Τέκνα και δικαστική αναγνώριση της πατρότητας. Ασκηση αγωγής από τον πατέρα, αν δεν συναινεί η μητέρα. (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 4665/2011)
Περίληψη: Τέκνα και δικαστική αναγνώριση της πατρότητας. Ασκηση αγωγής από τον πατέρα, αν δεν συναινεί η μητέρα. Παθητική νομιμοποίηση ανάλογα με το αν την αγωγή ασκεί η μητέρα, το τέκνο ή ο πατέρας. Ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας με την παραδοχή της ένστασης των σοβαρών αμφιβολιών. Η μητέρα μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεσή της προβάλλοντας ότι δεν πρόκειται για τον αληθινό πατέρα. Ορθά έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή και επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα υπέρ του ενάγοντα.
[...] Με την από 18.3.2009 αγωγή του επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι στις 1.8.2007 η εναγομένη, γέννησε στην Αθήνα, χωρίς γάμο, ένα άρρεν τέκνο, το οποίο φέρει το όνομα Ι., από τις σχέσεις της με αυτόν (ενάγοντα) με τον οποίο είχε σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του. Εν όψει των περιστατικών αυτών και δοθέντος ότι η εναγόμενη μητέρα του ανωτέρω τέκνου, αρνείται την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 1475 του ΑΚ συναίνεση της για την αναγνώριση του ενάγοντος ως πατέρα του τέκνου με σχετική δήλωση της ενώπιον συμβολαιογράφου, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί με την απόφαση που θα εκδοθεί ότι το τέκνο αυτό είναι γνήσιο δικό του τέκνο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση που δέχτηκε την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι ο φυσικός πατέρας του ανηλίκου τέκνου της εναγομένης, που φέρει το όνομα Ι. και γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Αττικής, στις 1.8.2007. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη με την κρινόμενη έφεση της και ζητεί, για τους λόγους που εκτίθενται σ` αυτή, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση αυτής, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας προβλέπεται από το άρθρο 1479 § 1 επ. ΑΚ. Η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του. Το ίδιο, δικαίωμα έχει και το τέκνο. Οταν η μητέρα δεν συναινεί, δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης έχουν επίσης ο πατέρας, ο παππούς ή η γιαγιά της πατρικής γραμμής. Παθητικά νομιμοποιούνται, στην αγωγή της μητέρας, ο φερόμενος ως πατέρας ή οι κληρονόμοι του (1480 ΑΚ), στην αγωγή του τέκνου ο γονέας που αρνείται να προβεί στην αναγκαία δήλωση για την εκούσια αναγνώριση ή οι κληρονόμοι τους (1480 ΑΚ), στην αγωγή του πατέρα ή των γονέων του, η μητέρα ή οι κληρονόμοι της (1480 ΑΚ). Το τεκμήριο πατρότητας που συνάγεται από τη σαρκική συνάφεια της μητέρας του με τον φερόμενο ως πατέρα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης, ανατρέπεται με την παραδοχή της ένστασης των σοβαρών αμφιβολιών (1482 ΑΚ). Η συναίνεση της μητέρας, σύμφωνα με το άρθρο 1476 εδ. 2, παρέχεται με δήλωση στο συμβολαιογράφο και μπορεί να περιληφθεί και στο ίδιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο περιέχεται και η δήλωση του πατέρα. Αν η μητέρα αρνείται να συναινέσει, υπάρχει η δυνατότητα της δικαστικής αναγνώρισης της πατρότητας του παιδιού με αγωγή που ασκείται εναντίον της. Η μητέρα μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεση της προβάλλοντας ένα μόνο ισχυρισμό: ότι δεν πρόκειται για τον αληθινό πατέρα του παιδιού (Κουμάντου: ΟικογΔ, σελ. 62, Παπαχρίστου: Εγχειρίδιο ΟικογΔ, σελ. 282, Αγαλλοπούλου: Το δικαίωμα εκούσιας αναγνώρισης της πατρότητας ΝοΒ 37 (1989) σελ. 241). Η άποψη αυτή, ιδίως μετά το ν. 1702/1987 (βλ. σχετ. Κούσουλα: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση σελ. 234, 235) με τον οποίο κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των παιδιών που γεννιούνται χωρίς γάμο των γονέων τους, στηρίζεται και στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που ορίζει ότι «η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, εφόσον οι διαδικασίες αυτές προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, παρά μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο που επιδιώκει να αναγνωρίσει ή που αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός πατέρας». Δεδομένου ότι το άρθρο 4 αναφέρεται τόσο σε περιπτώσεις προσβολής της αναγνώρισης αφού αυτή ολοκληρωθεί, όσο και σε περιπτώσεις «αντιρρήσεων» πριν από την ολοκλήρωση της εκούσιας αναγνώρισης (που επιδιώκει να αναγνωρίσει), η άρνηση της συναίνεσης της μητέρας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα περιορισμό της εκούσιας αναγνώρισης, που κατά το άρθρο 4 της Ε.Σ. είναι ανεπίτρεπτος, όταν δεν στηρίζεται στη δικαιολογία ότι αυτό που επιδιώκει να αναγνωρίσει το παιδί δεν είναι ο αληθινός του πατέρας. Η μητέρα μπορεί, άρα, να αρνείται τη συναίνεση της μόνο με την επίκληση του ισχυρισμού ότι δεν πρόκειται για τον αληθινό πατέρα του παιδιού, οπότε και υπάρχει η ανάγκη της προσφυγής στη δίκη για την αναγνώριση της πατρότητας, ώστε να αποδειχθεί, στο δικαστήριο πια, ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι πρόκειται για τον πραγματικό πατέρα (Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη: ΟικογΔ, σελ. 154, 155, όπου και παραπομπές).
Στην προκειμένη περίπτωση από ... αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.8.2007 η εναγομένη γέννησε στο Αμαρούσιο Αττικής, χωρίς γάμο, ένα άρρεν τέκνο το οποίο στη συνέχεια έλαβε το όνομα Ι. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης του εν λόγω τέκνου, το οποίο περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή (300η) και την εκατοστή ογδοηκοστή (180η) ημέρα πριν τον τοκετό (άρθρο 1468 ΑΚ) και συγκεκριμένα από την 1η.10.2006 έως την 1η.2.2007, η εναγομένη διατηρούσε ερωτική σχέση, με σαρκική συνάφεια με τον ενάγοντα. Ο τελευταίος, με την από 9.2.2009 εξώδικη πρόσκληση του η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη (υπ` αριθμόν 7008/10.2.2009 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ειρ.Μ.) κάλεσε την εναγομένη, μητέρα του τέκνου να παραστεί την αναφερόμενη, σε αυτή ημέρα και ώρα, προκειμένου να παράσχει τη συναίνεση της, ενώπιον συμβολαιογράφου, για την εκ μέρους του ενάγοντος, εκούσια αναγνώριση του ανηλίκου τέκνου όμως η τελευταία δεν προσήλθε, κατά την ορισθείσα κατά τα ως άνω ημέρα και ώρα, ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου, προκειμένου να παράσχει τη συναίνεση της για την εκούσια αναγνώριση του τέκνου της από τον ενάγοντα. Ολα αυτά τα πραγματικά περιστατικά επιβεβαιώνονται πλήρως από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση και των δύο των μαρτύρων των διαδίκων, κοινών φίλων τους οι οποίοι, αφού είχαν ιδία αντίληψη για τα διαδραματισθέντα γεγονότα πέραν των άλλων, κατέθεσαν ότι κατά το προαναφερόμενο, κρίσιμο, για τη σύλληψη του τέκνου, χρονικό διάστημα ο ενάγων είχε σαρκική συνάφεια με την εναγομένη, μητέρα του τέκνου καθώς και ότι η εναγομένη αρνήθηκε να παράσχει τη συναίνεση της για την εκούσια αναγνώριση του τέκνου της από τον ενάγοντα όχι διότι αμφισβητεί την πατρότητα του τέκνου της από τον ενάγοντα -εφεσίβλητο αλλά διότι διαφωνεί ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία και ειδικότερα το περιεχόμενο της συμβολαιογραφικής αυτής πράξης της αναγνώρισης του τέκνου της. Οι εν λόγω καταθέσεις ενισχύονται άλλωστε και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από 15.1.2009 και 17.2.2009 απαντήσεις σε εξώδικες προσκλήσεις της εναγομένης -εκκαλούσας, οι οποίες επιδόθηκαν νόμιμα στον ενάγοντα - εφεσίβλητο, από τον οποίο και προσκομίζονται, καθώς και από τους ισχυρισμούς της εναγομένης - εκκαλούσας, που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις της, σύμφωνα με τους οποίους ουδόλως αμφισβητεί ειδικά αλλά αντίθετα συνομολογεί τόσο την πατρότητα του τέκνου της από τον ενάγοντα όσο και την άρνηση της να συναινέσει στην εκούσια αναγνώριση του τελευταίου, για λόγους όμως διάφορους από το αποδεικτέο εν προκειμένω θέμα της πατρότητας του τέκνου. Ειδικότερα οι λόγοι που επικαλείται η εναγομένη - εκκαλούσα στους οποίους επαναφέρει ως λόγους έφεσης ότι ο ενάγων αρνήθηκε να αναλάβει τις υποχρεώσεις του, αμφισβητούσε κατ` επανάληψη την πατρότητα και απόδειξη αυτού ήταν ότι ζήτησε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, γεγονός που δεν αποτελεί εμπόδιο για την αναγνώριση της δικαστικής πατρότητας, είναι παρελκυστικοί, τα δε επιχειρήματα αυτά σε κάθε περίπτωση δεν κρίνονται πειστικά και άξια δικαστικής εκτίμησης. Εξάλλου και ο ισχυρισμός της τον οποίο επαναφέρει ως λόγο έφεσης ότι πριν την ολοκλήρωση της εκούσιας αναγνώρισης αρνήθηκε να συναινέσει διότι ζήτησε διευκρινίσεις για το περιεχόμενο της, προτείνεται αλυσιτελώς, διότι όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη, η μητέρα μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεση της προβάλλοντας ένα μόνο ισχυρισμό, ότι δεν πρόκειται για τον αληθινό πατέρα του παιδιού. Τέλος όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με αριθμό 7318Δ/26.3.2009 έκθεση επίδοσης της ένδικης αγωγής, της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ειρ.Μ., ο ενάγων προέβη στην άσκηση της αγωγής, μέσα στην προβλεπόμενη στο άρθρο 1483 § 1 ΑΚ προθεσμία των δύο ετών από την προαναφερθείσα άρνηση της εναγομένης, να συναινέσει στην εκούσια αναγνώριση του τέκνου της. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια και με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώριση ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος είναι ο φυσικός πατέρας του ανηλίκου τέκνου της εναγομένης - εκκαλούσας, που φέρει το όνομα Ι. και γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Αττικής, την 1.8.2007, δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους συναφείς λόγους της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, ο άλλος λόγος της έφεσης για τον εσφαλμένο καθορισμό των δικαστικών εξόδων που εκκαθαρίστηκαν υπέρ του ενάγοντος που νίκησε στον πρώτο βαθμό και σε βάρος της αντιδίκου του εναγομένης που ολοκληρωτικά ηττήθηκε και τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των 450 ευρώ, ενώ έπρεπε να συμψηφιστούν, πρέπει επίσης να απορριφθεί. Και αυτό διότι, τα καθορισθέντα στο πιο πάνω ποσό δικαστικά έξοδα του ενάγοντος που αφορούν τον πρώτο βαθμό της δίκης, ορθά προσδιορίστηκαν κατά προσέγγιση προς τα ελάχιστα από το νόμο όρια αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου του και των λοιπών εξόδων του (άρθρα 100 § 4,107 §§ 1 και 2 ΚωδΔ). Τα καθορισθέντα δικαστικά έξοδα για τον πρώτο βαθμό της δίκης έξοδα του ενάγοντα είναι εύλογα και προσήκοντα αφού η εναγομένη ηττήθηκε, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτού (ενάγοντος) (άρθ. 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ).
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα