Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Μαχητό τεκμήριο συμμετοχής στο 1/3 της αυξηθείσης περιουσίας (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 287/2011)
Περίληψη: Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Μαχητό τεκμήριο συμμετοχής στο 1/3 της αυξηθείσης περιουσίας. Η συγκεκριμένη αξίωση εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέστηκαν πριν το ν. 1329/1983. Η απαίτηση αυτή είναι ενοχική. Εννοια αυξήσεως της περιουσίας. Χρονικό σημείο στο οποίο λαμβάνει χώρα η αύξηση της περιουσίας. Ο δικαιούχος σύζυγος πρέπει να αποδείξει την τελική περιουσία, το αντικείμενο αυτής και την αξία τους. Ισχυρισμοί τους οποίους μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος. Ειδικότερα είτε ότι δεν υπάρχει καμμία συμβολή είτε ότι αυτή είναι μικρότερη του 1/3. Στην επαύξηση της περιουσίας δεν νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο ένας σύζυγος με χαριστική αιτία. Δικονομία πολιτική. Βάρος της απόδειξης. Διάκριση αυτού σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Εννοιολογικός προσδιορισμός αυτών. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους στοιχειοθετεί τον αναιρετικό λόγο εκ του 559 περ. 13 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 6482/2007 ΕφΑθ).
[...] Ι). Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν.1329/1983 (άρθρο 12 ν.1649/1986), συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ` η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου 1400 του Α.Κ. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής.
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υποχρέου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Ο δικαιούχος σύζυγος θα πρέπει να αποδείξει την τελική περιουσία, από τι αποτελείται και ποια είναι η αξία της (Α.Π. 447/2005). Ο εναγόμενος περαιτέρω, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή, Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν.
Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (Α.Π. 1223/2007, 661- 662/2005). Κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου 1400 ΑΚ στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες. Ο λόγος είναι προφανής, αφού σ` αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διατάξεως, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία. Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ, επιτρέπεται αναίρεση, αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, κατά δε την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι (καθηγήτρια γαλλικής η ενάγουσα και βιομήχανος κλωστοϋφαντουργίας ο εναγόμενος), τέλεσαν νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 24-9-1973, στην Αθήνα, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα, στις 15-6-1994, με την υπ` αριθμ. 6273/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, την Κ., η οποία γεννήθηκε την 1-7-1976 και τη Χ., η οποία γεννήθηκε στις 6-4-1978.
Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, ο εναγόμενος ήταν κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 2.120 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …, της Κοινότητας ..., το οποίο είχαν αγοράσει με τον αδελφό του το έτος 1972, επί του οποίου ανήγειραν βιομηχανικό κτίσμα αποτελούμενο από υπόγειο, εμβαδού 274 τ.μ., ισόγειο, εμβαδού 344 τ.μ. και ημιώροφο, εμβαδού 91,82 τ.μ., για να το χρησιμοποιήσουν για τη στέγαση της επιχείρησης τους κλωστοϋφαντουργίας. Μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν σε μισθωμένο διαμέρισμα και από την 1-1-1979 μετακόμισαν σε ιδιόκτητο διαμέρισμα της ενάγουσας, εμβαδού 148 τ.μ., που βρίσκεται στην …, επί της οδού …, το οποίο αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη μέχρι τις 25-9-1990, που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση και ο εναγόμενος αποχώρησε οριστικά από αυτή. Από την τέλεση του γάμου τους (24-9- 1973), μέχρι την αμετάκλητη λύση του (15-6-1994), ο εναγόμενος απέκτησε τα εξής περιουσιακά στοιχεία: 1) ένα αστικό ακίνητο, άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, εκτάσεως 375 τ.μ., μετά της επ` αυτού παλαιάς οικίας, εμβαδού 100 τ.μ., που βρίσκεται στο χωριό ..., στη θέση "…", το οποίο αγόρασε από τον Κ. Ρ., με το υπ` αριθμ. …/1-4-1994 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ακράτας Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που μεταγράφηκε νόμιμα, αντί πραγματικού τιμήματος 1.706.000 δραχμών, αξίας, κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου, ήτοι μετά από δυόμιση μήνες από της αγοράς του, 1.706.000 δραχμών, όσης την προσδιόρισε και η αρμόδια ΔΟΥ κατά το χρόνο αγοράς του, ενώ από κανένα από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται μεγαλύτερη αξία, και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (23-8-1996) 2.000.000 δραχμών. 2) ένα αστικό ακίνητο, άρτιο και οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, εκτάσεως 375 τ.μ., που βρίσκεται στο χωριό Α. Α., στη θέση "…", το οποίο αγόρασε από τον Μ. Ρ., με το υπ` αριθμ. …/1-4-1994 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, αντί πραγματικού τιμήματος 1.606.000 δραχμών, αξίας, κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου, ήτοι μετά από δυόμιση μήνες από της αγοράς του, 1.606.000 δραχμών, όσης την προσδιόρισε και η αρμόδια ΔΟΥ κατά το χρόνο αγοράς του, ενώ από κανένα από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται μεγαλύτερη αξία, και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 1.900.000 δραχμών. 3) Επί του ως άνω κτίσματος, που υπήρχε κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων επί του οικοπέδου που βρίσκεται στη θέση …" της ..., οι συγκύριοι του οικοπέδου προσέθεσαν τμηματικά, τα έτη 1979 και 1982, πρώτο και δεύτερο όροφο, εμβαδού 260,33 τ.μ. ο καθένας, μέτριας κατασκευής, συνολικής αξίας μόνο των κτισμάτων αυτών κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου (15-6-1994), ενόψει της θέσης τους, της επιφάνειας τους και του τρόπου κατασκευής, 37.000.000 δραχμών και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (23-8-1996) 40.000.000 δραχμών, του δε μεριδίου του εναγομένου (1/2 εξ αδιαιρέτου) 20.000.000 δραχμών. Τα ως άνω ακίνητα, όπως ο ίδιος ο εναγόμενος ομολογεί, βρίσκονταν στην κυριότητα του κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου του. 4) Με το υπ` αριθμ. …/20-2-1992 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Στασινοπούλου, που καταρτίστηκε μεταξύ του εναγομένου και του αδελφού του Π. Ν., ομορρύθμων εταίρων κατά ποσοστό 50% ο καθένας της εταιρείας με την επωνυμία ............. Ο.Ε.", μετατράπηκε η ως άνω εταιρεία σε ανώνυμη, με την επωνυμία "Ν. Π. και Ι. .............., με μετοχικό κεφάλαιο 120.000.000 δραχμών, που διαιρέθηκε σε 12.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας της καθεμιάς 10.000 δραχμών και συμμετοχή του καθενός σ` αυτή κατά 50%. Δεν αποδεικνύεται όμως, από κανένα από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι ο εναγόμενος διατηρούσε ολόκληρο το ποσοστό αυτό συμμετοχής του στην εν λόγω εταιρεία και κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου (15-6-1994), όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, γεγονός που ο ίδιος αρνείται και ομολογεί ότι κατείχε μόνο το 4,7%.
Η αξία δε του εν λόγω μεριδίου του, όπως επίσης ομολογεί ο ίδιος, κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου του, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανέρχονταν σε 5.640.000 δραχμές, από κανένα δε από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται αξία μεγαλύτερη από την ανωτέρω. Όσον αφορά τις χρηματικές καταθέσεις που διαλαμβάνονται στην αγωγή και συγκεκριμένα: α) χρηματική κατάθεση ποσού 248.906 λιρών Αγγλίας στον 02501759 λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην τράπεζα Αmerican Express Bank, σε κατάστημα της στο Λονδίνο, β) χρηματική κατάθεση ποσού 242.658 λιρών Αγγλίας στον … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε επίσης στην τράπεζα Αmerican Express Bank, σε κατάστημα της στο Λονδίνο, γ) χρηματική κατάθεση ποσού 93.572 δολαρίων ΗΠΑ, στον … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην τράπεζα Merril Lynch, σε κατάστημα της στη Νέα Υόρκη, δ) χρηματική κατάθεση ποσού 206.188 δολαρίων ΗΠΑ, στον … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην τράπεζα ROYAL BANK OF SCOTLAND, σε κατάστημα της στο Λονδίνο, ε) χρηματική κατάθεση ποσού 101.582 δολαρίων ΗΠΑ, στον … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην ίδια τράπεζα ROYAL BANK OF SCOTLAND, σε κατάστημα της στο Λονδίνο και στ) χρηματική κατάθεση ποσού 209.554 δολαρίων ΗΠΑ, στον … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην τράπεζα ........ INC, σε κατάστημα της στη Νέα Υόρκη, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου, στον υπό στοιχ. α, υπ` αριθμ. … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην τράπεζα American Express Bank, σε κατάστημα της στο Λονδίνο, υπήρχε υπόλοιπο ποσού 698,46 λιρών Αγγλίας, το οποίο ομολογεί ο εναγόμενος, ήτοι 252.144 δραχμών κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου (698,46 λίρες, Χ 361 δραχ. η ισοτιμία δραχμής - λίρας) και 265.414 δραχμών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (698,46 Χ 380 δραχ. η ισοτιμία δραχμής - λίρας) στον υπό στοιχ. γ, υπ` αριθμ. … λογαριασμό του εναγομένου, που διατηρούσε στην τράπεζα MERRIL LYNCH, σε κατάστημα της στη Νέα Υόρκη, υπήρχε υπόλοιπο 1.238 δολαρίων Η.Π.Α., που επίσης ομολογεί ο εναγόμενος, ήτοι 290.930 δραχμών κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου (1.238 δολ. χ 235 δραχ. η ισοτιμία δραχμής - δολαρίου) και 303.310 δραχμών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (1.238 χ 245 δραχ. η ισοτιμία δραχμής - λίρας), ενώ, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη άλλων χρηματικών καταθέσεων, πλην των ανωτέρω, στους εν λόγω λογαριασμούς, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, τις οποίες αρνείται ο εναγόμενος.
Ειδικότερα, όλα τα επικαλούμενα και προσαγόμενα από την ενάγουσα έγγραφα, αναφέρονται σε καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς μέχρι το έτος 1990, οι μάρτυρες της καταθέτουν αορίστως η μεν Θ. Χ. για καταθέσεις σε ξένο συνάλλαγμα ύψους 300.000.000 δραχμών, των οποίων έλαβε γνώση από "χαρτιά" που της έδειξε η ενάγουσα και η Τ. Ε. για πολλά χρήματα σε συνάλλαγμα στο εξωτερικό, ότι αγόραζε ξένα νομίσματα, όπως δολάρια, μάρκα και είχε καταθέσεις σε ξένες τράπεζες χωρίς να προσδιορίζουν ούτε το ύψος τους, ούτε εάν τα χρήματα αυτά υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, από τις αόριστες δε αυτές καταθέσεις το δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε ασφαλές συμπέρασμα περί υπάρξεως άλλων χρηματικών ποσών στους εν λόγω λογαριασμούς, πλην των προαναφερθέντων. Αντίθετα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, βρίσκονταν στην κυριότητα του εναγομένου και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αγωγή, ήτοι: α) αστικό ακίνητο εκτάσεως 435,70 τ.μ. που βρίσκεται στο χωριό ..., το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας αγόρασε μεν επ` ονόματι του ο Δ. Λ.ς, με το υπ` αριθμ. …/1988 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ακράτας Κ. Παλαιολογόπουλου, αλλά κατ` εντολή και για λογαριασμό του εναγομένου και ήταν υποχρεωμένος να του το μεταβιβάσει μετά την αγορά του, και β) το υπ` αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής ΒΜW, τύπου 318 ί5, την ύπαρξη των οποίων αρνείται ο εναγόμενος. Ειδικότερα, όσον αφορά το υπό στοιχ. α ακίνητο, στο προσκομιζόμενο από 13-11 -1995 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε μεταξύ του εναγομένου και του ... και υπογράφηκε από αυτούς, διαλαμβάνονται επί λέξει τα εξής: "Απόδειξη δραχ. δύο εκατομμυρίων (2.000.000). Ο υπογράφων Δ. Λ. του Α., έλαβα σήμερον το ανωτέρω αναγραφόμενο ποσόν, εις εξόφλησιν οριστική πλήρους τιμήματος ενός αγρού κειμένου εις την θέση Εκκλησία της Κοινότητας … (πρώην …) …, εκτάσεως 430 τ.μ. περίπου, συνορεύοντος προς δυσμάς με ιδιοκτησία Ι. Ν., βορείως με έκταση Εκκλησίας Αγίας Τριάδας, ανατολικά με κοινοτική οδό και βορείως με ιδιοκτησία πρώην …. Περιήλθε εις εμέ με το υπ` αριθμ. … συμβόλαιο της 29/7/1988, με πωλητή τον Μ. Ρ., του Συμβολαιογράφου Ακράτας Κων/νου Παλαιολογόπουλου. Εις το ανωτέρω συμβόλαιο περιγράφεται λεπτομερώς. Τον αγρό αυτόν υποχρεούμαι και υπόσχομαι να μεταβιβάσω, όποτε θέλει μου ζητηθεί εις τον Ι. Ν. του Χ. ή σε άλλον που θα μου υποδείξει - ελεύθερον παντός βάρους-διεκδικήσεως - υποθήκης ή πραγματικών ελαττωμάτων.
Το ανωτέρω ποσόν συμφωνήθηκε ως οριστικό τίμημα. Τα έξοδα μεταβιβάσεως, ως και οι φόροι, βαρύνουν τον αγοραστή. Ο πωλητής υπόσχεται να προσκομίσει τα απαιτούμενα εκ μέρους του δικαιολογητικά, τα απαραίτητα για τη μεταβίβαση". Από το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν αποδεικνύεται ότι ο Δ. Λ. αγόρασε το έτος 1988 το εν λόγω ακίνητο, κατόπιν εντολής και για λογαριασμό του εναγομένου και είχε υποχρέωση να του το μεταβιβάσει, με βάση τη σύμβαση εντολής, όπως διατείνεται η ενάγουσα, αλλά από το όλο περιεχόμενο του αποδεικνύεται ότι αυτός είχε αγοράσει το ακίνητο αυτό επ` ονόματί του και για λογαριασμό του και με το εν λόγω έγγραφο προσυμφώνησε την πώληση του στον εναγόμενο, ο οποίος προκατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα των 2.000.000 δραχμών, ή σε τρίτον, που αυτός (εναγόμενος) θα υποδείξει, ενώ από κανένα από τα υπόλοιπα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται το αντίθετο. Τελικώς, το εν λόγω ακίνητο, με το υπ` αριθμ. …/1996 συμβόλαιο του ιδίου Συμβολαιογράφου, το αγόρασε από τον Δ. Λ. η θυγατέρα των διαδίκων Χ.. Όσον αφορά δε το ΙΧΕ αυτοκίνητο, την ύπαρξη του οποίου αρνείται ο εναγόμενος, μόνο η μάρτυρας της εναγομένης Ε. Τ. καταθέτει αορίστως περί αυτοκινήτου ΒΜW, χωρίς να προσδιορίζει τον αριθμό κυκλοφορίας, ενώ δεν προσκομίζεται κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα άδεια κυκλοφορίας της αρμόδιας αρχής, από την οποία να αποδεικνύεται σε ποιόν ανήκει αυτό κατά κυριότητα. Με βάση τα` ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, απέκτησε τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία, τα οποία βρίσκονταν κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου τους στην κυριότητα του, συνολικής αξίας, κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους 27.995.074 δραχμών (1706.000 + 1.606.000 + 18.500.000 + 5.640.000 + 252.144 + 290.930) και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 30.108.124 δραχμών (2.000.000 + 1.900.000 + 20.000.000 + 5.640.000 + 265.414 + 303.310). Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, από τον Οκτώβριο του έτους 1974, έως τον Μάϊο του έτους 1976, ήτοι επί δεκαεννέα μήνες, εργάστηκε ως υπάλληλος, απασχολούμενη με τη λιανική πώληση και την παρακολούθηση της αποθήκης, στην οικογενειακή επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας που διατηρούσε από το έτος 1969 ο εναγόμενος και ο αδελφός του Π. Ν., η οποία λειτουργούσε με τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΞΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Π. και Ι. Ν. Ο.Ε", της οποίας οι ανωτέρω ήταν ομόρρυθμοι εταίροι, κατά ποσοστό 50% ο καθένας, χωρίς αμοιβή, η οποία ανέρχονταν στο ποσό των 9.000 δραχμών το μήνα και συνολικά, για τους 19 αυτούς μήνες, πλέον δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος άδειας, σε 189.000 δραχμές(19+2=21χ9000), από το ποσό δε αυτό ο εναγόμενος ωφελήθηκε κατά το ήμισυ, ήτοι κατά το ποσό των 94.500 δραχμών, που αναλογεί στο ποσοστό συμμετοχής του στην εν λόγω εταιρεία, το οποίο απέφυγε να δαπανήσει για την απασχόληση υπαλλήλου.
Επίσης η ενάγουσα διέθεσε το ακίνητο της που προαναφέρθηκε, ήτοι διαμέρισμα επιφάνειας 148 τ.μ., που, βρίσκεται στην …, το οποίο οι διάδικοι χρησιμοποίησαν ως οικογενειακή στέγη από τον Ιανουάριο του έτους 1979, μέχρι τις 25-6-1990, που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση τους και ο εναγόμενος αποχώρησε από αυτή. Η μισθωτική αξία του εν λόγω ακινήτου, λαμβανομένων υπόψη της θέσης, της επιφάνειας, της καλής κατασκευής του ανέρχονταν 1) κατά τα έτη 1979 και 1980 σε 25.000 δραχμές το μήνα και συνολικά, για τους 24 μήνες, σε 600.000 δραχμές, 2) κατά τα έτη 1981 και 1982 σε 27.500 δραχμές το μήνα και συνολικά, για τους 24 μήνες, σε 660.000 δραχμές, 3)κατά τα έτη 1983 και 1984 σε 30.250 δραχμές το μήνα και συνολικά, για τους 24 μήνες, σε 726.000 δραχμές, 4) κατά τα έτη 1985 και 1986 σε 33.275 δραχμές το μήνα και συνολικά, για τους 24 μήνες, σε 798.600 δραχμές, 5)κατά τα έτη 1987 και 1988 σε 36.600 δραχμές το μήνα και συνολικά, για τους 24 μήνες, σε 878.400 δραχμές, και 6) κατά το έτος 1989 και το πρώτο εξάμηνο του έτους 1990 σε 40.260 δραχμές το μήνα και συνολικά, για τους 18 μήνες, ήτοι δώδεκα μήνες του έτους 1989 και έξι του έτους 1990, 724.680 δραχμές.
Συνεπώς το σύνολο των μισθωμάτων που οι διάδικοι απέφυγαν να καταβάλουν κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 4.387.680 δραχμές (600.000+ 660.000+ 726.000+798.600 +878.400 + 724.680), από το οποίο το ήμισυ, ήτοι το ποσό των 2.193.840 δραχμών βάρυνε την ενάγουσα, για τη συνεισφορά της στα οικογενειακά βάρη, και το υπόλοιπο ποσό των 2,193.840 δραχμών βάρυνε τον εναγόμενο, ο οποίος ωφελήθηκε κατά τούτο, καθόσον απέφυγε να δαπανήσει το ποσό αυτό για τη μίσθωση οικιακής στέγης. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι η ενάγουσα κατά τα πρώτα οκτώ έτη της έγγαμης συμβίωσης τους, ήτοι από 24-9-1973 έως 24-9-1981, ενώ τη βάρυνε το ήμισυ των οικογενειακών δαπανών, κατέβαλε η ίδια το σύνολο αυτών, ήτοι ενοίκιο, όλα τα λειτουργικά έξοδα του σπιτιού, έξοδα διατροφής της τετραμελούς οικογένειας τους, ρουχισμού δικού της και των παιδιών τους, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των 100.000 δραχμών μηνιαίως για τα τέσσερα πρώτα έτη και στο ποσό των 150.000 δραχμών για τα επόμενα τέσσερα έτη, από χρήματα που της χορηγούσαν οι γονείς της, διότι ο εναγόμενος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα, το δε έτος 1979 κατατάχθηκε στο στρατό και στερούνταν οποιωνδήποτε πόρων, όπως αυτή ισχυρίζεται με την αγωγή της, γεγονός που αρνείται ο εναγόμενος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι αυτός κάλυπτε τα έξοδα τους.
Η μαρτυράς της Θ. Χ., στην κατάθεση της δεν αναφέρεται στο γεγονός αυτό, καταθέτει όμως ότι γνώρισε τον εναγόμενο περί το έτος 1985, ότι η εταιρεία που είχε με τον αδελφό του είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν με βιοτεχνία κλωστοϋφαντουργίας, με μία βιοτεχνία, η οποία εξελίχθηκε σε αξιόλογη βιομηχανία, ενώ η μαρτυράς της Τ. Ε. καταθέτει αορίστως, αλλά και αντιφατικώς, αρχικά ότι τον πρώτο καιρό το ζευγάρι το ζούσαν οι γονείς της ενάγουσας, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί για πόσο χρονικό διάστημα ακριβώς, στη συνέχεια δε ότι επειδή της είχαν αγοράσει ως προίκα και της έκτιζαν ένα σπίτι στην …, θεωρούσαν υποχρέωση τους να της πληρώνουν το ενοίκιο για το σπίτι που έμενε το ζευγάρι, να ψωνίζουν τρόφιμα για εκείνους, θα μπορούσε δε να πει και όλα τα ρούχα των παιδιών, όταν ήταν μωρά, τα αγόραζαν οι γονείς της, ότι από το έτος 1973 που παντρεύτηκαν και μετά, θα μπορούσε να πει ότι τα χρήματα που έδιναν οι γονείς της στο ζευγάρι ανέρχονταν σε 100.000 έως 150.000 δραχμές το μήνα, χωρίς να καταθέτει με βεβαιότητα ότι της κατέβαλαν πράγματι αυτό το ποσό, ότι αυτό διήρκησε για τα επόμενα δέκα χρόνια, ενώ η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι επί οκτώ χρόνια κατέβαλε τα εν λόγω έξοδα, από την εν δε λόγω κατάθεση της, η οποία δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, αντίθετα οι μάρτυρες του εναγομένου καταθέτουν ότι αυτός βρίσκονταν σε καλή οικονομική κατάσταση (χωρίς να προσδιορίζουν το ύψος των εισοδημάτων του), λαμβανομένου δε υπόψη και του γεγονότος ότι από το έτος 1979 οι διάδικοι κατοικούσαν στο ιδιόκτητο διαμέρισμα της ενάγουσας, άρα επί τρία έτη, ήτοι 1979 έως 1981, δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταβολή μισθώματος από την ενάγουσα για τη συζυγική τους κατοικία, καθώς και του γεγονότος ότι η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της ότι ο εναγόμενος και ο αδελφός του κατά το ως άνω διάστημα διατηρούσαν την επιχείρηση που προαναφέρθηκε, στην οποία μάλιστα, κατά τα ανωτέρω, απασχολήθηκε επί δύο έτη μετά το γάμο τους η ενάγουσα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε ασφαλές συμπέρασμα ότι πράγματι η ενάγουσα κάλυπτε και το ύψος των οικογενειακών δαπανών που βάρυνε τον εναγόμενο κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, το ποσό το οποίο εισέφερε η ενάγουσα, πέραν αυτού που τη βάρυνε, στο συζυγικό οίκο, ανέρχεται σε 2.288.340 δραχμές (94.500+2.193.840). Από τα προσαγόμενα δε αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε σε ποιο ποσό αντιστοιχεί το ως άνω ποσό κατά το χρόνο τελεσίδικης λύσης του γάμου των διαδίκων, το οποίο η ενάγουσα αναβιβάζει στο επταπλάσιο της αξίας του και ο εναγόμενος την αρνείται, ώστε να λάβει χώρα αναγωγή της αξίας του. Μόνο η μάρτυρας της ενάγουσας Τ. καταθέτει αορίστως ότι εξαπλασιάστηκε η αξία τους, και ότι ως κριτήριο έλαβε το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη, που ήταν 15.000 δραχμές, ενώ τα ως άνω χρηματικά ποσά καταβλήθηκαν σε διάφορα χρονικά σημεία, ήτοι από το έτος 1973 έως το έτος 1990, η εν λόγω δε αόριστη κατάθεση της δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο.
Συνεπώς, αφού κατά τα προαναφερθέντα η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου με τα περιουσιακά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και η αύξηση αυτή, βάσει της αξίας τους κατά το χρόνο λύσεως του γάμου ανέρχονταν σε 27.995.074 δραχμές, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 30.108.124 δραχμές, η ανωτέρω αποδεικνυόμενη, όσον αφορά την κύρια βάση της αγωγής της, εισφορά της ενάγουσας, ήτοι το ποσό των 2.288.340, δεν υπερβαίνει το 1/3 του τεκμηρίου.
Συνεπώς, ως προς την κύρια βάση της, κατά το μέρος που ερευνάται, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Τεκμαίρεται όμως ότι η συμβολή της ενάγουσας ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ήτοι στο ποσό των 10.036.041 δραχμών (30.108.124 χ 1/3), ήδη 29.452,80 ευρώ, καθόσον ο εναγόμενος δεν απέκρουσε παραδεκτώς, ήτοι κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εν λόγω τεκμήριο, με ένσταση ότι η ενάγουσα είχε μικρότερη του τεκμηρίου ή καμία συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του, απαραδέκτως δε το πρώτον, με τις παρούσες προτάσεις του, ισχυρίζεται ότι τα δύο ακίνητα, τα οποία αγόρασε το έτος 1994, τα αγόρασε με χρήματα που προέρχονταν από την περιουσία του πατέρα του και του παππού του, που είχαν μεταβιβάσει στην κόρη του Χ., με προοπτική να της τα μεταβιβάσει μόλις ενηλικιωθεί, βάλλοντας κατά του τεκμηρίου για την απόκτηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων του.
Συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα ποσό είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (29.452,80) ...". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ενώ διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο της υπαγωγής των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον ως άνω κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε, τόσο ως προς το ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα επί του ενδίκου αστικού ακινήτου, που βρίσκεται στο χωριό ..., όσο και ως προς την τελική περιουσία, ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που μπορούν να αποτιμηθούν, το ύψος των χρηματικών καταθέσεων του αναιρεσιβλήτου και την αξία των στοιχείων που την αποτελούσαν κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση και ανωτέρω αναφερόμενο χρόνο, και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος (υπό στοιχεία 2.1 και 2.2) λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται, ότι οι περιεχομένες στον λόγο αυτόν ειδικότερες αιτιάσεις, ότι το Εφετείο εσφαλμένα και με ανεπαρκείς αιτιολογίες προσέδωσε στην έννοια της περιουσίας " νόημα στενότερο από αυτό που ήθελε ο νομοθέτης, αφού ερμήνευσε τον όρο περιουσία σαν να περιλαμβάνει μόνο το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας και όχι κάθε δικαίωμα περιουσιακής φύσεως ενοχικού ή εμπραγμάτου χαρακτήρα αλλά και κάθε μορφής κεκτημένο δικαίωμα" και έτσι, με το να δεχθεί ότι το αστικό ακίνητο, που βρίσκεται στο χωριό ..., δεν βρισκόταν στην κυριότητά του αναιρεσιβλήτου κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ., στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε κατά την διάρκεια του γάμου την κυριότητα επί του ευρισκομένου στο χωριό ... αστικού ακίνητου και ότι, συνεπεία μεταγενέστερης μεταβιβάσεώς του, απετέλεσε αντικείμενο της δίκης το εισπραχθέν (σωζόμενο) αντάλλαγμα, ενώ το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε απέκτησε (σπουδαίως ή εικονικώς, όπως ισχυρίζετο αορίστως η αναιρεσείουσα με την αγωγής της) την κυριότητα του ως άνω ακινήτου κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και συνεπώς οι ως άνω αιτιάσεις είναι αβάσιμες.
ΙΙ). Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποία διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋποθέσεως των θεμελιωτικών της αξιώσεως του πραγματικών γεγονότων. Αντίθετα αντικειμενικό βάρος αποδείξεως είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση με δεύτερο, κατά το πρώτο με στοιχ.2.3 μέρος του, λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η από τον αριθ.13 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο επέρριψε στην αναιρεσείουσα το βάρος αποδείξεως του ότι δεν απέδειξε τη "μη απώλεια" της περιουσίας των συζύγων, ενώ ο ισχυρισμός περί "ανάλωσης - απώλειας της περιουσίας" συνιστά ένσταση. Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ` όσον από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, μετά την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, που είχαν προσκομισθεί από την αναιρεσείουσα, δεχόμενο περαιτέρω ότι η τελευταία δεν ανταποκρίθηκε στο αντικειμενικό βάρος αποδείξεως με το οποίο αυτή βαρύνονταν, κατά τα αμέσως ανωτέρω υπό στοιχ. Ι εκτιθέμενα, ως προς την απόδειξη της τελικής περιουσίας, ως και της αξίας των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων αυτής.
Επίσης ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο με στοιχ. 2.3 μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθ. 8 περ.α του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της λήψεως υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθ` όσον οι προβαλλόμενες με τον λόγο αυτόν αιτιάσεις, αναφερόμενες στην ύπαρξη και την αξία των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων κατά τον κρίσιμο κατά τον ανωτέρω χρόνο, δεν συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, ένσταση, υποβλητέα από τον εναγόμενο. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως εξ` ολοκλήρου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 12.6.2009 αίτηση της Α. - Α. Π. για την αναίρεση της 6482/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα