Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Διακοπή έγγαμου συμβιώσεως. Αποκτήματα γάμου. Προϋποθέσεις για την αξίωση συμμετοχής του συζύγου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 714/2011)

Περίληψη: Διακοπή έγγαμου συμβιώσεως. Αποκτήματα γάμου. Προϋποθέσεις για την αξίωση συμμετοχής του συζύγου. Εκτίμηση αξίας ακινήτου περιουσίας κατά το χρόνο της αμετακλήτου λύσεως του γάμου, καθώς και της εν γένει οικονομικής κατάστασης του τέως ζευγαριού ως στοιχείο για την εξεύρεση της περιουσίας εκάστου συζύγου, αλλά και της συμβολής στα αποκτήματα. Η σχετική χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας. Δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου της ΑΚ 1400, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο αυτό. Περιστατικά. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 3948/2009 απόφαση ΕφΑθηνών).

[...] Με την κρινόμενη 1142/27.10.2009 αίτηση, με τους με ιδιαίτερο, 53/22.2.2011 δικόγραφο πρόσθετους αυτής λόγους, διώκεται η αναίρεση της 3948/30.6.2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ` επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων.

Ειδικότερα, με την 19316/912/29.1.2007 αγωγή εφέρετο προς διάγνωση αξίωση της δι` αυτής ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, απορρέουσα από συμβολή της στα κατά την διάρκεια του μετά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος γάμου τους αποκτήματα του τελευταίου. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της κατά το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3, η 3745/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό ύστερα από την 9283/9.10.2008 έφεση του εναγομένου, η 3948/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επ` αυτής κατ` ουσίαν κρίση, την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της. Ειδικότερα, διέλαβε στις αιτιολογίες της, κατ` ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της, "οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αθήνα στις 14-12-1991 (βλ. υπ` αριθμ. .../ΚΒ/1991 ληξιαρχική πράξη γάμου της ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων) εκ του γάμου τους δε αυτού δεν απέκτησαν τέκνα, η δε έγγαμη συμβίωσή τους διεκόπη οριστικά τον Μάρτιο του έτους 2002, ενώ στη συνέχεια λύθηκε και ο γάμος τους δυνάμει της υπ` αριθμ. 3888/2006 αμετάκλητης αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Κατά τον χρόνον τελέσεως του γάμου τους ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών δεν είχε περιουσία, κατά την διάρκεια όμως του γάμου του απέκτησε τα παρακάτω περιουσιακά στοιχεία, ήτοι: α) με το υπ` αριθμ. .../19-2-1993 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ... Κωνσταντίνου Παλαιολογόπουλου που μεταγράφηκε νόμιμα, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα το υπό στοιχεία Γ-4 του τρίτου πάνω από την πυλωτή ορόφου οικοδομής, που αποτελεί ανεξάρτητη και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία και βρίσκεται εντός του σχεδίου της πόλεως ... του Δήμου ... στη θέση "...", εμβαδού 36,42 τ.μ., αποτελούμενο από καθιστικό με γωνία κουζίνας, ένα υπνοδωμάτιο, λουτρό και εξώστη β) με το υπ` αριθμ. .../17-10-1996 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Αναστασίου Αθανασόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα την υπ` αριθμ. (5) κλειστή θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου στην πυλωτή πολυκατοικίας που βρίσκεται στο Δήμο ..., επί της οδού ... αριθμ. ... εμβαδού 17,50 τ.μ. γ) με το υπ` αριθμ. .../3-3-1997 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ασπασίας Μαρτίνη-Βαρδάκα, που μεταγράφηκε νόμιμα, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα την υπό στοιχεία ΚΤΙΡΙΟ (4) διηρημένη κάθετη ιδιοκτησία, που βρίσκεται εντός της περιφέρειας και του εγκεκριμένου σχεδίου της κοινότητας ..., τέως Δήμου ... και στη συμβολή τον οδών ... αριθμ. 7 και ... αριθμ.11 και αποτελείται από α)υπόγειο εμβαδού 81 τ.μ., το οποίο περιλαμβάνει χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου, αποθήκη, λεβητοστάσιο, διάδρομο από καθιστικό και WC, β) ισόγειο εμβαδού 60 τ.μ. το οποίο περιλαμβάνει χώρο υποδοχής, σαλόνι, τραπεζαρία, κουζίνα και κλιμακοστάσιο ανόδου προς τον πρώτο όροφο και καθόδου προς το υπόγειο και γ) πρώτο όροφο το οποίο περιλαμβάνει δύο κοιτώνες και λουτρό.

Η αξία των παραπάνω ακινήτων κατά τον χρόνο αμετακλήτου λύσεως του γάμου των διαδίκων αλλά και κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ορθώς κρίθηκε υπό της εκκαλουμένης, ενόψει και των αντιθέτων εκθέσεων εκτιμήσεως αγοραστικής αξίας ακινήτων, καθώς και των αντιθέτων εκτιμήσεως των εκατέρωθεν μαρτύρων ανήρχετο: α) για το υπό στοιχεία (α) ακίνητο που βρίσκεται στην ... στο ποσό των 60.000 ευρώ, β) για την υπό στοιχεία (β) κλειστή θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου στην πυλωτή πολυκατοικίας κειμένης στον ... στο ποσό των 13.000 ευρώ και γ) για το υπό στοιχεία (γ) ακίνητο (κάθετη ιδιοκτησία στη ...) στο ποσό των 500.000 ευρώ, και ως εκ τούτου αφότου τελέστηκε ο γάμος των διαδίκων έως και την 6-11-2006 (χρόνος αμετακλήτου λύσεως του γάμου τους), η περιουσία αυτού (εναγομένου) αυξήθηκε ως προς τα προαναφερθέντα ακίνητα, η αύξηση δε αυτή βάσει της αγοραίας αξίας αυτών (ακινήτων) κατά το αυτό ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα ορθώς αποτιμήθηκε υπό της εκκαλουμένης στο ποσό των (60.000 + 13.000 + 500.000 ευρώ=) 573.000 ευρώ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητος, ότι και προ της τελέσεως του γάμου αυτής μετά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος ειργάζετο στο ΕΛΚΕΠΑ και στη συνέχεια εργάσθηκε και συνεχίζει να εργάζεται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στο οποίο υπήχθη το ΕΛΚΕΠΑ, αυτή δε είναι πτυχιούχος του τμήματος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το έτος 1997 μετά από μεταγραφή που είχε πραγματοποιήσει το έτος 1992 από το Πανεπιστήμιο Σαλέρνου της Ιταλίας, καθόλο δε το χρονικό διάστημα της φοιτήσεώς της στο Πανεπιστήμιο συνέχιζε να εργάζεται, ενώ παράλληλα ησχολείτο και με τις απαραίτητες οικιακές εργασίες, από την τέλεση δε του γάμου της με τον εναγόμενο μέχρι και τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεώς της με αυτόν (εναγόμενο) και έλαβε από την παραπάνω εργασία της ως αποδοχές το καθαρό χρηματικό ποσό των 135.793,34 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει με σαφήνεια και πληρότητα εκ των προσκομιζομένων και επικαλουμένων βεβαιώσεων αποδοχών και εκκαθαριστικών σημειωμάτων της εναγούσης και εξ ουδενός εταίρου αποδεικτικού στοιχείου προσκομιζομένου υπό του εναγομένου αναιρούνται. Το σύνολο δε των αποδοχών αυτής (εναγούσης) με βάση την εξέλιξη του δείκτη τιμών καταναλωτή, που καταρτίζει κάθε έτος η ΕΣΥΕ, κατά τη συμπλήρωση της τριετούς διαστάσεως ή την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων που αποτελεί κρίσιμο χρόνο για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας τους ανήρχετο στο ποσό των 194.000 ευρώ.

Επίσης αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών είναι πτυχιούχος του Καθολικού Οικονομικού Πανεπιστημίου Pro Dro της Ιταλίας και εργάστηκε με την ιδιότητα του συμβούλου επιχειρήσεων στην Ιταλία των Ιταλικών εταιρειών με έδρα την Πάρμα "..............", "...............................................", ενώ παράλληλα είχε και απασχόληση στην Ελλάδα ως οικονομικός σύμβουλος κατά δε το έτος 1995 εξελίχθηκε και ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της ανωνύμου βιομηχανικής εταιρίας "................" με έδρα την Αθήνα, θυγατρική της "........... της Ιταλίας, οι δε κατ` έτος αποδοχές αυτού από την παραπάνω εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1992 έως το έτος 2001 ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 258.692,09 ευρώ, σύμφωνα δε με την εξέλιξη του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που καταρτίζει η ΕΣΥΕ με έτος βάσεως 2005=100 σε ευρώ Οκτωβρίου 2006, κατά το κρίσιμο χρόνο της αμετακλήτου λύσεως του γάμου των διαδίκων και κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής το παραπάνω ποσό αντιστοιχεί στο ποσό των 300.000 ευρώ. Ο δε ισχυρισμός του εναγομένου δια του πρώτου λόγου της εφέσεως του, ότι προ της τελέσεως του γάμου του κατείχε το ποσό των 41.584.507 δρχ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει με πληρότητα ότι αυτός κατείχε το αντίστοιχο του ως άνω ποσού σε λιρέτες προ του γάμου του και προέβη στη δραχμοποίηση αυτού και το εισήγαγε στην Ελλάδα, τουναντίον το πρώτο φέρεται, ότι κατά το έτος 1994 οπότε και ορίστηκε διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης "........................." θυγατρική στην Ελλάδα του Ομίλου "..........." της Ιταλίας και για πρώτη φέρεται καταχώρηση στον υπ` αριθμ. ... λογαριασμό του στην Τράπεζα Εργασίας ποσό 95.400.000 λιρεττών Ιταλίας το οποίο όμως ουδέποτε εδηλώθη ως εισόδημα αυτού στην αρμόδια ΔΟΥ, η δε κατάθεση στον λογαριασμό αυτόν δεν καταδηλώνει ότι επρόκειτο περί εισοδημάτων αυτού, τουναντίον ενδεχόμενα να επρόκειτο για κατάθεση για την εκπλήρωση των διαχειριστικών υποχρεώσεων της εταιρείας της οποίας αυτός ήταν διαχειριστής, αλλά ούτε προκύπτει με πληρότητα η εισαγωγή και η δραχμοποίηση υπό τούτου και των λοιπών κεφαλαίων τα οποία ισχυρίζεται ο εκκαλών αλλά τα ποσά αυτά ανέρχονται σε 500.000 δρχ, 4.967.118 δρχ. και 2.343.689 δρχ.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι οι αποδοχές της εναγούσης υπολείπονται σημαντικά εκείνων που απεκόμισε ο εναγόμενος σύζυγος της από την προαναφερόμενη επαγγελματική του δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων ο εναγόμενος δια του δευτέρου λόγου της εφέσεως του ισχυρίζεται ότι το σύνολο των αποδοχών τούτου ανήρχετο στο ποσό των 538.880,50 ευρώ και ουχί στο ποσό των 300.000 ευρώ όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, δεδομένου ότι ανεξαρτήτως του ότι γίνεται λανθασμένη αναφορά υπό της εκκαλουμένης στη χρονολογία εισαγωγής του εισοδήματος το οποίο δηλώθηκε υπό τούτου στην αρμόδια ΔΟΥ, λήφθηκε υπόψη υπό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενώ τα υπόλοιπα ποσά δεν αποδεικνύονται. Επίσης δια του τρίτου λόγου της εφέσεως του ο εκκαλών ισχυρίζεται, ότι ουδεμία συμβολή υπήρξε της εφεσίβλητου στην απόκτηση των περιουσιακών του στοιχείων, κρίνεται απορριπτέος δεδομένου ότι όπως ορθά κρίθηκε υπό της εκκαλουμένης κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, δεδομένου ότι διέθετε τα χρήματα τα οποία ελάμβανε από την παραπάνω εργασία της για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, ενώ από την τέλεση του γάμου τους μέχρι και το έτος 1998, οι διάδικοι διέμεναν σε ιδιόκτητο διαμέρισμα αυτής (εναγούσης) στην περιοχή του ... και επί της οδού ... αρ. 89 εμβαδού 80 τ.μ. το οποίο είχε περιέλθει στην κυριότητα αυτής με γονική παροχή της μητέρας της από το έτος 1983 δυνάμει του υπ` αριθμ. .../22-6-1983 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού Ελένης Χηνά-Κότσιου, και ως εκ τούτου ο εναγόμενος απέφυγε την καταβολή μισθώματος το οποίο όπως ορθά κρίθηκε υπό της εκκαλουμένης θα ανήρχετο μέχρι του ποσού των 12.000 ευρώ, ενώ περαιτέρω κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως η ενάγουσα είχε επωμισθεί την επιμέλεια και την φροντίδα του συζυγικού οίκου, χωρίς την πρόσληψη και τη βοήθεια οικιακής βοηθού και ορθώς αποτιμήθηκε υπό της εκκαλουμένης η προσφορά αυτής υπερβαίνει την υποχρέωση συνεισφοράς αυτής στις οικογενειακές ανάγκες των διαδίκων και ορθώς καθόρισε τη συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά το 1/3 αυτής δηλαδή κατά το ποσό των 191.000 ευρώ (ήτοι συνολική περιουσία 573.000 X 1/3), απορριπτόμενου ως κατ` ουσίαν αβασίμου του τρίτου λόγου της εφέσεως, δεδομένου ότι ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του τιμήματος υπό τούτου ουδόλως αναιρεί την συμβολή και της εναγούσης στην προαναφερθείσα επαύξηση της περιουσίας αυτού, δεδομένου ότι ουδόλως αμφισβητείται τόσο η διαμονή στο ιδιόκτητο διαμέρισμα αυτής, όσο και η συμβολή στην φροντίδα και περιποίηση αυτού.

Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος κατ` ουσίαν κρίνεται ο τέταρτος λόγος της εφέσεως, δεδομένου ότι ορθώς εξετιμήθη υπό της εκκαλουμένης η εμπορική αξία των ακινήτων κατά τον χρόνο της αμετακλήτου λύσεως του γάμου των διαδίκων, και εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει ότι η εμπορική αξία αυτών ήταν κατά πολύ μικρότερη, ενώ απορριπτέος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος της εφέσεως δεδομένου, ότι δεν αποδεικνύεται η καταβολή οιουδήποτε τιμήματος υπό τούτου για την ανακαίνιση και επίπλωση του διαμερίσματος της εναγούσης, ενώ η μόνη πιστωτική κάρτα της οποίας έγινε χρήση υπ` αυτής για μια διετία και για ποσό 750 ευρώ αποδεικνύεται ότι ήταν υπαρκτή, ενώ για τις λοιπές επικαλούμενες δεν προκύπτει, ότι έγινε χρήση αυτών υπό της εναγούσης, ενώ η παραμονή και αυτής στην αποκτηθείσα υπό τούτου κατοικία στη ... ουδόλως συνέτεινε στην επαύξηση της περιουσίας αυτής, δεδομένου άλλωστε όπως ήδη προαναφέρθηκε και η ίδια συνέβαλε στην απόκτηση αυτή, πέραν του γεγονότος ότι ο εναγόμενος συνεχίζει ως εκ της ιδιοκατοικήσεως αυτής να προσπορίζεται οφέλη".

Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται ο ηττηθείς εκκαλών με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια οι διατυπούμενοι δι` αυτής λόγοι αναιρέσεως.

Ειδικότερα, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.

Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ.19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ` όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή, εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, από το άρθρο 1400 Α.Κ. προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση, η οποία δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.

Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας. Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδάφ. β` του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (της περιουσίας του δικαιούχου), εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.

Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγόμενου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό. Στις σημειούμενες στην αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως διαλαμβάνεται, ιδία, (α) ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διατηρήθηκε μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 2002, οπότε και οριστικά διακόπηκε, και ο τελεσθείς στις 14.12.1991 γάμος τους λύθηκε με την 3888/2006 αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, (β) ότι κατά την διάρκεια του γάμου τους ο αναιρεσείων απέκτησε τα περιγραφόμενα στις αιτιολογίες της περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας, κατά τις αναλυτικά σημειούμενες διακρίσεις, κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσεως του γάμου τους και εκείνο της ασκήσεως της αγωγής, 573.000,00 ευρώ, (γ) ότι οι αποδοχές των διαδίκων κατά το από 14.12.1991 έως τον Μάρτιο του έτους 2002 χρονικό διάστημα διάρκειας της έγγαμης συμβιώσεώς τους ανήλθαν της αναιρεσίβλητης στο συνολικό ποσό των 135793,34 ευρώ και του αναιρεσείοντος σε εκείνο των 258692,09 ευρώ, τα οποία ανήγαγε με βάση την εξέλιξη του δείκτη τιμών καταναλωτή, που καταρτίζει κάθε έτος η ΕΣΥΕ, κατά το χρόνο συμπληρώσεως της τριετούς διαστάσεως και της αμετάκλητης λύσεως του γάμου στο ποσό των 194.000,00 ευρώ για την αναιρεσίβλητη και εκείνο των 300.000,00 ευρώ για τον αναιρεσείοντα, με προκύπταντα εντεύθεν συντελεσθεί (194000:133793) 1,428645 και (300000:258692) 1,159680, αντίστοιχα, παραβιάζοντας με την αντιφατική αυτή αιτιολογία της το άρθρο 288 ΑΚ, κατ` εφαρμογή του οποίου έγινε η αναγωγή, (δ) ότι το ποσό των 95.400,000 λιρετών Ιταλίας του ... λογαριασμού του αναιρεσείοντος στην Τράπεζα Εργασίας "ενδεχόμενα να επρόκειτο για την εκπλήρωση των διαχειριστικών υποχρεώσεων της εταιρείας της οποίας αυτός ήταν διαχειριστής", ενδοιαστική παραδοχή που προφανώς δεν αποτελεί αναμφίβολο αποδεικτικό πόρισμα, ανεπάρκεια αιτιολογιών η οποία παρατηρείται, (ε) και από την παράλειψη αναφοράς του τιμήματος κτήσεως των περιουσιακών στοιχείων του αναιρεσείοντος, αναγκαίου για τον συσχετισμό του με τα κατά τον αντίστοιχο χρόνο διαθέσιμα εισοδήματα των διαδίκων.

Η αντιφατικότητα της με στοιχ. (γ) αιτιολογίας και η ανεπάρκεια των με στοιχ. (δ) και (ε) αιτιολογιών, που αναφέρονται σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενόψει της προβληθείσης από τον αναιρεσείοντα ενστάσεως για μηδενική συμβολή της αναιρεσίβλητης στα κατά την διάρκεια του γάμου τους αποκτήματά του, στην οποία εμπεριέχεται και εκείνη περί συμβολής της σε ποσοστό μικρότερο του τεκμαιρόμενου, κατά το οποίο έγινε δεκτή κατ` ουσίαν η αγωγή της, δικαιολογεί την βασιμότητα της προβαλλόμενης με το α` σκέλος του 2ου λόγου, το γ` σκέλος του 3ου και τον 5ο λόγο του κυρίου δικογράφου αναιρετικής αιτιάσεως από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως του άρθρου 1400 ΑΚ. Η αναιρετική εμβέλεια των λόγων αυτών αναιρέσεως στο σύνολο της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των διατυπουμένων λοιπών λόγων αναιρέσεως. Συνακόλουθα αυτών πρέπει, κατά, παραδοχή των λόγων αυτών αναιρέσεως (α` σκέλος 2ου λόγου, γ` σκέλος 3ου λόγου και 5ος λόγος), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη δι` αυτής απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκασή της ενώπιον του αυτού Εφετείου Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (ΚΠολΔ 580§3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500,00) ευρώ (ΚΠολΔ 183).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την 3948/30.6.2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο αυτό Εφετείο Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500,00) ευρώ.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.