Υιοθεσία αλλοδαπού ανηλίκου - Εφαρμοστέο δίκαιο - Βουλγαρικό δίκαιο - Αναπλήρωση συναίνεσης φυσικού γονέα (Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας, αριθμός απόφασης 1/2013)
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ, 1 ΑΚ, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς τα υποκείμενα αυτής, ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους (ΑΠ 1787/1988 ΝοΒ 1989.598, ΕφΑΘ 2324/2005 ΕλλΔνη 2006.616, ΠολΠρθεσ 25358/2007 Αρμ 2008.65). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος έχουν διαφορετική ιθαγένεια, για τον καθορισμό των ουσιαστικών προϋποθέσεων της υιοθεσίας, εφαρμόζεται για τον καθένα το δίκαιο της δικής του ιθαγένειας (επιμεριστικό σύστημα), με την επιφύλαξη ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου δεν προσκρούουν στα ημεδαπά χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, κατ` εφαρμογή του άρθρου 33 ΑΚ (ΠολΠρθεσ 1453/2007 Αρμ 2008.231, ΠολΠρωτΑΘ 159/2005 ΤΝΠ Νόμος, Βρέλλη, Ιδιωτ. Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 2001, σελ. 339, Γραμματικάκη - Αλεξίου / Παπασιώπη-Πασιά/ Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 1998, σελ. 81). Περαιτέρω, κατά το βουλγαρικό δίκαιο, η υιοθεσία ρυθμίζεται από το γνωστό στο Δικαστήριο βουλγαρικό Κώδικα περί οικογένειας της 18ης Μαΐου 1985, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει. Ειδικότερα, ο Κώδικας αυτός προβλέπει δύο είδη υιοθεσίας, την απλή και εξαιρετικά, την πλήρη, στην περίπτωση που ο υιοθετούμενος είναι τέκνο αγνώστων γονέων, ή έχει δοθεί από αυτούς σε ίδρυμα για υιοθεσία, ή έχει εγκαταλειφθεί από αυτούς σε ίδρυμα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους. Η πλήρης υιοθεσία δημιουργεί μεταξύ του υιοθετούμενου και των κατιόντων του αφενός, και του υιοθετούντος και των συγγενών του αφετέρου, καθεστώς όμοιο με εκείνο που υφίσταται μεταξύ ενός τέκνου και των εξ αίματος συγγενών του (αρθρ. 61 του βουλγαρικού Κώδικα του 1985), ενώ η απλή υιοθεσία δημιουργεί σχέσεις συγγένειας μόνο μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου και των κατιόντων του τελευταίου (άρθρο 62 του ως άνω Κώδικα).
Η παραπάνω όμως διάταξη περί απλής υιοθεσίας πρέπει να ερευνηθεί αν αντιβαίνει στην ημεδαπή δημόσια τάξη, καθόσον από τη διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται αν προσκρούει στη δημόσια τάξη, προκύπτει ότι κανένας κανόνας αλλοδαπού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν δεν δοκιμαστεί προηγουμένως η εφαρμογή του με τα μέτρα της δημόσιας τάξης και κριθεί ότι προσαρμόζεται και συμβιβάζεται με αυτήν (θετική και αρνητική λειτουργία της έννοιας της δημόσιας τάξης- βλ. Κρίσπη - Νικολετοπούλου, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ. 1979, σελ. 387). Αποτελεί δε η ημεδαπή δημόσια τάξη το σύνολο των βασικής και θεμελιώδους σημασίας αρχών και αντιλήψεων που κρατούν κατ ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία (εφαρμογή) μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα (ΟλΑΠ 17/2008 ΕλλΔνη 2008.977). Ειδικότερα, στην Ελλάδα ο θεσμός της υιοθεσίας ανηλίκων αποτελεί κοινωνικό θεσμό πρόνοιας, με αποστολή τη βελτίωση της θέσης των υιοθετούμενων παιδιών, την παροχή δυνατότητας ομαλής ψυχοπνευματικής ανάπτυξης τους σε ένα υγιές κοινωνικό περιβάλλον, με πλήρως διασφαλισμένα τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους και την ενσωμάτωση τους σε μια οικογένεια, η οποία, από την άποψη των εννόμων συνεπειών, δεν διαφέρει από την πραγματική οικογένεια, στην υποκατάσταση της οποίας αποβλέπει. Για το λόγο αυτό, βάσει του άρθρου 1561 ΑΚ, το οποίο καθορίζει τις συνέπειες τέλεσης της υιοθεσίας ανηλίκων, το ανήλικο θετό τέκνο εξομοιώνεται πλήρως με γνήσιο κατιόντα του θετού γονέα, εντάσσεται στην οικογένεια του τελευταίου, έχοντας έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο και, ταυτόχρονα, διακόπτονται οι δεσμοί του με τη φυσική του οικογένεια. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον στην ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζεται μόνον η πλήρης υιοθεσία ανηλίκων (Φουντεδάκη, Υιοθεσία, έκδ. 1998, σελ. 45 - 46, Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τ. Ε`, έκδ. 2004, υπ` άρθ. 1561, αρ. 2), η εν λόγω διάταξη του βουλγαρικού Κώδικα περί απλής υιοθεσίας δεν εναρμονίζεται in concrete προς τον κρατούντα βιοτικό ρυθμό στην Ελλάδα και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, διότι προσκρούει ευθέως στην ελληνική δημόσια τάξη (ΠολΠρΘες 10204/2010 Αρμ. 2010.1833, ΠολΠρΚοζ 32/2008 ΕΦΑΔ 2008.675, ΠολΠρΘεσ 1453/2007 Αρμ 2008.231, ΠολΠρΑΘ 1313/2006 ΕφΑΔ 2008.198, ΠολΠρΑΘ 159/2005 ό.π.), ΠολΠρ Λασιθ. 43/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντ` αυτής, εφαρμόζονται για τη ρύθμιση της βιοτικής σχέσης, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, άλλοι, ανάλογα με την περίπτωση, κατάλληλοι κανόνες της ίδιας lex causae και, ελλείψει αυτών, κανόνες της lex fori (ΠολΠρθεσ 1453/2007 ό.π, ΠολΠρΑΘ 168/2002 ΑρχΝ 2002.775). Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στο βουλγαρικό δίκαιο: 1) Επιτρέπεται μόνον η υιοθεσία ανηλίκων, δηλαδή προσώπων που δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (αρθρ. 49 του βουλγαρικού Κώδικα του 1985), 2) μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου τέκνου πρέπει να υπάρχει διαφορά ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών (αρθρ. 51), 3) κανείς δεν μπορεί να υιοθετηθεί ταυτόχρονα από δύο άτομα, εκτός αν πρόκειται για ανδρόγυνο (αρθρ. 53), 4) η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση και επιτρέπεται μόνον αν είναι προς το συμφέρον του υιοθετούμενου (άρθ. 59) και 5) για το κύρος της υιοθεσίας απαιτείται η συγκατάθεση των γονέων του υιοθετούμενου, καθώς και του ίδιου, αν έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του (αρθρ. 54 παρ. 1 περ. 4), η οποία δίδεται με αυτοπρόσωπη παράσταση των γονέων στο δικαστήριο ή εγγράφως ενώπιον συμβολαιογράφου, που βεβαιώνει την υπογραφή του εγγράφου (άρθ. 56).
Μάλιστα, η συγκατάθεση της μητέρας δεν μπορεί να δοθεί πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών από τη γέννηση του τέκνου (αρθρ. 54). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 136 του ως άνω βουλγαρικού Κώδικα περί οικογένειας, για την υιοθεσία Βούλγαρου υπηκόου από αλλοδαπό, αφενός μεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου κρατικού οργάνου, αφετέρου δε επιβάλλεται η τέλεση της υιοθεσίας να γίνει από βουλγαρικό δικαστήριο. Ωστόσο, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, οι τελευταίοι δύο (2) όροι του παραπάνω βουλγαρικού Κώδικα, οι οποίοι περιορίζουν ουσιαστικά τη δυνατότητα υιοθεσίας ανηλίκων βουλγαρικής ιθαγένειας, αποτελούν διαδικαστικές και όχι ουσιαστικές προϋποθέσεις τέλεσης της υιοθεσίας και, συνεπώς, δεν καλούνται, μέσω του άρθρου 23 παρ. 1ΑΚ, σε εφαρμογή (ΠολΠρθεσ 10204/2010 ο.π., ΠολΠρθεσ 1453/2007 ό.π, ΠολΠρΑΘ 159/2005 ό.π.). Περαιτέρω, η συναίνεση του φυσικού γονέα αναπληρώνεται από το δικαστήριο, μόνο εάν συντρέχει κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 1552 ΑΚ, μεταξύ των οποίων και αν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη συναίνεση των γονέων σε οικογένεια για φροντίδα και ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία και έχει ενταχθεί σε αυτήν επί χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους, οι δε γονείς εκ των υστέρων αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν (άρθρο 1552 παρ.ε`, όπως προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 Ν. 2915/2001). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπλήρωση της συναίνεσης του φυσικού γονέα με δικαστική απόφαση είναι η σωρευτική ύπαρξη άρνησης συναίνεσης και καταχρηστικότητα αυτής. Η καταχρηστικότητα κρίνεται με βάση το σύνολο των ειδικών συνθηκών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού, αλλά και με συνεκτίμηση του συμφέροντος των φυσικών γονέων (βλ. Θ. Παπαχρίστου σε Γεωργιάδη - Σταθόπουλο ΑΚ, άρ. 1550 - 1553 αριθμ. 30 και Καλ.Παντελίδου, «Οι τελευταίες αλλαγές στο δίκαιο της υιοθεσίας που επέφερε ο ν. 2915/2001» Αρμ. 2002, σελ 833 επ). Η στείρα άρνηση του φυσικού γονέα, δίχως να προβάλλονται βάσιμοι λόγοι για την άρνηση του, ή δίχως να παρέχει τα εχέγγυα ότι είναι ικανός να αναθρέψει το παιδί του, τουλάχιστον υπό καλές συνθήκες διαβίωσης, πρέπει να οδηγεί αναμφίβολα στην κατάφαση της κατάχρησηκότητας (βλ. Στ. Πανταζόπουλου «Σκέψεις για την αναπλήρωση της συναίνεσης του φυσικού γονέα με δικαστική απόφαση, λόγω καταχρηστικής άρνησης παροχής» ΕλλΔνη 1990.738). Στην περίπτωση που εξετάζεται αίτημα αναπλήρωσης συναίνεσης φυσικού γονέα κατά το άρθρο 1552 παρ. 1 περ. δ` ΑΚ το δικαστήριο αποφασίζει, αφού ακούσει τους πλησιέστερους συγγενείς, αν η ακρόαση τους είναι εφικτή (ΑΚ 1553), υπό την έννοια ότι είναι γνωστά τα εν λόγω πρόσωπα και η διαμονή τους (Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος Ε` Οικογενειακό Δίκαιο, άρθρο 1553 παρ. 3, σ. 1133). Νόμιμα εισάγεται με την από 16.08.2012 (με αριθμό κατάθεσης 49/2012) κλήση των καλούντων-αιτούντων, η από 27.12.2011 (με αριθμό κατάθεσης 58/2011), αίτηση τους περί υιοθεσίας ανήλικου τέκνου, μετά την έκδοση της με αριθμό 39/2012 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, που διέτασσε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να κληθεί νομότυπα ώστε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να συναινέσει στην υιοθεσία του ως άνω ανηλίκου, η φυσική μητέρα αυτού, ......................................... του ................ Από τη συνημμένη στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, έκθεση συναίνεσης, αποδεικνύεται ότι για την προκειμένη υιοθεσία συναίνεσαν αυτοπροσώπως στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 800 παρ. 2 του ΚΠολΔ οι αιτούντες σύζυγοι ο καθένας για τον εαυτό του και για τον άλλον. Ωστόσο, από την από 19.09.2012 έκθεση μη συναίνεσης φυσικού γονέα με διερμηνέα, αποδεικνύεται ότι η φυσική μητέρα του παραπάνω ανηλίκου, ......................του .................., δεν συναίνεσε στην ένδικη υιοθεσία, παρά το γεγονός ότι το υιοθετούμενο έχει παραδοθεί στους αιτούντες με σκοπό την υιοθεσία από την ίδια τη φυσική μητέρα, η οποία συναίνεσε αυτοπροσώπως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καβάλας ................ (βλ. τη με αριθμό ......./27.12.2011 πράξη της τελευταίας) και έχει ενταχθεί στην οικογένεια των αιτούντων επί χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους, μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης (19.09.2012), με συνέπεια να καθίσταται ερευνητέα η κατάχρησηκότητα ή μη της άρνησης χορήγησης συναινέσεως της βιολογικής μητέρας του ανηλίκου. Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα συναίνεσης του πατέρα, καθώς το εν λόγω τέκνο γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των φυσικών του γονέων, με αποτέλεσμα να απαιτείται μόνον η συναίνεση της φυσικής του μητέρας, καθόσον σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο αυτό, σε περίπτωση έλλειψης γάμου ή δικαστικής ή εξώδικης αναγνώρισης πατρότητας, δεν υπάρχει κατά νόμον πατέρας του τέκνου και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα συναίνεσης του στην αιτούμενη υιοθεσία (ΠολΠρθεσ 1453/2007 Αρμ 2008.231, ΠολΠρθεσ 8320/2007 Αρμ 2008.61, ΠολΠρθεσ 9852/2001 Αρμ 2001.965, Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙβ΄. έκδ 1998, σελ 287, Βαθρακοκοίλη, Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 1099). Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των αιτούντων που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου και η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από τα έγγραφα που οι αιτούντες προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες, Eλληνες υπήκοοι, σύζυγοι, είναι ηλικίας 41 και 35 ετών, αντίστοιχα, έχοντας συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους, χωρίς να έχουν υπερβεί το εξηκοστό και είναι μεγαλύτεροι από το ανήλικο υιοθετούμενο κατά δέκα οκτώ (18) και πλέον έτη, όχι όμως περισσότερο από πενήντα (50).
Από τον μεταξύ τους γάμο, που τελέστηκε την 06.07.1997 στο Δοξάτο Δράμας, δεν έχουν αποκτήσει τέκνα, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν υιοθετήσει άλλο τέκνο, είναι ικανοί προς δικαιοπραξία, υγιείς, έχουν άμεμπτο ποινικό παρελθόν και η οικονομική τους κατάσταση είναι πολύ καλή, ικανή να διασφαλίσει στο υιοθετούμενο άνετη διαβίωση. Διαμένουν σε ιδιόκτητη μονοκατοικία στη Νέα Καρβάλη Καβάλας σε άρτιες συνθήκες διαβίωσης, ενώ η μεταξύ τους σχέση είναι ιδιαίτερα αρμονική, καθώς διέπεται από αμοιβαία αισθήματα εκτίμησης και αλληλοσεβασμού. Ο πρώτος αιτών είναι απόφοιτος γυμνασίου και εργάζεται στην κεραμοποιεία (ΚΕΒΕ) της Νέας Σάντας του Νομού Κιλκίς, με μηνιαίο μισθό 1100,00 ευρώ. Η δεύτερη αιτούσα εργάζεται ως καθαρίστρια με δίωρη απασχόληση στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Καρβάλης, λαμβάνοντας μηνιαίως το ποσό των 160,00 ευρώ. Ως προσωπικότητες περιγράφονται κοινωνικοί και φιλόξενοι με επίδειξη συναισθηματικής ωριμότητας για την ανάληψη γονεϊκού ρόλου, τον οποίο άλλωστε ήδη ασκούν με επάρκεια έναντι του υιοθετούμενου από τις 27.07.2011, όπως προελέχθη, έχοντας αφοσιωθεί με αγάπη, τρυφερότητα και υπευθυνότητα στη φροντίδα του προσώπου του ανηλίκου και καλύπτοντας το σύνολο των αναγκών του, λειτουργώντας ως μια οικογενειακή ενότητα, αφού θεωρούν πλέον τον ανήλικο αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας. Τα κίνητρα των υποψηφίων θετών γονέων είναι ανιδιοτελή και παιδοκεντρικά, λόγω της αγάπης και στοργής με την οποία περιβάλουν τον υιοθετούμενο και μπορούν να ανταποκριθούν με τον καλύτερο τρόπο στα θέματα που άπτονται της ανατροφής του ως άνω ανηλίκου. Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε και ο αρμόδιος κοινωνικός λειτουργός της Διεύθυνσης δημόσιας υγείας και κοινωνικής μέριμνας της περιφερειακής ενότητας Ξάνθης, ..................................., που διενήργησε εμπεριστατωμένη κοινωνική έρευνα για τους αιτούντες και εισηγείται την ολοκλήρωση της υιοθεσίας. Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το υιοθετούμενο είναι άρρεν, αβάπτιστο τέκνο (βλ. το άρθρο 49 του προαναφερθέντος Βουλγαρικού Κώδικα, κατά το οποίο επιτρέπεται μόνον η υιοθεσία ανηλίκων, δηλαδή προσώπων που δεν έχουν συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας τους), γεννημένο στην Καβάλα στις 20 Ιουλίου 2011, το οποίο έχει τη Βουλγαρική ιθαγένεια, που την απέκτησε αυτοδικαίως από τη γέννηση του (αποκλειόμενης της κτήσεως της Ελληνικής ιθαγένειας, κατ` άρθρο 1 § 2 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, παρότι αυτό γεννήθηκε σε ελληνικό έδαφος), λόγω της ιθαγένειας της φυσικής μητέρας του και του ισχύοντος στη Βουλγαρία συστήματος της εξ αίματος (jus sanguinis) αποκτήσεως της Βουλγαρικής ιθαγένειας (άρθρα 8 και 9 του Βουλγαρικού νόμου περί ιθαγένειας της 13ης Νοεμβρίου 1998, όπως αυτός τροποποιήθηκε το 2001 και το 2002, σε συνδυασμό μετά άρθρα 25- 27 του Βουλγαρικού Συντάγματος της 12ης Ιουλίου 1991, βλ. και Ελλη Κρίσπη-Νικολετοπούλου: "Η ιθαγένεια", σελ. 62-63, Σπ. Βρέλλη: ό.π. σελ. 474, Ζ. Παπασιώπη-Πασιά: "Δίκαιο ιθαγένειας", έκδ. 5η (2002), σελ. 82 επ.). Η φυσική μητέρα του τέκνου διαμένει στο Καλαμπόκι Δράμας, όπου απασχολείται σε αγροτικές εργασίες, διαβιώντας σε ακατάλληλες συνθήκες και διαμένει σε χώρο δίπλα στα χωράφια χωρίς τη στοιχειώδη υποδομή, μαζί με την ανήλικη θυγατέρα της, που απέκτησε από τις εκτός γάμου σχέσεις της με έτερο επίσης άγνωστο άνδρα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από την επικοινωνία του Δικαστηρίου με τη φυσική μητέρα, κατά τη διαδικασία δήλωσης της τελευταίας ότι δεν συναινεί στην υιοθεσία του ανήλικου τέκνου της και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης μη συναίνεσης, παρουσία διερμηνέα, όπου ανέφερε ότι δεν χρειάζεται να σιτίζονται ως οικογένεια επαρκώς, σε ερώτηση πώς θα ανταπεξέλθει στην ανατροφή του ανηλίκου, γεγονός που καταδεικνύει τους δυσμενείς όρους διαβίωσης της, ενόψει μάλιστα και του ότι πρέπει να αναθρέψει το έτερο τέκνο της, ήτοι την ανήλικη θυγατέρα της, κάτω από αβέβαιες και επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Το γεγονός αυτό επιρρώνεται και από τη δήλωση της ίδιας ότι ενδεχομένως να επανέλθει στη Βουλγαρία προς αναζήτηση εργασίας, κατεδεικνύοντας την έλλειψη σταθερού και υγιούς περιβάλλοντος στο οποίο να μπορεί να μεγαλώσει κατάλληλα το υιοθετούμενο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κατέστη δυνατή η σύνταξη έκθεσης του ως άνω κοινωνικού λειτουργού, που να αφορά στην ανωτέρω φυσική μητέρα του υιοθετούμενου, καθώς, κατόπιν επιτόπιας αυτοψίας, δεν ανευρέθη στην περιοχή Φτελιά Δράμας, που είχε δηλωθεί στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του υιοθετούμενου ως η κατοικία της. Το γεγονός, ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης, διότι αφενός μεν το πόρισμα της σχετικής έκθεσης δεν είναι ..... δεσμευτικό για το δικαστήριο, αλλά, απλά, συνεκτιμάται από αυτό (ΠολΠρΑΘ 912/2005 ΝοΒ 2006.1029, ΠολΠρΑΘ 520/2005 ΝοΒ 2006.249), η δε έλλειψη κατάθεσης της κοινωνικής έκθεσης μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία σε καμία περίπτωση δεν επιφέρει το απαράδεκτο της αίτησης υιοθεσίας, στην εκδίκαση της οποίας προβαίνει το δικαστήριο και χωρίς αυτήν (άρθρο 1557 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 2447/1996).
Εξάλλου, η εν λόγω φυσική μητέρα του ανηλίκου είχε παραδώσει εκουσίως το άρρεν τέκνο της προς υιοθεσία στους αιτούντες την 27.07.2011, δηλώνοντας αυτοπροσώπως ότι επιθυμεί αυτό (τέκνο) να υιοθετηθεί από τους αιτούντες, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό 8462/27.07.2011 πράξη της Συμβολαιογράφου Καβάλας ...................... και δεν θα απαιτούνταν η επαναδιατύπωση της συναίνεσης της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο (βλ. μείζονα πρόταση), αν η συναίνεση είχε χορηγηθεί μετά την πάροδο 14 ημερών από τη γέννηση του τέκνου, προϋπόθεση η οποία δεν συνέτρεχε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον, σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που υπερέβη το ένα έτος, μέχρι τη συζήτηση της ένδικης αίτησης, ουδέποτε επισκέφθηκε το υιοθετούμενο επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία στο πρόσωπο του, μη γνωρίζοντας την κατάσταση της υγείας του και την εν γένει εξέλιξη του. Εξ αυτών όμως αποδεικνύεται ότι η ως άνω φυσική μητέρα αδυνατεί να αναθρέψει το τέκνο της και να ανταποκριθεί στο γονεϊκό ρόλο της, καθόσον τυγχάνει επιπόλαια, στερείται δε οικονομικών πόρων και σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος, ικανού να την υποστηρίξει και να διασφαλίσει στην ίδια και στο τέκνο της ασφαλείς και υγιείς συνθήκες διαβίωσης. Υπό τα άνω δεδομένα, σαφώς συνάγεται ότι το κοινωνικό, πνευματικό, ηθικό και περιουσιακό συμφέρον του ανηλίκου υπαγορεύει την υιοθεσία του από τους αιτούντες, αφού πλησίον της φυσικής μητρός του δεν υπάρχει ευνοϊκό περιβάλλον για την υγιή και ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του, αλλά αντιθέτως, ελλοχεύει ο κίνδυνος της σωματικής και ψυχικής βλάβης του. Ενόψει της εκτιμώμενης καταχρηστικής άρνησης της τελευταίας να χορηγήσει τη συναίνεση της στην τέλεση της υιοθεσίας του τέκνου τους συντρέχει νόμιμη περίπτωση να αναπληρωθεί αυτή (συναίνεση της) από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1552 § 1 περ. ε` Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι υφίστανται και οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, ήτοι, ότι το τέκνο έχει παραδοθεί στους αιτούντες με σκοπό την υιοθεσία και έχει ενταχθεί στο οικογενειακό τους περιβάλλον για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην ως άνω κρίση, συνεκτιμώντας, πέραν των προαναφερθέντων και την εν γένει κατάσταση του υιοθετουμένου καθώς και την προσωπικότητα, την υγεία, την οικογενειακή και την περιουσιακή κατάσταση των αιτούντων, αλλά και την αμοιβαία ικανότητα τους προσαρμογής στους νέους ρόλους. Επίσης, εκτιμάται ότι η προκείμενη υιοθεσία επιβάλλεται από λόγους ηθικούς και κοινωνικούς, καθώς έχει δημιουργηθεί μια εν τοις πράγμασι οικογενειακή σχέση μεταξύ των υιοθετούντων και του υιοθετουμένου, αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, το τελευταίο ανατρέφεται από τους αιτούντες από την 27.07.2011, η δε σχέση τους χαρακτηρίζεται από το συναισθηματικό δεσμό και την ψυχολογική ένταξη του παιδιού στο περιβάλλον τους (βλ. την μαρτυρική κατάθεση). Επομένως, τυχόν απομάκρυνση του από το ασφαλές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο έχει πλήρως ενταχθεί και προσαρμοστεί, θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον του, το οποίο, σε κάθε περίπτωση αξιολογικής στάθμισης του με οποιοδήποτε άλλο, κρίνεται πάντοτε περισσότερο άξιο προστασίας, καθόσον, η αποκοπή του από τον χώρο αποδοχής, αγάπης και στοργής, μέσα στο οποίο έχει εγκλιματιστεί και η αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης του, θα οδηγούσε σε καταστροφικά για τον ψυχισμό του αποτελέσματα, αφού είναι επιβεβλημένη η σταθερότητα και η συνέχεια στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού, όπως και κάθε άλλου παιδιού. Συνεπώς, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να αναπληρωθεί η συναίνεση της φυσικής μητέρας του, η οποία, από τη διαδρομή των άνω περιστατικών, που έλαβαν χώρα, αποδείχθηκε ότι καταχρηστικά αρνείται την παροχή της. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι στην προκείμενη περίπτωση η αιτούμενη υιοθεσία από τους υποψήφιους θετούς γονείς είναι καθ` όλα επιτρεπτή και νόμιμη, η δε ολοκλήρωση της επιβάλλεται από το πραγματικό συμφέρον τόσο του υιοθετούμενου, το οποίο αποτελεί καίριο και καθοριστικό κριτήριο δικαστικής απαγγελίας οποιασδήποτε υιοθεσίας, όσο και των αιτούντων, οι οποίοι βρίσκονται σε άριστη βιολογική, ηθική, πνευματική και περιουσιακή κατάσταση, ώστε να το αναθρέψουν με την επιβαλλόμενη στοργή και φροντίδα και να του εξασφαλίσουν τις κατάλληλες οικογενειακές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για την ομαλή ψυχοπνευματική του εξέλιξη. Υπέρ της ως άνω κρίσης συνηγορεί και ο προαναφερόμενος Κοινωνικός Λειτουργός που διενήργησε τη σχετική εμπεριστατωμένη κοινωνική έρευνα, προτείνοντας εν κατακλείδι, την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, δεδομένου ότι συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και κατ` ουσίαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση. ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΕΙ τη συναίνεση της ....................... του .............. για την υιοθεσία από τους αιτούντες του ανηλίκου άρρενος αβάπτιστου τέκνου της, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του στην Καβάλα, στις 20 Ιουλίου 2011. ΚΗΡΥΣΣΕΙ θετό τέκνο των αιτούντων το ανήλικο αβάπτιστο άρρεν τέκνο της......................................... του ....................., που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του στην Καβάλα, στις 20 Ιουλίου 2011.