Κτηματολόγιο - Διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων ακινήτου βάσει άρθρου 19 παρ. 2 Ν. 2664/98 - Ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση και όχι απλώς διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων (Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, αριθμός απόφασης 599/2012)
Περίληψη: Κτηματολόγιο. Διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων ακινήτου βάσει άρθρου 19 παρ. 2 Ν. 2664/98. Κοινοποίηση απόφασης Προϊσταμένου στους θιγόμενους δικαιούχους όμορων ακινήτων. Δεκαπενθήμερη προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων. Συνέπειες μη κοινοποίησης. Προσφυγή θιγόμενου προ πάσης κοινοποιήσεως και ακύρωση απόφασης Προϊσταμένου. Ο Προϊστάμενος δεν καθίσταται διάδικος στην διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Ιδιοκτησιακή αμφισβήτηση και όχι απλώς διόρθωση γεωμετρικών στοιχείων. Επίδοση στη Γερμανία. Πλασματική και πραγματική επίδοση.
[...] Σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν. 2664/1998 «1. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, προβαίνει σε διόρθωση ληξιαρχικών στοιχείων που αναγράφονται στα κτηματολογικά βιβλία, όταν η διόρθωση αυτή συνιστά συμμόρφωση σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σύμφωνα με το άρθρο 782 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 2. Αν υπάρχουν σφάλματα που αφορούν σε γεωμετρικά στοιχεία των κτηματολογικών έγγραφων, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου προβαίνει σε διόρθωση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Η αίτηση αυτή καταχωρίζεται, με ποινή απαραδέκτου, στα κτηματολογικά φύλλα στη θέση που καταχωρίζεται και η, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή. Αν η αποδοχή της αίτησης μπορεί να επηρεάσει δικαιώματα όμορων δικαιούχων, κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου, στους όμορους δικαιούχους. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου ορίζει εύλογη προθεσμία, μέσα στην οποία οι όμοροι δικαιούχοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως. Η απόφαση του Προϊστάμενου του Κτηματολογικού Γραφείου κοινοποιείται και στους όμορους δικαιούχους. Ο αιτών ή όμορος δικαιούχος που βλάπτεται από την απόφαση δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικό Δικαστή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της σε αυτόν. Η προσφυγή στον Κτηματολογικό Δικαστή καταχωρίζεται, με ποινή απαραδέκτου, στα Κτηματολογικά φύλλα, στη θέση που καταχωρίζεται η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή και αναστέλλει τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον Κτηματολογικό Δικαστή. Η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων κατά της απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Δικαίωμα προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή έχει επίσης ο αιτών και σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφανθεί επί της αιτήσεως μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της ή από τη λήξη της εύλογης προθεσμίας που τυχόν ετάχθη για την υποβολή των απόψεων των όμορων δικαιούχων.
Η δεκαπενθήμερη προθεσμία προσφυγής στον Κτηματολογικό Δικαστή είναι στην περίπτωση αυτή δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη του κατά το προηγούμενο εδάφιο διμήνου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16. Κοινοποίηση της αίτησης στους όμορους ιδιοκτήτες, των οποίων τα δικαιώματα επηρεάζονται από την αποδοχή της, δεν απαιτείται, εφόσον αυτοί συγκατατίθενται εγγράφως, είτε συνυπογράφοντας την αίτηση είτε με σχετική δήλωση τους ενώπιον συμβολαιογράφου είτε με υπεύθυνη δήλωση τους, επί της οποίας βεβαιώνεται αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής τους. Στην περίπτωση ακινήτων με την ένδειξη "αγνώστου ιδιοκτήτη", η αίτηση κοινοποιείται στο Ελληνικό Δημόσιο, εκτός αν αυτό συγκατατίθεται σύμφωνα με τα ανωτέρω. Περαιτέρω, κατά της απόφασης του Κτηματολογικού δικαστή ως απόφασης που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά τα άρθρα 741 και 760επ. ΚΠολΔ και αν απορριφθεί τελεσιδίκως, ο ηττηθείς διάδικος μπορεί να ζητήσει πλέον τη διόρθωση της εγγραφής με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ακολουθώντας πλέον την αμφισβητούμενη διαδικασία για τη διόρθωση της κατά τα ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής. Τέλος, η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στην από τα άρθρα 741-781 του ΚΠολΔ ρυθμιζόμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για τη ρύθμιση που θα αποφασισθεί, οι οποίοι προσλαμβάνουν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αίτησης για εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τους στη διαδικασία κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ), γ) με την πρωτοβουλία του διαδίκου και αυτεπάγγελτα με προσεπίκληση από το δικαστήριο (άρθρο 753 του ΚΠολΔ), δ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 του ΚΠολΔ) και ε)με την άσκηση τριτανακοπής (άρθρο 773 του ΚΠολΔ), ενώ διάδικοι είναι και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι των παραπάνω αναφερόμενων προσώπων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 761, 748 παρ. 3, 753 παρ. 1 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο καθού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του (βλ. ΕφΑΘ4959/2010, ΕλλΔ/νη 2011,576), αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη (βλ. ΕφΘες 292/2009, ΑΡΜ 2010,382). Ούτε άλλωστε ο από το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου ορισμός κατά την κατάθεση της αίτησης απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίηση της στον καθού για να ασκήσει παρέμβαση ή να προστατεύσει κατ` άλλο, ενδεχομένως, τρόπο τα πιθανά συμφέροντα του, συνιστά ή μπορεί να αναπληρώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, κλήτευση, με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, εκείνου που έχει έννομο συμφέρον από τη δίκη, ώστε να προσδίδει στον καθού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (βλ. ΑΠ 1305/1994, ΕλλΔνη37,638, ΑΠ 646/1978, ΝοΒ24,50, ΕΑ. 2295/1998 ΕλλΔνη39,617 Εφ.Αθ. 1948/1994, ΝοΒ 43, 64).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση-προσφυγή του ο αιτών εκθέτει ότι είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή «MAPΠΟΥΝΤΑ» της δημοτικής ενότητας Αλοννήσου, εκτάσεως 4.200τμ κατά τον τίτλο κτήσης και 4.183τμ κατά νεότερη καταμέτρηση, το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του με αγορά δυνάμει του με αριθμό 12552/1974 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Βασιλείου Παλιούρη που μεταγράφηκε νομίμως. Οτι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής καταχωρήθηκε με KAEK με εμβαδόν 4.323τμ. Οτι με την από 81/2007 αίτηση του ο ..................... ζήτησε να διορθωθούν τα γεωμετρικά στοιχεία του ως άνω γεωτεμαχίου, ώστε τμήμα αυτού να συμπεριληφθεί στο ακίνητο του αιτούντος με KAEK που καταχωρήθηκε με εμβαδόν 968,61τμ αντί του πραγματικού 1.340τμ. Οτι η αίτηση αυτή παρά το νόμο έγινε δεκτή από την Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, διότι α) υποβλήθηκε από πρόσωπο που δεν νομιμοποιούνταν, καθώς κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συγκύριοι του ακινήτου με KAEK ήταν ο .......................... , κατά το 72 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, β) δεν έγινε πραγματική επίδοση αυτής (της αίτησης) στον προσφεύγοντα ως δικαιούχο όμορης ιδιοκτησίας που επηρεάζεται από την αιτούμενη διόρθωση και τέλος, γ) η εκδοθείσα από την Προϊσταμένη απόφαση δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον προσφεύγοντα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να ακυρωθεί η με αριθμό 15/2008 και με αριθμ.πρωτ. 165/31-7-2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο των ακινήτων με KAEK με αριθμό 165/31-7-2008, να απορριφθεί η με αριθμό πρωτ.81/2007 αίτηση διόρθωσης γεωμετρικών στοιχείων που υποβλήθηκε από τον ............... και να διαταχθεί η καταχώριση της απόφασης μετά την τελεσιδικία της στα κτηματολογικά φύλλα. Επίσης, ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων δηλαδή της αποτύπωσης στους κτηματολογικούς χάρτες των ως άνω γεωτεμαχίων με τις γεωμετρικές συντεταγμένες όπως ήταν πριν από την έκδοση και καταχώρηση της ως άνω απόφασης. Τέλος, ζητά να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική του δαπάνη. Η κρινόμενη προσφυγή στρέφεται κατά της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, η οποία έκανε δεκτή την υπ` αριθμ.81/15-3-2007 σχετική αίτηση του ............. , αντίγραφο δε αυτής (της προσφυγής) της επέδωσε ο προσφεύγων μαζί με κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο (βλ. την υπ` αριθμ.5967/28-3-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου Ευστάθιου Κωτσόβολου).
Ωστόσο, η τελευταία δεν κατέστη διάδικος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη προηγηθείσα νομική σκέψη, με μόνη την απευθυνση της προσφυγής σε βάρος της, αφού δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του δικαστηρίου, ούτε προσεπικλήθηκε ούτε άσκησε παρέμβαση, ούτε τέλος, χωρίς πάντως να ασκήσει παρέμβαση, παρέστη στη δίκη, ώστε να ερευνάται τυχόν ερημοδικία αυτής. Περαιτέρω, με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η ένδικη αίτηση-προσφυγή φέρεται προς συζήτηση στο αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπο δικαστήριο για να δικαστεί με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρ.29, 739, 740 και 19παρ.2 και 16παρ.5 του ν.2664/1998). Η προσφυγή έχει ασκηθεί παραδεκτά, διότι α)από τη μελέτη της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της απόφασης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου στον προσφεύγοντα όμορο δικαιούχο, ώστε να τρέχει η προθεσμία των δεκαπέντε ημερών και συνακόλουθα, αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως και β)εγγράφηκε εμπρόθεσμα στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου στα κτηματολογικά φύλλα των επίδικων γεωτεμαχίων με KAEK (βλ. το υπ` αριθμ. πρωτ. 35/29-3-2012 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου). Είναι δε νόμιμη ως προς το αίτημα της να ακυρωθεί η με αριθμό 15/2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, στηριζόμενη στα άρθρα 19 παρ.2 και 16 παρ.5 του ν.2664/1998, καθόσον η εναντίωση κατά της απόφαση του Προϊσταμένου χωρεί με επίκληση της ρήτρας ελέγχου νομιμότητας κατ` άρθρο 16 παρ.1 του ν.2664/1998 αναλογικά εφαρμοζομένου, και ως εκ τούτου, το δικαστήριο δε διατάσσει την αποδοχή ή την απόρριψη της αίτησης για διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, απορριπτόμενων των λοιπών αιτημάτων ως μη νόμιμων, διότι α) μόνο κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 791 ΚΠολΔ και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει είναι νόμιμο να διαταχθεί εκείνος που τηρεί δημόσια βιβλία, όπως η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, να καταχωρήσει την απόφαση επί της ένδικης προσφυγής σ` αυτά, στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ιδίως, η άρνηση της Προϊσταμένης να καταχωρήσει την απόφαση, αφού στο δικαστήριο υποβλήθηκαν τα ως άνω αιτήματα με την ίδια αίτηση-σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 16 παρ.5 του ν. 2664/1998 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 791 του ΚΠολΔ, που αφορούν ιδίως στη διαδικασία που τηρείται στην περίπτωση αυτή και β) η άσκηση της προσφυγής αναστέλλει τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον κτηματολογικό δικαστή, ενώ η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων κατά της οριστικής απόφασης αυτού δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, το αίτημα για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν την έκδοση και καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου δεν προσήκει στην κρινόμενη προσφυγή, αφού όσο εκκρεμεί η εκδίκαση της αναστέλλεται εκ του νόμου η διόρθωση, μετά την έκδοση όμως, της οριστικής απόφασης δεν προβλέπεται τέτοια αναστολή, η οποία μόνο κατά το άρθρο 763 ΚΠολΔ μπορεί να διαταχθεί, ενώ η επαναφορά των πραγμάτων θα αποτελούσε νόμιμο αίτημα κατ` άρθρο 914 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση, αλλιώς οι εγγραφές θα διορθωθούν αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση επί της προσφυγής.
Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει με επίκληση ο προσφεύγων και τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με αριθμό 12552/22-4-1974 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Βασιλείου Παλιούρη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου στον τόμο 131 και αριθμό 20, ο αιτών-προσφεύγων απέκτησε την κυριότητα ενός αγρού καλλιεργούμενου με δημητριακά, εκτάσεως 4.200τμ ή όσης και αν είναι, που βρίσκεται στη θέση «ΜΑΡΠΟΥΝΤΑ» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Αλοννήσου και συνορεύει γύρωθεν βόρεια με ελαιόκτημα ........... , ανατολικά με δασοτεμάχιο ...................... , νότια με δημόσιο παλαιό αγροτικό δρόμο και δυτικά με ιδιοκτησία ............ . Στην ίδια επίσης θέση ο .............................. απέκτησαν με παράγωγο τρόπο με το με αριθμό .. συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Σκοπέλου Βασιλείου Παλιούρη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου στον τόμο 76 και αριθμό 12, την συγκυριότητα, σε ποσοστό Vz εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, ενός αγρού 7 περίπου στρεμ. που συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία ..................... , βόρεια με ιδιοκτησία .... , δυτικά με ιδιοκτησία .... και νότια με θάλασσα. Ακολούθως, με το με αριθμό 5269/2008 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Σούλη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου, η ............. μεταβίβασε με γονική παροχή το ποσοστό της επί του ως άνω ακινήτου στους .......................... , κατά το ΛΑ στον καθέναν. Ο ...... απεβίωσε στις 7-6-2006 εν πλω κατά τη διακομιδή του με ΠΑΣ-169 στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βόλου, αφήνοντας την από 25-3- 1999 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με τα υπ` αριθμ. 6663/2006 πρακτικά της από 15-12-2006 δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τη διαθήκη αυτή εγκατέστησε κληρονόμους τον ........................ , οι οποίοι με τη με αριθμό 5270/2008 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Σούλη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σκοπέλου αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ` αυτούς κληρονομιά, στην οποία περιλαμβανόταν και το ποσοστό του 14 εξ αδιαιρέτου επί του πιο πάνω περιγραφομένου ακινήτου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής τα ως άνω ακίνητα καταχωρήθηκαν του μεν προσφεύγοντος με KAEK και εμβαδόν 4323τμ, των δε .............. με KAEK και εμβαδόν 969τμ. Με τη με αριθμ.πρωτ. 81/15-3-2007 αίτηση διόρθωσης σφαλμάτων που αφορούν γεωμετρικά στοιχεία προς το Κτηματολογικό Γραφείο Σκοπέλου ο ............... υπέβαλε αίτηση με την οποία επισήμανε ότι από το KAEK λείπει ένα τμήμα που ανήκει στο γεωτεμάχιο με KAEK και ότι το γεωτεμάχιο με KAEK έχει εμβαδόν 968,61τμ, ενώ το πραγματικό εμβαδόν είναι 1340τμ και πρότεινε τη διόρθωση των γεωμετρικών του στοιχείων, ώστε να συμπεριληφθεί τμήμα του γεωτεμαχίου με KAEK . Για την απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού του προσκόμισε κτηματογραφικό διάγραμμα, το συμβόλαιο αγοράς, τοπογραφικό διάγραμμα και τοπογραφικό διάγραμμα της προτεινόμενης διόρθωσης των γεωμετρικών στοιχείων. Σύμφωνα με την αίτηση αυτή όμορα γεωτεμάχια που επηρεάζει η διόρθωση είναι εκείνα με KAEK . Επί της αιτήσεως αυτής ο Ο.Κ.Χ.Ε. εισηγήθηκε ότι τα στοιχεία μπορούν να εισαχθούν στη χωρική βάση μετά τη διόρθωση των ορίων του γεωτεμαχίου με KAEK 0904006 τα εμβαδά που προκύπτουν για τα κτηματολογικά στοιχεία είναι 2.361,30τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK, 3.939,40τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK, 5.271,20τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK και 1.339,90τμ για το γεωτεμάχιο με KAEK. Ακολούθως, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου παρήγγειλε την επίδοση αυτής της απόφασης στον προσφεύγοντα και αντίγραφο της με παραγγελία για επίδοση για να λάβει γνώση και για τις έννομες συνέπειες επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου (βλ. τη με αριθμό 2574/19-2-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου Γρηγορίου Παππά). Στη συνέχεια, συντάχθηκε σχετική αίτηση επίδοσης της πράξεως σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 1348/2000 του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη-μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις και επισυνάφθηκε βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης ή μη επίδοσης ή κοινοποίησης των πράξεων. Οπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου δεν έταξε εύλογη προθεσμία, ώστε οι όμοροι ιδιοκτήτες να υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως ούτε τελικά υποβλήθηκε κανένα τέτοιο έγγραφο. Με βάση την ως άνω με αριθμό πρωτ. 0708519/19-10-2007 εισήγηση εκδόθηκε η με αριθμό 15/31-7-2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου (αριθμ.πρωτ. 165/31-7-2008), η οποία αποφάσισε την αποδοχή της αιτούμενης διόρθωσης. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε οριστικά αυθημερόν (31-7- 2008) στα κτηματολογικά φύλλα των γεωτεμαχίων με KAEK και ....... , αν και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 2 του ν.2664/1998, έπρεπε να κοινοποιηθεί και στους όμορους δικαιούχους.
Στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δεν προκύπτει ότι προηγήθηκε επίδοση αυτής στον προσφεύγοντα όμορο ιδιοκτήτη ή σε οποιονδήποτε αφορούσε η μεταβολή. Απ` όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά το χρόνο υποβολής της με αριθμ.πρωτ. 81/15-3-2007 αίτησης διόρθωσης ο ......................... δεν ήταν κύριος του γεωτεμαχίου με KAEK, το οποίο στις 15-3-2007 ανήκε στην .............. κατά το εξ αδιαιρέτου, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό του ΛΑ αποτελούσε μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας του ......... , ο οποίος είχε αποβιώσει στις 7-6-2006, πλην όμως έως την υποβολή της αίτησης δεν είχε συνταχθεί ούτε μεταγραφεί σχετική συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ.1 και 3 Κ.Πολ.Δ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, όπως εν προκειμένω ο προσφεύγων, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης με το ν. 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των Χωρών, που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο, για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του και να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης.
Ειδικότερα, από το άρθρο 5 παρ. 1 της από 11.5.1938 μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως "περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου", η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο μόνο του ΑΝ 1932/1938 και επανατεθεί σε ισχύ από 1.2.1952 με ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών από 24.10/15.12.1952 (ΦΕΚ 338/15.12.1952 τ.A ) και δεν έχει θιγεί με την εισαγωγή του ΚΠολΔ, ούτε από την σύμβαση της Χάγης, σύμφωνα με την γενική διάταξη του άρθρου 25 αυτής, σαφώς προκύπτει ότι η επίδοση πρέπει να αποδεικνύεται είτε από το χρονολογημένο και δεόντως κεκυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται το έγγραφο ή με πιστοποιητικό της αρχής του προς ο η αίτηση Κράτους, στο οποίο να εμφαίνεται το γεγονός, ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (βλ. ΑΠ 1342/2007 και ΑΠ 1786/2006 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Αλλωστε, η ως άνω διμερής από 11.5.1938 Σύμβαση "περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου", εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον με αριθμό 1348/29.5.2000 Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο οποίος αντικατέστησε μεταξύ των κρατών μελών, με εξαίρεση τη Δανία και, προσωρινά, τη Γερμανία, την παραπάνω σύμβαση της Χάγης (82598/28.5.2001 εγκύκλιος Υπουργείου Δικαιοσύνης στον ΚωδΝοΒ 49.1391) και ο οποίος αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με τον 1393/2007 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η ισχύς του οποίου άρχισε στις 13.11.2008. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω Ελληνογερμανικής Σύμβασης, σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η επίδοση των εγγράφων που προορίζονται για πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος του άλλου κράτους, γίνεται με αίτηση που διαβιβάζεται από το αιτούν κράτος, στη Γερμανία στον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου και στην Ελλάδα στον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου πρέπει να γίνει η επίδοση. Επίσης, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης, η απόδειξη της επίδοσης προκύπτει ή με χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται το έγγραφο ή με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο απευθύνεται, το οποίο να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνες του άρθρου 134 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μχ αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγματικής περιέλευσης του εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους και επομένως, καταργείται κάθε άλλη ρύθμιση. Στην κρινόμενη υπόθεση όμως, δεν προκύπτει ότι έγινε πραγματική επίδοση στον όμορο δικαιούχο-προσφεύγοντα, ώστε να λάβει γνώση και να εκθέσει τις απόψεις του αναφορικά με την αιτούμενη διόρθωση. Άλλωστε, στον τελευταίο δεν κοινοποιήθηκε ούτε η απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, με αποτέλεσμα να λάβει γνώση της διορθώσεως, αφού είχε ήδη επέλθει η μεταβολή, η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι καταχωρήθηκε αυθημερόν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, αν και το άρθρο 19 παρ. 2 του ν.2664/1998 προβλέπει την κοινοποίηση της απόφασης στους όμορους ιδιοκτήτες και στη συνέχεια, την καταχώριση της, αφού παρέλθει άπρακτη δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση αντιρρήσεων κατ` αυτής ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή, διαφορετικά και σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή αναστέλλεται η διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών έως την έκδοση οριστικής απόφασης από τον κτηματολογικό δικαστή, ενώ η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων κατ` αυτής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Σημειωτέον ότι η απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου επί της με αριθμ.πρωτ.81/15-3-2007 αιτήσεως εκδόθηκε στις 31-7-2008, δηλαδή μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης που ήταν στις 15-3-2007 και καταχωρήθηκε την ίδια ημέρα της έκδοσης της. Τέλος, σύμφωνα με τους τίτλους κτήσης του προσφεύγοντος και των ................ , ο μεν πρώτος αγόρασε ένα ακίνητο εμβαδού 4.200τμ ή όσης κι αν είναι εκτάσεως, πλέον ή έλαττον, οι δε τελευταίοι αγόρασαν κατά το Vz ένα ακίνητο ένα ακίνητο εμβαδού 7 περίπου στρεμ. ή όσης εκτάσεως και αν είναι περισσότερο ή λιγότερο. Με την ως άνω διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων όμως, και σύμφωνα με τους συμβολαιογραφικούς τίτλους κτήσης κυριότητας το ακίνητο ιδιοκτησίας πλέον κατά τα προαναφερόμενα ................ αποτελείται από δύο τμήματα κατόπιν διαχωρισμού με τη διάνοιξη του δρόμου, εμβαδού 7.709,87τμ και 1.339,05τμ το καθένα αντίστοιχα, δηλαδή εμφανίζεται ως έχον συνολική έκταση 9.048,92τμ, ήτοι μεγαλύτερο κατά 2.048,92τμ από το περιγραφόμενο στο με αριθμό 5635/1965 συμβόλαιο. Η διαφορά αυτή επιμερίζεται κατά 1745,72τμ στο πρώτο ακίνητο και 303,90τμ στο δεύτερο ακίνητο. Ενόψει τούτων, καθίσταται σαφές ότι η αιτούμενη διόρθωση αφορά την επίλυση ιδιοκτησιακής αμφισβήτησης και όχι απλώς τη διόρθωση εκείνων των στοιχείων της κτηματολογικής εγγραφής που αφορούν στο εμβαδόν, στις πλευρικές διαστάσεις του, στη θέση του και στο σχήμα του σε σχέση με την πραγματική κατάσταση σε συνδυασμό και με τους τίτλους κτήσεως. Η αιτούμενη δε διόρθωση μπορεί να διαταχθεί μόνο κατόπιν αμετάκλητης απόφασης του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου που δικάζει επί αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 και όχι από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου ή με απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατόπιν προσφυγής κατά αποφάσεως του τελευταίου με τη διαδικασία του άρθρου 19 του ν.2664/1998.
Κατόπιν όλων των προεκτιθεμένων, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η με αριθμό 15/2008 και με αριθμό πρωτ. 165/31-7-2008 απόφαση της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλο των ακινήτων με ΚΑΕΚ .......... . Τέλος, σημειώνεται ότι δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας, δεδομένου ότι η παρούσα κατά το σκέλος που έκρινε ερήμην της καθ` ής η προσφυγή δεν υπάγεται σε εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις που συγχωρείται ανακοπή ερημοδικίας σε υποθέσεις δικαζόμενες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σε πρώτο βαθμό (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ II, 2000, 754 αριθ. 8).
ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:
Δικάζει την προσφυγή, ερήμην του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου.
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει τη με αριθμό 15/31-7-2008 και με αριθμό πρωτοκόλλου 165/31-7-2008 απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σκοπέλου, που καταχωρίστηκε στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ......
Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος