της εγκυμοσύνης της, ο οποίος, αρνούμενος τον ερχομό ενός νέου τέκνου στη ζωή του και την ανάληψη τέτοιων ευθυνών απέναντι σ` αυτό και στην ενάγουσα, αμφισβήτησε την πιθανότητα να είναι ο ίδιος πατέρας του κυοφορούμενου τότε τέκνου της ενάγουσας και απομακρύνθηκε άμεσα και οριστικά από την τελευταία, η οποία τελικώς γέννησε στη θεσσαλονίκη, στις 12.1.2002, το ως άνω τέκνο της Α.-Θ. (σχετ. το υπ` αρ. πρωτ... απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης και βάπτισης του Δήμου θεσσαλονίκης), ηλικίας ήδη (κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό) 5 ετών. Ακολούθως η ενάγουσα, η οποία μάταια ανέμενε μετά τη γέννηση του τέκνου να αλλάξει γνώμη και στάση ο ενάγων, του κοινοποίησε, στις 26.7.2004 την από 21.72004 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση της και στις 15.6.2005 την από 76.2005 όμοια, με την πρώτη των οποίων καλούσε τον εναγόμενο να αναλάβει τις ευθύνες του έναντι του τέκνου και με τη δεύτερη τον καλούσε να προβεί στις νόμιμες ενέργειες αναγνώρισης της πατρότητας, επικαλούμενη το πόρισμα της διενεργηθείσης σχετικής εξέτασης DNA στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο θεσσαλονίκης με τη συναίνεση και των δύο. Πράγματι, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος, σε απάντηση της πρώτης ανωτέρω εξώδικης της ενάγουσας, της απέστειλε στις 17.8.2004 την από 12.8.2004 δική του και ακολούθως στις 30.8.2004 την από 26.8.2004 εξώδικη, με τις οποίες της ζητούσε, προκειμένου να του αποδείξει τους ισχυρισμούς της, ότι το εκτός γάμου γεννημένο τέκνο έχει πατέρα τον ίδιο, να εμφανιστεί με το τέκνο της την 21.9.2004 και ώρα 9 π.μ. στο Εθνικό Περιφερειακό Κέντρο Ιστοσυμβατότηταςτου ανωτέρω Ιπποκρατείου νοσοκομείου, για την απαιτούμενη αιμοληψία. Στη συνέχεια όμως, και παρά το γεγονός ότι από τη διενεργηθείσα από τον ιατρό του τμήματος ανοσολογίας του ΙΓΝΘ του ανωτέρω νοσοκομείου Ζ.Π. εξέταση για τον προσδιορισμό των HLA - Α, Β, C, DRBL αντιγόνων με μοριακές τεχνικές και την τυποποίηση αυτών, ο ως άνω ιατρός δεν απέκλεισε την πατρότητα του εναγομένου, καθόσον διαπίστωσε ότι τα πιο πάνω αντιγόνα του τελευταίου υπήρχαν και στο τέκνο της ενάγουσας (σχετ. η προσκομιζόμενη από την ενάγουσα έκθεση), ο εναγόμενος εξακολούθησε να αμφισβητεί την πατρότητα του και μάλιστα της απέστειλε στις 28.6.2005 την από 24.6.2005 τελευταία εξώδικη δήλωση του, με την οποία για πρώτη φορά αρνήθηκε ότι διατηρούσε σχέση (διαρκείας) μαζί της, παραδεχόμενος ότι συνευρέθηκε σαρκικώς μαζί της μόνον τρεις φορές και, τέλος, αναφερόμενος στην προαναφερθείσα διατύπωση του συμπεράσματος της διενεργηθείσης εξετάσεως DNA (ότι δηλαδή δεν αποκλείεται η πατρότητα), δήλωσε στην ενάγουσα ότι εξακολουθεί να αμφισβητεί την αποδιδόμενη στον ίδιο πατρότητα του τέκνου της. Ωστόσο, πέραν του ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και ειδικότερα στο κρίσιμο διάστημα σύλληψης που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην 300ή και την 180ή ημέρα πριν από τον τοκετό είχε σαρκική συνάφεια και με άλλο (ή άλλα) τρίτα άτομα, εκτός του εναγομένου, με τον οποίο διατηρούσε κατά τα προεκτεθέντα ερωτικό δεσμό επί 2,4 έτη, όπως επιβεβαίωσε και η μάρτυρας απόδειξης (μητέρα της ενάγουσας) στην κατάθεση της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία δεν αναιρείται από τα αναφερόμενα στην κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης 0.Κ. (συναδέλφου των διαδίκων) περί φιλίας μόνον των διαδίκων, η κρίση του δικαστηρίου τούτου περί του ότι το τέκνο της ενάγουσας είναι καρπός της σαρκικής σχέσης αυτής με τον εναγόμενο (ο οποίος είναι βιολογικός πατέρας αυτού) ενισχύεται και από το αποτέλεσμα της διαταχθείσης με την προαναφερόμενη (υπ` αρ. 236/2008) απόφαση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη εκατέρωθεν και συνεκτιμούμενη από 6.6.2009 έκθεση και υπ` αρ. κατ. 57/2009 του ορισθέντος πραγματογνώμονος Π.Μ., καθηγητή αιματολογίας αιμόστασης, αφού λήφθηκε δείγμα αίματος από τον εναγόμενο, την ενάγουσα και το ως άνω τέκνο της, στο οικείο τμήμα - εργαστήριο του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου θεσσαλονίκης και έγινε ταυτοποίηση των γονιδιακών θέσεων του συστήματος HLA που πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο προσδιορισμού του DNA (με την τεχνική της PCR), κατέληξε ο ως άνω πραγματογνώμων στο συμπέρασμα ότι όχι μόνον δεν αποκλείεται η πατρότητα του εναγομένου, αλλά αυτή είναι πιθανότατη σε ποσοστό 92-95%. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εκκαλούντα με ημερομηνία 6.7.2009 «έκφραση επιστημονικής άποψης» του ομότιμου καθηγητή γενετικής του ανθρώπου του ΑΠΘ κατόπιν σχετικής ανάθεσης από τον ανωτέρω, με την οποία προτείνεται να οριστεί νέος πραγματογνώμονας, να γίνουν εργαστηριακές αναλύσεις σε διαφορετικό εργαστήριο και να αναλυθούν 15 ανεξάρτητοι μικροδορυφορικοί γενετικοί δείκτες με τη μεθοδολογία DNA, εκτιμώντας ότι με τις προηγούμενες δύο αναλύθηκαν μόνον τέσσερις γονιδιακές θέσεις, με αποτέλεσμα η διαπιστούμενη πιθανότητα της πατρότητας να είναι κατώτερη του 99,95%, καθόσον αυτή αφορά σε απλή έκφραση - διατύπωση πρότασης και όχι επιστημονική διαπίστωση κατόπιν εξέτασης και ελέγχου δείγματος αίματος των εμπλεκόμενων, δοθέντος και ότι δεν αμφισβητείται ότι ο έλεγχος έγινε με τη μέθοδο «υβριδισμού DNA». Επομένως, το νέο αίτημα του εκκαλούντος περί διενέργειας νέας πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέο ως μη αναγκαίο, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδεικνύεται η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής και επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση και αναγνώρισε ότι το ανήλικο άρρεν τέκνο της ενάγουσας Α.-0, που γεννήθηκε στη θεσσαλονίκη στις... Ιανουαρίου 2002, είναι γνήσιο τέκνο του εναγομένου, καλώς εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και δεν έσφαλε στην κρίση του, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται από τον εναγόμενο με την κρινόμενη έφεση του.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα