Γάμου αποκτήματα. Σε τι συνίσταται η απαίτηση κάθε συζύγου. Έννοια αύξησης της περιουσίας. Η απόκρουση του σχετικού τεκμηρίου αποτελεί ένσταση (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 625/2011)
Περίληψη: Γάμου αποκτήματα. Σε τι συνίσταται η απαίτηση κάθε συζύγου. Έννοια αύξησης της περιουσίας. Η απόκρουση του σχετικού τεκμηρίου αποτελεί ένσταση. Τι εξαιρείται από τα αποκτήματα και τι υπολογίζεται σε αυτά. Αντιφατικές αιτιολογίες αποφάσεως, διότι το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι η επαύξηση της περιουσίας του συζύγου ανερχόταν στο ποσό του 1.980.868,2 ευρώ και ότι η μόνη συμβολή της συζύγου στην επαύξηση ήταν κατά το ποσό των 86.896,51 ευρώ, προσδιόρισε το ποσοστό συμμετοχής στα αποκτήματα στο 1/3 με βάση την τεκμαρτή συμμετοχή της σε αυτά, παρόλη την μερική ανατροπή από τον σύζυγο του προαναφερθέντος μαχητού τεκμηρίου, δεδομένου ότι το ως άνω ποσό συμμετοχής υπολείπεται του 1/3 της γενομένης προσαυξήσεως. Επιπλέον, δεν προσδιορίζει την συνεισφορά των διαδίκων στην επαύξηση της περιουσίας δια της προσφοράς της προσωπικής τους εργασίας, ούτε εάν οι προσφερθείσες υπηρεσίες της συζύγου που δέχεται ότι συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας των διαδίκων, είναι περισσότερες από αυτές, που η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές δαπάνες επιβάλλει. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 50/2009 ΕφΚρήτης).
[...] Ι. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν.1329/1983 (άρθρο 12 ν.1649/1986), συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ. ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ` η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου 1400 του Α.Κ. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υποχρέου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο.
Ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Ο εναγόμενος δε, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή, Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση. Κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου 1400 ΑΚ στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες. Ο λόγος είναι προφανής, αφού σ` αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου.
Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διατάξεως, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία. Η συμβολή τέλος του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 ΑΚ). Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, μόνο όταν οι υπηρεσίες αυτές των οποίων προσδιορίζεται το είδος και η αξία τους είναι περισσότερες από αυτές, που η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες επιβάλει. Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ, επιτρέπεται αναίρεση, αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, κατά δε την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: " Οι διάδικοι, που γεννήθηκαν η μεν ενάγουσα το έτος 1963 και ο εναγόμενος το έτος 1960 (βλ. απόσπασμα του Δημοτολογίου του Δήμου Νέας Σμύρνης Αττικής ) τέλεσαν νόμιμο γάμο στο ... στις ... κατά το ορθόδοξο δόγμα από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο τον Κ. γεννηθέντα το έτος 1984 .Στις ... η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε οριστικά και κατά την άσκηση της αγωγής είχε συμπληρωθεί χρόνος διάστασης τουλάχιστον τριών (3) ετών. Με την υπ αρ 197/1048-2259/ 147-342/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη της κατ` αυτής εφέσεως που ασκήθηκε από τον εναγόμενο με την υπ` αριθ 80/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λύθηκε ο μεταξύ των διαδίκων γάμος. Αρχικά οι διάδικο μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και διέμεναν σε διαμέρισμα επί της οδού .... που τους παραχωρήθηκε προς χρήση από τον πατέρα του εναγομένου. Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους πέραν ενός οχήματος δημοσίας χρήσεως του εναγομένου, οι διάδικοι δεν είχαν άλλα αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία. Ειδικότερα, ο εναγόμενος εργαζόταν ως αυτοκινητιστής, εκμεταλλευόμενος ένα φορτηγό ψυγείο μετά ψυκτικού μηχανήματος μάρκας ΜΑΝ τύπου 22320 με αριθμό κυκλοφορίας ... όχημα δημοσίας χρήσεως με άδεια διεθνών μεταφορών, μικτού βάρους 26.000 κιλών και ωφέλιμου φορτίου 13540 κιλών, με πρώτη άδεια κυκλοφορίας το έτος 1983, κυριότητας του ιδίου, το οποίο (μετά της αδείας) αποτελούσε και το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο. Η ενάγουσα, η οποία από το έτος 1980 και μέχρι και το έτος 1984 διέμενε με τον αδελφό της σε μισθωμένο διαμέρισμα προ του γάμου της μετά του εναγόμενου, εργαζόταν σε γνωστό κομμωτήριο των Αθηνών αρχικά με μισθό ποσού 14.000 δραχμών μηνιαίως και εν συνεχεία περί το έτος 1984 και μέχρι την τέλεση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, με μισθό 19.000 μηνιαίως, ενόψει του ότι ο μέσος μισθός άγαμου εργαζομένου σε κομμωτήριο την ως άνω χρονική περίοδο εκυμαίνετο μεταξύ 10.000-20.000 δραχμών μηνιαίως αναλόγως της προϋπηρεσίας αυτού, το ημερομίσθιο δε του άγαμου ανειδίκευτου εργάτη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ανερχόταν στο ποσό των 476 δραχμών την 1-1-1980, ενώ σταδιακά και με την αναπροσαρμογή των αμοιβών ανήλθε στο ποσό των 1.285 δραχμών την 1-5-1984. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα απεκέρδαινε εκ της εργασίας πολύ μεγαλύτερα ποσά και μάλιστα 140.000 και 190.000 δραχμές μηνιαίως δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο.
Μετά το γάμο τους και μέχρι το μήνα Ιούνιο του έτους 1993, η ενάγουσα εξακολούθησε να εργάζεται ως κομμώτρια εκμεταλλευόμενη πλέον δικό της κομμωτήριο, κείμενο επί του ιδίου ακινήτου, στο οποίο κατοικούσαν οι διάδικοι σε έτερο διαμέρισμα (γκαρσονιέρα) εμβαδού 25 Μ2, που της παραχωρήθηκε αιτία μισθώσεως από τη μητέρα του εναγόμενου, αντί μηνιαίου, μισθώματος 7.000 δραχμών, το οποίο (μίσθωμα) αναπροσαρμόστηκε σταδιακά με την πάροδο των ετών, ώστε το έτος 1993 ήδη ανήρχετο στο ποσό των 23.000 δραχμών μηνιαίως. Για την άσκηση του επαγγέλματος της κομμώτριας η ενάγουσα παρέλειψε να τηρήσει την τυπική και εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία έναρξης επιτηδεύματος ούτε και τήρησε άλλωστε εν συνεχεία οιαδήποτε κατάσταση για έκτακτο προσωπικό που τυχόν απασχολούσε εκτάκτως κατά τις ημέρες των εορτών. Οι παραλείψεις αυτές πάντως δεν αποκλείουν την εν τοις πράγμασι παροχή υπηρεσιών κομμωτικής εκ μέρους της ο δε σχετικός ισχυρισμός της επιρρωνύεται από το ότι η ενάγουσα προσκομίζει διάφορες εξοφλητικές αποδείξεις για υπηρεσίες ηλεκτροδότησης κατά τα έτη 1988 - 1992 ακινήτου εμβαδού 25 Μ2 επί της οδού ... που έχουν εκδοθεί στο όνομα της καθώς και εξοφλητική απόδειξη για υπηρεσίες ηλεκτροδότησης με περίοδο κατανάλωσης 23-11-1989 έως και 23-1-1990 διαμερίσματος εμβαδού 92 Μ2 επίσης επί της οδού .... , που έχουν εκδοθεί στο όνομα του εναγόμενου.
Συνεπώς προκύπτει χρήση δύο διαμερισμάτων επί της ιδίας οδού και ειδικότερα μιας γκαρσονιέρας, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κομμωτήριο από την ενάγουσα και ενός μεγαλύτερου διαμερίσματος που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων κατά το χρόνο που κατοικούσαν στην Αθήνα. Το ως άνω κομμωτήριο ήταν συνοικιακό, λειτουργούσε σε όροφο υπεράνω του ισογείου ενός ακινήτου που δεν βρισκόταν σε κεντρική οδό ώστε η πρόσβαση σ` αυτό να είναι άμεση ότι η δε ενάγουσα παγίως δεν απασχολούσε προσωπικό αλλά μόνη η ίδια ασχολούνταν με κάθε πελάτη ξεχωριστά. Τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά εκτιμώμενα, σύμφωνα και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, άγουν στο συμπέρασμα ότι η πελατεία της ενάγουσας δεν υπερέβαινε κατά μέσο όρο τα οκτώ περίπου άτομα ημερησίως, εισπράττοντας από τον καθένα από αυτούς κατά μέσο όρο ποσό 800 δραχμών κατά τα έτη 1984 - 1989 και ποσό 1300 δραχμών κατά τα έτη 1990 έως και το μήνα Ιούνιο του έτους 1993.
Συνεπώς η ενάγουσα εισέπραττε από την ως άνω εργασία της κατά τα έτη 1985 - 1989 ποσό 153.600 δρχ. μηνιαίως (24 ημέρες εργασίας - ήτοι Δευτέρα έως και Σάββατο - καθώς δεν αποδείχθηκε μεγαλύτερη απασχόληση Χ 8 πελάτες ημερησίως Χ 800 δραχμές ανά πελάτη) και κατά τα έτη 1990 - Ιούνιο 1993 ποσό 249.600 δραχμών (4 ημέρες εργασίας - ήτοι Δευτέρα έως και Σάββατο Χ 8 πελάτες ημερησίως Χ 1.300 δραχμές ανά πελάτη), και αποκέρδαινε, αφαιρουμένων των πάσης φύσεως δαπανών για τη λειτουργία του κομμωτηρίου, ήτοι ενοικίου, ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αναλωσίμων ειδών καθώς και συνέργων κομμωτικής, συνολικού ποσού 13.000 δραχμών και 29.000 δραχμών μηνιαίως, αντίστοιχα, ποσό 140.600 δραχμών μηνιαίως και 220.400 δραχμών μηνιαίως, αντίστοιχα. Εξάλλου, ο εναγόμενος μετά το γάμο του με την ενάγουσα και μέχρι το έτος 1993 εκτελούσε με το προαναφερθέν όχημα του μεταφορές εντός της Ελλάδος και, μέχρι και το έτος 1987 και στο εξωτερικό, καθώς είχε έως τότε άδεια διεθνών μεταφορών, την οποία μεταβίβασε αντί τιμήματος 800.000 δραχμών όπως προκύπτει από το υπ` αριθμόν ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Λαμπρινού, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η αξία της εν λόγω αδείας ήταν μεγαλύτερη της αμέσως ανωτέρω αναφερόμενης και δη στο ποσό των 8.000.000 δραχμών ως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Από την εργασία του αυτή, ένεκα των ιδιαίτερων συνθηκών και δη, εκ του γεγονότος ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες οδηγοί μεταφορείς δεν έχουν σταθερή και καθημερινή απασχόληση και το κόστος των κομίστρων μεταφοράς επίσης διαφέρει αναλόγως του μεταφερόμενου είδους και της ποσότητας αυτού, τα μηνιαία ακαθάριστα έσοδα του εναγόμενου εκ της εργασίας του κυμαίνονταν, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ` επικλήσεως σχετικές αποδείξεις από το ποσό των 390.000 δραχμών (για απασχόληση τεσσάρων ημερών κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1993) έως και σε εξαιρετικές περιπτώσεις στο ποσό των 1.427.233 δραχμών (που εισέπραξε για απασχόληση εντός του μηνός Απριλίου του έτους 1993), ενώ άλλωστε και κατά τα έτη 1988, 1990, 1992 Σεπτέμβριο εισέπραξε από φορτωτικές ποσά εκ 425.192 δραχμών (Ιανουάριος 1988), 676.700 δραχμών και 528.305 δραχμών (Ιούνιος και Οκτώβριος 1990 αντίστοιχα) και 756.924 δραχμών (Απρίλιος 1992) από τα οποία βεβαίως πρέπει να αφαιρεθεί ποσό τουλάχιστον 25.000 δραχμών μηνιαίως για πάγια έξοδα συντήρησης του οχήματος, αγορά πετρελαίου και εν γένει εφάπαξ δαπάνες (ασφάλιση, τέλη κυκλοφορίας) για τα έτη 1984-1987 και 30.000 δραχμών μηνιαίως για τα έτη 1988-1993.
Δυνάμει του υπ` αριθμ. ......... αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λ. Χερσονήσου Γ. Σαββάκη, που νόμιμα μεταγράφηκε, ο εναγόμενος κατέστη κύριος ενός οικοπέδου κειμένου στη θέση "..." ή "...", εκτάσεως 6.273,37 τ.μ., αντί τιμήματος 7.500.000 δραχμών (και ήδη 22.010,27 Ευρώ) και όχι 5.000.000 δραχμών που ανεγράφη στο ως άνω συμβόλαιο. Για την εξεύρεση του εν λόγω ακινήτου και τις διαπραγματεύσεις για την αγορά του επιμελήθηκε ο καταγόμενος από την Κρήτη πατέρας του εναγόμενου, Κ. Α., ο οποίος άλλωστε και παρέστη κατά την υπογραφή του ως άνω συμβολαίου ως ειδικός πληρεξούσιος του εναγόμενου και δεν άνευρε τούτο η ενάγουσα ως ισχυρίζεται, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός της δε συνάδει με το γεγονός της ανατροφής του υιού της, που τότε ήταν βρέφος ούτε και με τον έτερο ισχυρισμό αυτής περί συνεχούς λειτουργίας δικού της κομμωτηρίου στην Αθήνα, ώστε να δύναται να ταξιδέψει στην Κρήτη -τόπο από τον οποίο δεν καταγόταν έτσι, ώστε να γνωρίζει πρόσωπα που θα της υποδείκνυαν το συγκεκριμένο ακίνητο. Για την αγορά του παραπάνω ακινήτου καταβλήθηκε από τους διαδίκους ποσό 5.000,000 δραχμών μετρητοίς (ήτοι 14.673,5 Ευρώ), και ειδικότερα με το ποσό των 2.500.000 δραχμών (ήτοι 7.336,75 Ευρώ) συνέβαλε η ενάγουσα από αποταμιεύσεις της και άτυπη δωρεά του πατρός της προς αυτήν, ποσού 1.000.000 δραχμών, ενώ το υπόλοιπο, ποσό των 2.500.000 δραχμών (ήτοι 7.336,75 Ευρώ) καταβλήθηκε από τον εναγόμενο, όπως προκύπτει και από σχετικές αναλήψεις από τον ατομικό του λογαριασμό με αριθμό ... της ...... ..... ..... Τραπέζης λίγες ημέρες μόλις πριν η σύναψη του ως άνω συμβολαίου, ποσού 2.000.000 δραχμών την 9-9- 1985 αι 505.411 δραχμών την 19-9-1985. Το υπόλοιπο του τιμήματος, ήτοι ποσό 2.500.000 δραχμών, εξόφλησε ο εναγόμενος σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις των 200.000 δραχμών και μία καταβολή ποσού 100.000 δραχμών, όπως προκύπτει αι από τα σχετικά γραμμάτια είσπραξης της ......... Τραπέζης υπέρ της πωλήτριας. Επί του παραπάνω ακινήτου, το οποίο κείται σε άκρως αξιόλογη από πλευράς τουριστικής εκμετάλλευσης θέση, εγένετο ανοικοδόμηση σταδιακά από το έτος 1989 έως το έτος 2000 σαράντα τεσσάρων (44) εν συνόλω διαμερισμάτων, τα οποία ήδη αποτελούν μία ολοκληρωμένη ξενοδοχειακή μονάδα, προς εξυπηρέτηση της οποίας κατασκευάσθηκαν επίσης κολυμβητική δεξαμενή, εστιατόριο και μπαρ. Στο ίδιο δε ακίνητο ανηγέρθη και η κατοικία των διαδίκων, στην οποία αυτοί κατοικούσαν από τον Αύγουστο του έτους 1993 μέχρι και στις .... Από τα σαράντα τέσσερα διαμερίσματα τα δώδεκα, τα οποία έχουν εμβαδόν 275,10 Μ2, έχουν οικοδομηθεί νόμιμα σύμφωνα με την υπ` αριθμ. ... οικοδομική άδεια και η κολυμβητική δεξαμενή, εμβαδού 83,38 τετραγωνικών μέτρων, έχει κατασκευασθεί σύμφωνα με την υπ` αριθμόν 38/1994 οικοδομική άδεια. Τα λοιπά τριάντα δύο (32) διαμερίσματα εμβαδού 1.000,93 τετραγωνικών μέτρων, οι χώροι υποδοχής και μπαρ, εμβαδού 81,13 τετραγωνικών μέτρων καθώς και η κατοικία των διαδίκων εμβαδού 154,67 τετραγωνικών μέτρων έχουν ανεγερθεί χωρίς την έκδοση σχετικής οικοδομικής αδείας.
Ο πατέρας του εναγομένου αφιλοκερδώς ανέλαβε τις εργασίες προς έκδοση της οικοδομικής αδείας για την ανοικοδόμηση των δώδεκα ως άνω αναφερομένων διαμερισμάτων, επέβλεπε τις εργασίες κατέβαλε το κόστος των οικοδομικών και λοιπών υλικών και προέβαινε στην εξόφληση των τεχνιτών που απασχολούνταν σ` αυτά, όχι όμως με δικά του κεφάλαια. Το κόστος των υλικών και της κατασκευής των πρώτων δώδεκα ως άνω διαμερισμάτων ανήλθε περίπου στο ποσό των 32.000.000 δραχμών (93.910 Ευρώ) και καλύφθηκε κατά το ποσόν των 25.300.000 περίπου δραχμών (74.247 Ευρώ) από τον εναγόμενο και κατά το ποσό των 6.700.000 περίπου δραχμών (19.662,50 Ευρώ) από την ενάγουσα. Και τούτο διότι, ο μεν εναγόμενος διέθεσε για την ανοικοδόμηση των ως άνω διαμερισμάτων ποσό 10.000.000 δραχμών, που έλαβε αιτία δωρεάς εν ζωή από τους γονείς του κατόπιν πωλήσεως την 10-1-1990 ενός δικού τους αυτοκινήτου ΤΑΞΙ, ποσό 800.000 δραχμών, που εισέπραξε την 29-12- 1987 λόγω πωλήσεως της αδείας διεθνών μεταφορών που είχε στην κυριότητα του, ενώ το υπόλοιπο χρηματικό ποσό των 14.500.000 δραχμών ήταν προϊόν αποταμίευσης από τα έσοδα της εργασίας του, που σταδιακά κατέθετε στον υπ` αριθμ. ..... τραπεζικό λογαριασμό της ............. Τραπέζης Ελλάδας, στον οποίο συνδικαιούχος ήταν ο πατέρας του, καθώς επίσης και στον υπ` αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό της ........... Τραπέζης Ελλάδας, στον οποίο συνδικαιούχοι ήταν ο πατέρας του και η ενάγουσα, Η δε ενάγουσα διέθεσε ομοίως το συνολικό ποσό των 6.700.000 δραχμών, που αποτελούσε προϊόν αποταμίευσης από τα έσοδα της εργασίας της που κατέθετε στον υπ` αριθμόν ... ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ........... Τραπέζης Ελλάδας καθώς επίσης και προϊόν δωρεάς εν ζωή από τους γονείς της, οι οποίοι κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα κατέβαλαν σ` αυτήν κατά περιόδους διάφορα χρηματικά ποσά ύψους 500.000 δραχμών περίπου, έχοντας προς τούτο την ευχέρεια, καθώς ο πατέρας της ήταν τότε ομόρρυθμος εταίρος με ποσοστό 25% της εταιρίας ".............", που ως αντικείμενο είχε την εκμετάλλευση δέκα καταστημάτων σούπερ - μάρκετ στα Τρίκαλα, στη Λαμία την Καλαμπάκα και την Καρδίτσα. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι συνέβαλε με χρηματικές καταβολές στην αποπεράτωση των παραπάνω διαμερισμάτων πλέον του παραπάνω ποσού κρίνεται απορριπτέος, όπως επίσης απορριπτέος κρίνεται ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι αυτή δε συνέβαλε καθόλου στην κάλυψη των εν λόγω δαπανών. Το κόστος της σταδιακής ανοικοδόμησης των λοιπών τριάντα δύο διαμερισμάτων και της οικίας των διαδίκων ποσού 150.000.000 δραχμών καλύφθηκε καταρχήν από το τίμημα της πώλησης του φορτηγού αυτοκινήτου ψυγείου κυριότητας του εναγόμενου κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1993, ποσού 15.000.000 δραχμών, καθώς επίσης από τα έσοδα της λειτουργίας αρχικά των δώδεκα διαμερισμάτων και εν συνεχεία των λοιπών είκοσι δύο διαμερισμάτων. Ιδία δε όσον αφορά στην ανοικοδόμηση των δέκα διαμερισμάτων, που ανηγέρθησαν κατά τα έτη 1993 -1998, ο εναγόμενος, πέραν της επιστασίας των εργασιών, προσέφερε και δική του προσωπική εργασία καθ` όλα τα στάδια, μειώνοντας έτσι ουσιαστικά το κατασκευαστικό κόστος.
Εξάλλου, οι διάδικοι κάλυπταν τις οικογενειακές τους δαπάνες ως και τα έξοδα του προσωπικού που προσλήφθηκε από το έτος 1994 και μετά (αρχικά 2 άτομα και εν συνεχεία 3) από τα έσοδα που προέκυπταν από την εκμετάλλευση του εστιατορίου μπαρ, το οποίο λειτουργούσαν στις εγκαταστάσεις τους. Επομένως, το συνολικό κόστος κατασκευής των κτισμάτων επί του ως άνω ακινήτου εκτιμάται στο ποσό των 170.000.000 δραχμών (32.000.000+ 138.000.000) ήτοι 534.115,92 Ευρώ. Ήδη δε, από το θέρος του έτους 2000 δεν υφίσταται οφειλή για την κατασκευή όλων των κτισμάτων στο παραπάνω ακίνητο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος χρεωστά για το λόγο αυτό σε τρίτους σημαντικά χρηματικά ποσά και μάλιστα χωρίς σχετικά παραστατικά από τα οποία να προκύπτει τόσον η αιτία, όσο το ύψος και οι όροι αποπληρωμής αυτών, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι αποτελεί πράγματι υπαρκτή και υφισταμένη οφειλή αυτού το δάνειο ύψους 70.000.000 δραχμών, που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έλαβε από τον Ν. Κ., αυτοκινητιστή, για το κόστος, ανοικοδόμησης των είκοσι δύο διαμερισμάτων, και για την εξασφάλιση του οποίου ο ίδιος συναίνεσε και παραχώρησε προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου που κείται η ξενοδοχειακή μονάδα για το ποσό των € 293.000 δυνάμει της υπ` αριθμ. 909/96/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, καθώς, ενώ φέρεται ότι η ανωτέρω οφειλή του, που αφορά σε σημαντικό ποσό προέρχεται από σύμβαση δανείου, που συνήφθηκε στις 12-1-2000, η συναίνεση και η εντεύθεν παραχώρηση της προσημείωσης υποθήκης από τον εναγόμενο εγένετο κατόπιν παρελεύσεως ικανού χρονικού διαστήματος, και όχι άμεσα, όπως συνηθίζεται για την εξασφάλιση της απαιτήσεως του υπέρ ου η οφειλή, ο οποίος ήδη έχει προβεί στην καταβολή του δανεισθέντος ποσού. Τέλος, αμφότερα τα τραπεζικά δάνεια που χορηγήθηκαν στον εναγόμενο (σχετ. 14 και 15 αυτού) αφορούν σε συμβάσεις που αυτός συνήψε μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και δη, στις 22-6-2005 και στις 6-7-2005. Περαιτέρω δε, σημειούται ότι, πέραν των χρημάτων που οι διάδικοι αποταμίευαν, διέθεταν τα υπόλοιπα κατά το αναλογούν εις έκαστον τούτων ποσοστό, και δη έκαστος κατά το ήμισυ, για την κάλυψη των κοινών οικογενειακών τους δαπανών και δη για την αγορά τροφίμων, ειδών καθαριότητας, λογαριασμών ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, ένδυσης, υπόδησης που ανέρχονταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας συνεκτιμώντας και το γεγονός ότι οι διάδικοι έχουν ένα τέκνο, δεν είχαν δαπάνες ενοικίου για την κατοικία τους και τις τρέχουσες αξίες κατά τα έτη 1984 -1990 κατά μέσο όρο στο ποσό των 60.000 δραχμών μηνιαίως, κατά τα έτη 1991 - 1995 στο ποσό των 70.000 δραχμών κατά μέσο όρο μηνιαίως και κατά τα έτη 1996 -2001 στο ποσό των 120.000 δραχμών κατά μέσο όρο μηνιαίως.
Η ενάγουσα επίσης συμμετείχε ενεργά και συνέβαλε στην λειτουργία και στην αποδοτικότητα της επιχείρησης του συζύγου της, ώστε να αποφέρει υψηλά - κέρδη. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα, κατά το διάστημα που λειτουργούσε η επιχείρηση εργαζόταν καθημερινά σ` αυτήν, το μεν έτος 1993 από το μήνα Ιούνιο μέχρι και το μήνα Οκτώβριο εκτελώντας χρέη καμαριέρας, καθαρίστριας και υπαλλήλου υποδοχής, τα δε λοιπά έτη κατά τους μήνες Απρίλιο μέχρι Οκτώβριο έως και τη θερινή σαιζόν του έτους 2000, ως επιβλέπουσα το προσωπικό που εργαζόταν πλέον στην επιχείρηση αλλά και προσφέροντας και την δική της εργασία σε πάσης φύσεως ζητήματα, που ανέκυπταν εν σχέσει προς την εξυπηρέτηση των πελατών της επιχείρησης. Η συμβολή της αυτή για μεν το έτος 1993 αποτιμάται, σύμφωνα προς τα οικονομικά δεδομένα της εν λόγω χρονικής περιόδου, στο ποσό των 250.000 δραχμών για έκαστο μήνα (250.000 Χ 5 μήνες απασχόλησης) και, εν συνόλω 1.250.000 δραχμές, ήτοι 3.668,37 Ευρώ για δε τα έτη 1994-1996 στο ποσό των 240.000 μηνιαίως (240.000 Χ8 μήνες απασχόλησης) και εν συνόλω 1.920.000 δραχμές (5.634,62 Ευρώ) Χ 3 έτη ήτοι 5.760.000 δραχμές και ήδη 16.903,88 Ευρώ και για τα έτη 1997-2000 στο ποσό των 250.000 μηνιαίως (250.000 Χ 8 μήνες) εν συνόλω 2.000.000 δραχμές (5.869,40 Ευρώ) Χ 4 έτη ήτοι 8.000.000 δραχμές και ήδη 23.477,62 Ευρώ. Η συμβολή της επομένως δια της εργασίας της κατά τα παραπάνω έτη στην επιχείρηση του εναγόμενου αποτιμάται στο συνολικό ποσό των 44.049,87 Ευρώ, κατά το οποίο αυτός ωφελήθηκε καθώς στη θέση αυτής και για τις ανάγκες της ξενοδοχειακής μονάδος θα είχε προσλάβει και προβεί στην ασφάλιση αντίστοιχου βοηθητικού προσωπικού. Εξάλλου, η ενάγουσα αποκλειστικά προσέφερε υπηρεσίες στη λειτουργία του οίκου, υπηρεσίες περί την οργάνωση, τη συντήρηση, την καθαριότητα, την παρασκευή φαγητού, την ανατροφή του τέκνου των διαδίκων και κάθε φροντίδα που είχε σχέση με τη λειτουργία του οίκου τους, στηρίζοντας τον εναγόμενο υλικά και ηθικά από την ημέρα του γάμου τους έως το χρόνο που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση τους, αφού ακόμη και πέραν των παραπτωμάτων που ο εναγόμενος καταλογίζει σ` αυτήν εν σχέσει με το ενδιαφέρον της προς την, σύμφωνα με την από 3-1-2003 σχετική βεβαίωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, γκουρουϊστική παραθρησκευτική, κίνηση ινδουϊστικής προελεύσεως "Μαχαρίσι Μάχες Γιόγκι", η εναγομένη μπορούσε να αφοσιωθεί απερίσπαστη στην εργασία της. Οι υπηρεσίες της αυτές επίσης αποτιμώνται σε χρήμα και σύμφωνα με τα οικονομικά μεγέθη των αντίστοιχων ετών και τα διδάγματα της κοινής πείρας ανέρχονται στο ποσό των 36.000 μηνιαίως για το διάστημα από 1-1-1985 (σύμφωνα και προς το αναφερόμενο και από την ενάγουσα χρονικό διάστημα) μέχρι το έτος 1989 ήτοι εν συνόλω (36.000 Χ 60 μήνες) 2.160.000 δραχμές ήδη δε 6.338,95 Ευρώ, στο ποσό των 50.000 δραχμών μηνιαίως για τα έτη 1990 - 1995 (50.000 Χ 72 μήνες) ήτοι εν συνόλω 3.600.000 δραχμές ήδη 10.564,93 Ευρώ και στο ποσό των 70.000 δραχμών μηνιαίως για τα έτη 1996 - 2001 ήτοι εν συνόλω (70.000 Χ 72 μήνες) 5.040.000 δραχμές ήδη δε 14.790.90 Ευρώ. Ως εκ τούτου οι υπηρεσίες της ενάγουσας ως συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς αποτιμώνται για τα παραπάνω έτη στο συνολικό ποσό των 31.694,78 Ευρώ. Στο ποσό αυτό προσδιορίζονται και οι συνολικές οικογενειακές ανάγκες. Δεδομένου δε ότι η υποχρέωση της ενάγουσας στην κάλυψη των συνολικών οικογενειακών αναγκών κατ` άρθρο 1389 ΑΚ. ανέρχεται στο ήμισυ αυτών κατά το ήμισυ του ποσού αυτού, ήτοι κατά το ποσό των 15.847,39 Ευρώ ωφελήθηκε ο εναγόμενος, ο οποίος δεν προσέφερε αντίστοιχες υπηρεσίες ούτε και κατέβαλε ανάλογα της συμμετοχής αυτής χρηματικά ποσά σε τρίτο. Ετσι η συμβολή της ενάγουσας για όλες τις υπηρεσίες της και τις εισφορές της εις χρήμα εκτιμάται ότι ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 86.896,51 Ευρώ. Εξάλλου, η επιχείρηση του εναγόμενου από το έτος 2001 και μετά άρχισε να αποδίδει πολλά κέρδη.
Τα κέρδη αυτά, ως και τα έσοδα εν γένει προγενέστερων ετών είναι προφανές ότι δεν απεικονίζονται στις υποβληθείσες από τον εναγόμενο φορολογικές δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες έχει για το οικονομικό έτος 1997 (χρήση 1996) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό 7.145.160 δρχ., το οικονομικό έτος 1998 (χρήση 1997) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό 7.040.742 δραχμών το οικονομικό έτος 1999 (χρήση 1998) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό 10.921.021 δραχμών, το οικονομικό έτος 2001 (χρήση 2000) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό ] 1.666 666 δρχ., το οικονομικό έτος 2004 (χρήση 2003) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό 96.990 Ευρώ,` το οικονομικό έτος 2005 (χρήση 2004) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό 89.767,36 Ευρώ, το οικονομικό έτος 2006 (χρήση 2005) δηλωθέν ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις ποσό 63.786,51 Ευρώ. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το προσκομιζόμενο συμβόλαιο του εναγόμενου με την τουριστική επιχείρηση TUI με αξία σύμβασης για το έτος 2003 ποσού 104.750 Ευρώ, ενώ άλλωστε σημαντικά έσοδα απέφερε στον εναγόμενο και η εκμετάλλευση του εστιατορίου - μπαρ, καθώς από τις εισπράξεις καλύπτονται οι μισθοί του προσωπικού που απασχολείται (πέραν του ιδίου του εναγόμενου) στην ξενοδοχειακή μονάδα και οι πάγιες δαπάνες συντήρησης της. Ως εκ τούτου, τα ακαθάριστα έσοδα του εναγόμενου από την εκμίσθωση των διαμερισμάτων εν όψει και της οικονομικής κρίσης που πλέον διέρχονται οι ξενοδοχειακές μονάδες του τύπου του εναγομένου και του ανταγωνισμού από μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες, εκτιμώνται για το έτος 2002 στο ποσό των 115.000 Ευρώ, για το έτος 2003 στο ποσό των104.750 Ευρώ και για το έτος 2004, στο ποσό των 110.000 Ευρώ. Εξ αυτών εκτιμάται ότι τα κέρδη που απέμειναν στον εναγόμενο μετά την αφαίρεση της ετήσιας αποζημίωσης του για την δική του εργασία εκ ποσού, ως τούτο συνομολογείται και από την ενάγουσα, 60.000 Ευρώ, ανήλθαν κατά το έτος 2002 στο ποσό των 55.000 Ευρώ, κατά το έτος 2003 στο ποσό των" 44.750 Ευρώ και κατά το έτος 2004 στο ποσό των 50-000 Ευρώ, εν συνόλω δε ποσό 159.750 Ευρώ, από το οποίο ο εναγόμενος την 22-9-2005 κατέβαλε ποσό 34.194,99 Ευρώ προς το Ι.Κ.Α. Χερσονήσου για την εξόφληση διαφόρων πράξεων επιβολής οικοδομικών εισφορών για τη χρονική περίοδο 1- 2001 έως 4-2002, την 12-1-2004, την 13-1-2004 και την 15-1-2004 κατέβαλε ποσά εκ 322.02, 1.290,96 και 22.762,26 Ευρώ, αντίστοιχα υπέρ Ε.Ο.Τ. και την 23-5-2006 κατέβαλε συνολικό ποσό 36.811.57 Ευρώ για την εξόφληση προστίμων ανέγερσης και διατήρησης των αυθαιρέτων κατασκευών για τα έτη 2002 -2005, ώστε τα καθαρά έσοδα της επιχείρησης για την παραπάνω περίοδο ανέρχονται στο συνολικό ποσό των (159.750, 34.194,99 24.375,24, 36.811,57) 64.368,2 Ευρώ, καθώς οι παραπάνω καταβολές επιβαρύνουν την επιχείρηση.
Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος ήδη είχε εισπράξει κατά το χρόνο της άσκησης της υπό κρίση αγωγής προκαταβολικά οιοδήποτε χρηματικό ποσό έναντι της εκμίσθωσης εκ μέρους του της ξενοδοχειακής μονάδος για το έτος 2005 δεν αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι οφείλονται σ` αυτόν μισθώματα αυτής της περιόδου καθώς δεν προκύπτει καν εάν η προσκομιζόμενη από 13-3-2006 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (1417/ΜΘ/68/2006) κατά της μισθώτριας αλλοδαπής εταιρίας με αντικείμενο μισθωτική διαφορά ασκήθηκε, αφού δεν υποβάλλεται σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως της. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος προέβη στην αγορά όμορου ακινήτου με το ακίνητο στο οποίο κείται η ως άνω επιχείρηση, καθώς το εν λόγω ακίνητο όπως προκύπτει από το υπ`αριθμ. ......... συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Χερσονήσου Στέλλας Σφακιανάκη, πού έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χερσονήσου Πεδιάδας στον τόμο ... με αριθμό μεταγραφής ... μεταβιβάστηκε από την πωλήτρια Κ. Π. στην αδελφή του εναγόμενου Χ. Α..
Μετά ταύτα, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η αντικειμενική αξία του ακινήτου και των επ` αυτού επικειμένων, ήτοι ξενοδοχειακής μονάδας και κτισμάτων ανερχόταν στο ποσό των 945.261 Ευρώ, η δε αγοραστική του αξία, ενόψει της απόδοσης που αποφέρει σύμφωνα προς τα προεκτεθέντα η εκμετάλλευση του, συνεκτιμωμένων και των παραγόντων που επιδρούν αρνητικά στην εκμετάλλευση παρόμοιων μονάδων καθώς και του γεγονότος ότι τμήμα της ξενοδοχειακής μονάδος ανηγέρθη, ως προεξετέθη άνευ νομίμου οικοδομικής αδείας, ανέρχεται στο ποσό των 2.058.000 Ευρώ. Το ακίνητο αυτό και ποσό 64.368,2 Ευρώ (από τα έσοδα της εκμετάλλευσης της ξενοδοχειακής μονάδος) αποτελούν την περιουσία που απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ήτοι εν συνόλω 2.122.368,2 Ευρώ, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 141.950 Ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής των περιουσιακών στοιχείων που ο εναγόμενος είχε προ του γάμου του μετά της ενάγουσας, ήτοι ενός φορτηγού ψυγείου μετά ψυκτικού μηχανήματος μάρκας ΜΑΝ τύπου 22320 οχήματος δημοσίας χρήσεως μικτού βάρους 26.000 κιλών και ωφέλιμου φορτίου 13540 κιλών, με πρώτη άδεια κυκλοφορίας το έτος 1983 (ήτοι σχεδόν καινούριο κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου) πλέον αξίας 95.000 Ευρώ, και άδεια διεθνών μεταφορών αξίας 46.950 Ευρώ. Επομένως, η περιουσία που απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής ανέρχεται στο ποσό των 1.980.868,2 Ευρώ. Σημειούται ότι για τον υπολογισμό της αξίας της περιουσίας τον εναγόμενου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν υπολογίζονται επιπρόσθετους στην αξία του ακινήτου του εναγόμενου τα κέρδη από την εκμετάλλευση των διαμερισμάτων μέχρι το έτος 2000, αφού τούτα διετέθησαν, ως και η ίδια η ενάγουσα εκθέτει, για την εξόφληση του κόστους ανοικοδόμησης των ανεγερθέντων μετά το έτος 1993 κτισμάτων και των οικογενειακών τους δαπανών. Επίσης δεν αποδείχθηκε η κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής αξία του φορτηγού αυτοκινήτου (αξίας κατά το χρόνο κτήσης 12.519,44 Ευρώ) που, σε κάθε περίπτωση, αορίστως εκθέτει η ενάγουσα ότι απέκτησε το έτος 2001 ο εναγόμενος χωρίς να προσδιορίζει καν περαιτέρω τον τύπο και τον κυβισμό αυτού.
Συνεπώς, η συμβολή της ενάγουσας στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, υπάρχει και πρέπει, κατ` εφαρμογή του τεκμηρίου της διάταξης του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β` του ΑΚ, αφού η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η συμβολή της ανέρχεται σε ποσό μεγαλύτερο του τεκμηρίου, να καθοριστεί στο ποσό του 1/3 αυτής δηλαδή στο ποσό των 660.289,4 ευρώ. Πρέπει επίσης να απορριφθεί ως κατ ουσία αβάσιμη η προς απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση του εναγομένου, ο οποίος δεν αποδεικνύει πλήρως ότι τα περιουσιακά του στοιχεία κατά τα παραπάνω έτη έως και το έτος 2002 ήταν τέτοια που να του δίδουν την δυνατότητα χωρίς να χρειαστεί η συμβολή της ενάγουσας να καλύψει τις εν γένει δαπάνες απόκτησης του ως άνω ακινήτου, ούτε και ότι το ποσοστό συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή αυτής.
Συνεπώς ο εναγόμενος έχει υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εξακοσίων εξήντα χιλιάδων διακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (660.289,4) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής......". Οι αιτιολογίες αυτές της προσβαλλόμενης αποφάσεως αξιολογούνται ως αντιφατικές με την έννοια ότι αυτές οδηγούν στην παραδοχή και, όχι στην απόρριψη της άνω ένστασης του αναιρεσείοντος και έτσι δεν δικαιολογούν το κατ` εφαρμογή του άρθρου 1400 ΑΚ αντιφατικό προς εκείνες καταληκτικό αποδεικτικό της πόρισμα ότι ο αναιρεσείων δεν ανταποκρίθηκε στο (αντικειμενικό) βάρος αποδείξεως των θεμελιωτικών της προταθείσης από εκείνον ενστάσεως προς απόκρουση (ολική ή μερική) του μαχητού τεκμηρίου για τη συμβολή της αναιρεσίβλητου στην αύξηση της περιουσίας του, διάταξη την οποία, με τον τρόπο, ευθέως και εκ πλαγίου παραβίασε, κατά τις βάσιμα περί τούτου διατυπούμενες με τους πρώτο του κυρίως δικογράφου, δευτέρου και εβδόμου των προσθέτων λόγων της αναίρεσης αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, και αυτό γιατί το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι η επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, κατά τη διάρκεια του γάμου των αντιδίκων, ανήλθε στο ποσό του 1.980.868,2 ευρώ και ότι η μόνη συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση αυτή ήταν κατά το ποσό των 86.896,51 ευρώ, προσδιόρισε το ποσοστό συμμετοχής στα αποκτήματα στο 1/3 με βάση την τεκμαρτή συμμετοχή της σε αυτά, παρόλη την, κατά τις ίδιες παραδοχές, μερική ανατροπή από τον εναγόμενο του προαναφερθέντος μαχητού τεκμηρίου, δεδομένου ότι το ως άνω ποσό συμμετοχής υπολείπεται του 1/3 της γενομένης προσαυξήσεως. Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι δεν έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί δεν καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, ούτε με πληρότητα και σαφήνεια, το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1400 του ΑΚ, τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες. Επομένως, τα όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και έκτο των προσθέτων λόγων της αιτήσεως, και κατ` εκτίμηση του περιεχομένου τους, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. κρίνονται βάσιμα και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την μη αποτίμηση των εκ χαριστικής αιτίας υπηρεσιών του πατέρα του για την ανέγερση της πιο πάνω ξενοδοχειακής μονάδας, ως και την συνεισφορά των διαδίκων στην επαύξηση της περιουσίας δια της προσφοράς της προσωπικής τους εργασίας, εν τέλει δε και ως προς εάν οι προσφερθείσες υπηρεσίες της αναιρεσιβλήτου που δέχεται ότι συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας των διαδίκων, είναι περισσότερες από αυτές, που η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές δαπάνες επιβάλλει. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ` αποδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Κρήτης που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την 50/2009 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα