Προσβολή της προσωπικότητας μέσω του διαδικτύου σε ιστολόγιο - blog (Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης - Αριθμός απόφασης: 25552/2010)
Περίληψη: Προσβολή προσωπικότητας μέσω του διαδικτύου σε ιστολόγιο (blog). Ανάρτηση υβριστικών και αναληθών σχολίων κατά της προσωπικότητας κάποιου προσώπου σε ιστολόγιο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις περί αδικοπραξιών και προσβολής της προσωπικότητας του ΑΚ και όχι οι διατάξεις περί ευθύνης του τύπου.
[...] Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους. Σύμφωνα δε με το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α` και β` της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (που κυρώθηκε με το Ν 53/1974) «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως των δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Περαιτέρω, ο τύπος κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 2 εδ. α` Συντ. περιλαμβάνει όλα τα έντυπα που είναι κατάλληλα και προορισμένα για διάδοση. Κατά το άρθρο 1 εδ. α` του ΑΝ 1092/1938 περί τύπου «τύπος και έντυπον» είναι «παν ό,τι εκ τυπογραφίας ή οιουδήποτε άλλου μηχανικού ή χημικού μέσου παράγεται εις όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει εις πολλαπλασιασμόν ή διάδοσιν χειρογράφων, εικόνων ή παραστάσεων μετά ή άνευ σημειώσεων ...». Ο ορισμός που κρατεί πλέον είναι ότι έντυπο είναι κάθε κείμενο, κάθε όχι απλώς διακοσμητική εικαστική παράσταση, κάθε εγγραφή μουσικού έργου με κείμενο ή επεξηγήσεις και κάθε ηχητικό αποτύπωμα απλού ή μελωδικού λόγου, εφόσον έχει παραχθεί με μηχανική ή φυσικοχημική ή ηλεκτρονική διαδικασία κατάλληλη για παραγωγή σημαντικού αριθμού αντιτύπων και προορίζεται για διάδοση (βλ. Δαγιόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, έκδ. 1991, τόμ. 1 σελ. 451 επ.). Π. Κατά το άρθρο μόνο του Ν 1178/1981 ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, οι οποίες υπαιτίως προξενήθηκαν με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή, αν αυτός ήταν άγνωστος, στον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξης του εντύπου. [...] III. Με το άρθρο 681 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. [...] IV. Οσον αφορά τα προβλήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή των ως άνω κανόνων δικαίου στον κυβερνοχώρο, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Το διαδίκτυο (internet) αποτελεί στο σύγχρονο κόσμο το πιο εξελιγμένο μέσο μαζικής επικοινωνίας και μάλιστα αμφίδρομης. Συνδυάζει το στοιχείο της μαζικότητας, καθώς απευθύνεται σε μεγάλο και κατ` αρχήν απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, αλλά και το στοιχείο της ενημέρωσης, αφού παρέχει γνώμες, πληροφορίες, γνώσεις και ψυχαγωγία στους αποδέκτες. Με δεδομένο λοιπόν ότι οι ιστοσελίδες (sites) περιέχουν συνήθως κείμενα που παράγονται με ένα συνδυασμό μηχανικής, φυσικοχημικής και ηλεκτρονικής διαδικασίας και προορίζονται για διάδοση μέσω του διαδικτύου καθώς και το ότι κάθε ανάκληση του συγκεκριμένου υλικού από κάποιον χρήστη ουσιαστικά συνιστά «αντίτυπο» (θεωρία του εικονικού αντίτυπου), γίνεται σαφές ότι ένα σημαντικό τμήμα του υλικού που διακινείται στο διαδίκτηο συνιστά τύπο (βλ. Ι, Καράκωστα, Δίκαιο και Ιντερνετ, β` έκδ. 2003, σελ. 45). Τόσο ο Ν 1178/1981, όπως ισχύει, όσο και το άρθρο 681Δ ΚΠολΔ δεν ρυθμίζουν την -εξ απόψεως ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου αντίστοιχα- μεταχείριση των νέων μορφών ενημέρωσης που δημιουργήθηκαν λόγω των τεχνολογικών δυνατοτήτων του διαδικτύου. Η νομολογία χρησιμοποιεί επανειλημμένως τον όρο «ηλεκτρονικός τόπος» συνήθως κατ` αντιδιαστολή προς το γραπτό και κυρίως για να χαρακτηρίσει τα πιο σύγχρονα μέσα ενημέρωσης και ιδίως την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ωστόσο, ευχερώς δύναται να συναχθεί ότι οι προαναφερόμενες περί τύπου διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά και επί προσβολών προσωπικότητας, οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων, δηλαδή με τη διαδικτηακή μορφή των ήδη υπαρχόντων μέσων ενημέρωσης, ήτοι των ιστοσελίδων των εφημερίδων, των περιοδικών, των ραδιοφωντκών και τηλεοπτικών σταθμών, που λειτουργούν και προορίζονται ως μέσο διακίνησης πληροφοριών (ΕφΑΘ 8962/2006 ΕλλΔνη 48,1518). Σε σχέση όμως με το ζήτημα εάν τα ιστολογία του διαδικτύου, που είναι περισσότερο γνωστά με τον όρο της αγγλικής γλώσσας «blogs», ουντστούν έντυπα ή εκπομπές υπαγόμενες στις ανωτέρω διατάξεις και έτσι, οι αγωγές για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και γενικώς παροχής έννομης προστασίας στα προσβληθέντα από το περιεχόμενο τους πρόσωπα υπάγονται από άποψη ουσιαστικού δικαίου στο πεδίο του Ν 1178/1981 και εκδικάζονται από άποψη δικονομικού δικαίου κατά την ειδική διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 681Δ ΚΠολΔ, το ζήτημα εμφανίζεται πιο πολύπλοκο. Και τούτο διότι θα πρέπει πρωτίστως να διερευνηθεί εάν στην περίπτωση τους υπάρχει βάση αναλογίας των περί τύπου διατάξεων, εάν δηλαδή αυτά δύνανται να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των ηλεκτρονικών εντύπων, καθόσον εμφανίζονται να έχουν ουσιώδεις διαφορές από τις ιστοσελίδες που διατηρούν τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτηο. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά ότι για να λάβει χώρα αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί τύπου στα διαδικτυακά ημερολόγια θα πρέπει μεθοδολογικά να διαπιστωθεί η ύπαρξη κενού και μάλιστα ακούσιου, επιγενόμενου και εμφανούς στις σχετικές περί τύπου διατάξεις, προκειμένου στη συνέχεια να ερευνηθεί η δυνατότητα πλήρωσης αυτού με τη μέθοδο της αναλογίας. Στην περίπτωση του επιγενόμενου κενού υπάγονται οι περιπτώσεις εκείνες όπου η εμφάνιση της νομοθετικής ατέλειας οφείλεται στο γεγονός ότι συνεπεία της τεχνικής εξελίξεως και της μεταβολής των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που είχαν αποτελέσει τη βάση ορισμένης νομοθετικής ρύθμισης, ανεφάνησαν νέα ζητήματα που κατά την εγγενή στο νόμο τελολο-γία πρέπει τώρα να βρουν και αυτά την αντίστοιχη ρύθμιση τους. Έτσι, υπάρχει εμφανές κενό όταν ο νόμος δεν περιέχει καμία ρύθμιση για μία κατηγορία σχέσεων, μολονότι αυτή θα έπρεπε βάσει της εγγενούς στο νόμο τελολογίας να ρυθμίζεται ως αξιολογικά ουσιωδώς όμοια με ήδη ρυθμιζόμενες στο νόμο κατηγορίες σχέσεων. Στη νομοθετική ατέλεια αυτής της μορφής την κανονιστική της ποιότητα ως κενού του νόμου είναι προφανές ότι την προσδίδει η αρχή της ίσης μεταχείρισης αξιολογικά ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, οπότε και η μέθοδος πλήρωσης των εμφανών κενών είναι η αναλογία. Στην αναζήτηση της βάσης της αναλογίας πρέπει να διαγνωσθεί η ουσιώδης ομοιότητα των συγκεκριμένων δύο περιπτώσεων. Και είναι φυσικά βέβαιο ότι η αρρύθμιστη περίπτωση, που παριστά τη νομοθετική ατέλεια αναφορικά με την οποία ερωτάται αν ορισμένη υφιστάμενη ρύθμιση εμφανίζει κενό, δεν είναι βέβαια ποτέ ακριβώς όμοια με την ήδη ρυθμιζόμενη στο νόμο περίπτωση. Σε ορισμένα σημεία θα εμφανίζει ομοιότητα προς αυτή, ως προς κάποια άλλα όμως είναι φυσικό να παραλλάσσει. Για να αναζητηθεί η ύπαρξη μιας βάσης αναλογίας μεταξύ της ρυθμιζόμενης και της αρρύθμιστης περίπτωσης θα πρέπει να καταδειχθεί η ύπαρξη ενός εμφανούς κενού, το οποίο συντρέχει όταν η ομοιότητα μεταξύ των συγκρινόμενων πραγματικών, που αποτελεί τη βάση της αναλογίας, είναι αξιολογικά ουσιώδης. Τούτο σημαίνει ότι η κατάσταση των συμφερόντων και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί από σκοπιά της αρχής της ίσης μεταχείρισης να δικαιολογεί την κρίση ότι η νομοθετική αξιολόγηση, την οποία εκφράζει η υφιστάμενη ρύθμιση, όσον αφορά στην πρόσδοση ορισμένων έννομων συνεπειών στο ρυθμιζόμενο συγκεκριμένο περιστατικό, ήτοι η ratio legis, ευσταθεί και αναφορικά με την αρρύθμιστη περίπτωση, διάγνωση που θα χωρήσει με τη χρήση των ερμηνευτικών κριτηρίων, ιδίως δε της ρυθμιστικής πρόθεσης του ιστορικού νομοθέτη και των αντικειμενικών τελολογικών κριτηρίων, την αναγωγή δηλαδή στο σκοπό της διάταξης που ρυθμίζει το ένα πραγματικό και την προσεκτική υπό το φως του σκοπού αυτού στάθμιση των συμφερόντων στις δύο περιπτώσεις. Αν μεταξύ των συγκεκριμένων δύο πραγματικών δεν υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα με την ως άνω αξιολογική έννοια, τότε δεν υπάρχει κενό στο νόμο και η απάντηση που προσήκει στο αρρύθμιστο ζήτημα θα πρέπει να στηριχθεί στο επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, που υπαγορεύει τη μη μεταφορά των προβλεπόμενων για το ρυθμιζόμενο πραγματικό έννομων συνεπειών στο αρρύθμιστο (βλ. Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, έκδ. 2000, σελ. 240 επ.). V. Ενόψει των ανωτέρω λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Τα ιστολόγια (blogs) είναι διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις (hyperlinks) και καταχωρήσεις απόψεων. Οι καταχωρήσεις σε ένα διαδικτυακά ημερολόγιο εμφανίζονται κατά χρονολογική σειρά, με τις πιο πρόσφατες προσθήκες να παρουσιάζονται πρώτες. Τα διαδικτυακά ημερολόγια έχουν ως «βασική μονάδα» τους τις καταχωρήσεις και όχι τις εκάστοτε «σελίδες» (pages), όπως συμβαίνει με τους «παραδοσιακούς» ιστότοπους (websites). Ο κάτοχος - διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), ο οποίος λόγω του εξειδικευμένου λογισμικού τους δεν είναι ανάγκη να διαθέτει ιδιαίτερο τεχνικό υπόβαθρο για να το ενημερώνει ή να το διατηρεί, καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του για διάφορα ζητήματα που τον απασχολούν και που αυτός επιλέγει, ενώ τα ιστολογία είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστότοπους, ιστοσελίδες και άλλα blogs και πολλά επιτρέπουν στους αναγνώστες τους, ανταποκρινόμενοι στα ερεθίσματα που λαμβάνουν από την αναγνώριση των απόψεων του κατόχου - διαχειριστή του ιστολογίου, να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, τα οποία είναι επίσης αναγνώσιμα καθώς και να σχολιάσουν την αρχική θέση του κατόχου - διαχειριστή. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται οι συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων μεταξύ του κατόχου και των αναγνωστών. Τα ιστολόγια τα συντηρούν οι χρήστες τους, οι οποίοι αποκαλούνται bloggers, και σε αυτά μπορεί να παρουσιάζουν την προσωπική τους εμπειρία και άποψη για γεγονότα που τους απασχολούν, ως μέλη ενός κοινωνικού συνόλου, να μοιράζονται τεχνογνωσία σχετικά με διάφορα θέματα και να συμμετέχουν ή να εκκινούν συζητήσεις για πολυποίκιλα θέματα (κοινωνικά, πολιτικά, αθλητικά, καλλιτεχντκά, επαγγελματικά, ταξιδιωτικά κ.λπ.). Στη συνείδηση των χρηστών του διαδικτύου τα ιστολογία έχουν τη θέση του μέσου, όπου η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται στην απόλυτη μορφή της (βλ. και Σπ. Τάσση, Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης - Το πρόβλημα των blogs, ΔϊΜΕΕ 2006,518). Επομένως, το ιστολόγιο είναι διαδραστικό μέσο και στο σημείο αυτό διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο, διότι η διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από τον κύριο και τους δημοσιογράφους του μέσου ενημέρωσης, αλλά από όλους τους χρήστες του διαδικχύου, οι οποίοι είναι αναγνώστες του ιστολογίου. Ο κάτοχος - διαχειριστής κατά κανόνα δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τους αναγνώστες του ιστολογίου του ούτε και να αποφασίζει εάν και ποιοι από αυτούς επιτρέπεται να ανακοινώνουν τα δικά τους σχόλια σε αυτό, δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από το εκάστοτε λογισμικό που χρησιμοποιείται για το κάθε ιστο-λόγιο και έτσι η επέμβαση του είναι συνήθως κατασταλτική. Εξάλλου, το ενδεχόμενο ο κάτοχος - διαχειριστής να προβαίνει σε «προληπτική» επιλογή των χρηστών που θα προβούν σε καταχωρήσεις στο blog του καθώς και του περιεχομένου των σχολίων τους, θα οδηγούσε σε μία μορφή λογοκρισίας, θα αναιρούσε την ανωτέρω αναφερθείσα κεντρική ουσία των ιστολογιών ως χώρων ελεύθερης ανάπτυξης και ανταλλαγής ιδεών και θα τα καθιστούσε χώρους ελεγχόμενους αποκλειστικά από τον κάτοχο - διαχειριστή τους χωρίς τη δυνατότητα της διαδραστικής ανάπτυξης, που ενέχει η λειτουργία τους. Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης ο κάτοχος - διαχειριστής του blog δύναται να επιλέξει ποιοι από τους αναγνώστες επιτρέπεται να ανακοινώσουν τα δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό του, δεν είναι πάντα σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγούμενων από τον εκάστοτε αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, αφού είναι πολύ πιθανό ο αναγνώστης, ασκώντας ουσιαστικά το δικαίωμα της ανωνυμίας του, να μην χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα, αλλά ένα ψευδώνυμο, με αποτέλεσμα η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας αυτού να καθίσταται δυσχερέστατη και δυνατή μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, ο σκοπός της δημιουργίας και ο προορισμός της λειτουργίας των blogs και ιδίως μάλιστα όσων δεν έχουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο, δεν είναι η διάδοση πληροφοριών με σκοπό τη μαζική ενημέρωση, στοιχεία απαραίτητο -κατά τα προαναφερόμενα- για το χαρακτηρισμό ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού) ως τύπου, αλλά η ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων, μέσω ενός μηχανισμού δυναμικής επικοινωνίας και με τη χρήση ενός μέσου, που λόγω της φύσεως του έχει μεν πράγματι ως άμεσο και αναγκαίο επακόλουθο να καθίσταται το περιεχόμενο των κειμένων τους προσβάσιμο σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, δίχως όμως αυτό να αποτελεί τον αυτοσκοπό του διαχειριστή και κατόχου τους καθώς και των αναγνωστών τους. Επομένως, σύμφωνα με το γράμμα των προαναφερόμενων περί τύπου διατάξεων και τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, κριτήριο για την εφαρμογή των περί τύπου διατάξεων και στα κείμενα που αναρτώνται και δημοσιεύονται στα διαδικτυακά ημερολόγια δεν είναι μόνο το αντικειμενικό γεγονός ότι το κείμενο αυτό έχει παραχθεί με μηχανική ή φυσικοχημική ή ηλεκτρονική διαδικασία, κατάλληλη για την παραγωγή σημαντικού αριθμού αντιτύπων, αλλά θα πρέπει παράλληλα και η κατά προορισμό χρήση του να είναι η διάδοση γεγονός που κατά κανόνα δεν συντρέχει στα διαδικτυακά ημερολόγια. Συνεπώς, οι συγκρινόμενες περιπτώσεις ομοιάζουν πράγματι εν προκειμένω, καθόσον και στο διαδικτυακά ημερολόγιο τα κείμενα που καταχωρούνται είναι υπό συνθήκες προσιτά σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, πλην όμως αξιολογικά σπουδαιότερη και νομικά κρισιμότερη είναι στην προκειμένη περίπτωση η υφιστάμενη μεταξύ αυτών διαφορά ως προς το γεγονός ότι στις μεν περί του τύπου διατάξεις απαιτείται σκοπός και προορισμός του κειμένου προς διάδοση και μαζική ενημέρωση, προϋπόθεση που, όπως προαναφέρθηκε, απουσιάζει από τη δημιουργία και τη λειτουργία των ιστολογιών. VI. Επιπλέον επιχείρημα περί του ότι μεταξύ των συγκρινόμενων περιπτώσεων υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, που δεν επιτρέπουν την αναλογική εφαρμογή του υφιστάμενου δικαίου, αντλείται και από το γράμμα, το πνεύμα και το σκοπό του μοναδικού άρθρου του Ν 1178/1981, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη κάθε εντύπου για αποζημίωση του τρίτου ζημιωθέντος, σε περίπτωση που η υπαιτιότητα συντρέχει στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπεύθυνου ή του δημοσιογράφου - συντονιστή), εφόσον αυτός είναι γνωστός, ή αν ο συντάκτης είναι άγνωστος, στον εκδότη ή το διευθυντή συντάξεως του εντύπου (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, στον εκπρόσωπο της αδειούχου εταιρίας ή στον υπεύθυνο προγράμματος ή ειδήσεων). Υπό ανάλογες δε προϋποθέσεις όμοια αντικειμενική ευθύνη φέρει ο εκδότης ή ο διευθυντής συντάξεως του εντύπου (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, ο εκπρόσωπος της αδειούχου εταιρίας ή ο υπεύθυνος προγράμματος ή ειδήσεων), μόνο όμως εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστος. Η προαναφερόμενη αστική αντικειμενική ευθύνη αφορά αρχικά τον ιδιοκτήτη του εντύπου, εφόσον αυτός είναι γνωστός, πάντα όμως υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει πταίσμα του συντάκτη (ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, του παραγωγού, του δημοσιογραφικού υπεύθυνου ή του δημοσιογράφου - συντονιστή) ή, αν είναι άγνωστος, του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως και δεν αφορά το συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή τον εκδότη ή διευθυντή συντάξεως. Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονται τα ως άνω υπό στοιχείο II αναφερόμενα κατά περίπτωση ποσά ως ελάχιστη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις, ποσά που επιδικάζονται σε βάρος τόσο του ιδιοκτήτη του εντύπου, του εκδότη και του διευθυντή όσο και του συντάκτη του δημοσιεύματος, ή αν πρόκειται για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς σε βάρος τόσο του εκπροσώπου της αδειούχου εταιρίας ή του υπεύθυνου προγράμματος ή ειδήσεων όσο και του δημοσιογράφου - συντονιστή, ενώ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού προβλέπεται η υποχρέωση του ιδιοκτήτη κάθε εφημερίδας ή περιοδικού για τον ορισμό φυσικών προσώπων ως εκδότη και διευθυντή, που να έχουν τη μόνιμη κατοικία και διαμονή τους στην Ελλάδα, με τις προβλεπόμενες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης συνέπειες. Είναι δε προφανές ότι ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη του εντύπου έχει προβλεφθεί λόγω του γεγονότος ότι τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν επιχειρηματική διάρθρωση. Ο ιδιοκτήτης του εντύπου, εξ ορισμού οικονομικά ισχυρότερος και ως εκ τούτου σε θέση να καταβάλει τα ως άνω προβλεπόμενα ποσά ηθικής βλάβης, εν αντιθέσει με το συντάξαντα, ο οποίος συνήθως έχει περιορισμένη οικονομική επιφάνεια προς αποκατάσταση της ενδεχόμενης ζημίας ή ηθικής βλάβης που θα προκληθεί κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, ευθύνεται ανεξάρτητα από δική του υπαιτιότητα, με τις προαναφερθείσες διακρίσεις. Ο ιδιοκτήτης υπέχει ευθύνη για τα δημοσιεύματα και τις δραστηριότητες των προσώπων που απασχολεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προστήσεως και κυρίως το στοιχείο της «εξάρτησης» που απαιτεί την ένταξη του προστηθέντος στο πεδίο δράσης του προστήσαντος, δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης ως προστήσας αποκομίζει τα οφέλη από τη δραστηριότητα του προστηθέντος και από αυτή καθίσταται εφικτή η επέκταση του κύκλου δραστηριότητας και επιρροής του, η διεύρυνση των εργασιών του και η συνακόλουθη αποκομιδή κερδών, με αποτέλεσμα η ευθύνη του για τους κινδύνους από το πλέγμα αυτών των δραστηριοτήτων να εμφανίζεται αυτονόητη. Η ιδιαιτερότητα του νόμου περί αστικής ευθύνης του τύπου συνίσταται όχι απλώς στη διασαφήνιση της αστικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, αλλά στο ότι το πρόσωπο του προστηθέντος ορίζεται κατά τρόπο εναλλακτικό. Εάν ο συντάκτης είναι γνωστός (διότι το δημοσίευμα φέρει την υπογραφή του) θεωρείται και προστηθείς του φέροντος την ευθύνη ιδιοκτήτη. Σε περίπτωση όμως που είναι άγνωστος, ορίζοντας ο νόμος ότι κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ υπαιτιότητα πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του εκδότη ή του διευθυντή, θεωρεί αυτούς προστηθέντες του ιδιοκτήτη του εντύπου. Η ευθύνη του ιδιοκτήτη και φορέα της επιχείρησης, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του ή όχι στις δραστηριότητες της είναι σύμφωνη προς την αρχή της «επιχειρηματικής ευθύνης». Η σύγχρονη τάση δημιουργίας δημοσιογραφικών οργανισμών και η συγκέντρωση των κάθε είδους δραστηριοτήτων του τύπου στα χέρια περιορισμένου αριθμού προσώπων δικαιολογεί την αντιμετώπιση των δημοσιογραφικών επιχειρήσεων κατά τρόπο ανάλογο προς τις μεγάλες οικονομικές μονάδες. Ο εκδότης νομιμοποιείται παθητικά για τις πράξεις τρίτων προσώπων, εφόσον υπάρχει σχέση «εξάρτησης» (υπό την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ), συνεπεία της οποίας ευθύνεται για την επιλογή, τον έλεγχο και την καθοδήγηση τους κατά την άσταιση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, είτε συνδέονται με σύμβαση εργασίας είτε όχι, οπότε προστηθέντες μπορούν να θεωρηθούν και οι «ελεύθεροι» δημοσιογράφοι ή συντάκτες, είτε εργάζονται επί παραγγελία με ελεύθερη συνεργασία, είτε λαμβάνουν εντολές. Η ευθύνη του διευθυντή προκύπτει από την ιδιότητα του ως οργάνου του νομικού προσώπου, επιφορτισμένου με την ευθύνη επιλογής, κατεύθυνσης, ελέγχου και εποπτείας του περιεχομένου του εντύπου, με ευρεία εξουσία λήψεως αποφάσεων, που τον καθιστούν υπεύθυνο όχι για την επιλογή των προσώπων αλλά για την επιλογή των κειμένων (βλ. Καράκωστα, Το δίκαιο των ΜΜΕ, έκδ. 2003, σελ. 287 και 288). Οι ως άνω όμως δικαιολογητικοί λόγοι, που οδήγησαν στη θέσπιση των προαναφερόμενων διατάξεων, δεν συντρέχουν στην περίπτωση των ιστολογιών, τα οποία δεν παρουσιάζουν την επιχειρηματική διάρθρωση ενός παραδοσιακού εντύπου, ούτε έχουν ιεραρχική δομή οργάνωσης, ώστε να εμπίπτουν στις ρυθμίσεις τους. Και τούτο διότι κατ` αρχήν υπάρχει δυσχέρεια ως προς την ταύτιση των προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία του ιστολογίου, είτε πρόκειται για τον κάτοχο και το διαχειριστή αυτού, είτε για τους αναγνώστες - χρήστες του, που συμμετέχουν αναγράφοντας σχόλια και απόψεις σε αυτό, με τα πρόσωπα του ιδιοκτήτη, εκδότη, διευθυντή σύνταξης και συντάκτη κατά την έννοια του άρθρου μόνου του Ν 1178/1981 ή τα πρόσωπα που κατά τα ανωτέρω αντιστοιχούν σε αυτούς, όταν πρόκειται για τηλεοπτικούς ή ραδιοφωνικούς σταθμούς. Επομένως, γενομένου αποδεκτού ότι η εφαρμογή του νόμου περί τύπου τίθεται ουσιαστικά εκποδών για το διαχειριστή και κάτοχο του ιστολογίου, υπό την έννοια ότι για αυτόν θα αίρεται κατά τα ανωτέρω η οποιαδήποτε ευθύνη, τότε ουσιαστικά η εφαρμογή των διατάξεων περί τύπου θα περιορίζεται μόνο για τον τηχόν επωνύμως συντάξαντα το επιλήψιμο κείμενο ή άποψη χρήστη, σε βάρος του οποίου και θα απειλείται η επιβολή των ως άνω υπέρογκων ποσών χρηματικών αποζημιώσεων, που ορίζονται στο άρθρο του Nil 78/1981, οι οποίες ναι μεν καθορίστηκαν από τον ιστορικό νομοθέτη στα ως άνω ελάχιστα όρια εξαιτίας του μεγέθους της προσβολής που θεωρητικά υφίσταται ο θιγόμενος λόγω του χρησιμοποιούμενου εκ μέρους του υπαιτίου μέσου, πλην όμως είναι προφανές ότι κατά τον καθορισμό τους ελήφθη υπόψη και το γεγονός της εις ολόκληρον αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη, υπό το πρίσμα ότι αυτός ως οικονομικά ισχυρότερος θα έχει τη δυνατότητα να καλύψει τα ως άνω ποσά, προς αποτροπή της δημιουργίας αφόρητων συνεπειών προς το συντάξαντα, προϋπόθεση που ουδόλως θα συντρέχει στην περίπτωση των ιστολογιών. Έτσι, θα οδηγούμασταν και πάλι σε ένα κοινωνικά αφόρητα αποτέλεσμα να εφαρμοστεί ο νόμος περί τύπου με τις υπέρογκες αποζημιώσεις σε έναν απλό πολίτη, που είτε ως διαχειριστής και κάτοχος του ιστολογίου, είτε ως χρήστης εξέφρασε την άποψη του σε αυτό και μάλιστα δίχως να αποσκοπεί στη διάδοση της και ο οποίος -κατά κανόνα- δεν θα έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στην καταβολή των ως άνω ποσών και ούτε θα βρίσκεται υπό την αιγίδα άλλου, οικονομικά ισχυρότερου και αντικειμενικά ευθυνόμενου ως προς την κάλυψη του ως άνω ποσού για λογαριασμό του. Περαιτέρω, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, που είτε ο τυχόν επώνυμος κάτοχος ή διαχειριστής του ιστολογίου, ο οποίος πιθανότατα θα είναι ένας απλός πολίτης που ουδεμία σχέση έχει με τη δημοσιογραφία, είτε πολύ περισσότερο ο επωνύμως συντάξας το επίμαχο σχόλιο ή άποψη πολίτης εναχθούν σύμφωνα με τις διατάξεις περί τύπου, είναι μάλλον αδύνατο να τύχουν της προστασίας που τυγχάνουν οι φορείς του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε αντίστοιχες περιπτώσεις, επικαλούμενοι την ένσταση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος υπό την έννοια της εκ μέρους τους εκπλήρωσης της κοινωνικής αποστολής του τύπου, αφού είναι ιδιαιτέρως δυσχερές να αναγνωρισθεί σε έναν απλό πολίτη, όπως είναι ο κάτοχος και διαχειριστής του ιστολογίου και πολύ περισσότερο ο επισκέπτης αυτού, ότι αυτός κατά τη σύνταξη της άποψης, του σχολίου και της επίμαχης κρίσης του επιτελούσε το κοινωνικό έργο και την αποστολή του τύπου, που είναι η ενημέρωση της κοινής γνώμης, αποστολή που είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι επιτελεί ένα άτομο που ούτε την ιδιότητα του δημοσιογράφου έχει, αλλά που ούτε καν απασχολείται με αυτή, έστω και ερασιτεχνικά. VII. Επομένως, η παραδοχή ότι υφίσταται βάση αναλογικής εφαρμογής των ως άνω περί τύπου διατάξεων και στα ιστολογία δεν θα ανταποκρινόταν στην αρχή της εξισωτικής δικαιοσύνης και η λύση αυτή δεν θα εμφανιζόταν δίκαιη, αφού σταθμίζοντας τα δικαιολογημένα συμφέροντα των αντιμαχόμενων μερών, παριστά μία άνιση κατανομή των συνδεόμενων με την εκάστοτε διαφορά βαρών και πλεονεκτημάτων. Εξάλλου, ο θιγόμενος από κείμενο αναρτημένο σε ιστολόγιο δεν στερείται εννόμου προστασίας, αφού δύναται να προστατευθεί έναντι του υπαιτίου με τις κοινές διατάξεις (άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ), επιτυγχάνοντας ουσιαστικά παρόμοιο αποτέλεσμα, δοθέντος ότι η μη εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου διατάξεων περί του τύπου δεν συνεπάγεται και τη μη επιβολή κυρώσεων στον προσβολέα, ο οποίος φέρει ακέραια την ευθύνη για την πρόκληση ζημίας ή την προσβολή της προσωπικότητας τρίτου, ακόμα και αν αυτή έλαβε χώρα μέσω του διαδικτύου και όλων των «ευχερειών» που παρέχει σήμερα η τεχνολογία. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι στην περίπτωση των ιστολογιών δεν υφίσταται βάση αναλογικής εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με τον τύπο, αλλά θα εφαρμοστούν οι κοινές διατάξεις και οι σχετικές υποθέσεις θα εκδικασθούν κατά την τακτική διαδικασία, η δε ενδεχόμενη διαφορετική αντιμετώπιση του ακανθώδους αυτού ζητήματος αποτελεί έργο του νομοθέτη, του οποίου τα πρωτεία στη συγκεκριμενοποίηση της αρχής της δικαιοσύνης ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει κατ` αρχήν να σεβαστεί, καθόσον η δική του νομοθετική παρέμβαση είναι εκείνη η οποία θα συμβάλλει αποτελεσματικά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου ασφάλειας δικαίου σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα (βλ. ΠΠρΠειρ 4980/2009, που προσκομίζεται από τον εναγόμενο). [...] Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του ότι ο ίδιος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο ... και ότι ο εναγόμενος, που είναι επίσης καθηγητής σε εκπαιδευτικό ίδρυμα στο εξωτερικό, είναι κάτοχος και διαχειριστής ιστολογίου (blog). Ότι ο εναγόμενος ανάρτησε στο ιστολόγιο του κείμενα - ανακοινώσεις, με τα οποία αποδιδόταν στον ενάγοντα η τέλεση «λογοκλοπής», ήτοι η χρησιμοποίηση σε δικά του επιστημονικά κείμενα χωρίων και αποσπασμάτων από επιστημονικά κείμενα άλλων συγγραφέων χωρίς αναφορά σε αυτούς και χωρίς σχετικές παραπομπές, ήτοι πρακτική αποδοκιμαστέα από την εν γένει επιστημονική και πανεπιστημιακή κοινότητα. Ότι το περιεχόμενο των κειμένων αυτών ήταν αναληθές και ο εναγόμενος προέβη στην ανακοίνωση τους χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την αλήθεια τους. Ότι μετά τις αναρτήσεις και με αφορμή αυτές, χρήστες του ιστολογίου του συμμετείχαν σε «συζήτηση» και ανήρτη-σαν σχόλια, με περιεχόμενο κάποιες φορές εξυβριστικό και προσβλητικό για τον ενάγοντα, τα οποία ο εναγόμενος φιλοξένησε στο ιστολόγιο του. Ότι ο εναγόμενος δεν μερίμνησε και δεν φρόντισε να αφαιρέσει από το ιστολόγιο του τόσο τις δικές του αναρτήσεις όσο και τα σχόλια των χρηστών του, από τα οποία δεν διαχώριζε τη στάση του, ακόμα και μετά την ενημέρωση του περί της ανακρίβειας της κατηγορίας για τη «λογοκλοπή» και περί της διενέργειας ένορκης διοικητικής εξέτασης, το πόρισμα της οποίας ήταν απαλλακτικό για τον ενάγοντα. Ότι τα αναφερόμενα στις αναρτήσεις στο ιστολόγιο του εναγομένου είναι δυσφημιστικά και συκοφαντικά για αυτόν, καθώς τον παρουσιάζουν να έχει τελέσει πράξη απαξιωτική για καθηγητή πανεπιστημίου, έθεσαν δε σε κίνδυνο την υποψηφιότητα του για τη θέση τακτικού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο .... Ότι με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος έθιξε εν γνώσει του την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και εξέθεσε σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του. Με βάση αυτά τα περιστατικά, όπως περισσότερο αναπτύσσονται με το κρινόμενο δικόγραφο -μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της με την τροπή μέρους αυτού σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στο οικείο πρακτικό (άρθρα 294 εδ. α`, 295 παρ. 1 εδ. β` και 297 ΚΠολΔ)- ζητά ο ενάγων Α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με την απόσυρση των προσβλητικών κειμένων από το ιστολόγιο του, Β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον τη δημοσίευση κειμένων προσβλητικών για τον ενάγοντα και Γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ποσό 30.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει για την ίδια αιτία ακόμα 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ζητά επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή δεν υπάγεται στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681Δ ΚΠολΔ, με την οποία έχει εισαχθεί προς συζήτηση, αλλά στην τακτική διαδικασία, που είναι η προσήκουσα, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα προσβολή της προσωπικότητας του, η συκοφάντηση, δυσφήμιση ή εξύβριση του προσώπου του, φέρεται να έλαβε χώρα με τα κείμενα που ανήρπσε ο εναγόμενος στο ιστολόγιο (blog) που διαχειριζόταν και με τα σχόλια τρίτων που ο εναγόμενος διατήρησε σε αυτό. Ετσι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή, η προσβολή δεν έλαβε χώρα με δημοσίευμα στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο, αλλά με τρόπο διαφορετικό, με αποτέλεσμα η υπό κρίση διαφορά να υπάγεται στην τακτική διαδικασία. Το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να κρατήσει την υπόθεση και να την εκδικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία, κατά την ευχέρεια που του παρέχεται από το άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες για την απαιτούμενη κατά την τακτική διαδικασία προδικασία. Ειδικότερα, αφενός μεν δεν τηρήθηκε η επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς κατά το άρθρο 214Α ΚΠολΔ, επιπλέον δε οι διάδικοι δεν κατέθεσαν τις προτάσεις, τα σχετικά με αυτές έγγραφα και την προσθήκη σε αυτές κατά τις προβλεπόμενες από το άρθρο 237 ΚΠολΔ προθεσμίες, αλλά, όπως αποδεικνύεται από τις επισημειώσεις του Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου, οι μεν προτάσεις κατατέθηκαν στο ακροατήριο κατά πι συζήτηση της υπόθεσης, η δε προσθήκη κατατέθηκε μετά τη συζήτηση (στις 23 Απριλίου 2010). Συνεπώς, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής πρέπει να παραπεμφθεί σε άλλη συνεδρίαση του, προκειμένου να συζητηθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, ενόψει δε του ότι η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν θα περιληφθεί σε αυτή διάταξη για τα δικαστικά έξοδα. [...] [Παραπέμπει την υπόθεση για εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία.]
ΠΗΓΉ: NOMOS
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.