Δωρεά εν ζωή. Αβάσιμη αγωγή συζύγου ο οποίος δώρισε εξ αδιαιρέτου ποσοστό σε ακίνητο στη σύζυγο ζητώντας ανάκληση της δωρεάς, διότι δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα της αχαριστίας και του βαρέως παραπτώματος (Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, αριθμός απόφασης 24/2013)
[...] Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέφει το δωρητή. Ως αχαριστία κατά την έννοια της άνω διατάξεως δικαιολογούσα την ανάκληση της δωρεάς, νοείται η έλλειψη στο δωρεοδόχο συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή, που εκδηλώνεται με βαριά υπαίτια και δυνάμενη να καταλογισθεί αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου προς τον δωρητή ή τον σύζυγο η στενό συγγενή του, αντιβαίνουσα σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Το αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή ο οποίος, για τη μόρφωση της κρίσεως του, εκτιμά την εν λόγω συμπεριφορά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητος του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή του στενού συγγενούς του αποφαίνεται αν η υπ` αυτού γενόμενη δεκτή ως εμπίπτουσα, κατά αντικειμενική κρίση, στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά και στην κρινόμενη από αυτόν συγκεκριμένη υπόθεση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία (ΑΠ 1025/1998 ΕλλΔ 39.1565, ΑΠ 879/1996 ΕλλΔνη 1998.1566).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 512 ΑΚ δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας δεν μπορούν να ανακληθούν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον είναι εκείνες που αντικειμενικά, κατά τις κρατούσες αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, ασχέτως προς τα ελατήρια τα οποία τον ώθησαν, δωρεά δε από λόγους ευπρέπειας είναι εκείνη που ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνήθειες ή απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνεται από κοινωνική υποχρέωση. Η φύση της δωρεάς δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνουν σ` αυτή οι συμβαλλόμενοι, αλλά ο χαρακτηρισμός της είναι έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για το χαρακτήρα της συμβάσεως τόσο από το περιεχόμενο των συμφωνηθέντων, το οποίο καθορίζει τους νομικούς κανόνες που προσιδιάζουν στην περίπτωση και πρέπει να εφαρμοστούν, όσο και από στοιχεία που βρίσκονται έξω από το περιεχόμενο της συμβάσεως και επηρεάζουν τους παραπάνω κανόνες [ΑΠ 1399/2010 δημ. areiospagos.gr, ΕφΠατρ 916/2008 δημ ΝΟΜΟΣ]. Κατά δε το άρθρο 511 του ίδιου κώδικα προκαταβολική παραίτηση από το δικαίωμα της ανάκλησης δεν ισχύει. Η φύση της δωρεάς δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνουν σ` αυτή οι συμβαλλόμενοι, αλλά ο χαρακτηρισμός της είναι έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για το χαρακτήρα της συμβάσεως τόσο από το περιεχόμενο των συμφωνηθέντων, το οποίο καθορίζει τους νομικούς κανόνες που προσιδιάζουν στην περίπτωση και πρέπει να εφαρμοστούν, όσο και από στοιχεία που βρίσκονται έξω από το περιεχόμενο της συμβάσεως και επηρεάζουν τους παραπάνω κανόνες (βλ. και ΑΠ 968/2001 ΕλλΔνη 2003.145, ΑΠ 530/1991 ΕλλΔνη 1992.84, ΕφΑθ 3386/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 916/2008 ό.π., ΕφΠατρ 534/2002 ΑχΝομολ 2003.60). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του υπ` αριθμ. ...../04-08-1999 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου (…) το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή στην εναγομένη [ήδη εν διαστάσει σύζυγο του], κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός τμήματος αγρού και ήδη οικοπέδου, έκτασης 4.075 τ.μ., που φέρει κτηματολογικά στοιχεία (…) του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσης ντεμανιάλε και ήδη ελεύθερης κυριότητας. Οτι η εναγομένη με πιεστικό τρόπο επέβαλε στον ενάγοντα να της δωρήσει το ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου αυτού. Οτι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων διαρρήχθησαν και η ενάγουσα απέπεμψε τον ενάγοντα από τη συζυγική στέγη και ότι με την υπαίτια και μεμπτή αυτή συμπεριφορά της φέρθηκε αχάριστα απέναντι στον ενάγοντα.
Για τους λόγους αυτούς ζητά, να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της ανάκλησης της δωρεάς η οποία έλαβε χώρα με την επίδοση την 14-9-2009 της από 10-9-2009 εξώδικης- δήλωσής του προς την εναγομένη, δωρεάς που αφορούσε το ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο, να υποχρεωθεί η εναγομένη: α) να αποδώσει στον ενάγοντα την κυριότητα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω περιγραφέντος ακινήτου, β) να αποδώσει στον ενάγοντα την νομή και κατοχή κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω περιγραφέντος ακινήτου και, τέλος, να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το οποίο είναι τοπικά και υλικά αρμόδιο για να τη δικάσει κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 505, 511, 512 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την ένορκη εξέταση των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, από την εκτίμηση όλων των ιδιωτικών και δημοσίων εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία, αναλόγως με τη φύση τους, εκτιμώνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθρ. 336 παρ. 3, 395 ΚΠολΔ βλ. σχετ. ΑΠ 154/1992 Δνη 33.814, ΑΠ 179/1991 ΝοΒ 40.1019), αποδεικνύονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 11-02-1995 οι διάδικοι τέλεσαν γάμο κατά τον θρησκευτικό τύπο στη Ρόδο. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, και σε κάθε περίπτωση κατά το τελευταίο διάστημα πριν από τη διάσταση τους [για την οποία λόγος θα γίνει κατωτέρω], οι διάδικοι έμεναν στην κοινή οικογενειακή τους στέγη που βρίσκεται επί της οδού Α. αρ. ... στην πόλη της Ρόδου. Δυνάμει δε του υπ` αριθμ. ....../04-08-1999 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου (…) το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, ο ενάγων μεταβίβασε λόγω δωρεάς εν ζωή στην εναγομένη [ήδη εν διαστάσει σύζυγο του], κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός τμήματος αγρού και ήδη οικοπέδου, έκτασης 4.075 τ.μ., που φέρει κτηματολογικά στοιχεία (…) του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσης ντεμανιάλε και ήδη ελεύθερης κυριότητας. Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητα του ενάγοντα με αγορά, δυνάμει του υπ` αριθμ. ....../28-07-1988 συμβολαίου δωρεάς του συμβολαιογράφου Ρόδου (…), το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου. Συγκεκριμένα στο ως άνω υπ` αριθμ. ...../04-08-1999 συμβόλαιο αναφέρεται ότι «ο πρώτος από τους συμβαλλομένους Γ. Κ., δήλωσε ότι από αγορά, δυνάμει του υπ` αριθμό ....../28-7-1998 συμβολαίου δωρεάς του Συμβολαιογράφου Ρόδου (…), που νόμιμα έχει μεταγραφεί στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, έχει στην πλήρη και αποκλειστική του κυριότητα νομή και κατοχή, ένα τμήμα αγρού και ήδη οικόπεδο, εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών τεσσάρων χιλιάδων εβδομήντα (4,075), με οποιαδήποτε νέα κτηματολογικά στοιχεία και αν φέρεται σήμερα, εμφαίνεται με τα στοιχεία γωνιών άλφα-βήτα-γάμμα-δέλτα-έψιλον-ζήτα-άλφα (α-β-γ-δ-ε-ζ-α) στο από Ιουνίου 1998 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Πτυχιούχου τοπογράφου Μηχανικού (…), το οποίο επισυνάπτεται στο υπ` αριθμό ....../1998 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ρόδου (…), στο οποίο υπάρχει βεβαίωση του συντάξαντος τούτο Πολιτικού Μηχανικού, σύμφωνα με τον Ν. 651/1977, στην οποία βεβαιώνει ότι "το τμήμα (α.β,γ,δ,ε,ζ,α) με εμβαδόν 4.075 τ.μ. κείται εκτός σχεδίου και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και δεν εμπίπτει στον Ν. 1337/83 περί εισφοράς γης και χρημάτων" και το οποίο συνορεύει (…). Το τμήμα αυτό αποσπάσθηκε από ναν αγρό συνολικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών τριάντα επτά χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα (37.690), που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της Κοινότητας Κοσκινού Ρόδου, που φέρεται με τα κτηματολογικά στοιχεία: (…), νομικής φύσεως "ντεμανιάλε" που συνορεύει (…) και όπως το ακίνητο αυτό (εκτάσεως 37.690 τ.μ.) εμφαίνεται στο από Ρόδος Ιούνιος 1998 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού (…), το οποίο επισυνάπτεται στο υπ` αριθμό ...../30-6-1998 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ρόδου (…). Στη συνέχεια ο παραπάνω πρώτος συμβαλλόμενος, δωρητής, Γ. Κ., το ένα δεύτερο (1/2) ποσοστό εξ αδιαιρέτου του παραπάνω λεπτομερώς περιγραφόμενου τμήματος οικοπέδου του δωρίζει σήμερα, με το παρόν συμβόλαιο, με δωρεά "εν ζωή" ισχυρή και αμετάκλητη, παραχωρεί, μεταβιβάζει και παραδίνει κατά κυριότητα, νομή και κατοχή προς την δεύτερη συμβαλλόμενη, δωρεοδόχο, Β. Χ., με τα παρακολουθήματα του».
Στο προαναφερόμενο συμβόλαιο δωρεάς σημειώνεται επίσης ότι ο ενάγων [ως δωρητής], «παραιτείται από κάθε δικαίωμα του να ανακαλέσει τη δωρεά αυτή για κάθε λόγο και αιτία, γιατί αναγνωρίζει πως γίνεται από ιδιαίτερο καθήκον και από ευπρέπεια». Αποδείχθηκε επίσης ότι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009, οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων διαρρήχθησαν και ο ενάγων απομακρύνθηκε από τη συζυγική στέγη και ειδικότερα ότι ο ενάγων είχε ζητήσει από τη σύζυγο του να είναι χώρια [βλ. κατάθεση μάρτυρα ενάγοντος που περιέχεται στα ταυτάριθμα της παρούσης πρακτικά]. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το μήνα Απρίλιο 2005, οι διάδικοι άρχισαν να εκμεταλλεύονται μία επιχείρηση [κατάστημα λιανικής πώλησης ενδυμάτων], η οποία εφέρετο τυπικά να είναι στο όνομα της εναγομένης, και ότι την 18- 09-2007 υπογράφηκε σύμβαση δανείου μεταξύ της εναγομένης ως οφειλέτριας, του ενάγοντα ως εγγυητή και της τράπεζας με την επωνυμία «Ε. ΤΡΑΠΕΖΑ» ως δανείστριας, με την οποία η τελευταία χορήγησε στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν ογδόντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευ ρω [187.500 €]. Το δάνειο, κατά τα φαινόμενα, ελήφθη για την κάλυψη των αναγκών της εν λόγω εμπορικής επιχείρησης [κάλυψη λειτουργικών εξόδων και αγορά εμπορεύματος] πλην όμως το ποσό του δανείου αναλώθηκε εν μέρει σε ολική εξόφληση προηγουμένων δανείων συνολικού ποσού εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ [75.000 €] που είχε λάβει ο ενάγων, και εν μέρει δαπανήθηκε για την κάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων της εμπορικής επιχείρησης. Περαιτέρω δε, οι δόσεις ύψους ποσού χιλίων τριακοσίων ευρώ [1.300 €] για την αποπληρωμή του δανείου καταβλήθηκαν τουλάχιστον κατά τα δύο πρώτα έτη από την εναγομένη (βλ. προσκομιζόμενα με επίκληση αντίγραφα γραμματίου είσπραξης της Ε. Τράπεζας τα οποία φέρουν την υπογραφή της εναγομένης). Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά χρόνο πριν από τη διάσπαση της σχέσης τους [βλ. κατάθεση μάρτυρα της εναγομένης] ο ενάγων είχε ήδη ασκήσει πίεση στην εναγομένη να προβεί η τελευταία σε οικειοθελή ανάκληση της επίδικης δωρεάς καθ ως και ότι πριν από την διάρρηξη της συζυγικής σχέσης και δη το έτος 2003 η εναγομένη κατέβαλε για λογαριασμό του ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών [5.121,86 €] για την πληρωμή του ΦΜΑ [βλ. προσκομιζόμενα με επίκληση α.- αποδείξεις της εταιρίας με την επωνυμία «Ρ. ΑΕΒΕ» και β.- διπλότυπα είσπραξης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ Ρόδου]. Ο ενάγων σε δίκη που ανοίχθηκε με αίτηση του απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων προέβαλε ότι η εναγομένη τον εξεδίωξε από την κοινή συζυγική στέγη, πλην όμως όπως από την πειστική κατά τούτο κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης στο ακροατήριο αποδεικνύεται αυτό δεν ήταν αληθές αλλά αντιθέτως ο ενάγων εγκατέλειψε την κοινή συζυγική τους στέγη διότι είχε ήδη συνάψει εξωσυζυγική στέγη. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη με πιεστικό τρόπο υποχρέωσε τον ενάγοντα να προβεί στη δωρεά, την ανάκληση της οποίας ο τελευταίος διώκει με την αγωγή του. Επιπρόσθετα, είναι αβάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίο η εναγομένη τον εξεδίωξε από τη συζυγική οικία λίγο καιρό μετά την κατάρτιση της δωρεάς (πέραν του ότι, όπως έγινε δεκτό παραπάνω, ο ενάγων δεν εκδιώχθηκε από την εναγομένη), καθώς η δωρεά έλαβε χώρα το έτος 1999 και η αποχώρηση του ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη έλαβε χώρα δέκα (10) έτη αργότερα, ήτοι το έτος 2009. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη -δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστη, κατά την έννοια της διατάξεως του 505 ΑΚ, απέναντι στον ενάγοντα - δωρητή, συνεπώς δεν πληρείται το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια αποκλείεται γενικώς η εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ. Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η υπό κρίση αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο ενάγων λόγω της ήττας του στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, όπως ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσης ορίζεται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Απορρίπτει την αγωγή. Επιβάλει σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης τα οποία ορίζει στο ποσό των 500 ευρώ.