Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Μνηστεία - Ακόμη και αν ακολούθησε της μνηστείας γάμος, ο οποίος εν συνεχεία λύθηκε, ο δότης δικαιούται να αναζητήσει τα καταβληθέντα (Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, αριθμός απόφασης 23/2013)
Περίληψη: Συμβάσεις. Εικονικότητα ως προς τον αγοραστή. Αναγκαία η μνεία στην περίπτωση εικονικότητας ως προς τον αγοραστή της συμφωνίας πωλητή, φαινόμενου αγοραστή και πραγματικού αγοραστή. Προληπτική δικαστική προστασία. Το δικαίωμα απαιτείται να είναι απαιτητό, δηλ. εν προκειμένω να έχει λάβει ήδη χώρα διανομή και μεταβίβαση μερίδας οικοδομικού συνεταιρισμού. Αδικαιολόγητος πλουτισμός. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του αποδοτέου άνευ νομίμου αιτίας επελθόντος πλουτισμού είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός περιήλθε στο λήπτη και όχι άσκησης της αγωγής ή της επ` ακροατηρίω συζήτησης. Τόκοι οφείλονται στην περίπτωση αιτίας που δεν ακολούθησε ή έληξε, από το χρόνο γνώσης της αιτίας από τον πλουτήσαντα. Μνηστεία. Ακόμη και αν ακολούθησε της μνηστείας γάμος, ο οποίος εν συνεχεία λύθηκε, ο δότης δικαιούται να αναζητήσει τα καταβληθέντα.
[...] Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 139 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι «Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Αλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της», η δε δεύτερη ότι «Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την», συνάγεται ότι σε περίπτωση εικονικότητας της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης πράγματος ή άλλου περιουσιακού αγαθού, η οποία εικονικότητα αφορά στο πρόσωπο του αγοραστή, για να ισχύει η σύμβαση όχι για τον φαινομενικά εμφανιζόμενο ως αγοραστή, αλλά για το καλυπτόμενο από εκείνον πρόσωπο, ήτοι τον πραγματικό αγοραστή, απαιτείται γνώση και αντίστοιχη συμφωνία όλων των εμπλεκομένων, δηλαδή του πωλητή, του φαινομενικού αγοραστή και του πραγματικού αγοραστή, ότι η σύμβαση καταρτίζεται όχι με τον φαινομενικό αλλά με τον πραγματικό αγοραστή. Τέλος, όταν η εικονικότητα στη σύμβαση αναφέρεται στο πρόσωπο του αγοραστή, η σύμβαση είναι άκυρη και γι` αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς τον φαινομενικό αγοραστή, ισχύοντας αντίστοιχα για τον πραγματικό αγοραστή, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 1517/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 483/2005 ΕλλΔνη 20005.14531, ΑΠ 1162/2000 ΕλλΔνη 2001.1296, ΕφΑθ 2439/2008 ΕλλΔνη 2009.214). Συνακόλουθα, για να είναι ορισμένος και άρα να προτείνεται παραδεκτά ο ισχυρισμός περί εικονικότητας μιας συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως πράγματος ή άλλου αγαθού, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, πρέπει να μνημονεύεται σε αυτήν, εκτός άλλων, ότι υπήρξε σχετική συμφωνία μεταξύ του πωλητή, του φαινομενικού αγοραστή και του πραγματικού αγοραστή (ΑΠ 2306/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 69 § 1 εδ. ε` ΚΠολΔ, κατά την οποία δικαστική προστασία δικαιούται να αξιώσει και εκείνος του οποίου το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος, έχει την έννοια ότι από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος πρέπει να εξαρτάται μόνο το απαιτητό του δικαιώματος και όχι η συνδρομή των όρων γενέσεώς του, οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν κατά το χρόνο της συζήτησης της αίτησης παροχής εννόμου προστασίας στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου. Σε διαφορετική δε περίπτωση, το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο (ΑΠ 571/1991 ΕλλΔνη 1991.1227, ΑΠ 829/1980 ΝοΒ 1981.83, ΕφΘεσ 443/2009 Αρμ.2010.672, ΠολΠρωτΜυτ 147/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα ιστορεί ότι μνηστεύθηκε με τον πρώτο εναγόμενο το θέρος του έτους 2005. Οτι κατά τη διάρκεια της μνηστείας τους, και δη στις 20.12.2005, ο πρώτος εναγόμενος κατήρτισε με τον δεύτερο εναγόμενο (οικοδομικό συνεταιρισμό) σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης σε αυτόν (πρώτο εναγόμενο) μίας συνεταιριστικής μερίδας του δεύτερου εναγομένου, έναντι του τιμήματος των 50.511,80 €. Oτι ο δεύτερος εναγόμενος έχει, σύμφωνα με το καταστατικό του, τον αποκλειστικό σκοπό να εξασφαλίσει για τα μέλη του παραθεριστικές κατοικίες, αναγερθησόμενες επί ενός ενιαίου ακινήτου ευρισκομένου στη Ρόδο, και συγκεκριμένα στην περιοχή «Κάζα Ντέι Πίνι», κυριότητας του ιδίου, το οποίο περιγράφεται ειδικότερα στην αγωγή, και ότι ο σκοπός αυτός θα επιτευχθεί δια της διανομής του ενιαίου αυτού οικοπέδου στους κατόχους συνεταιριστικών μερίδων και της σύστασης στο όνομα των τελευταίων αυτοτελών και ανεξαρτήτων καθέτων ιδιοκτησιών επ` αυτού, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου ακινήτου. Οτι η δήλωση βουλήσεως του πρώτου εναγομένου που περιέχεται στην ως άνω σύμβαση είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, καθώς αυτός, για τους λόγους που εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή, δεν ήθελε δια της εν λόγω συμβάσεως τα αποτελέσματα αυτής να επέλθουν στο πρόσωπό του, αλλά στο πρόσωπο της ενάγουσας μνηστής του, η οποία έτσι ήταν υποκρυπτόμενη αγοραστής της εν λόγω μερίδας, κάτι το οποίο είχε συμφωνήσει άλλωστε εκ των προτέρων με αυτήν (ενάγουσα). Οτι, περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος, νομίμως εκπροσωπούμενος, γνώριζε κατά την κατάρτιση της προκείμενης συμβάσεως ότι η οικεία δήλωση βουλήσεως του πρώτου εναγομένου ήταν εικονική, με βάση τα προδιαληφθέντα, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή. Οτι το προαναφερθέν τίμημα για την αγορά της ως άνω συνεταιριστικής μερίδας το κατέβαλε εξ ολοκλήρου με δικά της χρήματα η ίδια η ενάγουσα, ενόψει του επικείμενου γάμου της με τον πρώτο εναγόμενο. Οτι, εν συνεχεία, η ίδια τέλεσε γάμο με τον πρώτο εναγόμενο στις 02.12.2006, πλην όμως ο γάμος αυτός λύθηκε, δυνάμει της με αριθμό 260/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που κατέστη αμετάκλητη το Σεπτέμβριο του 2009. Οτι, εντέλει η προεκτεθείσα συνεταιριστική μερίδα και τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα συνεχίζουν να φέρονται ως ανήκοντα στον πρώτο εναγόμενο. Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, ως εικονικής, της ανωτέρω αναφερθείσης σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της ένδικης συνεταιριστικής μερίδας μεταξύ των εναγομένων, και, επιπροσθέτως, δοθείσης της ύπαρξης έγκυρης, καλυπτόμενης από την ως άνω εικονική, σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης συνεταιριστικής μερίδας μεταξύ του δεύτερου εναγομένου και της ιδίας, να αναγνωρισθεί ότι είναι κυρία της μερίδας αυτής και φορέας των συνεχομένων με αυτήν δικαιωμάτων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να μεταβιβάσουν σε αυτήν την εν λόγω μερίδα, και, σε περίπτωση που έχει ήδη λάβει χώρα η διανομή του ενιαίου ακινήτου του δεύτερου εναγομένου στους κατόχους συνεταιριστικών αυτού μερίδων, να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί του τμήματος του ενιαίου ακινήτου που αντιστοιχεί στη μερίδα αυτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να μεταβιβάσουν σε αυτήν το προκείμενο τμήμα του ακινήτου κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή. Επικουρικώς δε επικαλείται ότι εξαιτίας της καταβολής από την ίδια, στα πλαίσια της μνηστείας της με τον πρώτο εναγόμενο και με την προοπτική του γάμου τους, του τιμήματος για την αγορά της ως άνω μερίδας υφίσταται πλέον, δοθείσης της λύσης του γάμου αυτού, αδικαιολόγητος πλουτισμός του πρώτου εναγομένου και αιτείται να υποχρεωθεί αυτός για αυτό το λόγο να της καταβάλει ποσό 120.000 €, στο οποίο ανερχόταν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η αξία της προκείμενης συνεταιριστικής μερίδας, με το νόμιμο τόκο από της επομένης της επιδόσεως σε αυτόν της υπό κρίση αγωγής, άλλως το καταβληθέν από την ίδια για την εν λόγω αγορά ποσό των 50.511,80 €, με το νόμιμο τόκο από της επομένης της καταβολής εκάστης δόσεως του ποσού αυτού, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή της, και επικουρικώς από της επίδοσης σε αυτόν της κρινόμενης αγωγής. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα εις βάρος των εναγομένων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να εκδικαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 18, 22, 25 § 2, 31 §§ 2 και 3, 33 εδ. α`, 37 § 1 και 219 § 1 ΚΠολΔ). Τα αιτήματα, όμως, της κυρίας βάσης της αγωγής να αναγνωρισθεί, σε περίπτωση που έχει ήδη πραγματοποιηθεί η διανομή του ενιαίου ακινήτου κυριότητας του δεύτερου εναγομένου στους κατόχους των συνεταιριστικών του μερίδων, ότι η ενάγουσα είναι κυρία του τμήματος του ενιαίου ακινήτου το οποίο ορίσθηκε να λάβει ο δικαιούχος της επίδικης μερίδας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να μεταβιβάσουν σε αυτήν το εν λόγω τμήμα του ενιαίου ακινήτου κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή είναι απαράδεκτα ως προώρως ασκηθέντα, με βάση τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και ως εκ τούτου απορριπτέα, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ούτε άλλωστε έχει άλλως πως προκύψει ότι μέχρι τη συζήτηση της κρινομένης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου η ως άνω διανομή έχει ήδη συντελεσθεί και, άρα, και ότι ο δικαιούχος της προκείμενης συνεταιριστικής μερίδας έχει κεκτημένο πλέον δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας επί συγκεκριμένου εδαφικού τμήματος του προρρηθέντος ενιαίου ακινήτου του δευτέρου εναγομένου. Κατά τα λοιπά, η κύρια βάση του δικογράφου της αγωγής, η οποία στηρίζεται στην κατάρτιση εικονικής ως προς το πρόσωπο του αγοραστή δικαιοπραξίας μεταξύ των εναγομένων και στην ύπαρξη άλλης έγκυρης, καλυπτόμενης υπό την εικονική σύμβασης μεταξύ του δεύτερου εναγομένου και της ενάγουσας, τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, σύμφωνα και με όσα σημειώνονται στη μείζονα σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, καθώς στο δικόγραφο αυτής εκτίθεται ότι ο πρώτος εναγόμενος εν γνώσει του προέβη, κατά την κατάρτιση της ως εικονικής προσβαλλομένης συμβάσεως, σε εικονική (ως προς το πρόσωπο του αγοραστή) δήλωση βούλησης και ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε την εικονικότητα της δήλωσης βουλήσεως του αντισυμβαλλομένου του πρώτου εναγομένου, πλην όμως δεν αναφέρεται ότι υπήρξε συμφωνία, ήτοι σύμπτωση των οικείων δηλώσεων βουλήσεως των εναγομένων, ότι η μεταξύ τους δικαιοπραξία εικονικώς καταρτιζόταν στο όνομα και για λογαριασμό του πρώτου εναγομένου και ότι τα αποτελέσματα αυτής θα ίσχυαν, αντί για το πρόσωπο του τελευταίου, για την ενάγουσα. Λόγω δε της απουσίας αναφοράς σε τέτοιου περιεχομένου συμφωνία των αντισυμβαλλομένων, καθίσταται ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, αν η κατά τα ανωτέρω καταρτισθείσα σύμβαση είναι εικονική και, κατ` ακολουθίαν, αν, εφόσον βέβαια ήθελε θεωρηθεί ότι αυτή είναι εικονική, υπ` αυτήν κρύπτεται άλλη, εγκύρως καταρτισθείσα σύμβαση με ίδιο περιεχόμενο, αλλά με άλλο πρόσωπο αγοραστή - προς ον η μεταβίβαση.
Περαιτέρω, η επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του πρώτου εναγομένου από την περιουσία της ενάγουσας, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, πλην όμως το κύριο αίτημά της, περί καταψηφίσεως ποσού 120.000 € εις βάρος του πρώτου εναγομένου, είναι μη νόμιμο, καθώς κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του αποδοτέου, άνευ νομίμου αιτίας επελθόντος πλουτισμού είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός περιήλθε στο λήπτη και όχι ο χρόνος άσκησης της αγωγής ή της επ` ακροατηρίω συζήτησής της [βλ. ΑΠ 600/1986 ΝοΒ 1987.372, ΕφΠατρ 499/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 395/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΛασιθ 11/1999 ΝοΒ 1999.1445, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (ΕΡΝΟΜΑΚ), τ. Γ`, ημίτομος Γ` (Ειδικό Ενοχικό, άρθρα 741-946), Αθήνα 2006, άρθρο 904 αρ.124]. Κατά το επικουρικώς προβαλλόμενο, ωστόσο, αίτημά της, να υποχρεωθεί δηλαδή ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 50.511,80 €, η επικουρική αυτή βάση της αγωγής είναι νόμω βάσιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1346, 1350, 1367-1370, 1438 και 1439 § 1 ΑΚ, 176 εδ. α`, 907 και 908 § 1 εδ. α` ΚΠολΔ, πλην του παρεπομένου αιτήματος περί καταβολής νομίμων τόκων από την επομένη της εκ μέρους της ενάγουσας καταβολής εκάστης δόσεως του ως άνω ποσού στον δεύτερο εναγόμενο, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 912 § 2 ΚΠολΔ, που προβλέπει ότι, σε περίπτωση απαίτησης πλουτισμού για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, ο λήπτης του πλουτισμού ευθύνεται προς απόδοση καρπών, άρα και τόκων, όχι από τότε που έλαβε τον πλουτισμό, αλλά μόνο από τότε που μάθει ότι η αιτία δεν επακολούθησε ή έληξε. Το επικουρικώς όμως υποβληθέν αίτημα περί επιδίκασης νομίμων τόκων από την επομένη της επιδόσεως της κρινομένης στον πρώτο εναγόμενο είναι νόμιμο, βάσει των διατάξεων των άρθρων 340, 345 εδ. α`, 346 (όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 ν. 4055/2012) και 910 ΑΚ. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι ναι μεν η ιστορούμενη στην υπό κρίση αγωγή περίπτωση αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν υπάγεται σε καμία από τις «κλασσικές» περιπτώσεις ύπαρξης άνευ νομίμου αιτίας πλουτισμού (για παράδειγμα, πλουτισμού λόγω, παροχής αχρεωστήτου, για αιτία που έληξε ή για αιτία που δεν επακολούθησε, για ανήθικη ή παράνομη αιτία κλπ., βλ. σχετικά μόνο Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό δίκαιο, τ. Ι, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 376-378), πλην όμως πρόκειται περί, ιδιάζουσας έστω, περίπτωσης τέτοιου πλουτισμού, αποτελούσα σύνθεση πλειόνων εκ των «παραδεδομένων» περιπτώσεων, δηλονότι πλουτισμού για αιτία (το γάμο μεταξύ της δότριας και του λήπτη του πλουτισμού) μη υφιστάμενη κατά το χρόνο της περιουσιακής μετακίνησης, που ναι μεν επακολούθησε, πλην όμως εν συνεχεία έληξε. Εξάλλου, και από δικαιοπολιτικής απόψεως, δεν υπάρχει λόγος να υφίσταται δυσμενέστερη μεταχείριση ο μνηστευμένος που προέβη σε εκ χαριστικής αιτίας περιουσιακή μετακίνηση προς το μνηστό του, με την προοπτική τέλεσης γάμου, ο οποίος τελικά τελέσθηκε, αλλά λύθηκε με διαζύγιο σε ύστερο χρονικό σημείο, από το μνηστευμένο που προέβη στην ίδια παροχή και με την ίδια προοπτική προς το μνηστό του, του γάμου όμως τελικά ματαιωθέντος, δεδομένου ότι στη δεύτερη περίπτωση στο δότη μνηστευμένο αναγνωρίζεται αξίωση αναζήτησης των καταβληθέντων δια της εφαρμογής των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε μέσω της διάταξης του άρθρου 1348 § 1 ΑΚ είτε και αμέσως [βλ. Απ. Γεωργιάδη, σε Α. Γεωργιάδη Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τ. VII, Οικογενειακό Δίκαιο (άρθρα 1346-1504), β` έκδ., Αθήνα 2007, άρθρο 1348 αρ. 1, Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό δίκαιο, τ.ι, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 381-382, 431]. Κατά το μέρος της, λοιπόν, που κρίθηκε νόμιμη, η επικουρική βάση της εν λόγω αγωγής πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του στο παρόν Δικαστήριο, ο πρώτος εναγόμενος, κατά του οποίου στρέφεται η επικουρική βάση της αγωγής, αρνείται αυτήν, προβάλλοντας ειδικότερα τον ισχυρισμό ότι το τίμημα για την αγορά της προκείμενης συνεταιριστικής μερίδας το κατέβαλε ο ίδιος με ίδιους οικονομικούς πόρους και ότι συνεπώς δεν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός του από την περιουσία της ενάγουσας.
Από την εκτίμηση του περιεχομένου των καταθέσεων των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ενός για την ενάγουσα και ενός για τον πρώτο εναγόμενο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τη με αριθμό 36901/14.09.2011 ένορκη βεβαίωση του (…) ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρόδου (…) και από τη με αριθμό 36902/14.09.2011 ένορκη βεβαίωση του (…) ενώπιον του ιδίου συμβολαιογράφου, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας συντάχθηκαν μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της που έλαβε χώρα πριν από τουλάχιστον δύο εργάσιμες ημέρες (άρθρο 270 § 2 εδ. γ` ΚΠολΔ) (βλ. τις με αριθμό 2644 ΣΤ`/09.09.2011 και 2645 ΣΤ`/09.09.2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου ...), και από τις περιεχόμενες στις προτάσεις τους ομολογίες των διαδίκων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος τέλεσαν μεταξύ τους μνηστεία κατά το θέρος του έτους 2005. Περαιτέρω, τόσο η ενάγουσα όσο και πολλά πρόσωπα του στενού συγγενικού της κύκλου, όπως ο πατέρας και η μητέρα της, η αδελφή της Δ. και ο επ` αδελφή γαμπρός της Α. Ι., είχαν καταστεί κατά τον Οκτώβριο του 2005 μέλη του δεύτερου εναγομένου - οικοδομικού συνεταιρισμού, έχοντας αγοράσει έκαστος μία συνεταιριστική μερίδα αυτού. Σημειωτέον ότι, όπως προβλέπει το καταστατικό του δεύτερου εναγομένου, αποκλειστικός αυτού σκοπός είναι η εξασφάλιση παραθεριστικής κατοικίας στα μέλη του, που θα βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Ρόδου, και η ανάπλαση και αναμόρφωση της περιοχής στην οποία θα βρίσκονται οι κατοικίες αυτές. Προς εκπλήρωση δε του ως άνω σκοπού ο δεύτερος εναγόμενος απέκτησε κατά κυριότητα ένα ενιαίο ακίνητο, με κτηματολογικά στοιχεία τόμου ... (...), φύλλο ... (...), μερίδα ..., φάκελος ... γαιών Ρόδου, νομικής φύσης «μουλκ», το οποίο στόχος είναι να διανεμηθεί μεταξύ των μελών του, προκειμένου να αναγερθεί επί του τμήματος που θα ανήκει πλέον σε κάθε μέλος η επιδιωκόμενη κατοικία. Στα πλαίσια της μνηστείας τους, ενόψει του σχεδιαζομένου γάμου τους και δοθέντος ότι τόσο η ενάγουσα όσο και πλείστα όσα μέλη της οικογενείας της είχαν αποκτήσει μερίδα του δεύτερου εναγομένου και, επιπλέον, ότι, το άρθρο 7 του καταστατικού του τελευταίου προβλέπει ότι κάθε μέλος συμμετέχει με μία μόνο εταιρική μερίδα στη διαδικασία εκπλήρωσης του σκοπού του, η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος συμφώνησαν να αγοράσει και ο τελευταίος μία συνεταιριστική μερίδα του δεύτερου εναγομένου. Πράγματι, στις 20.12.2012 αυτός υπέγραψε την οικεία αίτηση προς τον τελευταίο, με συνέπεια να του μεταβιβασθεί η αιτηθείσα μερίδα. Το τίμημα της προκείμενης μεταβίβασης συμφωνήθηκε στο ποσό των 50.511,80 €. Τα απαιτούμενο δε χρηματικό ποσό για την απόκτηση της εν λόγω συνεταιριστικής μερίδας το κατέβαλε καθ` ολοκληρίαν η ενάγουσα με δικούς της πόρους, χωρίς να λάβει αντάλλαγμα από το δεύτερο εναγόμενο, στα πλαίσια της μνηστείας της με αυτόν και ενόψει της προοπτικής του γάμου τους, προκειμένου κατ` αυτόν τον τρόπο, συνενωθησομένων των εδαφικών τμημάτων που αντιστοιχούν στη δική της μερίδα και στη μερίδα του πρώτου εναγομένου, να αποκτήσουν με τον τελευταίο μία κοινή κατοικία πλησίον των κατοικιών που θα ανήγειραν άλλα μέλη της οικογενείας της. Συγκεκριμένα, αυτή εξόφλησε το εν λόγω τίμημα δια της καταβολής στον δεύτερο εναγόμενο: α) ποσού 14.511,80 € στις 20.12.2005 (βλ. το με την ίδια ημεροχρονολογία γραμμάτιο εισπράξεως της Ε. Τραπέζης), β) 15.000 € στις 20.12.2005 (βλ. το με την ίδια ημεροχρονολογία γραμμάτιο εισπράξεως της Τραπέζης Π.), γ) ποσού 3.000 € σε καθεμία των κάτωθι ημερομηνιών: ί) 03.02.2006, ίί) 03.03.2006, ίίί) 31.03.2006, ίν) 08.05.2006, ν) 06.06.2006, νί) 11.07.2006, νίί) 14.08.2006 (βλ. τα οικεία, με τις ως άνω ημεροχρονολογίες γραμμάτια εισπράξεως της Τραπέζης Π.). Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δικαστήριο τούτο κατόπιν συνεκτιμήσεως των εξής περιστάσεων: α) ότι τα συναφή γραμμάτια εισπράξεως των ανωτέρω υπό στοιχείο (γ) καταβολών -συνολικού ύψους 21.000 € - αναφέρουν ως λογαριασμό χρέωσης τραπεζικό λογαριασμό που ανήκει στην ενάγουσα, και δη τον με αριθμό ............... λογαριασμό αυτής στην Τράπεζα Π., β) ότι ναι μεν τα γραμμάτια εισπράξεως για τις ανωτέρω υπό στοιχεία (α) και (β) καταβολές - συνολικού ύψους 29.511,80 € -, που διενεργήθησαν με μετρητά, φέρουν την υπογραφή «K.» (με λατινικά στοιχεία), πλην όμως αυτά τα προσκομίζει στο Δικαστήριο η ενάγουσα, ενώ εξάλλου ο ίδιος ο μάρτυς του πρώτου εναγομένου κατέθεσε στο ακροατήριο αυτού ότι καμία καταβολή δεν διενεργήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, αλλά όλες οι καταβολές έγιναν από την ενάγουσα (ασχέτως του αν ο ίδιος μάρτυς ισχυρίζεται ότι τα χρήματα για όλες τις καταβολές προέρχονταν από τον πρώτο εναγόμενο), με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι και στις δύο αυτές καταβολές προέβη η ενάγουσα, υπογράφοντας με το επώνυμο του μνηστού της, γ) ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι τα χρηματικά ποσά για εκάστη των ως άνω καταβολών τα έδωσε στην διενεργήσασα αυτές ενάγουσα ο πρώτος εναγόμενος, δεδομένου άλλωστε ότι από την αναλυτική κίνηση του με αριθμό ............. λογαριασμού που ο εναγόμενος αυτός τηρούσε στην Τράπεζα Κ. δεν προκύπτουν είτε αναλήψεις ποσών (σε μετρητά) είτε εμβάσματα ποσών στον προαναφερθέντα λογαριασμό της ενάγουσας, οι οποίες να λαμβάνουν χώρα κατά τρόπο συστηματικό σε ημερομηνίες κείμενες σε διάστημα λίγο πριν από τις καταβολές αυτές - ιδίως δε τις δύο καταβολές υπό στοιχεία (α) και (β) που αφορούσαν σε συγκριτικώς μεγάλα ποσά -, να αντιστοιχούν αριθμητικώς στα εκάστοτε καταβληθέντα ως άνω ποσά και να υπερβαίνουν τα χρηματικά ποσά των οποίων κατά μέσο όρο γινόταν μηνιαίως ανάληψη από τον εν λόγω λογαριασμό, δ) ότι, όπως προκύπτει από το αναλυτικό καθολικό λογαριασμών του μηνός Δεκεμβρίου 2005 του με αριθμό ................. λογαριασμού που ο επ` αδελφή γαμπρός της ενάγουσας Α. Ι. τηρούσε στην .............., ποσό 28.000 € αναλήφθηκε από το λογαριασμό αυτό στις 20.12.2005, ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκαν οι ανωτέρω υπό στοιχεία (α) και (β) καταβολές, κάτι το οποίο επιρρωνύει τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι μέρος του ποσού που καταβλήθηκε για την αγορά της επίδικης μερίδας προήλθε από την αδελφή της Δ., ε) ότι η ενάγουσα διέθετε η ιδία ποσό 20.000 € περίπου ως προϊόν προικοδότησής της από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, ως θυγατέρα συνταξιούχου αστυνομικού υπαλλήλου, ισχυρισμό τον οποίο δεν αμφισβήτησε ειδικώς ο πρώτος εναγόμενος, ενώ εξάλλου αυτή μπορούσε να διαθέτει και κάποιες αποταμιεύσεις, καθώς εργαζόταν, έστω και με χαμηλό μισθό, ως ιδιωτική υπάλληλος σχεδόν ανελλιπώς (πλην της περιόδου 10oυ/2005- 12oυ/2005) καθ` όλη την περίοδο των ετών Ιανουαρίου 2001-lουλίου 2006 (βλ. τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα: 1) δελτίο ασφαλιστικής της ταυτότητας και εισφορών περιόδου 01.12.1999 έως 31.12.2001 και πίνακα και 2) αποσπάσματα των τριμηνιαίων ατομικών λογαριασμών ασφάλισης της ιδίας των ετών 2002-2006), και συνεπώς διέθετε πόρους για να αποπληρώσει το εν λόγω τίμημα και στ) ότι το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την εξόφληση του τιμήματος για την αγορά της συνεταιριστικής μερίδας που αγοράστηκε στο όνομα της ενάγουσας τον Οκτώβριο του 2005 το διέθεσε ο πατέρας της και μάρτυρας αποδείξεως στην προκείμενη δίκη, όπως ο ίδιος κατέθεσε στην ένορκη μαρτυρική του κατάθεση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, για το περιεχόμενο της οποίας ως προς το σημείο αυτό δεν έχει δημιουργηθεί αμφισβήτηση από κάποιο εκ των λοιπών προσκομιζομένων αποδεικτικών μέσων.
Στη συνέχεια δε, η ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Ιαλυσό Ρόδου στις 02.12.2006, αλλά η έγγαμη συμβίωσή τους διεκόπη οριστικά μετά από τρίμηνο και τελικά ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της με αριθμό 260/2009 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που κατέστη αμετάκλητη στις 23.09.2009 (βλ. τη με αριθμό 93/23.09.2009 έκθεση παραίτησης από ένδικα μέσα της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Ρόδου). Λυθέντος δε του γάμου αυτού, έληξε και η αιτία για την οποία η ενάγουσα προέβη άνευ ανταλλάγματος στην καταβολή του ως άνω συνολικού ποσού των 50.511,80 €, εις εξόφληση υποχρέωσης που βάρυνε τον πρώτο εναγόμενο έναντι του δευτέρου εναγομένου. Ο πρώτος, εξάλλου, εναγόμενος διατήρησε και μετά τη λύση του γάμου του με την ενάγουσα την ωφέλεια που αποκόμισε εξαιτίας του ότι αυτή εξόφλησε άνευ ανταλλάγματος το τίμημα για τη μεταβίβαση σε αυτόν μίας συνεταιριστικής μερίδας του δεύτερου εναγομένου, υφιστάμενη έτσι περιουσιακή ζημία ίση με την αξία του καταβληθέντος από αυτήν τιμήματος. Ενόψει, επομένως, των προπαρατεθέντων, πρέπει η επικουρική βάση της αγωγής να γίνει δεκτή κατά το επικουρικό αίτημά της και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 50.511,80 €, κατά το οποίο έχει πλουτίσει άνευ νομίμου αιτίας από την περιουσία της, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Περαιτέρω, συντρέχει νόμιμος λόγος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως του άρθρου 908 § 1 εδ. α` ΚΠολΔ, σε ό,τι αφορά στην κατά τα ανωτέρω επιβλητέα υποχρέωση του πρώτου εναγομένου για ποσό ύψους είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00 €), δεδομένου ότι κρίνεται πως συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και, ειδικότερα, πως η καθυστέρηση στην εκτέλεση για το ως άνω ποσό θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα μετά την παρέλευση οκτώ (8) περίπου ετών από την καταβολή του. Τέλος, η ενάγουσα πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει, λόγω της ήττας της στην προκείμενη δίκη (άρθρο 176 εδ. α` ΚΠολΔ) μετά την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής, τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου εναγομένου, ενώ εξάλλου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου πρέπει, εν όψει της εν μέρει νίκης και ήττας τους, να κατανεμηθούν μεταξύ τους και συγκεκριμένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας να επιβληθεί, αναλόγως της έκτασης της νίκης της, εις βάρος του πρώτου εναγομένου (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια βάση της αγωγής και ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την ενάγουσα να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγομένου, τα οποία προσδιορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων Ευρώ (2.700,00 €). ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την επικουρική βάση της αγωγής. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πενήντα χιλιάδων πεντακοσίων ένδεκα Ευρώ και ογδόντα λεπτών (50.511,80 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της αγωγής. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των είκοσι χιλιάδων Ευρώ (20.000,00 €). ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο προσδιορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων Ευρώ (2.000,00 €).