Aυτοκινητικό ατύχημα (τροχαίο ατύχημα) που προκάλεσε σοβαρές κρανιοεγκαφαλικές κακώσεις στον παθόντα, ημιπληγία, σωματική και διανοητική ατέλεια - Αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης που επιδρά στο μέλλον [Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 416/2012]
Περίληψη: Αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης που επιδρά στο μέλλον κατ΄ αρ. 931 ΑΚ. Έννοια αναπηρίας, παραμόρφωσης, μέλλοντος. Διαφορά της αξίωσης αυτής από εκείνη του αρ. 929 ΑΚ. Περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος που προκάλεσε σοβαρές κρανιοεγκαφαλικές κακώσεις στον παθόντα, ημιπληγία, σωματική και διανοητική ατέλεια. Κρίση ότι δικαιούται την αποζημίωση του αρ. 931 ΑΚ. Λόγοι. Χρηματική ικανοποίηση κατ΄ αρ. 932 ΑΚ. Δεν κληρονομείται, πλην όμως, εάν είχε ζητηθεί από τον παθόντα δικαστικώς πριν το θάνατό του, τότε έχουν δικαίωμα οι κληρονόμοι του να την αναζητήσουν συνεχίζοντας τη σχετική δίκη και παράλληλα μπορούν να ασκήσουν και δική τους αγωγή για την καταβολή σ΄ αυτούς χρηματικής ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 3852/2010 απόφασης ΕφΑθηνών).
[...] Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης νομίμως φέρεται προς συζήτηση, μετά τη διακοπή της δίκης την επελθούσα λόγω θανάτου της αρχικώς τετάρτης εκ των αναιρεσιβλήτων (Ζ. Σ.) και τη νόμιμη επανάληψη αυτής, κατά τα άρθ. 286 εδ.α`, 287, 290, 291 ΚΠολΔ, μεταξύ του αναιρεσείοντος και των νυν αναιρεσιβλήτων Α. Μ. και Δ. Μ., υιού και συζύγου αντίστοιχα της ως άνω αποβιωσάσης, την 23.4.2010, οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς αναιρεσείουσας, χωρίς να προβάλλεται αντίρρηση. Κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔικ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσκομιζόμενη υπ` αριθμ. 1902/ 2.3.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας (αρχική) δικάσιμο (13.1.2012) επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντα στην πέμπτη εκ των αναιρεσιβλήτων (Μ. Γ.). Επομένως, εφ` όσον αυτή δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ. Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του". Ως "αναπηρία" θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως "παραμόρφωση", νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίους κατά τις απόψεις ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως "μέλλον" νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση εφ` όσον η τελευταία εννοιολογικός συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουν περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική- οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται, επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό- οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ` αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία και του βαθμού υπαιτιότητας του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ` ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (βλ. και ΑΠ 1087/2010, ΑΠ 1432/2009, ΑΠ 765/2007, 670/2006). Περαιτέρω, από το αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ και κατά παραδεκτή, κατ`αρθ.562 παρ.4 ΚΠολΔ, συμπλήρωση από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη και από το αρθ.559 αριθμ.19 ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 931 ΑΚ, εκ του ότι έκρινε, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, ως νόμιμο και κατ`ουσία βάσιμο το από το αρθ.931 ΑΚ αγωγικό αίτημα του εκ του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος τραυματισθέντα-ενάγοντα, δεχόμενο ότι αυτός, εξ αιτίας της αναφερομένης στην απόφαση αναπηρίας του "μειονεκτεί έναντι των υγιών ανθρώπων, όσον αφορά την μελλοντική και κατά τρόπο φυσιολογικό επιβίωσή του", χωρίς, όμως, να δεχθεί, όπως, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα, είναι απαραίτητο και ότι η αναπηρία του αυτή επιδρά στο οικονομικό του μέλλον.
Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής, ως προς το κρίσιμο, για την έκβαση του λόγου αυτού ζήτημα: "Ο ηλικίας 58 ετών Β. Σ. μετά το δυστύχημα διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής "Κ.Α.Τ.", όπου διαγνώσθηκε ότι είχε πάθει οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά μέτωπο-βρεγματο-κροταφικά, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε άμεση κρανιοτομία και αφαίρεση του αιματώματος. Παρέμεινε διασωληνωμένος στην ανάνηψη του χειρουργείου και στις 24-10-2004 διακομίστηκε στη ΜΕΘ (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας) της Κλινικής "............", στη συνέχεια μεταφέρθηκε και πάλι στο "ΚΑΤ", όπου παρέμεινε στη ΜΕΘ, έως τις 31.1.05 οπότε και εξήλθε ευρισκόμενος σε βαρειά κλινική κατάσταση, πάσχοντας από αριστερή ημιπληγία και έχοντας στοιχειώδη επικοινωνία με το περιβάλλον. Στις 11-3-2005 μεταφέρθηκε εκ νέου στο "ΚΑΤ" λόγω υγρώματος αριστερά βρεγματοϊνιακά, χειρουργήθηκε επειγόντως (κρανιοανάτρηση-παροχέτευση υγρώματος) και διακομίσθηκε στη ΜΕΘ του εν λόγω Νοσοκομείου. Στις 23-03-2005 διακομίστηκε στη νευροχειρουργική κλινική του ιδίου Νοσοκομείου και στις 13-04-2005, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και ειδικότερα σε κρανιοπλαστική, προς αποκατάσταση του οστικού ελλείμματος αριστερά. Εξήλθε από το "ΚΑΤ" στις 7.6.05, ευρισκόμενος σε βαρειά κλινική κατάσταση, πάσχοντας από άγρυπνο κώμα, δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, είχε αμφοτερόπλευρη πυραμιδική συνδρομή, δεν περπατούσε. Έκτοτε και έως τις 7.2.06, παρέμεινε νοσηλευόμενος στην οικία του, όντας καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, μη δυνάμενος να ομιλήσει, έφερε μόνιμη τραχειοστομία και σιτιζόταν με μόνιμο ρινογαστρικο καθετήρα. Στις 7.2.06 ο Β. Σ., σε ηλικία 60 ετών απεβίωσε λόγω ανακοπής καρδίας σε έδαφος άγρυπνου κώματος, αιτιακώς προκληθέν από τον βαρύ κρανιοεγκεφαλικό του τραυματισμό κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα και την εξ αυτού σοβαρότατη εγκεφαλική του βλάβη. Συνεπεία του τραυματισμού του και της εξ αυτού βλάβης της υγείας του, ο Β. Σ., ο οποίος κατά τον επόμενο του δυστυχήματος χρόνο και μέχρι την ημέρα του θανάτου του, πάσχοντας από ημιπληγία, παρουσίαζε την προαναφερόμενη σωματική και διανοητική ατέλεια, δηλαδή τη συγκεκριμένη και ανωτέρω περιγραφόμενη έλλειψη της νοητικής και σωματικής του ακεραιότητας που ήταν μόνιμη και διαρκής. Με περαιτέρω αποτέλεσμα σοβαρώς να μειονεκτεί, έναντι των υγιών ανθρώπων, όσον αφορά τη μελλοντική και κατά τρόπο φυσιολογικό επιβίωσή του, χωρίς να μπορεί η ζημία του αυτή να καλυφθεί εντελώς από τις επιδικαζόμενες με βάση τις ΑΚ 297, 298, 299, 929, 932 αποζημιωτικές χρηματικές παροχές. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την επιδίκαση στον Β. Σ. εύλογης κατ` άρθρο 931 ΑΚ αποζημιώσεως, η οποία πρέπει να προσδιορισθεί στο εύλογο ποσό των 35.000 €, κατόπιν εκτιμήσεως του είδους και του βαθμού της εξειδικευόμενης ανωτέρω αναπηρίας του, της ηλικίας του και της συνυπαιτιότητας του στην επέλευση της βλάβης της υγείας του". Υπό τις ως άνω εφαρμογές και υπό την ως άνω κρίση του, το Εφετείο δεν παρεβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, αφού, υπό την διαλαμβανόμενη στην απόφασή του παραδοχή, ότι ο ηλικίας, κατά το ατύχημα, 58 ετών τραυματισθείς ενάγων, εξ αιτίας της περιγραφόμενης στην απόφαση, μόνιμης και διαρκούς, μέχρι του επελθόντος θανάτου αυτού, αναπηρίας του, μειονεκτεί, ως προς την, κατά τρόπο φυσιολογικό επιβίωσή του, είναι σαφές ότι εννοεί την δυσμενή επίδραση της αναπηρίας του στο μέλλον αυτού, κοινωνικό και οικονομικό. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΙΙ. Το αρθ. 932 ΑΚ, στα δύο πρώτα εδάφια αυτού, ορίζει ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ιδίως για τον υποστάντα προσβολή της υγείας του ή της τιμής ή της αγνείας του ή τον στερηθέντα της ελευθερίας του, στο δε τελευταίο εδάφιο αυτού, ότι, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Περαιτέρω, το αρθ. 933 ΑΚ ορίζει ότι η αξίωση του προηγουμένου άρθρου δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός εάν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι` αυτήν αγωγή. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι, εάν ένα πρόσωπο τραυματισθεί από αδικοπραξία και ενόσω ζούσε, επιδιώκει με αγωγή, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, λόγω του τραυματισμού του και στη συνέχεια, εξ αιτίας του, εκ της ίδιας αδικοπραξίας, τραυματισμού του, επέλθει ο θάνατος αυτού, τότε τα μέλη της οικογένειάς του δικαιούνται να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, για ψυχική οδύνη, λόγω του επελθόντος θανάτου αυτού και παράλληλα να συνεχίσουν τη δίκη, την ανοιγείσα από τον μεταγενεστέρως θανόντα ως κληρονόμοι αυτού, όσοι εξ αυτών έχουν και κληρονομικό δικαίωμα, για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο θανών, ενόσω ζούσε, είχε ζητήσει, λόγω του τραυματισμού του. Και τούτο διότι, η από το αρθ. 932 εδ.γ αξίωση των μελών της οικογενείας του θανόντα ανακύπτει εξ ιδίου δικαίου και γεννάται στο πρόσωπό τους κατά τρόπο πρώτο και ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως κληρονόμων αυτού, έχει δε ως σκοπό την ανακούφιση αυτών εκ του ψυχικού άλγους, του προκληθέντος από τον θάνατο του παθόντα. Είναι διαφορετική η αξίωση αυτή, από την αξίωση του τραυματισθέντα και ασκήσαντα την αγωγή, κατά το άρθρο 932 εδ.α και β, η οποία (αξίωση) κληρονομείται, κατά το αρθ.933 ΑΚ., αφού αυτή αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της κληρονομικής περιουσίας, η οποία, μετά τον θάνατο του παθόντα, περιέρχεται σε όσους εξ αυτών είναι κληρονόμοι του. (Ολ. ΑΠ 519/1977, ΝοΒ 26, 182). Επομένως, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ότι οι συνεχίζοντες τη δίκη, την ανοιγείσα με την από 16-12-2005 αγωγή του, από τον τραυματισθέντα εκ του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος Β.Σ., του οποίου μεταγενέστεροι (την 7-2-2006) και εξ αιτίας του τραυματισμού του αυτού, επήλθε ο θάνατός του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού (σύζυγος και τέκνα) δικαιούνται την περιεχομένη στην ως άνω αγωγή αξίωση του αρχικώς ενάγοντα-παθόντα, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης εκ του τραυματισμού του και επίσης, δικαιούνται και την αξίωση, την οποία επιδιώκουν να επιδικασθεί σ` αυτούς, με την ασκηθείσα από αυτούς, από 3-4-2006 αγωγή τους, ως μέλη της οικογένειας του θανόντα, χρηματική ικανοποίηση, για την ψυχική οδύνη, την οποία υπέστησαν, εξ του μεταγενεστέρως επελθόντος, ως συνέπεια του εκ του ιδίου τροχαίου ατυχήματος τραυματισμού του, θανάτου αυτού, δεν παρεβίασε τις διατάξεις των άρθρων 932 και 933 ΑΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν υπέπεσε στην από το αρθ. 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Ο από το άρθ. 559 αριθμ. 19 λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρμογή της εφαρμοσθείσας διάταξης, ή της μη συνδρομής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρμογή της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων (ανάλυση - στάθμιση - αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται η από το αρθ.559 αριθμ.19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, εκ του ότι η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά την από 3-4-2006 αγωγή των μελών της οικογένειας του θανόντα και ειδικότερα ως προς την αξίωση της τετάρτης εκ των εναγόντων (αδελφής του θανόντα), για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, περιέχει αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες, διότι, ενώ αναφέρεται ότι το ποσό που πρέπει να επιδικασθεί σ` αυτήν είναι των 20.000 ευρώ, εν τούτοις, στη συνέχεια και σε άλλο σημείο των αιτιολογιών της απόφασης αναφέρεται ότι πρέπει να επιδικασθεί σ` αυτήν το ποσό των 30.000 ευρώ. Από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι πράγματι ενώ στο 13ο φύλλο, 2η σελ. της απόφασης αναφέρεται ότι το ποσό που πρέπει να επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, για την τέταρτη ενάγουσα (αδελφή του θανόντα) ανέρχεται στο ποσό των 20.000 € (αριθμητικά), στη συνέχεια (φύλλο 18ο, 1η σελ.) αναγράφεται, ως επιδικαστέο, για την ίδια αιτία, το ποσό των 30.000 € (αριθμητικά). Το τελευταίο αυτό αναγράφεται και ολογράφως, ως επιδικαζόμενο, στο διατακτικό της απόφασης. Εξ αυτού συνάγεται σαφώς ότι δεν πρόκειται περί αντιφάσεως των αιτιολογιών, αλλά ότι από προφανή παραδρομή, στο ως άνω σημείο της απόφασης, αναγράφεται το ποσό των 20.000 € αντί του ποσού των 30.000 €, το οποίο σαφώς έκρινε το Εφετείο, ως επιδικαστέο. Σημειωτέον, ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατόπιν αιτήσεως διορθώσεως, που ασκήθηκε από τους νυν αναιρεσιβλήτους, μετά την κατάθεση της υπό κρίση αναίρεσης και η οποία (αίτηση διορθώσεως) δεν επιφέρει έννομες συνέπειες για την άσκηση της αναίρεσης, διότι, άλλως, θα οδηγούσε σε ματαίωση του δικαιώματος άσκησης αναίρεσης από τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 1403/1985), διορθώθηκε, με την υπ` αριθμ. 4075/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς το αναγραφόμενο στην 26η σελίδα της προσβαλλομένης απόφασης ποσό των 20.000 € στο ορθό των 30.000 €. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίον αποδίδεται η από το άρθ. 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί το ηττηθέν αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 20.12.2010 αίτηση του Επικουρικού Κεφαλαίου, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 3852/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα